Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Το κάστρο της ζωής






Ήταν μια φορά ένας κύριος που έκανε ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Όταν έφτασε στο Ηνωμένο Βασίλειο, αγόρασε από το αεροδρόμιο έναν οδηγό με τα κάστρα των νησιών. Κάποια είχαν συγκεκριμένες μέρες επισκέψεων και άλλα πολύ αυστηρό ωράριο. Αλλά αυτό που του τράβηξε την προσοχή, ήταν ένα που παρουσιαζόταν με τη φράση «Η επίσκεψη της ζωής σου».
Στις φωτογραφίες τουλάχιστον, φαινόταν ένα κάστρο ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο εντυπωσιακό από τα άλλα, αλλά είχε ιδιαίτερες συστάσεις… Ο οδηγός εξηγούσε πως για λόγους που θα γίνονταν κατανοητοί αργότερα, οι επισκέπτες δεν πλήρωναν είσοδο εκ των προτέρων αλλά ήταν απαραίτητο να κλείσουν από πριν ραντεβού δηλαδή ημέρα και ώρα. Η διαφορετική αυτή πρόταση του είχε κινήσει την περιέργεια, και το ίδιο απόγευμα ο άνθρωπος τηλεφώνησε από το ξενοδοχείο του και έκλεισε ραντεβού.

Κάστρο Pierrefonds
Όλα λειτουργούν πάντα με τον ίδιο τρόπο στον κόσμο. Αρκεί να έχει κάποιος ένα σημαντικό ραντεβού κάποια συγκεκριμένη ώρα και ανάγκη να είναι ακριβής, για να μπερδευτούν όλα. Η περίπτωση αυτή δεν αποτέλεσε εξαίρεση, και δέκα λεπτά αργότερα από τη συμφωνημένη ώρα, ο τουρίστας έφτασε στο παλάτι. Παρουσιάστηκε σ’ έναν άντρα με καρό φούστα, που τον περίμενε και τον καλωσόρισε.
-«Οι υπόλοιποι μπήκαν ήδη με τον ξεναγό;» ρώτησε αφού πρώτα δεν είδε κανέναν άλλο επισκέπτη.
-«Οι υπόλοιποι;» ανταπέδωσε την ερώτηση ο άντρας. «όχι οι επισκέψεις είναι ατομικές και δεν προσφέρουμε ξεναγούς»
Χωρίς καμιά αναφορά στο ωράριο, του εξήγησε λίγο την ιστορία του κάστρου και του ανέφερε τι να προσέξει ιδιαιτέρως: τις τοιχογραφίες, τις πανοπλίες στη σοφίτα, τον πολεμικό εξοπλισμό στη Βόρεια αίθουσα, τις κατακόμβες κάτω από τη σκάλα και το δωμάτιο βασανιστηρίων στο μπουντρούμι. Αφού είπε αυτά του έδωσε ένα κουτάλι και του ζήτησε να το κρατήσει οριζόντιο, με το κοίλο μέρος προς τα πάνω.
-«Κι αυτό τι;» ρώτησε ο επισκέπτης
-«Εμείς δεν εισπράττουμε την άδεια εισόδου στο κάστρο. Για να κοστολογήσουμε την επίσκεψή σας καταφεύγουμε σε αυτό το σύστημα. Κάθε επισκέπτης κρατάει ένα κουτάλι σαν αυτό, γεμάτο μέχρι πάνω με ψιλή άμμο. Εδώ χωράνε ακριβώς 100 γραμμάρια. Μετά  την περιήγηση σας στο κάστρο, ζυγίζουμε την άμμο που έχει μείνει στο κουτάλι και σας χρεώνουμε μια λίβρα για κάθε γραμμάριο που έχετε χάσει… Ένας τρόπος για να βρούμε το κόστος της καθαριότητας» εξήγησε.
-«Κι αν δεν χάσω ούτε ένα γραμμάριο;»
-«Α αγαπητέ μου κύριε, τότε η επίσκεψη σας στο κάστρα θα είναι δωρεάν»
Κάστρο Chenonceau
Ο άνθρωπος αν και έκπληκτος, βρήκε την πρόταση διασκεδαστική και, αφού είδε τον οικοδεσπότη να ξεχειλίζει το κουτάλι με άμμο, ξεκίνησε την περιήγησή του. Έχοντας εμπιστοσύνη στις κινήσεις του, ανέβηκε πολύ αργά τις σκάλες με το βλέμμα καρφωμένο στο κουτάλι. Όταν έφτασε πάνω, στην αίθουσα με τις πανοπλίες, προτίμησε να μην μπει γιατί σκέφτηκε πως ο αέρας θα έπαιρνε την άμμο κι έτσι αποφάσισε να κατέβει προσεκτικά. Περνώντας από την αίθουσα με τις πολεμικές μηχανές, κάτω από τη σκάλα, συνειδητοποίησε πως για να τις δει καλά, θα έπρεπε να κρατηθεί από τα κάγκελα και να σκύψει πολύ. Δεν ήταν επικίνδυνο για την σωματική του ακεραιότητα, αλλά συνεπαγόταν πως θα έχανε κάτι από το περιεχόμενο του κουταλιού, οπότε συμβιβάστηκε να το κοιτάξει από μακριά. Τι ίδιο του συνέβη και με την υπερβολικά απότομη σκάλα που οδηγούσε στα μπουντρούμια. Καθώς επέστρεφε από το διάδρομο στο σημείο εκκίνησης, κατευθύνθηκε ικανοποιημένος προς τον άνθρωπο με τη σκωτσέζικη φούστα που τον περίμενε με μια ζυγαριά. Εκεί άδειασε το περιεχόμενο του κουταλιού και περίμενε την ετυμηγορία του άντρα.
-«Εκπληκτικό, χάσατε μόνο μισό γραμμάριο» ανακοίνωσε, «σας συγχαίρω. Όπως εσεις προβλέψατε, αυτή η επίσκεψη δε θα σας στοιχίσει τίποτα»
-«Ευχαριστώ»
-«Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;» ρώτησε στο τέλος ο οικοδεσπότης.
Ο τουρίστας δίστασε και τελικά αποφάσισε να φανεί ειλικρινής.
-«Η αλήθεια είναι πως όχι και πολύ. Ήμουν τόσο απασχολημένος με το να προσέχω την άμμο, που δεν μπόρεσα να δω αυτό που μου είπατε.»
-«Μα αυτό είναι φριχτό! Κοιτάξτε, θα κάνω μια εξαίρεση. Θα σας ξαναγεμίσω το κουτάλι, γιατί είναι ο κανονισμός, αλλά τώρα ξεχάστε πόσο θα χυθεί: μένουν 12 λεπτά μέχρι να έρθει ο επόμενος επισκέπτης. Να πάτε και να γυρίσετε πριν φτάσει»
Κάστρο Val , Bort-les-Orgues
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο άνθρωπος πήρε το κουτάλι κι έτρεξε στη σοφίτα. Όταν έφτασε έριξε μια γρήγορη ματιά σε ότι υπήρχε εκεί, και κατέβηκε τρέχοντας στα μπουντρούμια γεμίζοντας τις σκάλες με άμμο. Δεν περίσσευε ούτε μια στιγμή γιατί τα λεπτά περνούσαν, και σχεδόν πέταξε προς το πέρασμα κάτω από τη σκάλα, όπου, σκύβοντας για να μπει του έπεσε το κουτάλι και χύθηκε όλο το περιεχόμενό του. Κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει έντεκα λεπτά. Ξανά, χωρίς να δει τις πολεμικές μηχανές, έτρεξε μέχρι τον άνθρωπο στην είσοδο, στον οποίο παρέδωσε το άδειο κουτάλι.
-«Αυτή τη φορά χωρίς άμμο λοιπόν, αλλά μην ανησυχείτε, έχουμε κάνει μια συμφωνία. Πώς ήταν; Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;»
Ξανά ο επισκέπτης δίστασε μερικές στιγμές.
-«Η αλήθεια είναι πως όχι» ομολόγησε στο τέλος. «Ήμουν τόσο απασχολημένος να γυρίσω πριν φτάσει ο επόμενος, που έχασα όλη την άμμο, αλλά και πάλι δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου.»
Ο άνθρωπος με την πίπα άναψε την πίπα του και του είπε:
-«Υπάρχουν κάποιοι που περπατούν στο κάστρο της ζωής τους προσπαθώντας να μην τους κοστίσει τίποτα, και δεν μπορούν να το ευχαριστηθούν. Υπάρχουν άλλοι που βιάζονται τόσο να φτάσουν νωρίς, που χάνουν τα πάντα χωρίς και αυτοί να ευχαριστηθούν τίποτα. Κάποιοι λίγοι μαθαίνουν αυτό το μάθημα και παίρνουν τον χρόνο τους για κάθε διαδρομή. Ανακαλύπτουν και απολαμβάνουν την κάθε γωνιά, το κάθε βήμα. Ξέρουν πως δε θα είναι δωρεάν, αλλά καταλαβαίνουν ότι το κόστος του να ζεις, αξίζει τον κόπο.»

Απόσπασμα από το βιβλίο "Να σου πω μια ιστορία" του Χόρχε Μπουκαϊ

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Το Ψέμα γίνεται Αλήθεια και η Αλήθεια Ψέμα!





Mια φορά και έναν καιρό ήταν δύο μυθικά πλάσματα,η Αλήθεια και το Ψέμα.

Η Αλήθεια ήταν πανέμορφη, όλος ο κόσμος την αγαπούσε και την έβαζε στο σπίτι του.
Από την άλλη το Ψέμα ήταν ένα κακάσχημο τέρας, που και μόνο στην όψη του τρόμαζε τους ανθρώπους και αναγκαζόταν να ζει κρυμμένο στις σπηλιές γιατί πάντα έβρισκε τις πόρτες του κόσμου κλειστές.
Έτσι λοιπόν το Ψέμα αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο στην Αλήθεια… Τη συνάντησε σε ένα ξέφωτο και ξεκίνησε μια λυσσαλέα μάχη.
Δέκα μέρες και δέκα νύχτες πάλευαν ασταμάτητα, τα σπαθιά τους έβγαζαν φλόγες, τίποτα δεν σταμάταγε το Ψέμα μέχρι να νικήσει την Αλήθεια.
Η Αλήθεια πάλευε με όλη της την δύναμη. Η κούραση ήταν χαραγμένη στα πρόσωπα και των δύο, αλλά κανείς νικητής κανείς ηττημένος ακόμα.
Για μια στιγμή βρήκαν το κουράγιο να σηκώσουν και οι δυο τα σπαθιά τους, η ένταση ήταν στο ζενίθ, ο στόχος ήταν το κεφάλι του αλλουνού.
Τι τραγική σύμπτωση όμως, η Αλήθεια κατάφερε να κόψει το κεφάλι του Ψέματος και το Ψέμα να κόψει το κεφάλι της Αλήθειας…
Για μια στιγμή επικράτησε αμηχανία, άρχισαν να ψάχνουν στα τυφλά τα κεφάλια τους. Δυστυχώς όμως η Αλήθεια πήρε το κεφάλι του Ψέματος και το Ψέμα το κεφάλι της Αλήθειας.
Και έκτοτε ο κόσμος δυσκολεύεται να τα αναγνωρίσει.

Το Ψέμα γίνεται Αλήθεια και η Αλήθεια Ψέμα...

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Δηλητηριάζοντας την πεθερά






Πριν από πολύ καιρό στην Κίνα, μια κοπέλα παντρεύτηκε και πήγε να ζήσει με τον σύζυγό της στο σπίτι της πεθεράς της. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα , η κοπέλα διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να συμβιώσει με την πεθερά της. Ο χαρακτήρας τους ήταν πολύ διαφορετικός, και η κοπέλα εκνευριζόταν από πολλές από τις συνήθειες της πεθεράς της. Επιπλέον, η πεθερά επέκρινε διαρκώς τη κοπέλα. Ο καιρός περνούσε αλλά η κοπέλα και η πεθερά συνέχιζαν να τσακώνονται και να διαφωνούν. Όμως αυτό που έκανε την κατάσταση ακόμη χειρότερη ήταν ότι σύμφωνα με την αρχαία κινεζική παράδοση, η κοπέλα έπρεπε να υπακούει την πεθερά και να εκπληρώνει την κάθε επιθυμία της. Η ένταση και τα νεύρα στο σπίτι προκαλούσαν θλίψη στον άτυχο σύζυγο. Η κοπέλα δεν μπορούσε να υπομένει άλλο την κακή διάθεση και την καταπίεση της πεθεράς της, και αποφάσισε να κάνει κάτι γι 'αυτό. Πήγε και συνάντησε ένα καλό φίλο του πατέρα της, τον Huang, ο οποίος πουλούσε βότανα. Του περιέγραψε την κατάσταση και του ζήτησε να της δώσει κάποιο δηλητήριο, έτσι ώστε να λύσει το πρόβλημα μια για πάντα. Ο Huang σκέφτηκε για λίγο, και μετά είπε: "Θα σε βοηθήσω να λύσεις το πρόβλημά σου, αλλά θα πρέπει να με ακούσεις προσεκτικά και να κάνεις ότι σου πω . "
Η κοπέλα δέχτηκε με ενθουσιασμό, ο Huang πήγε στο πίσω δωμάτιο,και επέστρεψε μετά από λίγα λεπτά κρατώντας μια σακούλα με βότανα.
Είπε στην κοπέλα: "Δεν πρέπει να χρησιμοποιήσεις ένα ταχείας δράσης δηλητήριο για να απαλλαγείς από τη πεθερά σου, διότι αυτό θα προκαλέσει υποψίες εναντίον σου. Γι αυτό, σου δίνω μια σειρά από βότανα που θα δημιουργήσουν σταδιακά το δηλητήριο στο σώμα της. Κάθε δεύτερη μέρα θα ετοιμάζεις ένα νόστιμο γεύμα και θα βάζεις λίγη ποσότητα από αυτά τα βότανα. Για να σιγουρέψεις ότι κανείς δεν θα σε υποψιαστεί όταν πεθάνει, πρέπει να είσαι πολύ προσεκτική και να είσαι πολύ φιλική μαζί της. Μην διαφωνείς μαζί της, να υπακούεις κάθε της επιθυμία, και να της φέρεσαι σαν βασίλισσα . "
Η κοπέλα χάρηκε πολύ, αφού ήταν θέμα χρόνου να απαλλαγεί από την πεθερά της . Ευχαρίστησε τον Huang και έσπευσε στο σπίτι για να ξεκινήσει το σχέδιο για τη δολοφονία της πεθεράς της .
Οι εβδομάδες και οι μήνες περνούσαν, και η κοπέλα ετοίμαζε μέρα παρά μέρα ένα νόστιμο γεύμα για την πεθερά της. Ακολουθούσε τις συμβουλές του Huang ώστε να αποφύγει κάθε καχυποψία, διατηρούσε τη ψυχραιμία της και φερόταν στη πεθερά της σαν να ήταν η μητέρα της.
Μετά από έξι μήνες η κατάσταση είχε αλλάξει. Ακόμα και η πεθερά είχε αλλάξει στάση και ήταν πιο ευγενική και καλή με την νύφη της. Άρχισε να την αγαπάει όπως την κόρη της. Διαρκώς την παίνευε στους φίλους και συγγενείς, και έλεγε ότι ήταν η καλύτερη νύφη που θα μπορούσε να έχει.
Μια μέρα η κοπέλα πήγε να συναντήσει τον κ. Huang για να ζητήσει και πάλι τη βοήθειά του: "κ. Huang, παρακαλώ βοηθήστε να σταματήσει η δράση του δηλητηρίου που σκοτώνει την πεθερά μου! Έχει μετατραπεί σε τόσο καλοσυνάτη γυναίκα που την αγαπώ πια σαν τη μητέρα μου. Δεν θέλω να πεθάνει εξαιτίας του δηλητηρίου που της έδωσα . "Ο Huang χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του.
"Μην ανησυχείς . Ποτέ δεν της έδωσες δηλητήριο. Τα βότανα που σου έδωσα ήταν βιταμίνες για να βελτιώσουν την υγεία της. Το μόνο δηλητήριο ήταν στο μυαλό σου και τη στάση σου προς το μέρος της. Όμως διαλύθηκε από την αγάπη που της πρόσφερες. "

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Εμπόδια





Περπατώ σ’ ένα μονοπάτι.
Αφήνω τα πόδια μου να με οδηγήσουν.
Η ματιά μου στέκεται στα δέντρα, στα πουλιά, στις πέτρες.
Στον ορίζοντα διαγράφεται το περίγραμμα μιας πόλης.
Οξύνω τη ματιά μου για να την ξεχωρίσω καλύτερα.
Αισθάνομαι ότι η πόλη με έλκει.
Χωρίς να ξέρω πως, συνειδητοποιώ ότι σε αυτήν την πόλη μπορώ να βρω όλα όσα επιθυμώ.
Όλους μου τους στόχους, τους σκοπούς, τα μελλοντικά μου επιτεύγματα.
Οι φιλοδοξίες και τα όνειρά μου βρίσκονται σε αυτήν την πόλη.
Αυτό που θέλω να καταφέρω, αυτό που χρειάζομαι, αυτό που ήθελα να γίνω πιο πολύ, αυτό που επιδιώκω, αυτό που προσπαθώ, αυτό για το οποίο δουλεύω, αυτό που πάντα φιλοδοξούσα, αυτό που θα ήταν η μεγαλύτερη από τις επιτυχίες μου.
Φαντάζομαι ότι όλα αυτά βρίσκονται σε αυτήν την πόλη.
Χωρίς δισταγμό, αρχίζω να πηγαίνω προς τα εκεί.
Λίγο μετά, αφού έχω ήδη αρχίσει να βαδίζω, το μονοπάτι γίνεται ανηφορικό.
Κουράζομαι λίγο, αλλά δεν πειράζει.
Συνεχίζω.
Διακρίνω μια μαύρη σκιά παρακάτω, στο δρόμο.
Πλησιάζω και βλέπω ότι μια τεράστια τάφρος εμποδίζει το πέρασμά μου.
Φοβάμαι…Διστάζω.
Μ’ ενοχλεί που ο στόχος μου δεν μπορεί να επιτευχθεί εύκολα.
Όπως και να ‘χει, αποφασίζω να πηδήξω την τάφρο.
Κάνω πίσω, παίρνω φόρα και πηδώ….
Καταφέρνω να την περάσω.
Ξαναρχίζω το δρόμο μου και συνεχίζω να περπατώ.
Λίγα μέτρα πιο κάτω εμφανίζεται άλλη τάφρος.
Ξαναπαίρνω φόρα και την περνάω κι αυτήν.
Τρέχω προς την πόλη : ο δρόμος φαίνεται καθαρός.
Με ξαφνιάζει μια άβυσσος που ανοίγεται στο δρόμο μου,
Σταματώ.
Είναι αδύνατον να πηδήξω από πάνω.

Βλέπω δίπλα πως υπάρχουν ξύλα, καρφιά και εργαλεία.
Συνειδητοποιώ ότι βρίσκονται εκεί για την κατασκευή μιας γέφυρας.
Ποτέ δεν ήμουν επιδέξιος στα χέρια….
…σκέφτομαι να παραιτηθώ.
Κοιτώ το στόχο που επιθυμώ…..και αντιστέκομαι.
Αρχίζω την κατασκευή της γέφυρας.
Περνούν ώρες, μέρες, μήνες.
Η γέφυρα είναι έτοιμη.
Συγκινημένος, τη διασχίζω.
Και φτάνοντας στην άλλη μεριά… ανακαλύπτω το τείχος.
Ένα γιγαντιαίο τείχος, κρύο και υγρό, περικυκλώνει την πόλη των ονείρων μου…
Αισθάνομαι απελπισμένος…
Ψάχνω τρόπο να το αποφύγω.
Δεν υπάρχει.
Πρέπει να σκαρφαλώσω.
Η πόλη είναι τόσο κοντά….
Δε θα αφήσω το τείχος να μου φράξει το πέρασμα.
Σκέφτομαι να αναρριχηθώ.
Ξεκουράζομαι μερικά λεπτά και παίρνω αέρα….
Ξαφνικά βλέπω,
Σε μια άκρη του δρόμου,
Ένα παιδί να με κοιτά σαν να με γνώριζε.
Μου χαμογελά με συνενοχή.
Μου θυμίζει τον εαυτό μου…όταν ήμουν παιδί.
Ίσως γι’ αυτό τολμώ να εκφράσω φωναχτά το παράπονό μου.
«Γιατί τόσα εμπόδια ανάμεσα σε εμένα και στο σκοπό μου;»
Το παιδί σηκώνει τους ώμους και μου απαντά.
«Και γιατί ρωτάς εμένα;
Τα εμπόδια δεν υπήρχαν μέχρι να έρθεις…
Τα εμπόδια τα έφερες εσύ.»


 Χόρχε Μπουκάϊ 

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Μπαμπά…σ’ αγαπώ!




Ενώ ένας άνδρας γυάλιζε το νέο αυτοκίνητό του, ο ηλικίας 4 ετών γιος του, πήρε μια πέτρα και γρατσούνισε με γραμμές μέρος του αυτοκινήτου. Στο θυμό του απάνω, ο άνδρας αυτός πήρε το χέρι του παιδιού του και χρησιμοποιώντας ένα γαλλικό κλειδί, το χτύπησε πολλές φορές.
Στο νοσοκομείο, το παιδί έχασε όλα τα δάχτυλά του λόγω των πολλαπλών σπασιμάτων.
Όταν το παιδί είδε τον πατέρα του, με παραπονεμένα μάτια, γεμάτα πόνο τον ρώτησε: “Μπαμπά… πότε τα δάχτυλά μου θα μεγαλώσουν πάλι;”
Το άτομο βουβό, πήγε πίσω στο αυτοκίνητό του και το κλώτσησε πολλές φορές. Σκεπτόμενος αυτό που έκανε, βρισκόμενος μπροστά στο αυτοκίνητό του και βλέποντας ξανά τις γρατζουνιές, αντιλήφθηκε ότι το παιδί του είχε γράψει με την πέτρα “ΜΠΑΜΠΑ ΣΕ ΑΓΑΠΩ”.
Ο θυμός και η αγάπη δεν έχουν κανένα όριο. Επιλέξτε τα τελευταία για να έχετε μια όμορφη, καλή ζωή… Τα πράγματα υπάρχουν για να χρησιμοποιούνται, ενώ οι άνθρωποι είναι για να αγαπηθούν.


Προσέξτε τις σκέψεις σας, γίνονται λέξεις.

Προσέξτε τις λέξεις σας, γίνονται ενέργειες.
Προσέξτε τις ενέργειές σας, γίνονται συνήθειες.
Προσέξτε τις συνήθειές σας που γίνονται χαρακτήρας.
Προσέξτε το χαρακτήρα σας, γίνεται το πεπρωμένο σας.

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Το παιδί και ο αστερίας!




Μια μέρα, ένας άνθρωπος περπατούσε στην ακρογιαλιά. 

Την προηγούμενη νύχτα είχε προηγηθεί σφοδρή θαλασσοταραχή και η φουσκοθαλασσιά είχε ξεβράσει στην ακτή εκατοντάδες αστερίες.
Κάποια στιγμή είδε ένα παιδί να σκύβει στην άμμο, να σηκώνει κάτι και πολύ απαλά να το πετά μέσα στην θάλασσα.
Η κίνηση αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές, ώσπου να πλησιάσει κοντά. 
Τότε διαπίστωσε ότι το παιδί μάζευε τους αστερίες και τους ξαναπετούσε στη θάλασσα. Καθώς το παιδί ήταν αφοσιωμένο στο έργο του και δεν τον είχε αντιληφθεί, ο άνθρωπός  στάθηκε και το παρατηρούσε για πολλή ώρα .
Ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του και η έκφραση του προσώπου του ήταν σφιγμένη από την προσπάθεια.
Κάποια στιγμή ο άνθρωπός μας αποφάσισε να κάνει αισθητή την παρουσία του και του φώναξε: “Καλημέρα! Τι κάνεις εδώ;”
Το παιδί, σταμάτησε για μια στιγμή, κοίταξε τον άνδρα και του απάντησε κοφτά: ” Δε βλέπεις; Πετάω αστερίες στην θάλασσα”.- Δεν έχει νόημα αυτό που κάνεις, του αντιγύρισε ο άνθρωπος.
- Είναι εκατοντάδες οι αστερίες που πεθαίνουν στην αμμουδιά. Δεν έχει σημασία αυτό που κάνεις! Το παιδί τον κοίταξε θυμωμένο, του έδειξε τον αστερία που κρατούσε στο χέρι του και του είπε:
- Έχει όμως σημασία για αυτόν εδώ, και λέγοντας αυτά τα λόγια πέταξε τον αστερία απαλά μέσα στην θάλασσα.
Ο άνθρωπός μας προσβεβλημένος συνέχισε το δρόμο του, περπατώντας πλάι στους ξεβρασμένους αστερίες. Λίγο παρακάτω όμως, όταν ο θυμός του είχε πια υποχωρήσει κάποιοι τον είδαν να κοιτάει κλεφτά γύρω του μήπως τον βλέπει κανείς κι όταν βεβαιώθηκε πως ήταν μόνος του,  έσκυψε  μάζεψε έναν αστερία και να τον απίθωσε μαλακά στη θάλασσα.




Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Με τα μάτια της ψυχής





 Δύο άντρες πολύ σοβαρά άρρωστοι, ήταν στο ίδιο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Στον έναν επιτρεπόταν να μένει καθιστός μία ώρα το απόγευμα γιατί τον βοηθούσε να φύγουν τα υγρά από τους πνεύμονες. Το κρεβάτι του βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο παράθυρο του δωματίου.
Ο άλλος άντρας έπρεπε να βρίσκεται συνέχεια ξαπλωμένος σε ακινησία και ένας μεσότοιχος που βρισκόταν μεταξύ των κρεβατιών δεν του επέτρεπε να κοιτάει έξω από το παράθυρο. Οι άντρες κατέληξαν να μιλούν ατελείωτα. Μιλούσαν για τις συζύγους τους, τις οικογένειες τους, τα σπίτια τους, τις δουλειές τους, τη θητεία τους στον στρατό, ακόμα και για το που είχαν πάει διακοπές. Κάθε απόγευμα, ο άντρας που του επιτρεπόταν να μένει καθιστός περιέγραφε στον συγκάτοικό του όλα όσα έβλεπε από το παράθυρο του δωματίου.
Ο άντρας που βρισκόταν σε αναγκαστική ακινησία άρχιζε να καταλαβαίνει πως ζει γι’ αυτές τις μοναδικές απογευματινές ώρες που η άποψη του μεγάλωνε και ζωντάνευε από όλη την δραστηριότητα και τα χρώματα του έξω κόσμου.
Το παράθυρο έβλεπε σε ένα πάρκο με μια θαυμάσια λίμνη. Πάπιες και κύκνοι κολυμπούσαν εκεί, και τα παιδιά έπαιζαν με μικρά μοντέλα σκαφών στο νερό. Νεαρά ζευγάρια περπατούσαν πιασμένα χέρι χέρι μέσα στα υπέροχα λουλούδια που είχαν τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Τεράστια παλιά δέντρα στέκονταν με χάρη επάνω στο έδαφος και μια υπέροχη θέα του ουρανοξύστη της πόλης φαινόταν από μακριά.
Καθώς ο άντρας δίπλα στο παράθυρο εξηγούσε όλες αυτές τις όμορφες λεπτομέρειες, ο άντρας στο διπλανό κρεβάτι φαντάζονταν όλα αυτά που άκουγε. Ένα απόγευμα ο άντρας που ήταν δίπλα στο παράθυρο, περίγραφε μια παρέλαση που περνούσε. Παρόλο που ο άντρας στο δίπλα κρεβάτι δεν μπορούσε να ακούσει τον ήχο της μπάντας, μπορούσε και μόνο με τα μάτια του μυαλού του να δει τους κλόουν που χόρευαν, τα πολύχρωμα άρματα και τα όμορφα διακοσμημένα αυτοκίνητα και άλογα.
Οι μέρες πέρασαν. Ο άντρας που δεν μπορούσε να δει από το παράθυρο άρχισε να επιτρέπει σπόρους έχθρας να αναπτύσσονται μέσα του. Όσο και να εκτιμούσε τις περιγραφές του συγκατοίκου του, ευχόταν μέσα του να ήταν αυτός ο οποίος θα μπορούσε να δει την θέα από το παράθυρο. Άρχισε να αποστρέφεται τον συγκάτοικο του και στο τέλος ο πόθος του να είναι δίπλα στο παράθυρο τον έφερε σε απόγνωση.
Ένα πρωινό σε μια επίσκεψη της η νοσοκόμα βρήκε στο δωμάτιο τον άντρα δίπλα στο παράθυρο νεκρό. Είχε πεθάνει ειρηνικά μέσα στον ύπνο του. Λυπημένα κάλεσε τους νοσοκόμους και απομάκρυνε το πτώμα του.
Μετά από ένα χρονικό διάστημα, ο άλλος άντρας ζήτησε να μετακινηθεί στο κρεβάτι που βρίσκονταν δίπλα στο παράθυρο. Η νοσοκόμα με πολύ προθυμία τον μετακίνησε και φρόντισε να είναι άνετος. Σιγά-σιγά στηρίχθηκε με πόνο στον αγκώνα του για να σηκωθεί και να ρίξει μια ματιά έξω. Επιτέλους θα μπορούσε να δει τον έξω κόσμο και όλες τις δραστηριότητες του.
Αυτό που είδε ήταν ένας κενός τοίχος!
Κάλεσε την νοσοκόμα και την ρώτησε: «Πως μπορούσε ο συγκάτοικος μου να βλέπει όλα αυτά που μου περιέγραφε; Πως μπορούσε να μου μιλάει για τόση ομορφιά και με τόσες λεπτομέρειες, όταν αυτό που φαίνεται από αυτό εδώ το παράθυρο είναι ένας παλιός και βρώμικος τοίχος»;
Και η νοσοκόμα του απάντησε: «Ω Θεέ μου… δεν το ξέρατε πως ο πρώην συγκάτοικος σας ήταν τυφλός; Δεν μπορούσε να δει καν τον τοίχο, ίσως ήθελε να σας ενθαρρύνει».

Εάν ζείτε μια ζωή βασανίζοντας τον εαυτό σας για το τι έχουν οι άλλοι, πιθανότατα θα χάσετε την χαρά του να γίνετε αποδέκτες αυτών που οι άλλοι θέλουν να σας δώσουν.

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Πόσο κοστίζει ένα θαύμα;





Ένα κοριτσάκι, πήρε τον κουμπαρά του κι άδειασε το περιεχόμενο. Μέτρησε τρεις φορές τα κέρματα, του για να μην κάνει κανένα λάθος. Ήταν ένα δολάριο και 11 σέντς. Πήρε τα κέρματα και πήγε στο φαρμακείο της γειτονιάς.
Ο φαρμακοποιός, εκείνη την στιγμή, μιλούσε με ένα καλοντυμένο κύριο και δεν πρόσεξε την μικρή. Το κοριτσάκι έκανε κάποιο θόρυβο με τα πόδια του, αλλά τίποτε. Τότε πήρε ένα από τα κέρματα της και το χτύπησε πάνω στο γραφείο του.
- “Τι θέλεις;” την ρωτά κάπως εκνευρισμένος εκείνος.

“Δεν βλέπεις, ότι μιλώ με τον αδελφό μου, που έχω χρόνια να τον δω”.
Τότε η μικρή του είπε:
- “Θέλω να σου μιλήσω για τον αδελφό μου, που είναι πολύ άρρωστος, και θέλω να αγοράσω ένα θαύμα!“

- “Συγγνώμη”, της απάντησε αυτός,” αλλά δεν πουλάμε θαύματα”.
- “Ξέρετε, είπε το κοριτσάκι, ο αδελφός μου έχει κάτι στο κεφάλι του, που μεγαλώνει, κι ο μπαμπάς μου λέει, ότι μόνο ένα θαύμα θα μας σώσει. Λοιπόν, ποσό κάνει ένα θαύμα για να το αγοράσω. Έχω χρήματα…” .
Ο αδελφός του φαρμακοποιού, που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την συζήτηση, ρώτησε την μικρή τι είδους θαύμα χρειαζόταν ο αδελφός της.
- “Δεν ξέρω”, του απάντησε με μάτια βουρκωμένα.

“Εκείνο που ξέρω είναι, ότι χρειάζεται εγχείρηση και ο μπαμπάς δεν έχει τα χρήματα. Γι’ αυτό, θέλω να πληρώσω εγώ, με τα δικά μου χρήματα”.

Στην ερώτηση του καλοντυμένου κυρίου, πόσα λεπτά έχει.

Η μικρή του απάντησε: «Ένα δολάριο και 11 σέντς, κι αν χρειασθούν και άλλα θα τα βρω».

-” Τι σύμπτωση”, χαμογέλασε ο καλοντυμένος κύριος.

“Είναι το ακριβές αντίτιμο για ένα θαύμα, για ένα μικρό αδελφό. Ένα δολάριο και 11 σεντς!“

Πήρε τα λεπτά, έπιασε την μικρή απ’ το χεράκι, και της είπε: «Πάμε μαζί στο σπίτι σου για να δω τον αδελφό σου και τους γονείς σου και να κάνουμε το θαύμα».
Ο καλοντυμένος κύριος ήταν ο Κάρτον Άρσμποργκ, ο γνωστός νευροχειρουργός.

Η εγχείρηση έγινε με επιτυχία και ο μικρός αδελφός επέστρεψε στο σπίτι του υγιής.
- “Η εγχείρηση ήταν ένα αληθινό θαύμα”, ψιθύρισε η μαμά.
“Απορώ πόσο θα κόστισε”.


Η μικρούλα χαμογέλασε. Ήξερε ακριβώς πόσο κοστίζει ένα θαύμα: «ένα δολάριο και 11 σέντς, συν την πίστη ενός μικρού παιδιού…».

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Το Πεφταστέρι που ξαναπήγε στον ουρανό …




«Μη με διώχνεις», είπε το αστέρι στον ουρανό.
«Μη φοβάσαι, θα έχεις ένα όμορφο ταξίδι», του απάντησε εκείνος.
«Βοήθεια αδέρφια δεν θέλω να πάω πουθενά», φώναξε τρομαγμένο το αστέρι καθώς άρχισε να πέφτει προς τη γη.
Όσοι είδαν το πεφταστέρι ευχήθηκαν κάτι. Άλλος ήθελε, υγεία, άλλος αγάπη, άλλος ένα καινούριο αυτοκίνητο, μα το αγόρι που αγνάντευε τη θάλασσα, έκανε μια διαφορετική ευχή: «Αυτό το πεφταστέρι να γίνει δικό μου» είπε.
Και μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι του και αποκοιμήθηκε…Το πεφταστέρι, που είχε πέσει πάνω στα βράχια, αποφάσισε να περάσει τη νύχτα του εκεί, κοιτάζοντας τους φίλους του στον ουρανό. Στην αρχή, ένιωθε ζήλια και πίκρα, μα σιγά-σιγά, αφέθηκε στη γλύκα της βραδιάς, χάζεψε τα φώτα των καραβιών που χόρευαν στη θάλασσα και μαγεύτηκε από τη μελωδία των κυμάτων.
Το άλλο πρωί ο ήλιος βρήκε το λιμάνι σε μεγάλες φούριες. Αυτοκίνητα έφερναν και έπαιρναν κόσμο στα καράβια, μεγάλα φορτηγά κουβαλούσαν εμπορεύματα. Ένας χαμός!
Το πεφταστέρι, πανικοβλήθηκε και κούρνιασε στα βράχια. «Άπαπα δεν πάω πουθενά πια, θα κάτσω εδώ, που δε θα με πειράξει κανείς», σκέφτηκε. Σε λίγο στάθηκε δίπλα του ένας σκύλος, εκείνο τρόμαξε κι άρχισε να προσεύχεται να μην το πάρει χαμπάρι το κοπρόσκυλο και το καταβροχθίσει. Ευτυχώς, ο σκύλος δεν είδε το πεφταστέρι και έφυγε για να βρει το αφεντικό του.
Το μεσημέρι ο ήλιος τσουρούφλιζε και το πεφταστέρι σκλήρυνε και πήρε ένα όμορφο χρυσαφί χρώμα. Αυτό ήταν, έγινε ένας αστερίας! Όταν σχόλασε το αγόρι που αγνάντευε τη θάλασσα, κατέβηκε στα βράχια να ψάξει το αστέρι του και μόλις το βρήκε το κράτησε με αγάπη στα δυο του χέρια και το πήρε μαζί του.
Το πεφταστέρι ένιωσε ασφάλεια. Μα επειδή ήταν φοβητσιάρικο, ρώτησε το αγόρι: «θα με προσέχεις, έτσι;» «φυσικά θα σε προσέχω», του απάντησε εκείνο χαϊδεύοντάς το. Τα πράγματα όμως δεν ήταν και τόσο εύκολα.
Μόλις η μαμά του αγοριού είδε τον αστερία είπε στο γιο της: «πάλι μάζεψες βρωμιές; Αμέσως στο σκουπιδοτενεκέ αυτή η βλακεία που κρατάς και πλύνε καλά τα χέρια σου, για να φάμε». Το αγόρι στεναχωρήθηκε. Δεν μπορούσε να πετάξει το θησαυρό του.
Έκρυψε το πεφταστέρι κάτω από τα βιβλία του, μα ήξερε πως δεν θα μπορούσε να το κρατήσει για πολύ εκεί μιας κι η μαμά του τα έβρισκε όλα. Έσπαγε το κεφάλι του για να βρει μια λύση και την άλλη μέρα πήρε μαζί του το πεφταστέρι του στο σχολείο. Λίγο πριν μπει στην τάξη, το ρώτησε: «Αστεράκι μου, αν δεν μπορώ να σε κρατήσω εγώ, που θα ήθελες να πας;» «Α, μα να γυρίσω στον ουρανό, πουθενά αλλού», του απάντησε εκείνο.
Σε λίγες ώρες, η δασκάλα ζήτησε από τα παιδιά να μπουν ήσυχα στη σειρά γιατί θα πήγαιναν να επισκεφτούν στο νοσοκομείο, ένα συμμαθητή τους, που από όσο ήξεραν ήταν τόσο άρρωστος, που για να του περάσει ο πόνος θα πήγαινε στον ουρανό. Όλοι του είχαν πάρει από ένα δωράκι. Κι επειδή το άρρωστο παιδί δεν είχε πια μαλλιά, για να μην του κόψουν τη φόρα προς τον ουρανό, το αγόρι, του είχε αγοράσει ένα όμορφο σκουφάκι για να μην κρυώνει. Τότε του ήρθε μια ιδέα. Πήρε το αστέρι του και το έβαλε πάνω στο σκουφάκι. Το τύλιξε καλά με το κορδόνι από το παπούτσι του και όταν έφτασε στο νοσοκομείο, το χάρισε στο φιλαράκο του, που ξετρελάθηκε από τη χαρά του.
Σε μερικές μέρες το άρρωστο αγόρι αφού μάζεψε την αγάπη όλου του κόσμου, έφυγε τελικά για τον ουρανό φορώντας το σκουφάκι του. Έτσι έφυγε μαζί του και το πεφταστέρι. Που όταν έφτασε επάνω πήρε πάλι την παλιά του θέση, ανάμεσα στους φίλους του και τους είπε όσα έγινα κάτω στη γη.
Το αγόρι που αγνάντευε τη θάλασσα, μεγάλωνε ευτυχισμένο, γιατί τα βράδια έβλεπε πάντα το αστέρι του, που του έστελνε λαμπερά φιλιά και ήξερε πως παρόλο που δεν το είχε κοντά του, ήταν για πάντα δικό του, ήταν χαρούμενο και το αγαπούσε, όπως όταν το κράταγε στα χέρια του.
Κι από τότε, έλεγε πως όταν έχεις αγαπήσει κάτι, θες μόνο το καλό του, και όπου κι αν βρίσκεται στην πραγματικότητα για σένα, δεν μπορεί να πάει πιο μακριά από την καρδιά σου.


Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Χτίζετε γέφυρες ή φράχτες;





Μια φορά κι έναν καιρό, μάλωσαν δύο αδέλφια που ζούσαν σε γειτονικές φάρμες.Ήταν το πρώτο σοβαρό ρήγμα στη σχέση τους. Για 40 χρόνια, εργάζονταν μαζί ως γεωργοί, μοιράζονταν χωρίς κανένα πρόβλημα τα γεωργικά μηχανήματα, και συνεργάζονταν αρμονικά για την εμπορία των προϊόντων τους.
Όμως, η μακρά συνεργασία τους διεκόπη απότομα. Η διένεξη ξεκίνησε από μια μικρή παρεξήγηση, εξελίχθηκε σε μια σημαντική διαφορά, και τελικά κατέληξε σε ανταλλαγή πικρών κουβεντών.
Ένα πρωί κάποιος χτύπησε την πόρτα του μεγαλύτερου αδελφού. Εκείνος άνοιξε και αντίκρισε έναν άνθρωπο με την εργαλειοθήκη ενός ξυλουργού.
«Ψάχνω για δουλειά λίγων ημερών» είπε. »Ίσως έχετε ανάγκη για κάποιες μικροεργασίες και θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος».
«Πράγματι» αναφώνησε ο μεγαλύτερος αδελφός. »Έχω μια δουλειά για σένα. Κοίταξε σε εκείνο τον κολπίσκο στο απέναντι αγρόκτημα. Αυτός είναι ο γείτονάς μου. Στην πραγματικότητα, είναι ο μικρότερος αδερφός μου. Μέχρι την περασμένη εβδομάδα υπήρχε ένα χωράφι ανάμεσα μας. Όμως, έσκαψε με την μπουλντόζα του μέχρι το ανάχωμα του ποταμού και τώρα υπάρχει ένα ποταμάκι ανάμεσα μας. Λοιπόν, μπορεί να κατάφερε να μ εκνευρίσει, αλλά εγώ θα κάνω κάτι χειρότερο.»
«Βλέπεις αυτή τον σωρό με ξύλα στο στάβλο; Θέλω να φτιάξεις ένα ψηλό φράχτη. Δεν θέλω να ξαναδώ το πρόσωπο του.»
Ο ξυλουργός απάντησε: «Νομίζω ότι καταλαβαίνω την κατάσταση. Πιστεύω ότι μπορώ να τα καταφέρω και ότι στο τέλος θα ευχαριστηθείς με τη δουλειά μου ».
Ο μεγαλύτερος αδελφός έπρεπε να πάει στην πόλη γα να τελειώσει κάποιες δουλειές. Έτσι, βοήθησε τον ξυλουργό να μεταφέρει τα ξύλα, και έφυγε για την πόλη.
Ο ξυλουργός εργάστηκε σκληρά κατά τη διάρκεια της μέρας. Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, όταν ο γεωργός επέστρεψε, ο ξυλουργός είχε μόλις τελειώσει τη δουλειά του.
Τα μάτια του αγρότη γούρλωσαν από αυτό που αντίκρισε. Δεν είχε κατασκευαστεί ο φράχτης που είχε ζητήσει. Αντί για τον φράχτη, υπήρχε μια γέφυρα από την μια μεριά του ρέματος μέχρι την άλλη.

Εκείνη την ώρα, είδε από την άλλη μεριά της γέφυρας να έρχεται προς το μέρος του ο γείτονας, ο νεώτερος αδελφός του. Όταν τον πλησίασε, άπλωσε τα χέρια του και αναφώνησε:
«Είσαι ο καλύτερος αδελφός που θα μπορούσα να είχα. Μετά από όλα όσα έχω κάνει και έχω πει εναντίον σου, έχτισες μια γέφυρα ανάμεσα μας.»
Τα δύο αδέλφια αγκαλιάστηκαν, μετανιωμένα για ότι είχε συμβεί ανάμεσα τους. Γύρισαν και είδαν τον ξυλουργό να σηκώνει την εργαλειοθήκη και να την κρεμάει στον ώμο του.
«Όχι, μην φεύγεις, περίμενε! Μείνε λίγες ημέρες. Έχω κι άλλες εργασίες για σένα », είπε ο μεγαλύτερος αδελφός.
«Θα ήθελα πολύ να μείνω,» είπε ο ξυλουργός, «αλλά έχω να χτίσω κι άλλες γέφυρες.»


Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Ένας άνθρωπος απλός και συνηθισμένος




Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας κύριος που ζούσε σύμφωνα με αυτό που ήταν: ένας άνθρωπος απλός και συνηθισμένος.
Μια ωραία πρωία, μυστηριωδώς, παρατήρησε ότι ο κόσμος άρχιζε να τον κολακεύει λέγοντάς του πόσο ψηλός ήταν:
“Τι ψηλός που είσαι!”
“Πόσο έχεις μεγαλώσει!”
“Ζηλεύω το ύψος σου…”
Στην αρχή αυτό τον εξέπληξε, οπότε, για μερικές μέρες, πρόσεξε ότι κοίταζε λοξά τον εαυτό του περνώντας από τις βιτρίνες των μαγαζιών και τους καθρέπτες των λεωφορείων.
Αλλά έβλεπε τον εαυτό του ίδιο – ούτε ψηλό ούτε πολύ κοντό….
Προσπάθησε να μη δώσει σημασία, αλλά όταν μερικές εβδομάδες αργότερα άρχισε να παρατηρεί ότι τρεις στους τέσσερις ανθρώπους τον κοίταζαν από χαμηλά, άρχισε να ενδιαφέρεται για το φαινόμενο.
Ο κύριος αγόρασε ένα μέτρο για να μετρηθεί. το έκανε μεθοδικά και σχολαστικά, και μετά από πολλές μετρήσεις και επαληθεύσεις, επιβεβαίωσε ότι το ύψος του ήταν το ίδιο όπως πάντα.
Οι άλλοι συνέχιζαν να τον θαυμάζουν:
“Τι ψηλός που είσαι!”
“Πόσο έχεις μεγαλώσει!”
“Ζηλεύω το ύψος σου…”
Ο άντρας άρχισε να περνά πολλές ώρες μπροστά στον καθρέφτη κοιτάζοντας τον εαυτό του. Προσπαθούσε να επιβεβαιώσει αν πραγματικά ήταν πιο ψηλός από πριν.
Δεν υπήρχε τρόπος: αυτός έβλεπε τον εαυτό του φυσιολογικό: ούτε πολύ ψηλό ούτε πολύ κοντό.
Καθώς αυτό δεν τον ικανοποιούσε, αποφάσισε να σημειώσει το πιο ψηλό σημείο του κεφαλιού του με μια κιμωλία στον τοίχο (έτσι ώστε να έχει ένα αξιόπιστο σημείο αναφοράς σχετικά με την εξέλιξή του).
Ο κόσμος επέμενε να του λέει:
“Τι ψηλός που είσαι!”
“Πόσο έχεις μεγαλώσει!”
“Ζηλεύω το ύψος σου…”
….και έγερναν για να τον κοιτάξουν από χαμηλά.
Πέρασαν οι μέρες.
Ο άνθρωπος έβαλε και πάλι σημάδι στον τοίχο με κιμωλία αρκετές φορές, αλλά το σημάδι βρισκόταν πάντα στο ίδιο ύψος.
Ο άνθρωπος άρχισε να πιστεύει πως τον κορόιδευαν. Έτσι, κάθε φορά που κάποιος του μιλούσε για ύψος, αυτός άλλαζε θέμα, τον προσέβαλλε, ή απλά έφευγε χωρίς να πει λέξη.
Δε βοήθησε σε τίποτα…Το πράγμα συνεχιζόταν:
“Τι ψηλός που είσαι!”
“Πόσο έχεις μεγαλώσει!”
“Ζηλεύω το ύψος σου…”
Ο άνθρωπος ήταν ορθολογιστής και σκέφτηκε ότι όλα αυτά θα έπρεπε να έχουν μια εξήγηση.
Του έδειχναν τόσο θαυμασμό κι αυτό ήταν τόσο όμορφο, ώστε ο άντρας επιθύμησε να ήταν αλήθεια….
Και μια μέρα σκέφτηκε ότι, ίσως, τα μάτια του να τον ξεγελούσαν.
Ίσως αυτός να είχε μεγαλώσει σαν γίγαντας και, από κάποιο ξόρκι ή μάγια, να ήταν ο μόνος που δεν μπορούσε να το δει…
“Αυτό είναι! Αυτό θα πρέπει να συμβαίνει!”
Έχοντας αυτήν την ιδέα στο μυαλό του, ο κύριος άρχισε να βιώνει, από εκείνη τη στιγμή, μια ένδοξη εποχή.
Απολάμβανε τα σχόλια και τα βλέμματα των άλλων:
“Τι ψηλός που είσαι!”
“Πόσο έχεις μεγαλώσει!”
“Ζηλεύω το ύψος σου…”
Είχε σταματήσει να αισθάνεται αυτό το σύμπλεγμα του ψεύτη που τόσο τον ενοχλούσε.
Μια μέρα, συνέβη ένα θαύμα.
Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και, πραγματικά, του φάνηκε ότι είχε ψηλώσει.
Όλα άρχιζαν να ξεκαθαρίζουν. Τα μάγια είχαν λυθεί. Τώρα μπορούσε κι αυτός να δει τον εαυτό του πιο ψηλό.
Συνήθισε να περπατά πιο στητός.
Περπατούσε ρίχνοντας το κεφάλι προς τα πίσω.
Χρησιμοποιούσε ρούχα που του έδιναν τύπο και αγόρασε διάφορα ζευγάρια παπούτσια με ψηλή σόλα.
Ο άντρας άρχισε να κοιτά τους άλλους αφ’ υψηλού.
Τα μηνύματα που δεχόταν από τον περίγυρο ήταν όλο κατάπληξη και θαυμασμό:
“Τι ψηλός που είσα!”
“Πόσο έχεις μεγαλώσει!”
“Ζηλεύω το ύψος σου…”
Ο κύριος πέρασε από την ικανοποίηση στην ματαιοδοξία κι από αυτήν στην υπεροψία, χωρίς να μεσολαβήσει τίποτε άλλο.
Δεν έμπαινε πια σε συζητήσεις με όποιον του έλεγε ότι είναι ψηλός. Επικροτούσε το σχόλιο και εφεύρισκε κάποια συμβουλή για το πως να ψηλώσει κάποιος γρήγορα.
Έτσι πέρασε ο καιρός, μέχρι που μια μέρα….Συναντήθηκε με τον νάνο. Ο ματαιόδοξος κύριος έσπευσε να σταθεί δίπλα του, ενώ φανταζόταν με ανυπομονησία τα σχόλιά του. Αισθανόταν πιο ψηλός από ποτέ….
Αλλά, προς έκπληξή του, ο νάνος παρέμενε σιωπηλός.
Ο ματαιόδοξος κύριος έβηξε, αλλά ο νάνος δεν φάνηκε να δίνει σημασία. Κι αν και τεντώθηκε και ξανατεντώθηκε μέχρι να κοντεύει να του βγει ο λαιμός, ο νάνος παρέμεινε απαθής.
Όταν πια δεν κρατιόταν άλλο, του ψιθύρισε:
“Δεν σε εκπλήσσει το ύψος μου; Δεν σου φαίνομαι γιγαντιαίος;”
Ο νάνος τον κοίταξε από πάνω ως κάτω, τον ξανακοίταξε, και είπε με σκεπτικισμό:
“Κοιτάξτε: από το ύψος μου όλοι είναι γίγαντες, και η αλήθεια είναι ότι από εδώ κάτω εσείς δεν μου φαίνεστε πιο γίγαντας από τους υπόλοιπους.”
Ο ματαιόδοξος κύριος τον κοίταξε περιφρονητικά και, αντί άλλου σχολίου, του φώναξε:
“Νάνε!”
Γύρισε σπίτι του, έτρεξε στον μεγάλο καθρέφτη του σαλονιού και στάθηκε μπροστά του…
Δεν βρήκε τον εαυτό του τόσο ψηλό όσο του είχε φανεί το πρωί.
Στάθηκε δίπλα στα σημάδια στον τοίχο.
Σημείωσε με μια κιμωλία το ύψος του, και το σημάδι…ήταν πάνω σε όλα τα προηγούμενα!
Πήρε το μέτρο και, τρέμοντας, μετρήθηκε, επιβεβαιώνοντας αυτό που ήδη ήξερε:
Δεν είχε ψηλώσει ούτε ένα χιλιοστό….
Ποτέ του δεν είχε ψηλώσει ούτε ένα χιλιοστό….
Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ξαναείδε τον εαυτό του σαν έναν άνθρωπο ίδιο με όλους τους άλλους.
Βίωσε και πάλι το ύψος του: ούτε ψηλός ούτε κοντός.
Τι θα έκανε όταν θα συναντιόταν με τους άλλους;
Τώρα, ήξερε ότι δεν ήταν πιο ψηλός από κανέναν.
Ο κύριος έκλαψε.
Χώθηκε στο κρεβάτι και πίστεψε πως δεν θα ξανάβγαινε ποτέ από το σπίτι.
Ντρεπόταν πολύ για το πραγματικό του ύψος.
Κοίταξε από το παράθυρο και είδε τους ανθρώπους της γειτονιάς του να περνούν μπροστά από το σπίτι του…
Όλοι του φαίνονταν τόσο ψηλοί!
Τρομαγμένος, έτρεξε ξανά μπροστά στον καθρέφτη του σαλονιού – αυτή τη φορά για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε κοντύνει.
Όχι. Το ύψος του ήταν το ίδιο όπως πάντα…

Και τότε κατάλαβε…
Ο καθένας βλέπει τους υπόλοιπους κοιτάζοντάς τους από ψηλά ή από χαμηλά.
Ο καθένας βλέπει τους ψηλούς και τους κοντούς ανάλογα με τη δική του θέση στον κόσμο.
Ανάλογα με τα όριά του,
ανάλογα με τις συνήθειές του,
ανάλογα με την επιθυμία του,
ανάλογα με την ανάγκη του….
Ο άντρας χαμογέλασε και βγήκε στο δρόμο.
Αισθανόταν τόσο ανάλαφρος, που σχεδόν πετούσε.
Ο κύριος συναντήθηκε με εκατοντάδες ανθρώπους που τον βρήκαν γίγαντα και με άλλους που αδιαφόρησαν, μα κανένας απ΄όλους αυτούς δεν κατάφερε να τον ταράξει.
Τώρα, ήξερε ότι ήταν ένας ακόμα σαν όλους τους άλλους… Ένας ακόμα…. Όπως όλοι….


ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ 

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Ο ψαράς και η χαμένη ευκαιρία






Ένας ψαράς κατεβαίνει κάθε νύχτα στην παραλία  για να ρίξει τα δίχτυα του. Ξέρει πως όταν βγαίνει ο ήλιος έρχονται τα ψάρια στην παραλία για να φάνε αχιβάδες, γι΄αυτό πάντα ρίχνει τα δίχτυα του πριν ξημερώσει.

Έχει ένα καλυβάκι στην παραλία και κατεβαίνει μες τη νύχτα με τα δίχτυα στον ώμο. Με τα πόδια γυμνά και τα δίχτυα μισοαπλωμένα, μπαίνει στη θάλασσα.
Αυτή τη νύχτα, για την οποία μας μιλάει η ιστορία, όπως πάει να μπει στο νερό, αισθάνεται το πόδι του να χτυπάει πάνω σε κάτι πολύ σκληρό στον πάτο της θάλασσας. Το πασπατεύει και βλέπει πως είναι  πράγματι κάτι σκληρό, σαν πέτρες, τυλιγμένες σε μια σακούλα.
Εκνευρίζεται και μουρμουρίζει : ¨Ποιός ηλίθιος πετάει τέτοια πράγματα στην παραλία…” Και αμέσως διορθώνει : “Στη δική μου παραλία.
“Κι εγώ, έτσι απρόσεκτος που είμαι, κάθε φορά που θα μπαίνω στο νερό, θα σκοντάφτω πάνω στις πέτρες….” Αφήνει λοιπόν κάτω τα δίχτυα, σκύβει, πιάνει τη σακούλα και τη βγάζει από το νερό. Την αφήνει στην ακροθαλασσιά, και ξαναμπαίνει με τα δίχτυα στο νερό. Είναι θεοσκότεινα…΄Ισως γι΄αυτό, όπως βγαίνει πάλι από τη θάλασσα, πάλι σκοντάφτει πάνω στη σακκούλα που είναι τώρα έξω, στην παραλία.
Ο ψαράς σκέφτεται:”Δεν είμαι στα καλά μου”. Βγάζει λοιπόν το σουγιά του, ανοίγει τη σακούλα και ψαχουλεύει. Έχει κάμποσες πέτρες, μεγάλες σαν πορτοκάλια, βαριές και στρογγυλεμένες. Ο ψαράς ξανασκέφτεται “μα ποιός είναι αυτός ο ηλίθιος που τυλίγει πέτρες και τις πετάει στο νερό…” Ενστικτωδώς, παίρνει μία, τη ζυγίζει στο χέρι του και την πετάει στη θάλασσα.
Μόλις λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούει τον θόρυβο της πέτρας που βουλιάζει στα βαθιά. Πλουπ!
Βάζει το χέρι του στη σακούλα, παίρνει άλλη μια πέτρα και την πετάει στο νερό. Ακούει ξανά το πλουπ!
Αυτή την πετάει από την άλλη μεριά, πλαφ! Μετά, αρχίζει να τις εκσφενδονίζει δύο δύο και ακούει πλουπ -πλουπ! Ύστερα προσπαθεί να τις ρίξει πιο μακριά, και με γυρισμένη την πλάτη, και με όλη του τη δύναμη, πλουπ – πλαφ!….
Διασκεδάζει…ακούει τους διαφορετικούς ήχους, πετάει πέτρες, υπολογίζει το χρόνο που κάνουν να πέσουν στο νερό, και δοκιμάζει…πότε με δύο, πότε με μία, και με κλειστά μάτια τώρα, και με τρεις μαζί…και συνεχίζει να πετάει τις πέτρες στη θάλασσα.
Μέχρι που αρχίζει να βγαίνει ο ήλιος.
Ο ψαράς ψαχουλεύει και βρίσκει μονάχα μία πέτρα μέσα στη σακούλα.

Ετοιμάζεται λοιπόν να την πετάξει πιο μακριά από τις άλλες, γιατί είναι η τελευταία κι εχει ήδη βγει ο ήλιος.
Και όπως τεντώνει το χέρι του προς τα πίσω για να την πετάξει με όλη του τη δύναμη, αρχίζει να φωτίζει ο ήλιος και βλέπει στην πέτρα μια χρυσαφένια μεταλλική λάμψη που του τραβάει την προσοχή.
Ο ψαράς συγκρατεί την παρόρμηση να πετάξει την πέτρα και την κοιτάζει προσεκτικά. Η πέτρα αντανακλά τον ήλιο μέσα από τη βρομιά που την καλύπτει. Την τρίβει ο ψαράς λες κι είναι μήλο πάνω στα ρούχα του, και η πέτρα αρχίζει να λάμπει ακόμη πιο πολύ. Έκπληκτος, τη χτυπάει ελαφρά και αντιλαμβάνεται ότι είναι από μέταλλο. Αρχίζει τότε να την τρίβει και να την καθαρίζει με άμμο και με το πουκάμισό του, και συνειδητοποιεί πως η πέτρα είναι από καθαρό χρυσάφι. Μια πέτρα από ατόφιο χρυσάφι σε μέγεθος πορτοκαλιού! Η χαρά του σβήνει, όμως, μόλις σκέφτεται ότι η πέτρα αυτή είναι σίγουρα ίδια με όλες τις άλλες που πέταξε στη θάλασσα.
Και σκέφτεται: “Τι χαζός που ήμουνα!
Είχε στα χέρια του μια σακούλα γεμάτη πέτρες από χρυσό και τις πετούσε στη θάλασσα γιατί του άρεσε να ακούει τον ηλίθιο θόρυβο που έκαναν όταν έπεφταν στο νερό…Αρχίζει τότε να οδύρεται, να κλαίει και να θρηνεί…να λυπάται για τις χαμένες πέτρες…Και να σκέφτεται πως είναι άτυχος, ένας δυστυχισμένος άνθρωπος…είναι τρελλός, είναι ηλίθιος…
Μετά σκέφτεται…Αν έμπαινε στη θάλασσα, αν κατάφερνε να βρει μια στολή δύτη και βούταγε στα βαθιά, αν ήταν μέρα, αν είχε τον εξοπλισμό που έχουν οι δύτες για να ψάξει…Κι όλο κλαίει γοερά και οδύρεται….
Ο ήλιος έχει πια ανατείλει.
Και ξαφνικά συνειδητοποιεί πως έχει ακόμη την πέτρα…συνειδητοποιεί πως ο ήλιος θα μπορούσε να είχε αργήσει ένα δευτερόλεπτο ακόμη, ή εκείνος θα μπορούσε να είχε ρίξει την πέτρα πιο γρήγορα, και τότε δεν θα είχε μάθει ποτέ για τον θησαυρό που έχει τώρα στα χέρια του.
Αντιλαμβάνεται τελικά ότι κατέχει έναν θησαυρό, κι ότι ο θησαυρός αυτός είναι από μόνος του μια τεράστια περιουσία για έναν φτωχό ψαρά όπως εκείνος.
Αντιλαμβάνεται πόσο τυχερός είναι που μπορεί να κρατήσει τον θησαυρό που έχει ακόμα στα χέρια του.

Μακάρι να μπορούσαμε να είμαστε πάντοτε τόσο σοφοί ώστε να μην κλαίμε για τις πέτρες, τις ευκαιρίες, που απροετοίμαστοι ίσως τις πετάξαμε, τις χαραμίσαμε, τα πράγματα εκείνα που έφερε η θάλασσα και τα πήρε μετά…Μακάρι να είμαστε έτοιμοι να δούμε τη λάμψη στις πέτρες που έχουμε στα χέρια μας, και να μπορούμε να τις χαιρόμαστε για την υπόλοιπη ζωή μας.

 Χόρχε Μπουκάϊ

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Το πάθος της ανατροφής παιδιών




Είμαι πατέρας εδώ και 13 χρόνια. Όπως γνωρίζουν και οι άλλοι γονείς, αυτό δεν είναι πάντα κάτι εύκολο. Πολλοί θεωρούν ότι η ανατροφή των παιδιών είναι το δυσκολότερο έργο που έχουν στη ζωή τους, αλλά παρόλα αυτά είναι κάτι που αγαπούν περισσότερο. Όμως πιστεύω ότι το να μεγαλώνεις παιδιά είναι τόσο δύσκολο και κουραστικό, ώστε οι περισσότεροι αμελούμε να χαλαρώσουμε και να το απολαύσουμε. Άλλωστε, πολλές φορές η απόλαυση αναγνωρίζεται εκ των υστέρων.
Τρέχουμε διαρκώς για να προσφέρουμε στα παιδιά μας το καλύτερο δυνατό, προσέχοντας όμως και να μην δώσουμε τόσο πολλά που δεν θα μπορούν να εκτιμήσουν αυτά που έχουν. Προσπαθούμε να τα ενθαρρύνουμε, χωρίς να γινόμαστε πιεστικοί. Παρέχουμε αφειδώς δώρα ενώ ταυτόχρονα προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε το σθένος μέσα τους .
Οι γονείς ισορροπούμε σε ένα λεπτό σχοινί που βρίσκεται μεταξύ αντίρροπων δυνάμεων, χωρίς να γνωρίζουμε αν βαδίζουμε σωστά, κρίνοντας διαρκώς τον εαυτό μας και κρινόμενοι από τους άλλους. Η σύγχυση αυξάνεται από μελέτες, βιβλία και συμβουλές του τύπου: "κάνετε αυτό και εκείνο, αν θέλετε το παιδί σας να πετύχει και να μην περάσει την δεκαετία των '20 ξαπλωμένο στον καναπέ σας."

Όταν τα τρία παιδιά μου ήταν νεότερα, και το βάρος της φροντίδας τους με είχε συντρίψει, η μητέρα μου ανέφερε για μια ηλικιωμένη μπέιμπι σίτερ που της είχε συμβουλέψει σε μία ανάλογη δύσκολη στιγμή: "Μην ανησυχείς, μια μέρα θα είναι τα παιδιά σου σε θέση να πάρουν μόνα τους ένα ποτήρι νερό". Ήταν ένας απλός τρόπος για να ειπωθεί ότι όσο τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται πιο αυτόνομα, παίρνουν τα ίδια τον έλεγχο του εαυτού τους και καθορίζουν τα ίδια τη πορεία τους.
Επίσης μου είπε να θυμάμαι ότι όσους περισσότερους ανθρώπους έχει ένα παιδί που το αγαπάνε αληθινά, τόσο πιο ευτυχισμένο θα είναι. Γι 'αυτό και προσπαθώ σκληρά για να διατηρήσει και να διευρύνει τους καλούς του φίλους.
Μου δίδαξε ακόμα ότι η ανατροφή των παιδιών μοιάζει πολύ με το να δίνεις μια αγκαλιά: Όλα σχετίζονται με την πίεση και την αγάπη, και δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος να το κάνουμε.
Μου δίδαξε ότι αρκετές φορές πρέπει να αφιερώνουμε χρόνο και για τον εαυτό μας, έτσι ώστε να έχουμε διαθέσιμη την απαραίτητη ενέργεια για τα παιδιά μας. Περιστασιακά δώστε στα παιδιά πίτσα για βραδινό. Μια περιστασιακή απόλαυση δεν θα τα βλάψει, αλλά αν φτάσετε τον εαυτό σας στα όρια της εξάντλησης σίγουρα θα βλάψει εσάς. Ξεκουραστείτε. Πολλές φορές είμαστε τόσο απασχολημένοι που ξεχνάμε γιατί είμαστε απασχολημένοι. Έχουμε τόσα πολλά πράγματα στη λίστα των προτεραιοτήτων μας που ξεχνάμε τι είναι πραγματικά σημαντικό .
Τέλος μου έμαθε ότι τα παιδιά μου δεν είναι πραγματικά δικά μου. Δεν ανήκουν σε μένα. Έχουν απλώς ανατεθεί σε μένα. Είναι δώρα που προσέφερε η ζωή σε μένα, αλλά πρέπει κάποια στιγμή να τα επιστρέψω πίσω στη ζωή. Πρέπει να μεγαλώσουν και να με αποχωριστούν, και αυτό είναι κάτι που έτσι πρέπει να γίνει .
Αλλά καθώς ο χρόνος με τα παιδιά μου στο σπίτι πλησιάζει όλο και περισσότερο στο τέλος, αρχίζω να αισθάνομαι τους πόνους στο στήθος που αισθάνονται όλοι οι γονείς όταν τα παιδιά πρόκειται να φύγουν από το σπίτι.
Πίστευα ότι όταν έφτανε αυτή η στιγμή θα ήμουν πολύ χαρούμενος. Μια στιγμή που θα απολάμβανα την σκέψη ότι θα ξαναβρώ τον εαυτό μου και θα διαχειρίζομαι το χρόνο μου όπως θέλω.
Όμως δεν συμβαίνει έτσι. Όσο πλησιάζει αυτή η στιγμή, αισθάνομαι ότι η καρδιά μου θα σπάσει. Δεν μπορώ να με φανταστώ χωρίς τα παιδιά μου.
Τον τελευταίο καιρό υπάρχουν φορές που πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάζει τα παιδιά με αυτό το βλέμμα που είναι σαν να λέει: "Σας κοιτάζω, πραγματικά σας κοιτάζω, και σας αγαπώ με όλη την δύναμη της αγάπης που έχω". Είναι το είδος του βλέμματος που πάντα κάνει τα παιδιά μου να με ρωτούν " Τι ; Τι κοιτάς ; "
Και τότε ζωγραφίζεται ένα χαμόγελο στο πρόσωπο τους, εκείνο το αμήχανο χαμόγελο του εφήβου όταν νιώθει την αγάπη, αλλά παράλληλα αισθάνεται ότι είναι πολύ μεγάλος για αγκαλιές και δάκρυα .
Η ζωή προσέφερε τα παιδιά σε μένα. Είμαι αυτός που τα προετοιμάζει όσο καλύτερα μπορεί, για να τα επιστρέψει πίσω στη ζωή.

Charles M. Blow

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Θα περάσει και αυτό





Όταν πέφτετε ψυχολογικά να σκέφτεστε το βασιλιά Σολομώντα. Ήταν ένας βασιλιάς που βίωνε πολλές ψυχολογικές μεταπτώσεις κατά τη διάρκεια της μέρας του. Όταν «ανέβαινε» έχανε τον αυτοέλεγχό του, έκανε πράγματα ενθουσιασμού για τα οποία μετανοούσε αργότερα. Αλλά και όταν «έπεφτε» ψυχολογικά, γινόταν ένα ράκος. Μελαγχολούσε, μιζέριαζε, του έφταιγαν όλοι και όλα.
Δυστυχώς, πολλοί άνθρωποι πάσχουν από την ίδια αρρώστια. Όταν κάποιος έχει επιτυχίες γίνεται αλαζόνας. Χάνει τον έλεγχο των σκέψεων και των πράξεών του. Ο Μέγας Αλέξανδρος σκότωσε τον Ηφαιστίωνα, τον καλύτερο του φίλο, σε μια κρίση αλαζονείας. Ο περίφημος Λεσέψ, ο άνθρωπος που έχρισε τη διώρυγα του Σουέζ, καταστράφηκε αργότερα από την ίδια αλαζονεία. 
Για να επιστρέψουμε όμως στην ιστορία μας, ο Σολωμώντας κάλεσε έναν σοφό και του είπε: «Θέλω να μου πεις τι να κάνω όταν είμαι ανεβασμένος και χάνω τον έλεγχο μου αλλά και όταν είμαι πεσμένος και μιζεριάζω και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Θέλω να μου δώσεις μια συμβουλή τι να κάνω σ’ αυτές τις δυο περιπτώσεις». Ο σοφός του ζήτησε μερικές ημέρες καιρό για να σκεφτεί κι έφυγε. Μετά από δέκα ημέρες έρχεται ο σοφός και του λέει:
«Σου έχω γράψει κάτι σε μια περγαμηνή και θέλω να σε παρακαλέσω την περγαμηνή αυτή, να τη βάλεις πάνω στο γραφείο σου και όσο είσαι ανεβασμένος να τη διαβάζεις. Αλλά κι όταν είσαι πεσμένος, πάλι να τη διαβάζεις». Η περγαμηνή αυτή έγραφε: ¨Θα περάσει και αυτό¨.
Όταν είσαστε ανεβασμένοι και …..παραληρείτε από τις επιτυχίες ή τον ενθουσιασμό, να θυμάστε ότι θα περάσει κι αυτό. Ακριβώς το ίδιο να κάνατε και  κάθε φορά που αισθάνεστε τη Γη να τρέμει κάτω από τα πόδια σας. Τότε που η μελαγχολία σας στραγγαλίζει και οι σειρήνες της απογοήτευσης και της συμφοράς παιανίζουν το απαίσιο μοιρολόγι τους. Θα περάσει κι αυτό! Θα ξαναβρείτε τον παλιό σας εαυτό.

Η ζωή σας θα ξαναγίνει όμορφη και φυσιολογική. Θα περάσει κι αυτό. Γιατί θα περάσει; Γιατί «τα πάντα ρει».
Γι αυτό θυμήσου. Θα περάσει κι αυτό. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά!



Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Ο πολύτιμος λίθος





Μια σοφή γυναίκα που ταξίδευε στα βουνά ανακάλυψε τυχαία σε ένα ρέμα έναν πολύτιμο λίθο. Κοντοστάθηκε, τον μάζεψε και συνέχισε το δύσκολο ταξίδι της.
Την επόμενη μέρα συνάντησε έναν άλλο ταξιδιώτη πεινασμένο και εξαντλημένο. Η γυναίκα βλέποντας τον έτσι ταλαιπωρημένο, αποφάσισε να μοιραστεί μαζί του το φαγητό της. Καθώς όμως άνοιξε το σακίδιο της, ο ταξιδιώτης είδε τον πολύτιμο λίθο και εντυπωσιάστηκε. Παρακάλεσε λοιπόν τη γυναίκα να του τον χαρίσει. Εκείνη χωρίς δισταγμό ή δεύτερες σκέψεις πήρε τον πολύτιμο λίθο και του τον έδωσε.
Ο ταξιδιώτης έφυγε ενθουσιασμένος , μακαρίζοντας την καλή του τύχη. Αυτός ο λίθος ήταν ανεκτίμητης αξίας και θα τον εξασφάλιζε για το υπόλοιπο της ζωής του. Κι άρχισε να κάνει σχέδια για το μέλλον του που διαγραφόταν λαμπρό, γεμάτο ανέσεις και πολυτέλειες. Μετά από μερικές μέρες όμως επέστρεψε αναζητώντας τη σοφή γυναίκα.
"Σκέφτηκα πολύ αυτές τις μέρες" ομολόγησε μόλις τη βρήκε. "Ξέρω πόσο πολύτιμος είναι ο λίθος που μου χάρισες. Θα μπορούσα με τη βοήθεια του να ζήσω μια άνετη, παραμυθένια ζωή. Παρόλα αυτά δεν τον θέλω. Αποφάσισα να στον επιστρέψω με την ελπίδα ότι θα μου δώσεις κάτι άλλο, κάτι πραγματικά πολύτιμο. Δώσε μου κάτι που υπάρχει μέσα σου, δώσε μου αυτό που σε έκανε να μου χαρίσεις το λίθο"


Paulo Coelho

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Η αλληγορία της άμαξας






Ένα πρωινό του Οκτώβρη  ακούω στο τηλέφωνο μια γνώριμη φωνή να μου λέει: «Βγές έξω στο δρόμο, υπάρχει ένα δώρο για σένα». Καταχαρούμενος, βγαίνω έξω και βλέπω το δώρο μου. Μια πανέμορφη άμαξα μπροστά στην πόρτα μου, από λουστραρισμένο ξύλο καρυδιάς, με μπρούντζινα χερούλια και φανάρια από λευκή πορσελάνη. Όλα εξαιρετικής ποιότητας, πολύ κομψά, πολύ «chic».
Ανοίγω την πορτούλα και μπαίνω στην άμαξα. Το μεγάλο ημικυκλικό κάθισμα με επένδυση από μπορντό βελούδο και τα κουρτινάκια από λευκή δαντέλα, δίνουν στην καμπίνα μια νότα βασιλικής μεγαλοπρέπειας. Έχω την αίσθηση, αντιλαμβάνομαι απ’ αυτά που βλέπω, ότι σχεδιάστηκε αποκλειστικά για μένα. Έχει υπολογιστεί η απόσταση για τα πόδια, το μέγεθος του καθίσματος, το ύψος της οροφής... Όλα είναι πάρα πολύ άνετα κι έχει χώρο μόνο για μένα. Από τα παράθυρα βλέπω «το τοπίο»: δεξιά το σπίτι μου, αριστερά το σπίτι του γείτονά μου...  Μουρμουρίζω: «Απίθανο δώρο! Αχ, τι ωραία!...» και κάθομαι λίγο να απολαύσω αυτήν την ωραία αίσθηση.
Στο λεπτό, αρχίζω να βαριέμαι. Η θέα από το παράθυρο είναι πάντα η ίδια. Αναρωτιέμαι: «Πόσον καιρό μπορεί κανείς να βλέπει τα ίδια πράγματα;» Και καταλήγω ότι το δώρο που μου έκαναν είναι τελείως άχρηστο.
Ενώ εκφράζω το παράπονό μου μεγαλοφώνως, περνάει ο γείτονάς μου και μου λέει, σαν να διαβάζει τη σκέψη μου: 
«Δε νομίζεις ότι κάτι λείπει απ’ αυτήν την άμαξα;» Με απορία (τι να λείπει άραγε;) κοιτάζω τα χαλιά και την ταπετσαρία. 
«Λείπουν τα άλογα» μου λέει πριν προλάβω να τον ρωτήσω. Γι’ αυτό βλέπω όλο τα ίδια —σκέφτομαι—, γι’ αυτό νιώθω να βαριέμαι... 

«Καλά λες» απαντάω. 
Οπότε, πάω στο στάβλο του σταθμού, ζεύω στην άμαξα δύο άλογα κι ανεβαίνω πάλι επάνω. Από μέσα, φωνάζω: 
«Ίααα!»Και ξεκινάμε.... Η θέα τώρα είναι υπέροχη, καταπληκτική, το τοπίο που αλλάζει είναι μια διαρκής έκπληξη.
Ωστόσο, σε λίγο νιώθω την άμαξα να τραντάζεται και βλέπω ένα ράγισμα στο πλάι. Φταίνε τα άλογα, που με πάνε από κακοτράχαλους δρόμους. Πέφτουν σε λακκούβες, σκαρφαλώνουν ανηφοριές, με οδηγούν σε γειτονιές περίεργες κι επικίνδυνες. Αντιλαμβάνομαι ότι εγώ δεν έχω κανέναν έλεγχο. Τα άλογα με πάνε όπου θέλουν. Στην αρχή ήταν ωραία, τώρα όμως αισθάνομαι ότι το πράγμα έχει γίνει πολύ επικίνδυνο. Αρχίζω να φοβάμαι, αλλά ούτε αυτό μου προσφέρει κάτι. Εκείνη τη στιγμή, περνάει από δίπλα μου ο γείτονας με το αυτοκίνητό του.  
Του βάζω τις φωνές: 
«Ανάθεμά σε! Τι μου ‘κανες!»
Κι εκείνος μου φωνάζει:  
«Χρειάζεσαι αμαξά!»  
«Άαα!» κάνω εγώ. 
Με μεγάλη δυσκολία, με τη βοήθεια του γείτονα, συγκρατώ τα άλογα και αποφασίζω να προσλάβω αμαξά. Λίγες μέρες μετά, αναλαμβάνει καθήκοντα. Ένας άνθρωπος πολύ τυπικός, προσεκτικός, με σοβαρή όψη, που φαίνεται να ξέρει καλά τη δουλειά του. Τώρα, μάλιστα. Είμαι έτοιμος να απολαύσω πραγματικά το δώρο μου. Ανεβαίνω στην άμαξα, τακτοποιούμαι στην καμπίνα, βγάζω το κεφάλι και λέω στον αμαξά πού θέλω να πάω. Αυτός οδηγεί, αυτός ελέγχει την κατάσταση, αυτός αποφασίζει για τη σωστή ταχύτητα και επιλέγει την καλύτερη διαδρομή.
Εγώ... Εγώ, απλώς, απολαμβάνω το ταξίδι. 
..............................
Αυτή η μικρή αλληγορία θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την ολιστική αντίληψη για τον άνθρωπο. Όταν ήρθαμε στον κόσμο, βγήκαμε από το "σπίτι" μας και βρήκαμε μπροστά μας ένα δώρο: το σώμα μας. Μια άμαξα που σχεδιάστηκε ειδικά για τον καθένα από μας. Ένα όχημα ικανό να προσαρμόζεται στις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος, αλλά και να παραμένει απαράλλαχτο σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού.
Λίγο μετά τη γέννηση, το σώμα μας κατέγραψε μια επιθυμία, μια ανάγκη, μια ενστικτώδη απαίτηση, και κινήθηκε. Η άμαξα αυτή —το σώμα—, δεν θα είχε καμία χρησιμότητα χωρίς άλογα. Τα άλογα είναι οι επιθυμίες, οι ανάγκες, οι ενορμήσεις και τα συναισθήματα.
Για ένα διάστημα, όλα πάνε καλά. Κάποια στιγμή, όμως, συνειδητοποιούμε πως οι επιθυμίες αυτές μας οδηγούν σε δρόμους κάπως τολμηρούς και καμιά φορά επικίνδυνους. Χρειάζεται, λοιπόν, να βάλουμε φρένο στις επιθυμίες μας.
Τότε εμφανίζεται ο ρόλος του αμαξά: το μυαλό, η διάνοιά μας, η ικανότητά μας για λογική σκέψη. Ο αμαξάς θα διαχειριστεί όσο καλύτερα γίνεται το πέρασμά μας από αυτή τη ζωή. Πρέπει να ξέρουμε ότι ο καθένας από μας είναι, τουλάχιστον, οι τρεις αυτές προσωπικότητες που συνεργάζονται...
Εσύ είσαι, αναγνώστη, η άμαξα, εσύ τα άλογα κι ο αμαξάς σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, που είναι η ίδια σου η ζωή. Εσύ θα φροντίσεις να υπάρχει αρμονία ανάμεσα σ’ αυτά τα τρία μέρη και να μην παραμελήσεις κανέναν από αυτούς τους τρεις πρωταγωνιστές.
Μην αφήσεις το κορμί σου να το παρασύρουν μόνο οι ορμές, τα συναισθήματα ή τα πάθη σου. Θα είναι φοβερά επικίνδυνο και μπορεί να αποβεί εις βάρος σου. Μ’ άλλα λόγια, χρειάζεσαι το μυαλό για να βάλεις κάποια τάξη στη ζωή σου.
Ο αμαξάς χρειάζεται για να καθορίζει τον δρόμο, την πορεία. Τα άλογα είναι, όμως, αυτά που πραγματικά οδηγούν την άμαξα. Μην επιτρέψεις στον αμαξά να τα παραμελεί. Έχουν ανάγκη από τροφή και προστασία, γιατί... τι θα έκανες χωρίς άλογα; Τι θα ήσουν αν είχες μόνο σώμα και μυαλό; Πώς θα ήταν η ζωή σου αν δεν είχες καμία επιθυμία; Θα ζούσες όπως αυτοί που περνάνε από τον κόσμο χωρίς να έχουν επαφή με τα συναισθήματά τους, αφήνοντας μόνο το μυαλό τους να οδηγεί την άμαξα.
Φυσικά, ούτε την άμαξα μπορείς να παραμελήσεις, γιατί πρέπει να κρατήσει για όλο το ταξίδι. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να την επισκευάζεις, να τη φροντίζεις, να τη λουστράρεις, να κάνεις δηλαδή ό,τι απαιτείται για τη συντήρησή της. Αν δεν την προσέχει κανείς, η άμαξα χαλάει, κι άμα χαλάσει η άμαξα, τελειώνει το ταξίδι.
Όταν λοιπόν είμαι σε θέση να τα ενσωματώσω όλα αυτά, όταν ξέρω ότι είμαι το σώμα μου, ο πονοκέφαλος και η πείνα μου, το κέφι, οι επιθυμίες και τα ένστικτά μου... ότι είμαι ακόμη οι στοχασμοί, ο νους που σκέφτεται και οι εμπειρίες μου... τότε είμαι έτοιμος να πορευτώ, με τα κατάλληλα εφόδια, τον δρόμο που σήμερα επιλέγω για μένα.

     Χόρχε Μπουκάι