Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Ο λιθοξόος

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας λιθοξόος που παραπονιόταν διαρκώς για τη ζωή του. Μια μέρα, πηγαίνοντας στο σπίτι ενός πλούσιου εμπόρου για να πουλήσει ένα αγαλματίδιο που είχε φτιάξει, παρατήρησε με ζήλεια τη χλιδή μέσα στην οποία ζούσε ο έμπορος και ελεεινολογώντας τον εαυτό του, ευχήθηκε να γίνει σαν αυτόν. Προς μεγάλη του έκπληξη, η ευχή του ως δια μαγείας εκπληρώθηκε κι ο άνθρωπός μας ευτυχισμένος, ζούσε μέσα στην πολυτέλεια, απολαμβάνοντας τα πλούτη και την εκτίμηση των συνανθρώπων  του. Σύντομα όμως διαπίστωσε πως υπήρχαν γύρω του άνθρωποι με περισσότερη δύναμη και επιρροή και αυτό τον έθλιβε. Κάθε φορά που γνώριζε λοιπόν κάποιον τέτοιον ευχόταν να ήταν ο ίδιος στη θέση του. Και η ευχή με τον ίδιο πάντα μαγικό τρόπο πραγματοποιούνταν. Όταν πια έπαψε να συναντά ανθρώπους πιο ισχυρούς από αυτόν, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό για να ευχαριστήσει το Θεό. Ένας λαμπερός ήλιος στεκόταν ψηλά στον ουρανό σκορπίζοντας ζωή στον κόσμο. Τότε μια τρελή ιδέα καρφώθηκε στο μυαλό του και φώναξε με λαχτάρα:  « Εύχομαι να ήμουν ο ήλιος!»
Αμέσως έγινε ο ήλιος, κι άρχισε να ταξιδεύει στον ουρανό λούζοντας με τις αχτίνες του τη γη.
Μα ξάφνου, ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο πέρασε από μπροστά του, και τον έκρυψε από τα μάτια των ανθρώπων.
«Πόσο ισχυρό είναι αυτό το σύννεφο!» , μονολόγησε. «Μακάρι να ήμουν σύννεφο!»
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε βαρύ, μαύρο σύννεφο μα σύντομα κατάλαβε ότι παρασυρόταν από μια μεγαλύτερη δύναμη, τον άνεμο.
«Πόσο ισχυρός είναι ο άνεμος! Μακάρι να ήμουν ο άνεμος!»
Αμέσως έγινε άνεμος, και φυσούσε μανιασμένα ξεριζώνοντας δέντρα και παρασύροντας τα πάντα στο διάβα του, ώσπου βρέθηκε μπροστά σε έναν θεόρατο βράχο, που δεν μετακινούνταν καθόλου, παρά την προσπάθειά του. Όταν πια κατάλαβε ότι ο βράχος ήταν πιο δυνατός από αυτόν ευχήθηκε να μεταμορφωθεί σε βράχο. Αμέσως έγινε ένας δυνατός, τεράστιος βράχος και ένιωσε την ευτυχία να τον πλημμυρίζει.
Έτσι όπως στεκόταν απολαμβάνοντας τη δύναμή του, άκουσε ένα μεταλλικό ήχο να έρχεται από χαμηλά και ένιωσε ένα δυνατό πόνο να διαπερνά το σώμα του.
«Τι μπορεί να είναι πιο ισχυρό από εμένα;», απόρησε.
Κοίταξε κάτω, και είδε έναν λιθοξόο...

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Οι τρεις γέροι...

Μια γυναίκα φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού της, όταν ξαφνικά βλέπει τρεις γέροντες, φορτωμένους με τις εμπειρίες της ζωής, να την πλησιάζουν στην είσοδο του σπιτιού . Παρ' όλο που δεν τους γνώριζε, τους είπε:
Δεν σας γνωρίζω, όμως πρέπει να πεινάτε. Περάστε, αν θέλετε, να φάτε κάτι.
Αυτοί την ρωτάνε:
- Ο άντρας σου είναι στο σπίτι;
- Όχι, δεν είναι εδώ, απάντησε εκείνη.
- Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες.
Όταν επιστρέφει ο σύζυγος, η γυναίκα του περιγράφει το περιστατικό.
- Ας έρθουν τώρα που επέστρεψα! ........
Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί.
- Δεν μπορούμε να έρθουμε όλοι μαζί, της λένε οι τρεις γέροντες.
Η γυναίκα, έκπληκτη, τους ρωτά γιατί !
Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγεί ξεκινώντας να της συστήνεται:
Είμαι ο Πλούτος, της λέει.
Της συστήνει, μετά, τον δεύτερο που είναι η Ευτυχία.
Και, τέλος, τον τρίτο που είναι η Αγάπη.
Τώρα, της λένε, πήγαινε στον άντρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί σας.
Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της είπαν οι γέροντες.
Ο άντρας ενθουσιάζεται και λέει:
-Τι τυχεροί που είμαστε! Να έρθει ο Πλούτος! Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε!
Η σύζυγός του όμως δε συμφωνούσε:
-Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας;
Η κόρη τους που άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει:
-Δε θα' ταν καλύτερα να καλούσαμε την Αγάπη; Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη!
-Ας ακούσουμε αυτό που λέει η κόρη μας, λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.
-Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να περάσει στο σπιτικό μας.
Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά:
-Ποιος από εσάς είναι η Αγάπη; Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας.
Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το σπίτι...
...και οι δύο άλλοι να την ακολουθούν!
Έκπληκτη η γυναίκα, ρωτά τον Πλούτο και την Ευτυχία:
-Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη. Γιατί έρχεστε κι εσείς;!;!;
Και απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί:
- Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία, οι άλλοι δύο θα έμεναν απ' έξω. Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη... όπου πάει η Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της!



Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Το νησί των συναισθημάτων

eros 





















Μια μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και όλες οι αξίες του ανθρώπου. Η Τρέλα αφού συστήθηκε τρεις φορές στην Ανία της πρότεινε να παίξουν κρυφτό. Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει, ενώ η Περιέργεια χωρίς να μπορεί να κρατηθεί ρώτησε: "Τι είναι το κρυφτό;" Ο Ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία και η Χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω, για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την Απάθεια -την οποία δεν την ενδιέφερε ποτέ τίποτα- να παίξουν κι
αυτοί.
Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν: Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει, γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν, η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και η Δειλία δεν ήθελε να ρισκάρει.
'Ένα, δύο, τρία, άρχισε να μετράει η Τρέλα. Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Μιας και βαριόταν κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε. Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς και η Ζήλια κρύφτηκε στην σκιά του Θριάμβου, ο oποίος με την δύναμη του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο. Η Γενναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτεί, γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο μέρος, για να κρυφτεί κάποιος άλλος φίλος της, οπότε την άφηνε ελεύθερη. Και έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα. Ο Εγωισμός αντιθέτως βρήκε αμέσως κρυψώνα ένα καλά κρυμμένο και βολικό μέρος μόνο για αυτόν. Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού. Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν μέσα σε ένα ηφαίστειο. Ο Έρωτας δεν είχε βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί. Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί.
....1000, μέτρησε η Τρέλα και άρχισε να ψάχνει. Την πρώτη που βρήκε ήταν η Τεμπελιά, αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ μακριά. Μετά βρήκε την Πίστη που μίλαγε στον ουρανό με τον Θεό για θεολογία. Ένιωσε τον ρυθμό του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και αφού βρήκε την Ζήλια δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει και τον Θρίαμβο. Βρήκε πολύ εύκολα το Δίλημμα, που δεν είχε ακόμη αποφασίσει που να κρυφτεί.
Σιγά-σιγά τους βρήκε όλους εκτός από τον Έρωτα. Η Τρέλα έψαχνε παντού, πίσω από κάθε δένδρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα τίποτα. Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει, βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και άρχισε να τον κουνάει νευρικά, ώσπου άκουσε ένα βογκητό πόνου. Ήταν ο Έρωτας που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα του είχαν πληγώσει τα μάτια.
Η Τρέλα δεν ήξερε πως να επανορθώσει, έκλαιγε, ζήταγε συγνώμη και στο τέλος υποσχέθηκε να γίνει ο οδηγός του Έρωτα.
Κι έτσι από τότε ο Έρωτας είναι πάντα τυφλός και η Τρέλα πάντα τον συνοδεύει..

                                         Μάνος Χατζιδάκις



Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Ο αλυσοδεμένος ελέφαντας

 

Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα. 

Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών.

Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του...
Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος.
Μια αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του.
Ωστόσο, το ξύλο ήταν αληθινά μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος.
Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορούσε να ξεριζώνει δέντρα με τη δύναμη του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει.
Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο.
Μα τι τον κρατάει; Γιατί δεν το σκάει;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων.
Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο ,τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του ελέφαντα.
Κάποιος μου εξήγησε ότι ο ελέφαντας είναι δαμασμένος.
Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: "Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;"
Δε θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση.
Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα
Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα - ευτυχώς για μένα - ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε ν΄ ανακαλύψει την απάντηση.
Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν σ΄ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός.
Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι.
Είμαι βέβαιος ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει πασχίζοντας να λευτερωθεί.
Μα, παρόλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφέρει, γιατί το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.
Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο...
...Ώσπου μια μέρα, μια φρικτή μέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του.
Αυτός ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί, ο δυστυχής.
Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του είναι χαραγμένη στη μνήμη του.
Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση.
Ποτέ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του...
"Έτσι είναι! Όλοι είμαστε λίγο - πολύ σαν τον τον ελέφαντα του τσίρκου.
Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία.
Ζούμε πιστεύοντας ότι "δεν μπορούμε" να κάνουμε ένα σωρό πράγματα , απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν είμαστε μικροί, προσπαθήσαμε και και δεν τα καταφέραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα.
Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα:
"Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δε θα μπορέσω."

Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς, είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή... Με όλη σου την ψυχή!


Του Χόρχε Μπουκάι

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Η Πόλη των Πηγαδιών





Εκείνη την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του πλανήτη. Σ’ εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά … αλλά πηγάδια. Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο). Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια ταπεινά από τούβλα και ξύλο, κι άλλα πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στη γη. Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν από στόμιο σε 
στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ’ άκρη σ’ άκρη.
Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια «μόδα» που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό. Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό όν που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο. Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα. Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Άλλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά.
Πέρασε ο καιρός. Τα περισσότερα πηγάδια γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτε’ άλλο δεν χωρούσε. Τα πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους …
Ένα απ’ αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητά του διευρύνοντας το χώρο του. Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους για να επεκταθούν και ν’ αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους.
Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όριά τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητά του … Ίσως, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητά του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, άλλα βαθαίνοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενό του … Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε. Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει …
Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος … βρήκε νερό!
Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό. Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξή του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματά του, πιτσιλώντας το στόμιό του και, τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω.
Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτε’ άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια, Έτσι, η γη τριγύρω απ’ το πηγάδι, αναζωογονημένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά. Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που μετατράπηκαν αργότερα σε δέντρα … Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι, το οποίο άρχισαν να αποκαλούν: «το Περιβόλι».
Όλοι το ρωτούσαν πώς είχε καταφέρει αυτό το θαύμα.
«Δεν είναι κανένα θαύμα», απαντούσε το Περιβόλι,
“Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό, προς τα μέσα.”
Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού, αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συνειδητοποίησαν ότι, για να βαθύνουν, θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν, Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ, για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα …
Στην άλλη άκρη της πόλης, ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει. .. Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει … Κι έφτασε κι αυτό στο νερό … Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό …
«Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό;» το ρωτούσαν.
«Δεν ξέρω τι θα συμβεί» απαντούσε.
«Αλλά, προς το παρόν, όσο περισσότερο νερό βγάζω, τόσο περισσότερο νερό βρίσκω.»
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη. Μια μέρα, σχεδόν κατά τύχη, τα δύο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο … Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα, γέμιζε το βάθος του άλλου. Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι’ αυτά μια καινούργια ζωή. Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο, επιφανειακά, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά η αναζήτηση τους, τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής. Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξής τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν …


Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι : Ιστορίες να σκεφτείς

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Το ερωτευμένο αστέρι





asteri


'Ηταν μια παράξενη νύχτα.Μια νύχτα όλο ομορφιές κι αρώματα.Ο ουρανός είχε ντυθεί μ'όλα τ'αστέρια που είχε κρυμμένα στα σεντούκια του κι έλαμπε γεμάτος χαρά.
Μα ένα μικρούλι αστεράκι τρεμόφεγγε λυπημένο πλάι στο φεγγάρι.
Κοίταζε με τις ώρες κάτω,την απέραντη θάλασσα που γυάλιζε και άλλαζε χρώματα,καθώς το ελαφρύ αεράκι της χάιδευε τα όμορφα μαλλιά και ψυθίριζε:"Θέλω να πάω κοντά της!Θέλω να τη δω από κοντά!Θέλω να την αγγίξω.Την αγαπώ τόσο πολύ!"Κι από τη λύπη του που ήταν τόσο μακριά της,αναστέναξε.
'Επειτα τρεμόσβησε.Τρεμόσβησε τόσο,που νόμιζες ότι από στιγμή σε στιγμή θα 'σβηνε και θα χανόταν για πάντα από τον ουρανό.
Το φεγγάρι,όμως,που ακούει όλους τους αναστεναγμούς της νύχτας,γύρισε το ολοστρόγγυλο πρόσωπό του κατά το αστεράκι και το ρώτησε:"Γιατί,αναστενάζεις αστεράκι μου;"
Εκείνο κοίταξε κάτω,την απέραντη θάλασσα τη φεγγαρολουσμένη και είπε αργά αργά:"Θέλω να πάω κοντά της!"
"Να πας κοντά της;",απόρησε το φεγγάρι."Μα εσύ είσαι αστέρι του ουρανού κι ένα τέτοιο αστέρι δεν μπορεί να ζήσει κοντά στη θάλασσα!"
"Αχ,δεν μπορώ να ζήσω κοντά στη θάλασσα!Αχ,γιατί να μην μπορώ να ζήσω κοντά στη θάλασσα;"
'Ελεγε και ξανάλεγε,γεμάτο παράπονο,το αστεράκι.Κάποιο βράδυ είδε στο απέναντι μονοπάτι του ουρανού,ένα αστέρι.
Πρώτα το 'δε να πλημμυρίζει από ένα δυνατό φως,μετά να αφήνει ξωπίσω του μια χούφτα χρυσόσκονη κι έπειτα,γρήγορα γρήγορα,να πέφτει στην αγκαλιά της θάλασσας.
Από κείνο το βράδυ το αστεράκι μας έγινε ακόμα πιο λυπημένο.Δάκρυα τρεμόπαιζαν στις άκρες των ματιών του,πέφταν πάνω στην ασημοκεντημένη ποδιά του και γίνονταν μικρά μικρούτσικα αστεράκια.
Πόσο ζήλευε εκείνο το αστέρι που είχε πέσει μέσα στην αγκαλιά της.Ενώ αυτό,που την αγαπούσε τόσο πολύ,στεκόταν ακόμα εκεί,πάνω στον ουρανό.Πόσο μακρύς ο δρόμος που τους χώριζε!
Πέρασαν πολλές νύχτες.'Αλλες με φεγγάρι ολόγιομο,άλλες με μισοφέγγαρο κι άλλες μ'ένα φεγγάρι χλωμό,κυκλωμένο από ένα θαμπό φως.Λογής λογής καράβια ταξίδευαν πάνω στην όμορφη,ασημοστολισμένη θάλασσα.Κι αυτή,όλο κρυφή χαρά,χαμογελούσε και χόρευε απαλά με τα δελφίνια της.
"Εγώ πότε θα πάω κοντά της;",έλεγε και ξανάλεγε το αστεράκι.Μέχρι που ένα καλοκαιρινό βράδυ,χωρίς να το καταλάβει,ξαφνικά φωτίστηκε!'Ελαμψε ολόκληρο απ'το δυνατό φως που το πλημμύρισε!Η καρδιά του χτύπησε δυνατά!Μα τόσο δυνατά,που μια χούφτα χροσόσκονη βγήκε από μέσα της και σκορπίστηκε πίσω απ'το αστεράκι,καθώς γλυστρούσε απ'το μονοπάτι του ουρανού και,τρέχοντας,πήγαινε να πέσει στην απέραντη αγκαλιά της.
Πόσο ευτυχισμένο ένιωθε τώρα το αστεράκι!Ούτε που το κατάλαβε πώς έγινε.Βρέθηκε καρφιτσωμένο πάνω στο δαχτυλίδι που φορούσε στο μικρό της δάχτυλο.
Η θάλασσα το κοίταξε και χαμογέλασε.Το ακούμπησε ελαφρά πάνω στα κοραλλένια χείλη της κι έπειτα άρχισε να το ταξιδεύει στις απέραντες ,τις μαγικές πολιτείες του βυθού.
Το αστεράκι ένιωθε τόσο ευτυχισμένο,που όλα του φαίνονταν σαν όνειρο.
Κι όταν τέλειωσε το μαγικό ταξίδι γύρισε και κοίταξε ψηλά,στον ουρανό,που ήταν γεμάτος αστέρια.Πόσο μικρά του φάνηκαν!Κάποια στιγμή πρόβαλε το φεγγάρι μέσα από ένα σύννεφο και του χαμογέλασε.
Χαμογέλασε και το αστεράκι.Κι έγινε το χαμόγελό του χίλια αστεράκια που φώτισαν τα μεγάλα γαλάζια μάτια της θάλασσας,τις σκοτεινές θαλασσοσπηλιές της και τους σκληρούς απότομους βράχους,που χρόνια τώρα,δέχονταν τα χάδια της και το θυμό της.
Αν κάποιο βράδυ βρεθείς κι εσύ κοντά της και τη δεις να λαμπυρίζει στο φεγγαρόφωτο και να μοιάζει σα να 'ναι στολισμένη με χιλιάδες διαμάντια,ξέρεις τι θα 'ναι.
Δε θα 'ναι τίποτ'άλλο παρά το αστεράκι,που έκανε το χαμόγελό του,για χάρη της,χίλια κομμάτια και τη χρυσή του καρδιά άλλα τόσα για να στολίζει την ασημένια αγκαλιά της,τους σμαραγδένιους ώμους της και τα πολύχρωμα,κυματιστά μαλλιά της...



ΜΑΡΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Η αλληγορία της άμαξας

amaja

Ένα πρωινό ακούω μια γνώριμη φωνή να μου λέει:
«Βγες έξω στο δρόμο, υπάρχει ένα δώρο για σένα». Καταχαρούμενος, βγαίνω έξω και βλέπω το δώρο μου. Μια πανέμορφη άμαξα μπροστά στην πόρτα μου, από λουστραρισμένο ξύλο καρυδιάς, με μπρούντζινα χερούλια και φανάρια από λευκή πορσελάνη. Όλα εξαιρετικής ποιότητας, πολύ κομψά, πολύ «chic». Ανοίγω την πορτούλα και μπαίνω στην άμαξα. Το μεγάλο ημικυκλικό κάθισμα με επένδυση από μπορντό βελούδο και τα κουρτινάκια από λευκή δαντέλα, δίνουν στην καμπίνα μια νότα βασιλικής μεγαλοπρέπειας. Έχω την αίσθηση —αντιλαμβάνομαι απ' αυτά που βλέπω—, ότι σχεδιάστηκε αποκλειστικά για μένα. Έχει υπολογιστεί η απόσταση για τα πόδια, το μέγεθος του καθίσματος, το ύψος της οροφής... Όλα είναι πάρα πολύ άνετα κι έχει χώρο μόνο για μένα. Από τα παράθυρα βλέπω «το τοπίο»: δεξιά το σπίτι μου, αριστερά το σπίτι του γείτονά μου...
Μουρμουρίζω: «Απίθανο δώρο! Αχ, τι ωραία!...» και κάθομαι λίγο να απολαύσω αυτήν την ωραία αίσθηση. Στο λεπτό, αρχίζω να βαριέμαι. Η θέα από το παράθυρο είναι πάντα η ίδια. Αναρωτιέμαι:
«Πόσον καιρό μπορεί κανείς να βλέπει τα ίδια πράγματα;»
Και καταλήγω ότι το δώρο που μου έκαναν είναι τελείως άχρηστο. Ενώ εκφράζω το παράπονό μου μεγαλοφώνως, περνάει ο γείτονάς μου και μου λέει, σαν να διαβάζει τη σκέψη μου.
«Δε νομίζεις ότι κάτι λείπει απ' αυτήν την άμαξα;»
Με απορία (τι να λείπει άραγε;) κοιτάζω τα χαλιά και την ταπετσαρία.
«Λείπουν τα άλογα» μου λέει πριν προλάβω να τον ρωτήσω.
Γι' αυτό βλέπω όλο τα ίδια —σκέφτομαι—, γι' αυτό νιώθω να βαριέμαι...
«Καλά λες» απαντάω.
Οπότε, πάω στο στάβλο του σταθμού, ζεύω στην άμαξα δύο άλογα κι ανεβαίνω πάλι επάνω. Από μέσα, φωνάζω:
«Ίααα!»
Και ξεκινάμε... Η θέα τώρα είναι υπέροχη, καταπληκτική, το τοπίο που αλλάζει είναι μια διαρκής έκπληξη. Ωστόσο, σε λίγο νιώθω την άμαξα να τραντάζεται και βλέπω ένα ράγισμα στο πλάι. Φταίνε τα άλογα, που με πάνε από κακοτράχαλους δρόμους. Πέφτουν σε λακκούβες, σκαρφαλώνουν ανηφοριές, με οδηγούν σε γειτονιές περίεργες κι επικίνδυνες. Αντιλαμβάνομαι ότι εγώ δεν έχω κανέναν έλεγχο. Τα άλογα με πάνε όπου θέλουν. Στην αρχή ήταν ωραία, τώρα όμως αισθάνομαι ότι το πράγμα έχει γίνει πολύ επικίνδυνο. Αρχίζω να φοβάμαι, αλλά ούτε αυτό μου προσφέρει κάτι. Εκείνη τη στιγμή, περνάει από δίπλα μου ο γείτονας με το αυτοκίνητό του.
Του βάζω τις φωνές: «Ανάθεμά σε! Τι μου 'κανες!»
Κι εκείνος μου φωνάζει:
«Χρειάζεσαι αμαξά!»
«Άαα!» κάνω εγώ.
Με μεγάλη δυσκολία, με τη βοήθεια του γείτονα, συγκρατώ τα άλογα και αποφασίζω να προσλάβω αμαξά. Λίγες μέρες μετά, αναλαμβάνει καθήκοντα. Ένας άνθρωπος πολύ τυπικός, προσεκτικός, με σοβαρή όψη, που φαίνεται να ξέρει καλά τη δουλειά του. Τώρα, μάλιστα. Είμαι έτοιμος να απολαύσω πραγματικά το δώρο μου. Ανεβαίνω στην άμαξα, τακτοποιούμαι στην καμπίνα, βγάζω το κεφάλι και λέω στον αμαξά πού θέλω να πάω. Αυτός οδηγεί, αυτός ελέγχει την κατάσταση, αυτός αποφασίζει για τη σωστή ταχύτητα και επιλέγει την καλύτερη διαδρομή.
Εγώ... Εγώ, απλώς, απολαμβάνω το ταξίδι.
Αυτή η μικρή αλληγορία θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την ολιστική αντίληψη για τον άνθρωπο. Όταν ήρθαμε στον κόσμο, βγήκαμε από το «σπίτι» μας και βρήκαμε μπροστά μας ένα δώρο: το σώμα μας. Μια άμαξα που σχεδιάστηκε ειδικά για τον καθένα από μας. Ένα όχημα ικανό να προσαρμόζεται στις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος, αλλά και να παραμένει απαράλλαχτο σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού.
Λίγο μετά τη γέννηση, το σώμα μας κατέγραψε μια επιθυμία, μια ανάγκη, μια ενστικτώδη απαίτηση, και κινήθηκε. Η άμαξα αυτή —το σώμα—, δεν θα είχε καμία χρησιμότητα χωρίς άλογα. Τα άλογα είναι οι επιθυμίες, οι ανάγκες, οι ενορμήσεις και τα συναισθήματα. Για ένα διάστημα, όλα πάνε καλά. Κάποια στιγμή, όμως, συνειδητοποιούμε πως οι επιθυμίες αυτές μας οδηγούν σε δρόμους κάπως τολμηρούς — και καμιά φορά επικίνδυνους. Χρειάζεται, λοιπόν, να βάλουμε φρένο στις επιθυμίες μας. Τότε εμφανίζεται ο ρόλος του αμαξά: το μυαλό, η διάνοιά μας, η ικανότητά μας για λογική σκέψη. Ο αμαξάς θα διαχειριστεί όσο καλύτερα γίνεται το πέρασμά μας από αυτή τη ζωή. Πρέπει να ξέρουμε ότι ο καθένας από μας είναι, τουλάχιστον, οι τρεις αυτές προσωπικότητες που συνεργάζονται...
Εσύ θα φροντίσεις να υπάρχει αρμονία ανάμεσα σ' αυτά τα τρία μέρη και να μην παραμελήσεις κανέναν από αυτούς τους τρεις πρωταγωνιστές.
Μην αφήσεις το κορμί σου να το παρασύρουν μόνο οι ορμές, τα συναισθήματα ή τα πάθη σου. Θα είναι φοβερά επικίνδυνο και μπορεί να αποβεί εις βάρος σου. Μ' άλλα λόγια, χρειάζεσαι το μυαλό για να βάλεις κάποια τάξη στη ζωή σου.
Ο αμαξάς χρειάζεται για να καθορίζει τον δρόμο, την πορεία. Τα άλογα είναι, όμως, αυτά που πραγματικά οδηγούν την άμαξα. Μην επιτρέψεις στον αμαξά να τα παραμελεί. Έχουν ανάγκη από τροφή και προστασία, γιατί... τι θα έκανες χωρίς άλογα; Τι θα ήσουν αν είχες μόνο σώμα και μυαλό; Πώς θα ήταν η ζωή σου αν δεν είχες καμία επιθυμία; Θα ζούσες όπως αυτοί που περνάνε από τον κόσμο χωρίς να έχουν επαφή με τα συναισθήματά τους, αφήνοντας μόνο το μυαλό τους να οδηγεί την άμαξα.
Φυσικά, ούτε την άμαξα μπορείς να παραμελήσεις, γιατί πρέπει να κρατήσει για όλο το ταξίδι. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να την επισκευάζεις, να τη φροντίζεις, να τη λουστράρεις, να κάνεις δηλαδή ό,τι απαιτείται για τη συντήρησή της. Αν δεν την προσέχει κανείς, η άμαξα χαλάει, κι άμα χαλάσει η άμαξα, τελειώνει το ταξίδι.
Όταν λοιπόν είμαι σε θέση να τα ενσωματώσω όλα αυτά, όταν ξέρω ότι είμαι το σώμα μου, ο πονοκέφαλος και η πείνα μου, το κέφι, οι επιθυμίες και τα ένστικτά μου... ότι είμαι ακόμη οι στοχασμοί, ο νους που σκέφτεται και οι εμπειρίες μου... τότε είμαι έτοιμος να πορευτώ, με τα κατάλληλα εφόδια, τον δρόμο που σήμερα επιλέγω για μένα.

( Horhe Bukai)

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Όταν επικοινωνούμε με μισόλογα


Μια μέρα, ένας πατέρας θέλοντας να προστατεύσει τη νέα και όμορφη κόρη του, την κάλεσε κοντά του και της είπε:
«Αγαπημένη μου κόρη, μην ξεχάσεις ποτέ αυτά τα λόγια που θα σου πω. Πρόσεχε πολύ τους άντρες. . . Όλοι τους ζητούν από τις κοπέλες ένα μόνο πράγμα. Είναι πολύ επιδέξιοι σε αυτό. Προετοιμάζουν πολύ έξυπνες παγίδες . . . Θα σου πω αμέσως με ποιον τρόπο ακριβώς, ένας άντρας καταφέρνει να ξεγελάσει μιαν όμορφη κοπέλα».
Ο πατέρας πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε:
«Πρώτα από όλα την κολακεύει, θαυμάζοντας την ομορφιά της. Κατόπιν την προσκαλεί να βγει μαζί του. Στη συνέχεια – τάχα τυχαία -την περνάει έξω από το σπίτι του και τότε θυμάται ξαφνικά ότι χρειάζεται το παλτό του . . . Τη ρωτάει ευγενικά εάν θα είχε αντίρρηση να ανέβει στο σπίτι του για μια στιγμή. Μόλις μπούνε μέσα, της προσφέρει ένα ποτό, βάζει μια γλυκιά μουσική και χαμηλώνει τα φώτα . . .Όταν πλέον έρθει η κατάλληλη στιγμή, τότε . . ρίχνεται πάνω στην κοπέλα, και παίρνει και την τιμή της, και την αξιοπρέπειά της, και την καλή φήμη της οικογένειάς της.
Η κόρη κράτησε όλες τις λέξεις του πατέρα της με σεβασμό, βαθιά μέσα στην καρδιά της. Μερικές ημέρες αργότερα ήρθε τρέχοντας στον πατέρα της, του χαμογέλασε υπερήφανα και του είπε:
«Πατέρα, είσαι ένας προφήτης!   Ξέρεις πολύ καλά τι μπορεί να συμβεί στους ανθρώπους γύρω σου!  Άκουσε λοιπόν τι συνέβη σε εμένα . . . Γνώρισα έναν κύριο, που πρώτα θαύμασε την ομορφιά μου και μετά μου ζήτησε να βγούμε. Καθώς προχωρούσαμε, σαν από σύμπτωση, περάσαμε έξω από το σπίτι του. Εκεί ο καημένος θυμήθηκε ότι χρειάζεται το παλτό του . . . Μη θέλοντας να με αφήσει στο δρόμο μόνη μου, με προσκάλεσε να ανεβώ στο διαμέρισμά του . . Ανεβήκαμε και όπως οι καλοί τρόποι το απαιτούν, μου πρόσφερε ένα ποτό, έβαλε μια γλυκιά μουσική και χαμήλωσε τα φώτα . . . Σε εκείνο ακριβώς το σημείο, θυμήθηκα τα λόγια σου και ήξερα ακριβώς όλα όσα θα έπρεπε να κάνω. Θα σου τα πω αμέσως και θα νιώσεις ότι είμαι άξια να λέγομαι κόρη σου . . . Μόλις λοιπόν αισθάνθηκα ότι ήρθε η κατάλληλη στιγμή, . . . και πριν αυτός προλάβει να σκεφτεί . . . ρίχτηκα επάνω του και του πήρα εγώ και την τιμή του, και την αξιοπρέπειά του και την καλή φήμη της οικογένειάς του!

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Δεκαεπτά μουσεία... στο σπίτι σας!


Περισσότερα από 1.000 από τα διασημότερα έργα τέχνης παγκοσμίως. 17 μουσεία. 385 αίθουσες έκθεσης. 486 καλλιτέχνες. Όλα έρχονται στο σπίτι σας για να τα απολαύσετε με την άνεσή σας, αφιερώνοντας όσο χρόνο θέλετε κάθε φορά. Και αυτό είναι μόνο η αρχή...

Ο λόγος για το φιλόδοξο εγχείρημα της Google, δηλαδή το: www.googleartproject.com

Ο ιστότοπος, σας επιτρέπει να "μπείτε" κυριολεκτικά μέσα σε 1.061 (για την ώρα) έργα, τα οποία σας προσφέρονται με εντυπωσιακή λεπτομέρεια εστίασης που φτάνει σε κάθε ξεχωριστή πινελιά του ζωγράφου.

Περιηγηθείτε διαδικτυακά μέσα στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου με την βοήθεια της τεχνολογίας που χρησιμοποιεί η google για την πλοήγηση στο εσωτερικό κλειστών χώρων. Με την τεχνολογία αυτή, θα έχετε την αίσθηση ότι περπατάτε στο μουσείο και μελετάτε τα εκθέματα από απόσταση αναπνοής.

Προς το παρόν, οι online ξεναγήσεις αφορούν συνεργαζόμενα μουσεία από τις ΗΠΑ, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Τσεχία, την Ολλανδία και τη Ρωσία, αλλά φιλοδοξία του προγράμματος είναι η λίστα αυτή να αυξάνεται όσο περνάει ο καιρός.

Βέβαια, οι φωτογραφίες των έργων που θα μπορείτε να απολαύσετε, παραμένουν πνευματική ιδιοκτησία του κάθε μουσείου και ενδέχεται μάλιστα να υπάρχουν σε αυτές -εσκεμμένα- κάποια θολά σημεία, προκειμένου να δυσχεραίνονται οι προσπάθειες αναπαραγωγής τους.

Το εξαιρετικό είναι πως κάθε χρήστης μπορεί να δημιουργήσει την προσωπική του αίθουσα εκθεμάτων, με τα αγαπημένα του από κάθε μουσείο, και να μοιραστεί την "γκαλερί" του με φίλους, συγγενείς και γνωστούς. Φανταστείτε, δηλαδή, την καταδική σας αίθουσα με τα έργα που λατρεύετε, μια online όαση που θα μπορείτε να επισκέπτεστε όσο συχνά θέλετε και να ανανεώνετε τα εκθέματά της.

Στα συν του προγράμματος συγκαταλέγονται ακόμα η άρτια οργάνωση των εκθεμάτων κάθε μουσείου (μπορείτε να κάνετε αναζήτηση με βάση το έργο, τον καλλιτέχνη ή το μουσείο), ενώ ακόμα μπορείτε να ενημερωθείτε με audio υλικό για στοιχεία που αφορούν το κάθε έργο, αλλά και τον δημιουργό του. Επίσης, έχετε την δυνατότητα, εκτός από την οπτικοακουστική ξενάγηση, να δείτε και βίντεο από το YouTube που φτιάχνουν τα ίδια τα μουσεία για τα έργα των συλλογών τους.

Για να δώσουμε ένα σημείο αναφοράς, τα έργα τέχνης που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα εκτείνονται από τη “Γέννηση της Αφροδίτης” του Botticelli, φτάνουν μέχρι το “No Woman, No Cry” του Chris Ofili, περιλαμβάνουν μεταϊμπρεσιονιστικά έργα βυζαντινής εικονογραφίας του Cezanne, ενώ θα δείτε ακόμα τις οροφές των Βερσαλλιών, χαρακτηριστικούς ναούς της αρχαίας Αιγύπτου, έργα του Rembrandt, του Βαν Γκογκ, και πολλά-πολλά ακόμα.

Για αρχή, κάθε ένα από τα συνεργαζόμενα μουσεία διάλεξαν ένα μόνο έργο που φωτογραφήθηκε και σας προσφέρεται σε εξαιρετική λεπτομέρεια. Με τεχνολογία φωτογραφίας super high resolution (ή αλλιώς «gigapixel»), μπορείτε κυριολεκτικά να "βυθιστείτε" μέσα σε κάθε έργο αφού απαρτίζεται από σχεδόν 7 δισεκατομμύρια pixel! Αυτό, ουσιαστικά, σημαίνει πως σας δίνεται η δυνατότητα να μελετήσετε λεπτομέρειες που, ακόμα και αν επισκεπτόσασταν το μουσείο, δεν θα μπορούσατε να δείτε από κοντά.



Ο κατάλογος με τα έργα που μπορείτε να μελετήσετε με λεπτομέρεια 7 δισεκατομμύρια pixel:

► Alte Nationalgalerie In the Conservatory, Edouard Manet (1878-1879)

► Freer Gallery of Art, Smithsonian The Princess from the Land of Porcelain, James McNeill Whistler (1863-1865)

► The Frick Collection St Francis in the Desert, Giovanni Bellini (started around 1480)

► Gemäldegalerie The Merchant Georg Gisze, Hans Holbein the Younger (1497 - 1562)

► Museum Kampa The Cathedral, František Kupka (1912-1913)

► The Metropolitan Museum of Art The Harvesters, Pieter Bruegel the Elder (1565)

► MoMA, The Museum of Modern Art The Starry Night, Vincent van Gogh (1889)

► Museo Reina Sofia The Bottle of Anís del Mono, Juan Gris (1914)

► Museo Thyssen - Bornemisza Young Knight in a Landscape, Vittore Capaccio (1510)

► National Gallery The Ambassadors, Hans the Younger Holbein (1533)

► Palace of Versailles Marie-Antoinette de Lorraine-Habsbourg, Queen of France, and her children, Louise Elisabeth Vigée-Lebrun (1787)

► Rijksmuseum Night Watch, Rembrandt Harmensz. van Rijn (1642)

► The State Hermitage Museum Return of the Prodigal Son, Rembrandt Harmensz van Rijn (1663-1665)

► State Tretyakov Gallery The Apparition of Christ to the People (The Apparition of the Messiah), Aleksander Ivanov (1837-1857)

► Tate No Woman, No Cry, Chris Ofili (1998)

► Uffizi Gallery The Birth of Venus, Sandro Botticelli (1483-1485)

► Van Gogh Museum The Bedroom, Vincent van Gogh (1888)



Η λίστα με τα 17 Μουσεία που συμμετέχουν στο Google Art Project

► Alte Nationalgalerie, Βερολίνο, Γερμανία

► Freer Gallery of Art, Smithsonian, Ουάσινγκτον DC, Η.Π.Α.

► The Frick Collection, Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.

► Gemäldegalerie, Βερολίνο, Γερμανία

► The Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.

► MoMA, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.

► Μουσείο Reina Sofia, Μαδρίτη, Ισπανία

► Μουσείο Thyssen - Bornemisza, Μαδρίτη, Ισπανία

► Μουσείο Kampa, Πράγα, Τσεχία

► National Gallery, Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο

► Βερσαλλίες, Γαλλία

► Rijksmuseum, Άμστερνταμ, Ολλανδία

► Μουσείο Ερμιτάζ, Αγ. Πετρούπολη, Ρωσία

► State Tretyakov Gallery, Μόσχα, Ρωσία

► Tate, Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο

► Uffizi, Φλωρεντία, Ιταλία

► Μουσείο Van Gogh, Άμστερνταμ, Ολλανδία











Ευχαριστώ την Α.Α.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Προσδοκία





Πριν από πολλά χρόνια σε μια μικρή Μεσοδυτική κοινότητα έπεσε μεγάλη ξηρασία. Το τοπικό συμβούλιο κάλεσε όλους σε προσευχή, με την ελπίδα ότι μια γενική συμμετοχή θα προκαλούσε μιαν ομαδική προσευχή για να βρέξει. Κάποιος πήγε εκεί μαζί με το γιό του. Την ώρα που καθένας προσευχόταν, το παιδάκι σηκώθηκε και τράβηξε τον πατέρα του απ’ το πουκάμισο ρωτώντας τον, «Μπαμπά, τι κάνουν όλοι αυτοί εδώ ;». Εκείνος του εξήγησε ότι καθένας τους προσεύχεται για να βρέξει, και ξαναβυθίστηκε στην προσευχή του. Το παιδάκι ξανακύτταξε τριγύρω του για λίγα λεπτά κι απόρησε. Ξανατράβηξε απ’ το πουκάμισο τον πατέρα του και τον ρώτησε, «Καλέ μπαμπά, αφού καθένας ήρθε εδώ για να προσευχηθεί για να βρέξει, γιατί κανείς τους δεν κρατάει ομπρέλλα ;»

Οταν τα παιδιά ζητούν κάτι, το προσμένουν. Και συνήθως το παίρνουν. Οι περισσότεροι από τους ενήλικες είναι πιό προσγειωμένοι και δεν διαθέτουν τη νεανική προσδοκία.

Η προσδοκία είναι αληθινή πίστη. Οταν πιστεύετε πραγματικά, τότε αυτό που ζητάτε θα το πάρετε. Μόνη η ελπίδα δεν το κατορθώνει, ενώ η πίστη με την προσδοκία το πετυχαίνει. Οταν επιζητάς κάτι, δόμησε την πίστη και την πεποίθηση ότι είναι κιόλας δικό σου, και είναι πολύ βέβαιο ότι θα το έχεις. Θα το προσελκύσεις προς εσένα τόσο σίγουρα όσο το γεγονός ότι με την αυγή έρχεται και το φως.

Michael Angier
Μετάφραση : Μάνος Νομικός

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Αριστοφάνης περί έρωτος

"Λοιπόν, Ερυξίμαχε" είπε ο Αριστοφάνης "πράγματι έχω σκοπό να μιλήσω κάπως διαφορετικά απ' ό,τι και συ και ο Παυσανίας μιλήσατε. Έχω δηλαδή τη γνώμη, ότι η ανθρωπότητα δεν έχει αντιληφθεί καθόλου τη σπουδαιότητα του Έρωτος. Αν την εννοούσαν, θα κατασκεύαζαν προς τιμήν του μεγαλοπρεπέστατα ιερά και βωμούς και θα προσέφεραν πολύ λαμπρές θυσίες. Όχι όπως τώρα, που δεν γίνεται προς τιμήν του τίποτε, ενώ έπρεπε πρώτα απ' όλα να γίνεται. Διότι μεταξύ των θεών είναι ο μεγαλύτερος φίλος του ανθρώπου, αφού είναι βοηθός των ανθρώπων και ιατρός για όλα εκείνα, με την θεραπεία των οποίων θα υπήρχε υψίστη ευδαιμονία στο γένος των ανθρώπων. Θα προσπαθήσω λοιπόν εγώ να σας παρουσιάσω τη σημασία του και σεις πάλι γίνετε διδάσκαλοι των άλλων.
Πρωτίστως πρέπει να καταλάβετε καλά την φύση του ανθρώπου και τις περιπέτειές της. Παλαιά δηλαδή ο οργανισμός μας δεν ήταν ο ίδιος, όπως τώρα, ήταν διαφορετικός. Πρώτα πρώτα τα φύλα των ανθρώπων ήταν τρία, και όχι όπως σήμερα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν. Υπήρχεν ακόμη και ένα τρίτο, αποτελούμενο απ' αυτά τα δύο. Το όνομά του μένει ακόμη, το ίδιο όμως έχει εξαφανισθεί: το ανδρόγυνο. Ήταν τότε ένα ξεχωριστό φύλο, και συνδύαζε και στην εμφάνιση και στο όνομα τα δύο άλλα, το αρσενικό και το θηλυκό. Τώρα δεν υπάρχει παρά μόνον σαν λέξη και χρησιμοποιείται σαν ύβρις. Έπειτα ολόκληρος ο κορμός του κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλός και είχε ολόγυρα ράχη και πλευρές. Είχε τέσσερα χέρια και άλλα τόσα σκέλη και δύο πρόσωπα επάνω σ' ένα λαιμό κυλινδρικό, όμοια και απαράλλακτα, που έβλεπαν προς αντίστροφη κατεύθυνση το καθένα, και ένα κρανίο επάνω από τα δύο πρόσωπα, και αυτιά τέσσαρα και διπλά γεννητικά όργανα και όλα τ' άλλα, όπως θα μπορούσε κανείς επί τη βάσει αυτών να φαντασθεί. Μετεκινείτο δε όχι μόνον όρθιο, όπως τώρα, αν ήθελε προς την μία ή προς την αντίθετη διεύθυνση. Αλλά, όποτε αποφάσιζε να τρέξει γρήγορα, όπως οι ακροβάτες γυρίζουν τα πόδια προς τα επάνω σαν τροχός και κάνουν τούμπες, έτσι και τότε στηρίζονταν και στα οκτώ τους άκρα και μετακινούνταν πολύ γοργά περιστροφικά.

Ο λόγος τώρα που ήσαν τρία τα φύλα και είχαν αυτή την εμφάνιση, είναι διότι το αρσενικό ήταν αρχικά γέννημα του ηλίου, το θηλυκό της γης, το ανάμεικτο της σελήνης. Αφού και η σελήνη αποτελείται και από τα δύο. Περιφερικά πάλι ήσαν και αυτά και ο τρόπος της μετακινήσεώς των, διότι ομοίαζαν με τους προγόνους τους. Η σωματική τους δύναμη και η αντοχή τους ήταν τρομερά, και είχαν απέραντη έπαρση. Τα έβαλαν μάλιστα με τους θεούς. Αυτό που διηγείται ο Όμηρος για τον Ώτο και τον Εφιάλτη, αναφέρεται σε εκείνους κυρίως: τόλμησαν να κατασκευάσουν ανάβαση προς τον ουρανό για να κτυπήσουν τους θεούς.

Ο Ζευς τότε σκεπτόταν με τους άλλους θεούς, τι να τους κάμουν, και δεν εύρισκαν λύση. Να τους σκοτώσουν και με τους κεραυνούς να εξαφανίσουν το γένος τους, όπως τους Γίγαντες, δεν τους φαινόταν σωστό. Η λατρεία τότε και οι θυσίες των ανθρώπων θα χάνονταν. Ούτε πάλι να τους ανέχονται ν' ασχημονούν. Τέλος ύστερ' από πολλά είχε ο Ζεύς μια έμπνευση και τους λέγει:
"Έχω, μου φαίνεται, ένα μέσον, ώστε και να διατηρηθεί η ανθρωπότητα και να παραιτηθεί από την αυθάδειά της: να γίνουν ασθενέστεροι. Προς το παρόν" είπε "θα τους κόψω σε δύο μέρη τον καθένα. Έτσι θα γίνουν αφ' ενός μεν ανίσχυροι, αφ' ετέρου δε χρησιμότεροι για μάς, αφού θα είναι αριθμητικώς περισσότεροι. Θα περπατούν δε ορθοί με τα δύο πόδια. Αν όμως αποδειχθεί ότι εξακολουθούν να είναι ανυπότακτοι και δεν θέλουν να καθίσουν ήσυχα, δεύτερη φορά", είπε, "θα τους χωρίσω και πάλι στα δύο, ώστε να περπατούν με το ένα σκέλος, σαν να παίζουν κουτσό".

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Ο κύκνος και το κοράκι


Υπήρχε ένα σμήνος κορακιών. Το ένα από αυτά ήταν δυνατό, έξυπνο και όμορφο, έτσι το έκαναν αρχηγό τους. Αυτός ο βασιλιάς των κορακιών αισθανόταν περήφανος για τα κατορθώματά του και υποτιμούσε τα άλλα δημιουργήματα.

Μια μέρα εμφανίστηκε ένας νεαρός κύκνος. Τα κοράκια μαζεύτηκαν γύρω του και τον ρώτησαν αν γνώριζε για τους μεγάλους άθλους του βασιλιά τους. Αυτός παραδέχθηκε την άγνοιά του και ζήτησε να δει το βασιλιά τους. Ο βασιλιάς των κορακιών εμφανίστηκε και ρώτησε τον κύκνο για τους διάφορους τύπους πετάγματος. Ο κύκνος, στην απλότητά του, είπε ότι γνώριζε μονάχα ένα τύπο.

Ο βασιλιάς των κορακιών τότε ξεκίνησε μια επίδειξη των εκατό και ένα τρόπων πετάγματός του. Αφού εκτέλεσε τους ακροβατισμούς του, ζήτησε να δει την τέχνη του κύκνου. Ο νεαρός κύκνος απογειώθηκε με το χαριτωμένο, απαλό και φυσικό πέταγμά του και όπως συνήθιζε, αύξησε την ταχύτητά του μονάχα σταδιακά. Επειδή ο κόρακας ήταν μικρός και γοργός, πέταξε γρήγορα και αφού συνειδητοποίησε ότι ο κύκνος έμεινε πίσω, επέστρεψε για να τον χαροποιήσει. Ο κύκνος σταδιακά αύξησε την ταχύτητά του και πριν περάσει λίγη ώρα, ο κόρακας κουράστηκε και έτρεμε και τελικά έπεσε στη θάλασσα. Ο κύκνος κατέβηκε και έσωσε το κοράκι και το βοήθησε να επιστρέψει στο σμήνος του. Το κοράκι τότε ντράπηκε για την αλαζονεία του και ευχαρίστησε τον κύκνο για τη μετριοπάθεια και τη μεγαλοψυχία του.


 Ο κύκνος ζούσε μια φυσική ζωή, ενώ το κοράκι ήταν απασχολημένο με περιαυτολογία, ακροβασίες, φλυαρία και εξυπνάδες.
Η έσχατη ευτυχία πηγαίνει σε εκείνους που ζουν μια φυσική και απλή ζωή, σε αρμονία με τους νόμους και τη βούληση της φύσης, παρά στους εξυπνάκιες και τους αυθάδεις που σπαταλούν ενέργεια σε μηδαμινές ασχολίες και περνούν τη ζωή τους με μια απατηλή εικόνα για τον εαυτό τους.

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

ήλιο ή βροχή;



Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας καλός πατέρας με τις δύο κόρες του που υπεραγαπούσε εξίσου.
Μεγάλωσαν γρήγορα με τη σωστή καθοδηγησή του και όταν ήρθε η ώρα να παντρευτούν, η μια διάλεξε ένα γεωργό και η άλλη έναν αγγειοπλάστη.

Πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια και ο καλός πατέρας αποφάσισε να πάει να επισκεφτεί τις κόρες τους στα νοικοκυριά τους.

Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, φτάνει στο σπίτι της γυναίκας του Γεωργού.
-Πως είναι κόρη μου η ζωή σου; Είσαι ευτυχισμένη;
-Απ' όλα τα καλά έχω πατέρα και ο άντρας μου με αγαπά. Το μόνο που θα 'θελα είναι να ρίξει μια βροχή να ποτίσει τα χωράφια που έχουμε φυτέψει τους σπόρους και περιμένουμε να μεγαλώσουν τα σπαρτά. Αν μ'αγαπάς πατέρα, βροχή να εύχεσαι για μένα!

Ο πατέρας έφυγε χαρούμενος και στο μυαλό του είχε μονάχα μια ευχή: Να βρέξει για το καλό της κόρης του και του γαμπρού του.

Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, φτάνει στο σπίτι της γυναίκας του Αγγειοπλάστη.
-Πως είναι κόρη μου η ζωή σου; Είσαι ευτυχισμένη;
-Απ' όλα τα καλά έχω πατέρα και ο άντρας μου με αγαπά. Το μόνο που θα 'θελα είναι να έχει καλοκαιρία τις επόμενες μέρες γιατί έχουμε πλάσει ένα σωρό αγγεία και περιμένουμε να στεγνώσουν για να τα μοσχοπουλήσουμε. Αν μ'αγαπάς πατέρα, ήλιο να εύχεσαι για μένα!

Και τώρα;
Τι να ευχηθεί ο δύστυχος πατέρας ;


Δεν μπορείς ποτέ να τους ικανοποιήσεις όλους...

Άσε που καμιά φορά δεν υπάρχει σωστό και λάθος.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Η καρδιά της μάνας



 
 
Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
- Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ' αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να την φάει το σκυλί μου.

Τρέχει ο νιός, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει
και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιός κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο γιός και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
- Εχτύπησες, αγόρι μου;…και κλαίει!
 
  Άγγελος Βλάχος

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Ενα υπέροχο κέικ

Μια κόρη λέει στη μητέρα της, πως όλα της πηγαίνουν στραβά.
Μπορεί να έγραψε χάλια στο μάθημα στη σχολή της, ο φίλος της να την άφησε… για την καλύτερη φίλη της.
Σε τέτοιες δύσκολες ώρες, μια καλή μητέρα ξέρει καλά τί χρειάζεται για να παρηγορήσει την κόρη της… 
Λέει : “Θα φτιάξω ένα υπέροχο κέικ!” , την αγκαλιάζει και πάνε στην κουζίνα, ενώ η κόρη κάνει προσπάθεια να χαμογελάσει.
Καθώς η μητέρα ετοιμάζει τα σκεύη και τα υλικά, η κόρη κάθεται απέναντί της στον πάγκο. 
Η μητέρα ρωτά,
“Γλυκιά μου, θα ήθελες ένα κομμάτι κέικ;”
Η κόρη απαντά, “Φυσικά, μαμά! Ξέρεις ότι μου αρέσει πολύ!”
“Εντάξει…” λέει η μητέρα,
“Πιες λίγο λάδι!” Εκπληκτη η κόρη απαντά,
“Τί;!; Με τίποτα!!!”
“Tί θα έλεγες για δυο ωμά αυγά;”
Η κόρη απαντά, “Με δουλεύεις;”
“Λιγάκι αλεύρι;”
“Όχι μαμά! Θα με πιάσει η κοιλιά μου!”
Η μητέρα λέει,
“Όλα αυτά τα υλικά είναι άψητα και έχουν άσχημη γεύση, αλλά αν τα βάλεις μαζί και τα ψήσεις …Φτιάχνουν ένα υπέροχο κέικ!”
Η ζωή  εργάζεται με τον ίδιο τρόπο.
Όταν αναρωτιόμαστε, γιατί μας υποχρεώνει να περνάμε δυσκολίες, δεν αντιλαμβανόμαστε το πού θα μας βγάλουν ή τί θα μας φέρουν.
Δεν χρειάζεται να αρκεσθούμε στα ωμά υλικά: να έχουμε εμπιστοσύνη…
και θα δούμε να βγαίνει από αυτά, κάτι που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε !

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Θα σ΄αγαπώ ό,τι κι αν γίνει



Ο Μικρός ήταν πολύ κακόκεφος.
Κλείστηκε στο δωμάτιο
κι άρχιζε να στριφογυρίζει
κι όλα τα πράγματα ν΄ αναποδογυρίζει.
Τις ζωγραφιές από τον τοίχο ξεκολλούσε
Κι όλα τα παιχνίδια του χαλούσε.
«Θεέ μου!» είπε η Μαμά «τι έχεις πάθει;»
«είμαι ένα ανάποδος
και γκρινιάρης μικρός
και κανείς δε μ΄αγαπάει» είπε ο μικρός.
«Μικρέ μου» είπε η Μαμά « όπως και να ΄σαι,
εγώ πάντα θα σ΄αγαπώ».
« κι αν ήμουνα αρκούδος, πάλι θα με φρόντιζες
και θα μ΄ αγαπούσες;» ρώτησε ο Μικρός.
«Φυσικά» είπε η Μαμά.
«Εγώ θα σ΄ αγαπώ ό, τι κι αν γίνει»
«Αν όμως γινόμουν πράσινο έντομο,
πάλι θα μ΄αγαπούσες,
πάλι θα με αγκάλιαζες και θα με φιλούσες;»
«Φυσικά» είπε η Μαμά.
«Εγώ θα σ΄ αγαπώ ό, τι κι αν γίνει»
«Ό, τι κι αν γίνει;» είπε ο Μικρός και χαμογέλασε.
«Κι αν ήμουνα κροκόδειλος;»
«Θα σε αγκάλιαζα και θα σε αγαπούσα
και τη νύχτα θα σου τραγουδούσα»
είπε η Μαμά.
« Χαλάει ποτέ η αγάπη;»
ρώτησε ο Μικρός.
«Λυγίζει άραγε ποτέ και σπάει;
Κι αν ναι, μπορείς άραγε να
την κολλήσεις,
να τη φτιάξεις και να τη χτίσεις; »
«Α, δεν ξέρω» είπε η Μαμά « το μόνο που ξέρω
είναι ότι θα σ΄ αγαπώ για πάντα».
«Κι όταν πεθάνουμε και χαθούμε,
θα μ΄αγαπάς ακόμη;» είπε ο Μικρός.
«Θα υπάρχει ακόμα η αγάπη;»
Η Μαμά πήρε στην αγκαλιά της
τον Μικρό και κοίταξαν μαζί
από το παράθυρο τον ουρανό.
Το φεγγαράκι έφεγγε ψηλά
και τ΄αστεράκια ήταν φωτεινά.
«Κοίτα, Μικρέ, τ΄αστεράκια
πώς λάμπουνε στον ουρανό.
Ξέρεις πως πολλά απ΄αυτά
έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια πια;»
«Τα βλέπεις όμως πώς φωτίζουν ακόμα στον ουρανό;

Η αγάπη είναι σαν τ΄ αστέρια: 
ποτέ δεν πεθαίνει και πάντα φωτίζει».



της Debi Gliori
(Μαμά αλεπού και το αλεπουδάκι)

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Τα βατραχάκια

Τα βατραχάκια αποφάσισαν να κάνουν μεταξύ τους αγώνα για το ποιο θα καταφέρει να φτάσει την κορυφή του πιο ψηλού βουνού.
Όλα τα ζώα του δάσους μαζεύτηκαν να παρακολουθήσουν απο περιέργεια αφού ήταν σίγουρα πως κανένας βάτραχος δεν θα άντεχε να σκαρφαλώσει στο βουνό.
Ο αγώνας ξεκίνησε κι οι αμφιβολίες των θεατών γινόταν όλο και πιο έντονες.
-Μπα δεν θα τα καταφέρουν.
-Όπου να ναι θα αρχίσουν να κουράζονται.
Πράγματι μετά απο λίγο ένα ένα τα βατραχάκια άρχισαν να εγκαταλείπουν.
Ακόμη και τα λίγα που συνέχιζαν δέχοταν τον χλευασμό απο τα υπόλοιπα ζώα.
Οι δυνάμεις τους τα είχαν προδώσει και στο τέλος μόνο έμεινε να αγωνίζεται και ως εκ θαύματος έφτασε στην κορυφή.
Τα υπόλοιπα ζώα έκπληκτα έτρεξαν να το συγχαρούν και τότε μόνο κατάλαβαν πως ήταν κουφό.

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

H όαση


Κλείστε τα μάτια και προσπάθηστε να φανταστείτε ότι είστε στην έρημο χωρίς νερό εδώ και λίγες μέρες …
περπατάτε με τα πόδια και η καυτή άμμος σας έχει πληγώσει…

το βράδυ η παγωνιά της ερήμου σας τρυπάει…
σας πονάει… και σκέφτεστε… αύριο πάλι τα ίδια… μα συνεχίζετε...

Μπορείτε να το δείτε;
 Μπορείτε να νιώσετε τον ήλιο να σας καίει … να εξαντλήστε από όλα αυτά;
Η ιστορία συνεχίζει…
εκεί που εξαντλήστε τελείως και καμμένοι και κατάκοποι λυγίζετε , γονατίζετε και αποφασιζετε να μην υποφέρετε άλλο…
δεν έχετε άλες δυνάμεις … τα χείλη σας ξεράθηκαν έσκασαν.. δεν το αντέχετε πια….

Εκείνη την στιγμή λοιπόν μιά αόρατη δύναμη σας σηκώνει λίγο ψηλά και σας βοηθά να δειτε πίσω απο ένα αμμόλοφο....λίγα μέτρα πιο πέρα απο εσας!
Σας θυμίζει να κοιτάξετε προς τα εκεί και με δισταγμό και φόβο … κοιτάτε!
Τι φαντάζεστε ότι βλέπετε… Τι θα θέλατε να δειτε σε αυτή την κατάσταση… καμμένοι, γδαρμένοι, πονεμένοι;
.....
Βλέπετε μια όαση !!!

με νεράκι και μπόλικη σκιά....
έχει και φαγητό … και ρούχα να αλλάξετε.
Την βλέπετε;
Τότε η δύναμη σας αφήνει εκεί ακριβώς που σας πήρε.
Τώρα τι κάνετε;;
 Μένετε εκεί ανήμποροι … απελπισμένοι;
Μάλλον … μαζεύετε τα κομμάτια σας και με αφόρητο πόνο τραβάτε το δρόμο προς την όαση.
Και όταν φτάνετε εκεί…
μήπως ξεχνάτε τον πόνο;
 την απελπισία, την παγωνιά;
 ΟΧΙ ΒΕΒΑΙΑ.
Αυτός ποτέ δεν ξεχνιέται…
μπορεί να τον θυμάστε σαν φίλο σε λίγα χρόνια…

 μπορεί να τον θυμάστε και ως εχθρό…
Τι σημασία έχει… εσείς το ζήσατε … εσεις το ζείτε…

και ξεδιψάτε …. αλλάζετε ρούχα … ξεκουράζεστε !!!




Οταν Πνιγόμαστε και απελπιζόμαστε, ας αφήσουμε τον χρόνο να μας δείξει αν υπάρχει η όαση…
Η όαση δεν είναι η λήθη… ο πόνος δεν ξεχνιέται…

'Ομως η όαση είναι κάπου εδώ κοντά μας….