Κάποτε,
ήταν μια οικογένεια με ένα παιδί. Το ζευγάρι ήταν σκληρά εργαζόμενο και παρόλο
που προσπαθούσαν, ο χρόνος ποτέ δεν ήταν αρκετός για να μοιραστούν πράγματα και
εμπειρίες με το εξάχρονο αγοράκι τους.
Κάποιο
βράδυ, μόλις ο πατέρας επέστρεψε στο σπίτι κουρασμένος, άκουσε τη χαρούμενη
φωνούλα του παιδιού του:
«Μπαμπά,
πόσα λεφτά κερδίζεις σε μια ώρα;» ρώτησε με συνεσταλμένη φωνή και παρακλητική
ματιά το μικρό αγόρι καθώς υποδεχόταν τον πατέρα του που επέστρεψε στο σπίτι
από τη δουλειά του.
Ο
πατέρας, που ξαφνιάστηκε από την ερώτηση, είπε: «Κοίταξε, αγόρι μου, ούτε η μητέρα σου το ξέρει αυτό. Γι’
αυτό σε παρακαλώ, μη με ενοχλείς γιατί είμαι πολύ κουρασμένος».
«Μπαμπά,
πες μου σε παρακαλώ! Πόσα λεφτά κερδίζεις σε μια ώρα;» επέμεινε το αγόρι.
Ο
πατέρας, τελικά απάντησε: «Είκοσι ευρώ την ώρα».
«Εντάξει,
μπαμπά. Θα μπορούσες να μου δανείσεις δέκα ευρώ;» ρωτά το αγοράκι. Η ανησυχία
και ο εκνευρισμός του πατέρα ήταν φανερός και φώναξε στο παιδί: «Ώστε μου τα
ρωτάς όλα αυτά για να σου δώσω δέκα ευρώ; Πήγαινε γρήγορα να κοιμηθείς και μη
με ενοχλήσεις ξανά!»
Είχε
βραδιάσει και οι ενοχές για τον τρόπο που απάντησε στον γιο του είχαν
πλημμυρίσει το μυαλό του πατέρα. Σκέφτηκε ότι ο γιος του τον ρώτησε επειδή
μάλλον θα ήθελε να αγοράσει κάποιο παιχνίδι και δεν είχε αρκετά χρήματα.
Στο
τέλος, θέλοντας να απαλλαγεί από τις ενοχές του για τη συμπεριφορά του αυτή, ο
πατέρας πήγε στο δωμάτιο του γιου του. «Κοιμάσαι;» τον ρώτησε.
«Όχι,
μπαμπά. Γιατί;» απάντησε το αγόρι, μισοκοιμισμένο.
«Εδώ
είναι τα δέκα ευρώ που μου ζήτησες πιο πριν», του είπε.
«Ευχαριστώ
μπαμπά!», απάντησε με χαρά το παιδάκι, βάζοντας το χέρι του κάτω από το
μαξιλάρι του και βγάζοντας κάποια χρήματα. «Τώρα έχω αρκετά! Τώρα έχω είκοσι ευρώ!»,
το αγόρι είπε στον μπαμπά του, ο οποίος κοίταζε με απορία το γιο του, που
συνέχισε λέγοντας: «Μήπως τώρα θα μπορούσες, μπαμπά, να μου πουλήσεις μια ώρα
από τον χρόνο σου;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου