Δυο
αδέρφια που ζούσαν σε γειτονικά αγροκτήματα ήρθαν σε σύγκρουση. Ήταν το πρώτο
σοβαρό χάσμα μετά από 40 χρόνια ομαλής συμβίωσης, κοινής χρήσης μηχανημάτων και
διαχείρισης δουλειάς και αγαθών χωρίς το παραμικρό εμπόδιο.
Τότε
η μακρά αυτή συνεργασία διαλύθηκε. Ξεκίνησε με μια μικρή παρεξήγηση και
εξελίχθηκε σε μείζονα διαφορά και τελικά εξερράγη σε μια ανταλλαγή πικρών λόγων
συνοδευόμενων από εβδομάδες σιωπής.
Ένα
πρωί χτύπησε η πόρτα του ενός από τα δύο αδέρφια του Γιάννη. Την άνοιξε και
είδε τον άντρα που κρατούσε εργαλεία μαραγκού. «Ψάχνω να δουλέψω για μερικές
μέρες», είπε. «Ίσως εσείς θα είχατε τίποτα ψιλοδουλειές από δω κι από κει. Θα
μπορούσα να σας βοηθήσω;»
«Ναι»,
είπε ο Γιάννης. «Όντως, έχω μια δουλειά για σένα. Κοίτα πέρα απ’ το ποτάμι
εκείνη τη φάρμα. Αυτός είναι ο γείτονας μου, στην πραγματικότητα ο μικρότερος
αδερφός μου. Την περασμένη εβδομάδα ανάμεσά μας ήταν ένα λιβάδι. Άνοιξε το
φράγμα με τη μπουλντόζα του και τώρα είναι ένα ποτάμι ανάμεσά μας. Ίσως το
έκανε να με ενοχλήσει, αλλά θα του κάνω κάτι καλύτερο. Βλέπεις εκείνο τον σωρό
τα ξύλα δίπλα στην αποθήκη; Θέλω να μου χτίσεις έναν φράχτη – γύρω στα δυόμισι
μέτρα – ώστε να μη χρειάζεται να βλέπω τη φάρμα του πια».
Ο
μαραγκός είπε: «Νομίζω ότι καταλαβαίνω την κατάσταση. Δείξε μου πού είναι τα
καρδιά και εργαλεία για να ανοίξω τις τρύπες και θα κάνω δουλειά που θα σας
αρέσει!»
Ο
Γιάννης έπρεπε να πάει στην πόλη να εφοδιαστεί, γι’ αυτό βοήθησε τον μαραγκό να
ετοιμάσει τα υλικά του και μετά έφυγε.
Ο
μαραγκός δούλεψε σκληρά όλη εκείνη τη μέρα μετρώντας, πριονίζοντας,
καρφώνοντας.
Κοντά
στο σούρουπο, όταν επέστρεψε ο Γιάννης, ο μαραγκός μόλις είχε τελειώσει τη
δουλειά του. Ο Γιάννης γούρλωσε τα μάτια και απέμεινε με το στόμα ανοιχτό.
Δεν
υπήρχε κανένας φράχτης εκεί. Υπήρχε μια γέφυρα… μια γέφυρα που απλωνόταν απ’ τη
μια μεριά του ποταμού ως την άλλη! Μια θαυμάσια δουλειά με χειρολαβές και τα
πάντα – και ο γείτονας, ο μικρότερος αδερφός του, ερχόταν απ’ την απέναντι
μεριά με τα χέρια του ανοιχτά.
«Είσαι
καλός αδελφός που έφτιαξες αυτή τη γέφυρα μετά απ’ όλα όσα είπα και έκανα!»
Τα
δυο αδέρφια στάθηκαν απ’ τη μια μεριά κι απ’ την άλλη της γέφυρας και μετά
απαντήθηκαν στη μέση, σφίγγοντας ο ένας το χέρι του άλλου. Γύρισαν και είδαν τον
μαραγκό να κρεμάει τα εργαλεία του στον ώμο. «Όχι περίμενε! Μείνε μερικές μέρες
ακόμα. Έχω κι άλλες δουλειές για σένα», είπε ο μεγαλύτερος αδερφός.
«Θα
το ήθελα πολύ να μείνω κι άλλο», είπε ο μαραγκός, «αλλά έχω πολλές ακόμα
γέφυρες να φτιάξω!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου