Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Όταν νόμιζες ότι δεν κοιτούσα...



(Γράμμα από ένα πρώην παιδί)

Όταν νόμιζες ότι δεν κοιτούσα, σε είδα να φτιάχνεις για μένα το αγαπημένο μου γλυκό και έμαθα ότι μικρά πράγματα μπορεί να έχουν ξεχωριστή σημασία στη ζωή.
Όταν νόμιζες ότι δεν κοιτούσα, σε παρακολουθούσα και έμαθα τα περισσότερα «μαθήματα ζωής», εφόδια για να γίνω καλύτερο και παραγωγικότερο άτομο όταν μεγαλώσω.
Όταν νόμιζες ότι δεν κοιτούσα, σε είδα να κρεμάς την ζωγραφιά μου στο ψυγείο και αμέσως ήθελα να ζωγραφίσω την επόμενη.

Όταν νόμιζες ότι δεν κοιτούσα, ακόμη και όταν ήσουν θυμωμένη με συμβούλεψες ήρεμα και απλά για να καταλάβω το γιατί και έτσι έμαθα ότι ο διάλογος και η επικοινωνία είναι σημαντικά ακόμη και όταν τα πράγματα είναι δύσκολα.
Όταν νόμιζες ότι δεν κοιτούσα, σε είδα να φτιάχνεις φαγητό για κάποιο φίλο που ήταν άρρωστος και έμαθα ότι όλοι μας πρέπει να νοιαζόμαστε και να φροντίζουμε ο ένας τον άλλο.
Όταν νόμιζες ότι δεν κοιτούσα, σε είδα να φροντίζεις το σπίτι και όσους ζούμε σε αυτό και έμαθα ότι πρέπει να εκτιμάμε ότι μας προσφέρεται.
Όταν νόμιζες ότι δεν κοιτούσα, σε είδα να φροντίζεις ένα αδέσποτο γατάκι και έμαθα ότι είναι καλό να είσαι ευγενικός με τα ζώα.

Όταν νόμιζες ότι δεν κοιτούσα, ένοιωσα ότι νοιαζόσουν και ήθελα να γίνω καλύτερος.
Όταν νόμιζες ότι δεν κοιτούσα, σε είδα να κλαις και έμαθα ότι κάποια πράγματα στη ζωή πληγώνουν αλλά έχεις δικαίωμα να είσαι στενοχωρημένος.
Όταν νόμιζες ότι δεν κοιτούσα, σε είδα να αναλαμβάνεις τις ευθύνες ακόμα και όταν οι καταστάσεις ήταν δύσκολες και έμαθα ότι πρέπει να είμαι υπεύθυνο άτομο.
(Μπορούμε να τυπώσουμε την παρακάτω εικόνα και να θυμόμαστε ότι οι πράξεις μας οι ίδιες είναι το παράδειγμά μας για τους άλλους)



ΒΑΣΙΑ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ - Ψυχολόγος - Σύμβουλος Ανθρωπίνων Σχέσεων 

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Η αγάπη απορρίπτει τις ταμπέλες

Ο Έμερσον μιλώντας για ένα απλό αγριόχορτο, είπε ότι πρόκειται για “ένα φυτό του οποίου οι αρετές δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί”. 
Αναρωτιέμαι πόσους ανθρώπους έχουμε περιφρονήσει σαν αγριόχορτα, επειδή, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, μας φάνηκε ότι δεν άξιζαν την αγάπη και την προσοχή μας.

Οι άνθρωποι με τους οποίους επιλέγουμε να συνδεθούμε είναι προφανώς προσωπικές επιλογές, και έτσι πρέπει να είναι.

Έχω την αίσθηση ωστόσο, ότι ο κόσμος θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρων και πολύ λιγότερο περιορισμένος αν εξετάζαμε πιο προσεκτικά τις ταμπέλες και τις δικαιολογίες που χρησιμοποιούμε για να κρατήσουμε αποστάσεις από τους άλλους. Αν το κάναμε, μάλλον θ΄ανακαλύπταμε ότι αυτές οι βολικές κατηγοριοποιήσεις βασίζονται σε απαρχαιωμένες κασέτες που συνεχίζουν να παίζουν μέσα στο κεφάλι μας.

Στην προσπάθειά μας να εντάξουμε σε κατηγορίες τους ανθρώπους, καταλήγουμε να ελαχιστοποιήσουμε την αξία τους ή να τους αποκλείουμε για λόγους εντελώς αβάσιμους:
χρησιμοποιούμε ως κριτήριο την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική θέση, την οικονομική κατάσταση, το χρώμα της επιδερμίδας, τη θρησκεία, την εθνικότητα…ο,τιδήποτε για να κρατηθούμε μακριά από όσους είναι διαφορετικοί από εμάς.

Αυτό, φυσικά, μας απαλλάσσει από τον κόπο να αναπτύσσουμε ανεξάρτητη, αυτόνομη σκέψη και να αξιολογούμε κάθε άτομο ως ξεχωριστή και άξια σεβασμού προσωπικότητα.

Είναι πολύ πιθανό οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συναντάμε να αξίζουν στην πραγματικότητα μεγαλύτερη προσοχή απ΄όση τους δίνουμε.

Και ποιός ξέρει; Μπορεί να ξαφνιαστούμε ανακαλύπτοντας ότι τελικά δεν είναι αγριόχορτα, αλλά μάλλον λουλούδια, κι εμείς παραλείπαμε να σταθούμε για να τα εκτιμήσουμε….
.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Leo Buscaglia "Γεννημένοι να αγαπάμε "

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Ο γλάρος και το ποντίκι





Ένας γλάρος πετούσε πάνω από μια παραλία στη Μαύρη Θάλασσα, όταν είδε ένα ποντίκι. Πέταξε γρήγορα προς το  τρωκτικό, και όταν πλησίασε κοντά το ρώτησε  «Πού είναι τα φτερά σου;"

Ο γλάρος και το ποντίκι δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα, οπότε το ποντίκι δεν κατάλαβε τι είπε ο γλάρος. Όμως παρατήρησε ότι το ζώο που στεκόταν κοντά του,  είχε δύο μεγάλα παράξενα πράγματα που ξεπρόβαλαν από το σώμα του.
"Θα πρέπει να υποφέρει από κάποια σοβαρή ασθένεια" σκέφτηκε το ποντίκι.
Ο γλάρος παρατήρησε ότι το ποντίκι κοίταζε με έκπληξη τα φτερά του και ψιθύρισε:
«Το καημένο! Μάλλον του επιτέθηκαν τέρατα, το άφησαν κουφό και επιπλέον λήστεψαν τα φτερά του.
Αισθανόμενος οίκτο ο γλάρος, πήρε το ποντίκι στο ράμφος του και πέταξε για μια βόλτα στον ουρανό.
"Σίγουρα θα χαρεί αφού θα ξυπνήσουν αναμνήσεις από τα παλιότερα χρόνια όταν μπορούσε να πετάξει" σκέφτηκε ο γλάρος  ενώ πετούσε όλο και ψηλότερα.
Όταν τελείωσε την βόλτα, άφησε προσεκτικά το ποντίκι πίσω στο έδαφος.
Για αρκετούς μήνες το ποντίκι ήταν πολύ στεναχωρημένο, αφού είχε πετάξει ψηλά στον ουρανό και είχε την ευκαιρία να δει έναν τεράστιο και όμορφο κόσμο.

Αλλά καθώς ο χρόνος περνούσε, όλο περισσότερο αποδεχόταν και συνήθιζε στο ότι είναι ένα ποντίκι με συγκεκριμένες δυνατότητες. Πίστευε πια ότι το θαύμα που συνέβη στη ζωή του ήταν απλά ένα όνειρο.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Ο χρόνος μετά τη νιότη





«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ” ότι έχω ζήσει έως τώρα… Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.

Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά.
Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει.
Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.
Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί.
Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.
Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.
Μισώ, να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα.

Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες.
Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται… Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…
Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση.
Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους.
Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους.
Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους.
Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους.
Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.

Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή.
Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων…
Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.

Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.
Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν… Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απ” όσες έχω ήδη φάει.

Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου.
Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…»

Από τον Mario de Andrade 

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Μάθημα διδασκαλίας





Καθώς στεκόταν μπρος στην τάξη της την Ε’ δημοτικού, την πρώτη ημέρα του σχολείου η κυρία Τζοβάννα είπε στα παιδιά ένα ψέμα. Όπως οι περισσότερες δασκάλες, κοίταξε τους μαθητές της και είπε ότι τους αγαπούσε όλους το ίδιο. Αλλά αυτό ήταν αδύνατον, διότι εκεί στην μπροστινή σειρά, βυθισμένο στο κάθισμά του ήταν ένα μικρό αγόρι, ο Μάνος Μανούσος...


Η κυρία Τζοβάννα είχε παρακολουθήσει τον Μάνο την προηγούμενη χρονιά και είχε προσέξει ότι ο Μάνος δεν έπαιζε καλά με τα άλλα παιδιά. Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα. Πάντα φαινόταν ότι χρειαζόταν μπάνιο. Και ο Μάνος μπορούσε να είναι πολύ δυσάρεστος. Στο σχολείο που δούλευε η κυρία Τζοβάννα έπρεπε να επιθεωρήσει του κάθε μαθητού το ιστορικό. Άφησε του Μάνου το ιστορικό να το διαβάσει τελευταίο. Όταν όμως διάβασε το ιστορικό που έγραφαν οι προηγούμενες δασκάλες έμεινε έκπληκτη!

Η δασκάλα της Α’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος είναι ένα φωτεινό παιδί με έτοιμο πάντα το χαμόγελο. Κάνει τις εργασίες του σωστά και προσεγμένα, και έχει καλούς τρόπους. είναι χαρά να τον έχουμε κοντά μας».
Η δασκάλα της Β’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος είναι άριστος μαθητής.
Αγαπητός από τους συμμαθητές του, αλλά φαίνεται προβληματισμένος εξ αιτίας της μητέρας του που έχει μια ανίατη ασθένεια, η ζωή στο σπίτι θα είναι δύσκολη».
Η δασκάλα της Γ’ δημοτικού έγραφε: «Ο θάνατος της μητέρας του ήταν πολύ σκληρός και οδυνηρός για αυτόν. Προσπαθεί να κάνει καλά τις εργασίες του, αλλά ο πατέρας του δε δείχνει πολύ ενδιαφέρον. Η ζωή του σπιτιού σύντομα θα τον επηρεάσει εάν δε παρθούν ορισμένα μέτρα».
Η δασκάλα της Δ’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος έχει αποσυρθεί και δεν δείχνει ενδιαφέρον για το σχολείο. Δεν έχει πολλούς φίλους και πολλές φορές κοιμάται στην τάξη».

Διαβάζοντας όλα αυτά η κυρία Τζοβάννα κατάλαβε το πρόβλημα και ντράπηκε πολύ για τον εαυτό της. Αισθάνθηκε ακόμη χειρότερα, όταν οι μαθητές της, της έφεραν χριστουγεννιάτικα δώρα. Όλα ήταν διπλωμένα σε πολύχρωμα χαρτιά με ωραίους φιόγκους, εκτός από του Μάνου. Το δώρο του ήταν άγαρμπα διπλωμένο σε μια καφετιά χοντρή σακούλα του μανάβη. Η κυρία Τζοβάννα δυσκολεύτηκε να το ανοίξει εν μέσω των άλλων δώρων.

Μερικά παιδιά άρχισαν να γελάνε όταν έβγαλε από τη σακούλα ένα βραχιόλι που λείπανε μερικές από τις ψεύτικες αδαμάντινες χάντρες και ένα μπουκάλι ένα τέταρτο γεμάτο άρωμα.
Αλλά έπνιξε τα γέλια των μαθητών καθώς είπε θαυμαστικά πόσο όμορφο ήταν το βραχιόλι φορώντας το στο χέρι της και βάζοντας μερικές σταγόνες στον καρπό του χεριού της.

Ο Μάνος έμεινε λίγο παραπάνω στο σχολείο στο σχόλασμα για να πει «κυρία Τζοβάννα σήμερα μυρίζατε όπως ακριβώς μύριζε η μαμά μου». Όταν έφυγαν τα παιδιά έκλαιγε για περίπου μισή ώρα. Από εκείνη την ημέρα η κυρία σταμάτησε να διδάσκει ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στο Μάνο. Καθώς δούλευε μαζί του το μυαλό του ζωντάνευε. Όσο πιο πολύ τον ενθάρρυνε τόσο πιο γρήγορα ανταποκρινόταν.

Έως το τέλος του χρόνου ο Μάνος είχε γίνει ένα από τα πιο έξυπνα παιδιά της τάξης του, και παρόλο το ψέμα ότι θα αγαπούσε όλα τα παιδιά το ίδιο η κυρία Τζοβάννα ευνοούσε τον Μάνο ιδιαίτερα. Μετά από ένα χρόνο βρήκε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα της. Ήταν από τον Μάνο. Της έλεγε ότι ακόμη ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.

Πέρασαν έξι χρόνια πριν πάρει άλλο σημείωμα από τον Μάνο. Της έγραφε ότι τελείωσε το Λύκειο και ήταν τρίτος στην τάξη του, και ότι ακόμη ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Μετά τέσσερα χρόνια πήρε άλλο ένα σημείωμα που της έλεγε ότι παρόλο που τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα κατάφερε να επιμείνει και να συνεχίσει τις σπουδές του, και ότι σύντομα θα αποφοιτούσε από το πανεπιστήμιο με τις μεγαλύτερες διακρίσεις.

Την διαβεβαίωνε ότι αυτή ήταν η πιο αγαπητή δασκάλα που είχε σε όλη του την ζωή.Πέρασαν ακόμη τέσσερα χρόνια και έφτασε ακόμα άλλο ένα γράμμα. Αυτή τη φορά εξηγούσε ότι αφού πήρε το δίπλωμά του αποφάσισε να προχωρήσει πιο πολύ και να κάνει διδακτορικό. Στο γράμμα εξηγούσε ότι αυτή παρέμεινε η πιο καλή και αγαπητή δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.

Μα τώρα το όνομά του ήταν πιο μακρύ Dr. Εμμανουήλ Σ. Μανούσος.
Η ιστορία δεν τελείωνε εκεί. Υπήρξε ακόμη ένα γράμμα εκείνη την άνοιξη. Ο Μάνος της ανακοίνωνε ότι είχε γνωρίσει μια υπέροχη κοπέλα την οποία θα παντρευόταν. Της εξηγούσε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν μερικά χρόνια και αναρωτιόταν αν θα συμφωνούσε να παραβρεθεί στο γάμο και να καθόταν στη θέση της μητέρας του γαμπρού.

Βεβαίως η κυρία Τζοβάννα δέχτηκε. Μαντέψτε! Στο γάμο φορούσε εκείνο το βραχιόλι που της είχε δωρίσει κάποια Χριστούγεννα – χρόνια πίσω. Ναι, εκείνο το βραχιόλι που έλειπαν οι αδαμάντινες πέτρες. Και βεβαιώθηκε ότι φορούσε το ίδιο άρωμα που θυμόταν ότι φορούσε η μητέρα του Μάνου στα τελευταία τους Χριστούγεννα μαζί.

Όταν συναντήθηκαν αγκαλιάστηκαν με στοργή. Ο κύριος Μανούσος ψιθύρισε στο αυτί της κυρίας Τζοβάννας «Σας ευχαριστώ κυρία Τζοβάννα που πιστεύατε σε μένα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που με κάνατε να νιώθω σπουδαίος και μου δείξατε πως εγώ μπορούσα να διαφέρω».
Η κυρία Τζοβάννα με δάκρυα στα μάτια ψιθύρισε: «Μάνο μου λάθος κατάλαβες.
Εσύ ήσουν που δίδαξες σε εμένα πώς να διαφέρω. Δεν ήξερα πώς να διδάσκω μέχρι που σε γνώρισα».

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Τα δώρα της ζωής




Μ αρέσει η σκέψη πως την ημέρα που γεννιέται κανείς, του χαρίζουν τον κόσμο σαν δώρο γενεθλίων. Ένα υπέροχο κουτί με εξαίσιες κορδέλες! Μερικοί δεν κάνουν τον κόπο ούτε τις κορδέλες να λύσουν, όχι ν' ανοίξουν το κουτί.
Κι όσοι το ανοίγουν περιμένουν να βρουν μέσα μόνο το Θαύμα, την Ομορφιά, την Έκσταση. Ξαφνιάζονται που υπάρχει στη Ζωή και ο Πόνος και η Απελπισία, η Μοναξιά και η Σύγχυση. Κι όμως είναι όλα μέρος της Ζωής. Δεν ξέρω για σας όμως εγώ δεν θέλω να χάσω τη ζωή. Θέλω να μάθω το κάθε πραγματάκι που έχει μέσα το κουτί.
Αυτό το μικρό κουτί λέγεται Πόνος. Τι να κάνουμε, δικό μου είναι κι αυτό, θ ανοίξω λοιπόν τον Πόνο και θα γνωρίσω τον Πόνο.
Κι αυτό το μικρό πακετάκι λέγεται Μοναξιά. Ξέρετε τι συμβαίνει όταν ανοίγω το πακετάκι που λέγεται Μοναξιά; Γνωρίζω τη Μοναξιά. Κι όταν μου λες ''Νοιώθω μοναξιά'', μπορώ να καταλάβω λιγάκι τη Μοναξιά σου και μπορούμε να καθίσουμε μαζί και να κρατήσουμε ένας το μοναχικό χέρι του αλλού.
Θέλω να τα γνωρίσω όλα τα πράγματα μέσα στο κουτί. Γιατί ξέρω ότι έτσι θα γνωρίσω και την Έκσταση. Βρίσκεται εκεί και θα τη βρω.
Ξέρω ότι μπόρεσα να μετατρέψω τον Πόνο σε Χαρά. Κι εσύ μπορείς να το κανείς αυτό.
Μπόρεσα να πάρω την Αγωνια και να την κάνω Αλήθεια. Κι εσύ μπορείς να το κανείς αυτό.
Δεν υπάρχει τίποτε που να μπορώ να το κάνω εγώ και να μη μπορείς να το κανείς εσύ. Δεν είμαι υπεράνθρωπος. Ότι μπορώ εγώ το μπορείς κι εσύ. Και πολλά πράγματα μπορείς να τα κανείς καλύτερα.
Αν δεν τα έχεις, δεν είναι γιατί δεν τα έχεις. Είναι γιατί δεν προσπαθείς γι αυτά. Βρίσκονται εδώ και είναι δικά σου.

Έχουμε τη μαγική ικανότητα να μετατρέψουμε την Απελπισία σε Ελπίδα. Μπορούμε να σκουπίσουμε τα Δάκρυα και να τα αντικαταστήσουμε με Χαμόγελα.

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Η Μώμο






Κάποια μέρα όμως ανάμεσα στους ανθρώπους της γειτονιάς διαδόθηκε πως κάποιος κατοικούσε τώρα τελευταία στα χαλάσματα. Ήταν, λέει, ένα παιδί μάλλον κοριτσάκι. Κανένας όμως δεν μπορούσε να πει τίποτα με ακρίβεια γιατί τα ρούχα της ήταν κάπως παράξενα. Τη λέγανε Μώμο ή κάπως έτσι.
Και πραγματικά, η εξωτερική εμφάνιση της Μώμο ήταν λιγάκι παράξενη και μπορούσε να τρομάξει τους ανθρώπους που δίνανε μεγάλη σημασία στην καθαριότητα και την τάξη. Ήταν κοντούλα, λεπτούλα , έτσι που ήταν αδύνατο να πεις αν ήταν οκτώ χρονών ή δώδεκα. Στο κεφάλι φύτρωναν αναμαλλιασμένες μπούκλες, μαύρες σαν πίσσα, που δείχνανε να μην τις είχε αγγίξει ποτέ ούτε χτένα ούτε και ψαλίδι. Είχε πολύ μεγάλα, πανέμορφα μάτια κι αυτά μαύρα σαν την πίσσα και πόδια στο ίδιο χρώμα γιατί γύριζε πάντα ξυπόλητη. Τον χειμώνα μόνο έβαζε καμιά φορά παπούτσια, αλλά κι αυτά ήταν παράταιρα και της πέφτανε πολύ μεγάλα. Κι αυτό γιατί τίποτα απ αυτά που είχε η Μόμο δεν ήταν δικό της. Ή τα είχε βρει κάπου ή της τα είχε χαρίσει κάποιος. Η φούστα της ήταν καμωμένη από διάφορα παρδαλά κουρέλια και της έφτανε ως τον αστράγαλο. Από πάνω φορούσε ένα παλιό, πολύ μεγάλο της, αντρικό σακάκι, με μανίκια διπλωμένα στον καρπό. Η Μώμο δεν ήθελε να τα κόψει γιατί σκεφτόταν πολύ προνοητικά πως θα μεγάλωνε. Και ποιός μπορούσε να ξέρει αν θα ξανάβρισκε ποτέ ένα τόσο ωραίο και πρακτικό σακάκι με τόσες πολλές τσέπες;
Κάτω από τη χορταριασμένη σκηνή του ερειπωμένου θεάτρου υπήρχαν μερικές μισογκρεμισμένες καμαρούλες, που μπορούσες να τις φτάσεις μέσα από μια τρύπα στον εξωτερικό τοίχο. Η Μώμο είχε φτιάξει εκεί το σπιτικό της.
Κάποιο μεσημέρι μερικοί άντρες και γυναίκες της γειτονιάς ήρθαν να τη βρουν και προσπάθησαν να της πάρουν λόγια. Η Μώμο στεκόταν και τους κοίταζε τρομαγμένη γιατί φοβόταν πως οι άνθρωποι αυτοί θα τη διώχνανε. Δεν άργησε όμως να καταλάβει πως οι άνθρωποι είχαν έρθει με φιλικές διαθέσεις. Ήταν και οι ίδιοι φτωχοί και ξέρανε πολλά για τη ζωή.
-Σʼ αρέσει λοιπόν εδώ; ρώτησε ένας άνδρας.
-Ναι, αποκρίθηκε η Μώμο.
-Και θέλεις να μείνεις εδώ;
-Ναι, πολύ.
-Μα δεν σε περιμένει κανένας;
-Όχι.
-Θέλω δηλαδή να πω, δεν πρέπει να πας στο σπίτι σου;
-Το σπίτι μου είναι εδώ, βεβαίωσε γοργά η Μώμο.
-Κι από πού έρχεσαι παιδί μου; 
Η Μώμο έκανε μια αόριστη χειρονομία, δείχνοντας πως ερχόταν από κάπου μακριά.
-Και ποιοί είναι οι γονείς σου; συνέχισε να τη ρωτάει ο άνθρωπος.
Το παιδί τον κοίταξε με αμηχανία, κοίταξε και τους άλλους και ανασήκωσε τους ώμους του. Οι άνθρωποι αντάλλαξαν ματιές κι αναστέναξαν.
-Μη φοβάσαι, συνέχισε ο άνθρωπος, δε θέλουμε να σε διώξουμε. Θέλουμε να σε βοηθήσουμε.
Η Μώμο κούνησε αμίλητη το κεφάλι της, δεν έδειχνε όμως να είχε τελείως πειστεί.
-Είπες πως σε λένε Μώμο;
-Ναι.
-Είναι ένα όμορφο όνομα, αλλά δεν το έχω ξανακούσει. Ποιός σου έδωσε αυτό το όνομα;
-Εγώ, είπε η Μώμο.
-Έβγαλες έτσι η ίδια τον εαυτό σου;
-Ναι.
-Και πότε γεννήθηκες;
Η Μώμο το σκέφτηκε και στο τέλος είπε:
-Όσο θυμάμαι υπήρχα από πάντοτε.
-Δεν έχεις καμιά θεία, κανένα θείο, καμιά γιαγιά, τέλος πάντων, κάποια οικογένεια όπου θα μπορούσες να πας;
Η Μώμο κοίταξε μονάχα τον άνθρωπο και για λίγο δε μίλησε. Έπειτα μουρμούρισε:
-Εδώ είναι το σπίτι μου.
-Ας είναι, έκανε ο άνθρωπος, είσαι παιδί ακόμα. Πόσων χρονών είσαι;
-Εκατό, είπε διστακτικά η Μώμο.
Οι άνθρωποι γέλασαν γιατί το πήραν για αστείο.
-Σοβαρά, πόσο είσαι;
-Εκατό δύο, απάντησε η Μώμο με ακόμα λιγότερη σιγουριά.
Πέρασε κάμποση ώρα ώσπου να καταλάβουν οι άνθρωποι πως το παιδί ήξερε μονάχα μερικούς αριθμούς που κάπου είχε ακούσει, αλλά πως γι ʼ αυτήν δεν σήμαιναν κάτι το συγκεκριμένο, γιατί δεν είχε μάθει ποτέ της να μετράει.
-Άκου δω, είπε ο άνθρωπος αφού συμβουλεύτηκε τους άλλους, συμφωνείς να το πούμε στην αστυνομία πως είσαι εδώ; Τότε θα σε πάνε σε κάποιο ίδρυμα όπου θα σου δίνουν να τρως και θα έχεις και το κρεβάτι σου κι όπου θα μάθεις να μετράς, να διαβάζεις και να γράφεις και πολλά άλλα ακόμα. Τι λες για αυτό;
Η Μώμο τον κοίταξε τρομοκρατημένη.
-Όχι, μουρμούρισε, δε θέλω να πάω. Ήμουνα εκεί κάποτε. Είχε κι άλλα παιδιά εκεί. Είχαν κάγκελα στα παράθυρα. Κάθε μέρα έπεφτε ξύλο, πάντα άδικα. Πήδηξα λοιπόν νύχτα τον τοίχο και τοʼ  σκασα. Δε θέλω να ξαναπάω πίσω.
-Σε καταλαβαίνω, είπε ένας γέρος και κούνησε το κεφάλι του. Και οι άλλοι το καταλάβαιναν και κείνοι και κούνησαν τα κεφάλια τους.
-Ας είναι, είπε μια γυναίκα, είσαι όμως μικρή ακόμα. Πρέπει να σε φροντίζει κάποιος.
-Εγώ, είπε ξαλαφρωμένη η Μώμο.
-Θα τα καταφέρεις; ρώτησε η γυναίκα.
Η Μώμο έμεινε για λίγο σιωπηλή κι έπειτα είπε με σιγανή φωνή:
-Δε μου χρειάζονται πολλά.
Και πάλι κοιτάχτηκαν οι άνθρωποι, αναστέναξαν και κούνησαν τα κεφάλια τους.
-Ξέρεις Μώμο, άρχισε να λέει πάλι εκείνος ο άνθρωπος που είχε μιλήσει πρώτος, λέμε πως θα μπορούσες να βολευτείς σε κάποιον από μας. Έχουμε βέβαια πολύ λίγο χώρο όλοι μας και οι πιο πολλοί έχουν κιόλας ένα σωρό παιδιά, που πρέπει να ταΐσουν, νομίζουμε όμως πως ένα παραπάνω δεν έχει καμιά σημασία. Πως το βλέπεις αυτό;
-Ευχαριστώ, είπε η Μώμο και χαμογέλασε για πρώτη φορά, σας ευχαριστώ πολύ. Δε θα ήταν όμως πιο απλό να με  αφήσετε να μείνω εδώ;
Οι άνθρωποι συσκέφθηκαν για κάμποση ώρα, είπανε αυτό και κείνο, στο τέλος όμως συμφώνησαν. Γιατί, πίστευαν πως το παιδί θα μπορούσε να καθίσει εδώ το ίδιο καλά όπως σε κάποιον από  αυτούς και θα φρόντιζαν τη Μώμο ομαδικά, γιατί θα ήταν πολύ πιο απλό για όλους μαζί παρά για έναν μόνο.
Βάλθηκαν λοιπόν να συγυρίζουν αμέσως τη μισογκρεμισμένη πέτρινη καμαρούλα, όπου είχε στήσει το σπιτικό της η Μώμο και να την επιδιορθώσουν όσο γινόταν. Ένας από αυτούς που ήταν χτίστης, έχτισε μάλιστα ένα πέτρινο τζάκι. Κάπου βρέθηκε κι ένα σκουριασμένο μπουρί. Ένας γέρος μαραγκός έφτιαξε στα γρήγορα με κάτι σανίδια από κάσες ένα τραπεζάκι και δυο καρέκλες. Και οι γυναίκες φέρανε ένα άχρηστο, στολισμένο με έλικες, σιδεροκρέβατο, ένα στρώμα που ήταν μόνο λιγάκι σχισμένο και δυο κουβέρτες. Η πέτρινη τρύπα κάτω από τη σκηνή του ερειπωμένου θεάτρου έγινε ένα άνετο δωματιάκι. Ο χτίστης, που ήταν και λιγάκι καλλιτέχνης, ζωγράφισε στο τέλος έναν όμορφο πίνακα με λουλούδια πάνω στον τοίχο. Ζωγράφισε ακόμα και την κορνίζα και το καρφί από όπου κρεμόταν ο πίνακας.
Κι έπειτα ήρθαν τα παιδιά αυτών των ανθρώπων κι έφεραν ό,τι μπορούσαν να ξεκόψουν από το φαγητό τους, το ένα λίγο τυρί, το άλλο μια κόρα ψωμί, το τρίτο μερικά φρούτα και πάει λέγοντας. Κι επειδή τα παιδιά ήταν πάρα πολλά, μαζεύτηκαν εκείνο το βράδυ τόσα, που μπόρεσαν να γιορτάσουν όλα μαζί την εγκατάσταση της Μώμο. Ήταν μια όμορφη γιορτή όπως ξέρουν να γιορτάζουν μονάχα οι φτωχοί.

Κι έτσι άρχισε η φιλία ανάμεσα στη μικρή Μώμο και τους ανθρώπους

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Κάνε το καλό...





Όλο και πιο πολλοί χτυπάνε την πόρτα σου για βοήθεια. 
Με διάφορους τρόπους και διάφοροι άνθρωποι. 
Δύσκολοι καιροί. Ο καθένας μας ας βοηθήσει όπως μπορεί...


Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Κραυγές και ψίθυροι




Μια μέρα, ένας σοφός Ινδιάνος έκανε
την παρακάτω ερώτηση στους μαθητές του: "Γιατί οι άνθρωποι ουρλιάζουν όταν εξοργίζονται;"
"Γιατί χάνουν την ηρεμία τους" απάντησε ο ένας.

"Μα γιατί πρέπει να ξεφωνίζουν παρότι ο άλλος βρίσκεται δίπλα τους;"   ξαναρωτά ο σοφός.

"Ξεφωνίζουμε, όταν θέλουμε να μας ακούσει ο άλλος "είπε ένας άλλος μαθητής.
Και ο δάσκαλος επανήλθε στην ερώτηση: "Μα τότε δεν είναι δυνατόν να του μιλήσει με χαμηλή φωνή;
Διάφορες απαντήσεις δόθηκαν, αλλά καμιά δεν ικανοποίησε τον δάσκαλο.
"Ξέρετε γιατί ουρλιάζουμε κυριολεκτικά όταν είμαστε θυμωμένοι;

 Γιατί όταν θυμώνουν δυο άνθρωποι, οι καρδιές τους απομακρύνονται πολύ και για να μπορέσει ο ένας να ακούσει τον άλλο θα πρέπει να φωνάξει δυνατά, για να καλύψει την απόσταση. Όσο πιο οργισμένοι είναι, τόσο πιο δυνατά θα πρέπει να φωνάξουν για ν' ακουστούν. Ενώ, αντίθετα, τι συμβαίνει όταν είναι ερωτευμένοι; Δεν έχουν ανάγκη να ξεφωνήσουν. Κάθε άλλο. Μιλούν σιγανά και τρυφερά. Γιατί; Επειδή οι
καρδιές τους είναι πολύ-πολύ κοντά. Η απόσταση μεταξύ τους είναι ελάχιστη. Μερικές φορές είναι τόσο κοντά, που δεν χρειάζεται ούτε καν να μιλήσουν, παρά μονάχα ψιθυρίζουν. Και όταν η αγάπη τους είναι πολύ δυνατή, δεν είναι αναγκαίο ούτε καν να μιλήσουν. Τους αρκεί να κοιταχθούν. Έτσι συμβαίνει όταν δυο άνθρωποι που αγαπιούνται πλησιάζουν ο ένας προς τον άλλον".

Στο τέλος ο Σοφός είπε συμπερασματικά: "Όταν συζητάτε, μην αφήνετε τις καρδιές σας να απομακρυνθούν, μη λέτε λόγια που σας απομακρύνουν, γιατί θα φτάσει μια μέρα που η απόσταση θα γίνει τόσο μεγάλη, που δεν θα βρίσκουν πια τα λόγια σας το δρόμο του γυρισμού".



Mahatma Gandi 

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Το νόμισμα της καλοσύνης





Κάποτε, ο γνωστός συγγραφέας Ντοστογιέφσκι βγήκε στον απογευματινό του περίπατο. Ενώ η ημέρα έφθανε στο σούρουπο ένας ζητιάνος άπλωσε το χέρι και ζητούσε βοήθεια.

Ο Ντοστογιέφσκι ψάχνει τις τσέπες του να βρει κανένα κέρμα, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Ψάχνει το ρολόι του να το προσφέρει, αλλά και εκείνο το είχε ξεχασμένο στο σπίτι του. Ο μεγάλος αυτός συγγραφέας κοκκίνισε λίγο στο πρόσωπο και πάνω στην αμηχανία του έσκυψε, φίλησε το χέρι του τυφλού και ψιθύρισε:
- Συγχώρα με, καλέ μου άνθρωπε, γιατί αυτή τη στιγμή δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω.
Και ο γέρο ζητιάνος απαντά:

- Ευχαριστώ πολύ. Το πήρα. Αυτό που μου έδωσες δεν μπορούσα να το βρω αλλού. Το νόμισμα της καλοσύνης σπάνια το βρίσκω.

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Τσαλακωμένη πεταλούδα



Μια πεταλούδα χόρευε μονάχη μέσα στην καταιγίδα.
Πεταλούδα μικρή, γιατί είναι τα φτερά σου τσακισμένα; (τη ρώτησε παραξενεμένος ο γέρο-Βοριάς.)
Είχα μια αγάπη παλιά, του φώναξε εκείνη. Την πήρε ο χρόνος και την πέταξε μακριά, μαζί με τόσα άλλα. Γυρνώ εδώ κι εκεί, στον ήλιο και στο χιόνι, ρωτάω μήπως τη είδε κανείς.
Πεταλούδα όμορφη, γιατί πετάς μέσα στο κρύο;
Είχα τόσα όνειρα, ελπίδες κι επιθυμίες. Όμως φύσηξε αγέρας δυνατός, τα σκόρπισε όλα τριγύρω. Κομμάτια γίναν κι εγώ, ελάχιστη, έτρεξα να τα μαζέψω. Φύσηξε ακόμα πιο δυνατά! Και τα όνειρα μου σκόρπισαν παντού, σ' όλες τις γωνιές του κόσμου. Μα τα φτερά μου είναι αδύναμα. Πώς να πετάξω μέχρι εκεί;
Κι όμως, πετάς... Δεν φοβάσαι;
Δεν έχω τίποτα άλλο πια να χάσω!
Πεταλούδα μικρή, γιατί ξεθώριασαν τα χρώματα σου;
Κάποτε πετούσα ψηλά, να βλέπω τα λουλούδια, τη θάλασσα, τον ήλιο... Όμως μαζί μ' αυτά έβλεπα και τον πόλεμο, τον τρόμο και την φρίκη. Δεν μπορούσα τίποτα να κάνω, είμαι μόνο μια μικρή πεταλούδα! Έτσι, το μοβ έγινε γκρι, το κόκκινο καφέ, και το γαλάζιο μαύρο...
Μην χάνεις την ελπίδα, μικρή πεταλούδα. Και κυρίως, μην χάνεις την πίστη στον εαυτό σου! Ποιος είπε ότι ο μικρός είναι κι αδύναμος; Ψάξε γύρω κι είμαι σίγουρος πως θα βρεις κι άλλες πεταλούδες με ξεθωριασμένα φτερά! Κι αν προσπαθήσετε μαζί θα βρείτε ξανά τα χαμένα χρώματα σας!


Τσαλακωμένη πεταλούδα - Λάκης Παπαδόπουλος

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Η ιστορία της κούκλας από αλάτι








Μια μέρα, ρώτησε τον Νασρεντίν ένας μαθητής του:
- Πες μου δάσκαλε: Πώς θα μπορούσες να περιγράψεις τη δουλειά ενός αναζητητή της Αλήθειας;

Ο Νασρεντίν κοίταξε για λίγο σιωπηλός τον μαθητή του κι ύστερα χαμογέλασε πονηρά και του είπε:...
- Σαν την ιστορία της κούκλας από αλάτι.
- Δηλαδή; ρώτησε ο μαθητής απογοητευμένος, νομίζοντας ότι ο δάσκαλός του τον κοροϊδεύει.
- Άκου την ιστορία, λοιπόν, είπε ο Νασρεντίν, όχι όμως με τ' αυτιά σου, αλλά με την καρδιά σου. Και να η ιστορία που είπε ο Μουλά Νασρεντίν στον μαθητή του:
«Μια κούκλα φτιαγμένη από αλάτι, ψάχνοντας να βρει την αλήθεια για το τι τέλος πάντων ήταν, ταξίδεψε χιλιάδες μίλια στεριάς, μέχρι που έφτασε και σταμάτησε στην άκρη της θάλασσας. Έμεινε ακίνητη κοιτάζοντας μαγεμένη εκείνη την υγρή κινούμενη μάζα που δεν έμοιαζε με τίποτα από όλα όσα είχε δει ως τότε και δεν ήξερε το όνομά της.
- Τι είσαι εσύ; ρώτησε η κούκλα από αλάτι τη θάλασσα.
- Έλα μέσα και δες μόνη σου, απάντησε η θάλασσα με ένα χαμόγελο καλοσύνης κι αγάπης.
Έτσι, η κούκλα από αλάτι προχώρησε, τσαλαβουτώντας στα νερά, προς τα μέσα.
Όσο πιο βαθιά προχωρούσε, τόσο περισσότερο διαλυόταν μέχρι που έμεινε ένα μικρό κομματάκι από αυτή. Πριν διαλυθεί και το τελευταίο αυτό κομμάτι της και γίνει ένα με τη θάλασσα, η κούκλα από αλάτι πρόλαβε και φώναξε με θαυμασμό, μεθυσμένη από μια αλλόκοτη και πρωτόγνωρη χαρά

- Τώρα ξέρω τι είμαι! ».


Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Ο Κύκλος της χαράς






Κάποια μέρα ένας χωρικός χτύπησε δυνατά την πόρτα ενός μοναστηριού. Όταν ο αδελφός θυρωρός άνοιξε, εκείνος του έδωσε ένα θαυμάσιο τσαμπί σταφύλια.
- Αγαπητέ αδελφέ, αυτά είναι τα πιο ωραία σταφύλια του αμπελιού μου. Ήρθα εδώ να σου τα χαρίσω.
- Ευχαριστώ! θα τα πάω αυτά στον αβά, θα χαρεί πολύ με τέτοιο δώρο.
- Όχι! Για σένα τα έφερα.
- Για μένα; Ο αδελφός κοκκίνισε, επειδή αισθάνθηκε ότι δεν άξιζε ένα τέτοιο δώρο της φύσης.
- Ναι! επέμενε ο χωρικός. Γιατί πάντα μου άνοιγες την πόρτα, όταν εγώ χτυπούσα. Όταν χρειαζόμουν βοήθεια, επειδή η σοδειά μου είχε καταστραφεί από την ξηρασία, εσύ μου έδινες κάθε μέρα ένα κομμάτι ψωμί κι ένα ποτήρι κρασί, θέλω αυτό το τσαμπί σταφύλια να σου φέρει λίγο από την αγάπη του ήλιου, την ομορφιά της βροχής και το θεϊκό θαύμα που το γέννησε τόσο όμορφο.
Ο αδελφός θυρωρός τοποθέτησε το τσαμπί μπροστά του κι όλο το πρωί το θαύμαζε: Ήταν πραγματικά όμορφο. Γι' αυτό αποφάσισε να παραδώσει το δώρο στον αβά, που πάντα τον ενθάρρυνε με σοφά λόγια.
Ο αβάς χάρηκε πολύ με τα σταφύλια, θυμήθηκε όμως ότι κάποιος αδελφός στο μοναστήρι είχε αρρωστήσει και σκέφτηκε: "θα του δώσω το τσαμπί. Ποιος ξέρει, μπορεί να φέρει κάποια χαρά στη ζωή του".
Έτσι κι έγινε. Τα σταφύλια δεν έμειναν, όμως, πολλή ώρα στο δωμάτιο του άρρωστου αδελφού, γιατί κι εκείνος συλλογίστηκε: "Ο αδελφός μάγειρας μ' έχει φροντίσει τόσο καιρό, ταΐζοντας με με ό,τι καλύτερο. Σίγουρα θα χαρεί".
Όταν το μεσημέρι εμφανίστηκε ο αδελφός μάγειρας με το γεύμα, αυτός του έδωσε τα σταφύλια.
"Είναι για σένα", είπε ο άρρωστος αδελφός. "Επειδή πάντα βρίσκεσαι σ' επαφή με τα προϊόντα που μας προσφέρει η φύση, θα ξέρεις τι να κάνεις μ' αυτό το δημιούργημα του θεού".
Ο αδελφός μάγειρας έμεινε κατάπληκτος από την ομορφιά του τσαμπιού και σχολίασε με τον βοηθό του πόσο τέλεια ήταν τα σταφύλια. Τόσο τέλεια, που κανείς άλλος δεν θα εκτιμούσε τέτοιο θαύμα της φύσης όσο ο αδελφός σκευοφύλακας, καθώς εκείνος ήταν ο υπεύθυνος για τη φύλαξη της Αγίας Μετάληψης και πολλοί στο μοναστήρι τον θεωρούσαν σαν άγιο άνθρωπο.
Ο σκευοφύλακας με τη σειρά του χάρισε τα σταφύλια στον πιο νεαρό δόκιμο, ώστε να καταλάβει εκείνος, ότι το έργο του θεού φανερώνεται στις πιο μικρές λεπτομέρειες της δημιουργίας. Όταν ο δόκιμος τα πήρε, η καρδιά του δόξαζε τον Κύριο, επειδή δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο τσαμπί. Την ίδια στιγμή θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε φτάσει στο μοναστήρι και τον άνθρωπο που του είχε ανοίξει την πόρτα - αυτή η χειρονομία του είχε επιτρέψει να βρεθεί σήμερα σ' εκείνη την κοινότητα ανθρώπων που ήξεραν να εκτιμούν τα θαύματα.
Κι έτσι, λίγο πριν νυχτώσει, έφερε το τσαμπί στον αδελφό θυρωρό.
"Να το απολαύσεις", είπε. "Γιατί εσύ περνάς τον περισσότερο χρόνο εδώ ολομόναχος. Αυτά τα σταφύλια θα σε κάνουν να χαρείς".
Ο αδελφός θυρωρός θεώρησε ότι εκείνο το δώρο προοριζόταν πραγματικά για τον ίδιο, απόλαυσε την κάθε ρόγα του τσαμπιού και κοιμήθηκε ευτυχισμένος. 

                                                                            ΠΑΟΛΟ ΚΟΕΛΟ

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Ένα παραμύθι ...από χαρτί και θάλλασα





Λίγα χάρτινα καραβάκια έχουν τη χαρά να ταξιδέψουν.
Συνήθως οι κατασκευαστές τους, όση τέχνη κι αν βάλουν κατά τη “ναυπήγησή” τους, συχνά
τα εγκαταλείπουν στην τύχη τους…
Ένα καραβάκι στεκόταν για μέρες σε μια αμμουδιά ανάμεσα σε σπαρμένα βότσαλα, φύκια και σπασμένα ξύλα που ξεβράζονταν στην ακτή. Ένα μικρό χάρτινο καραβάκι, που ‘χε την πλώρη στραμμένη στη θάλασσα κι αγνάντευε τα κύματα. Τα κοιτούσε με λαχτάρα και παράπονο, τους έγνεφε και παρακαλούσε να έρθει κάποιο να το πάρει
μακριά στο πέλαγος, μα εκείνα ξετρελαμένα στο παιγνίδι τους δεν άκουγαν.
Πόσο ήθελε να πλησιάσει κάποιο κοντά του… να το πάρει, να τ’ αλαργέψει.
Ώσπου ένα μικρό κυματάκι άκουσε το παράπονό του και ήρθε απαλά χαϊδεύοντας την πλώρη του.
Το καραβάκι ίσα που σάλεψε και πριν προλάβει να συνέλθει, ακόμα ένα το άγγιξε
τραβώντας το προς τα μέσα.
Έπλεε στο νερό! Σάλπαρε!
Για πότε απομακρύνθηκε απ’ την ακτή ούτε που το κατάλαβε, θαρρείς και αόρατα κουπιά
ανεβοκατέβαιναν με δύναμη από τις κουπαστές του και το έσπρωχναν στο πέλαγος.
Έτρεχε χορεύοντας στα κύματα χωρίς προορισμό, δίχως πηδάλιο, πυξίδα και χάρτες ναυτικούς,
δίχως άγκυρα.
Σε τι θα του χρησίμευαν άλλωστε; Αυτό ήθελε μόνο ν’ ακούει τους ψιθύρους τ’ ουρανού και της θάλασσας, να παίρνει τα φιλιά των μελτεμιών. Ήθελε μοναχά να ταξιδεύει!
Θα το κυβερνούσαν οι άνεμοι και σαν θα νύχτωνε, τ’ άστρα θα το καθοδηγούσαν, τα αργυρόφεγγα
νερά, τα φωτεινά χαμόγελα των φάρων. Οι γλάροι θα το συντρόφευαν και τα μακρινά
βουητά των κοχυλιών.
Θα μάθαινε από που έρχονται τα κύματα, το πως γεννιούνται, και που κοιμάται ο άνεμος με τα σφυρίγματά του.
Έτρεχε το καραβάκι μεσοπέλαγα, με τη μικρή του πλώρη γελαστή και τ’ άρμενά του φουσκωμένα, κάνοντας τραμπάλα στα γαλανά νερά της θάλασσας, στην αρμύρα, στα λαμπυρίσματά της.
Κι έτρεχε, έτρεχε χαρούμενο, μεθυσμένο, ελεύθερο!
Μα κάποτε το καραβάκι κουράστηκε… έπλεε αργά, όλο και πιο αργά…
Ξάφνου σταμάτησε, έμεινε ακίνητο. Αφουγκράστηκε τους ήχους του πελάγους, τα κύματα, κι έπειτα έγειρε αποκαμωμένο να ξεκουραστεί.
Φάνηκαν τα πλαϊνά του μουσκεμένα, βαριά, με δυσκολία το κρατούσαν στην επιφάνεια.
Έγειρε κι άλλο…
Η χάρτινη καρίνα του μουλιασμένη διαλυόταν, έλιωνε, μα κρατούσε ακόμα το λευκό του πανάκι καθώς σιγά σιγά
το έκρυβε η θάλασσα στη φιλόξενη αγκαλιά της.
Εκείνο, παραδομένο πια κοιμόταν…
Ονειρευόταν πως το έσερναν ιππόκαμποι -αλογάκια της θάλασσας- και το σεργιάνιζαν πότε
στις γειτονιές των δελφινιών και πότε σε γαλαζοπράσινους βυθούς και σε κοράλλια.
Ονειρευόταν πλώρες, κύματα, πανιά, ταξίδια…

Ονειρευόταν πως γινόταν θάλασσα…

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Το Κουρδιστό παιχνίδι






Είμαι από εκείνα τα παιχνιδάκια τα κουρδιστά.
Η πρώτη φορά που άνοιξα τα μάτια μου ,ήταν όταν ο κατασκευαστής μου , μου έβαζε την τελευταία βίδα. Δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα από την γέννηση μου να σας πω την αλήθεια, για τον απλό λόγο του ότι δεν πρόλαβα να δω ή να ζήσω τίποτε .Το μόνο που θυμάμαι σαν όνειρο, ίσως και να ήταν , ήταν τα λόγια του :
“Σε έφτιαξα με πολλή αγάπη . Είμαι σίγουρος ότι θα κάνεις κάποιο παιδί πολύ ευτυχισμένο!’.
Βλέπετε με το που μπήκε η τελευταία βίδα μου , βρέθηκα σε μια σκοτεινή κούτα.
Και περίμενα…
Δεν ξέρω τι, αλλά ήμουνα σίγουρο ότι κάτι θαυμάσιο θα συμβεί. Απλά το ήξερα.
Και περίμενα…
Και έτσι πέρασαν μέρες, εβδομάδες, μήνες…
‘Ώσπου μια μέρα ένα χέρι με έπιασε και με έβγαλε από τα σκοτάδια μου και με έφερε στο φως ή καλύτερα στα φώτα μιας βιτρίνας παιχνιδιών.
Όχι δεν παραπονιέμαι, μια χαρά ήταν , ειδικά στην αρχή που όλος ο κόσμος περνούσε και θαύμαζε το γυαλιστερό χρώμα μου και τα περίτεχνα σκαλίσματα μου, εγώ ένιωθα τόσο περήφανο και χαρούμενο! Να φανταστείτε τα άλλα παιχνίδια κόντευαν να σκάσουν από τη ζήλια τους και δεν μου μιλούσαν αλλά εμένα δεν με ενδιέφερε και τόσο γιατί ήξερα ότι ήμουνα μοναδικό , αφού είχα ένα τόσο μεγάλο σκοπό να εκπληρώσω: “Να κάνω ένα παιδί ευτυχισμένο!”
Και έτσι λοιπόν περίμενα …εκείνο το παιδί…
Και πέρασαν πάλι οι μέρες , οι βδομάδες, οι μήνες. Και οι άνθρωποι έπαψαν πια να σταματούν στη βιτρίνα να με κοιτάζουν παρά έφευγαν βιαστικά. Που και που κάποιο παιδί κόλλαγε την μουρίτσα  του στο τζάμι και με έδειχνε στους γονείς του , αλλά εκείνοι του τραβούσαν το χέρι και το απομάκρυναν ψιθυρίζοντας κάτι σαν πολύ ακριβό …κρίση …οικονομία …δεν κατάλαβα να σας πω την αλήθεια.
Στενοχωρήθηκα , δεν θ α σας πω ψέματα, στενοχωρήθηκα τόσο πολύ που άρχισε το χρώμα μου να ξεθωριάζει και τα περίτεχνα σχέδια μου άρχισαν να μοιάζουν σαν κακογραμμένα μοτίβα, και όχι τίποτε άλλο αλλά να, έγινα βλέπετε και ο περίγελος και των άλλων παιχνιδιών . Ειδικά την ημέρα που ο ιδιοκτήτης του καταστήματος με άρπαξε βίαια και με έβαλε στο πίσω μέρος του μαγαζιού φωνάζοντας:
“Παλιόπραμα! Τζάμπα τα λεφτά που έδωσα για εσένα!”, ένιωσα τόση ντροπή που αποφάσισα να κλείσω τα μάτια μου και να μην τα ξανανοίξω ποτέ!
Κάθε μέρα άκουγα τα γέλια, τις κοροϊδίες και τα πειράγματα των άλλων παιχνιδιών και κάθε μέρα βυθιζόμουνα όλο και πιο πολύ στον ύπνο μου κλείνοντας όλο και περισσότερο τα μάτια μου , ώσπου στο τέλος σιγά σιγά σώπασαν . Η μόνη συντροφιά μου ήταν κάποιοι κόκκοι σκόνης, που με τον καιρό γίνονταν όλο και περισσότεροι, που μου διηγούνταν τα ταξίδια τους με τον άνεμο. Δεν ξέρω αλλά είχα αποδεχτεί τη συντροφιά τους και αυτοί είχαν αποδεχτεί τη σιωπή μου.
Και ξαφνικά μια μέρα όλα άλλαξαν με μια και μόνη φράση:
” Να αυτό θέλω. Τυλίξτε το για δώρο!”.
Στην αρχή σκέφτηκα ότι δεν μιλούσε για εμένα ,παρόλο που ένιωσα τη ζεστή της ανάσα στο πρόσωπο μου . Βεβαιώθηκα λίγο αργότερα πως έκανα λάθος, όταν ο ιδιοκτήτης του καταστήματος , με έπαιρνε από το ράφι, με ξεσκόνιζε και με τύλιγε σε μία κόλλα χαρτί.
Αλλά ακόμη και τότε δεν άνοιξα τα μάτια μου…
Λίγα λεπτά αργότερα , άκουσα μια παιδική φωνή να κελαηδά χαρούμενα:
” Μανούλα τι μου έφερες αυτή τη φορά;” και δυο μικρά χέρια να σκίζουν βιαστικά το χαρτί περιτυλίγματος μου.
“Τι πανέμορφο παιχνίδι που είσαι! Θα σε προσέχω, θα σε φροντίζω και θα σ’ αγαπώ για πάντα!”, άκουσα τη φωνούλα να λέει.
“Δεν μπορεί να μιλάει για εμένα, έτσι δεν είναι; Λες να είναι αυτό το παιδί που είμαι πλασμένο να του χαρίσω την ευτυχία;”
Και για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα τις πιο όμορφες θαλασσιές χάντρες να έχουν τυλιγμένες μέσα τους όλα τα αστέρια της νύχτας.
Και έγινα το αγαπημένο παιχνίδι γι ‘ αυτά τα μάτια. Κάθε φορά ανυπομονούσα να γυρίσει από το σχολείο για να παίξουμε. Η ημέρα μου ξεκινούσε τη στιγμή εκείνη ακριβώς που έμπαινε σπίτι και φώναζε: “Μαμά , γύρισα!”.
Ώρες ατέλειωτες με γέλια , χαρά και παιχνίδι , που μας έβρισκαν αποκαμωμένους στο κρεβάτι αγκαλιά. Τότε με χάιδευε , με φίλαγε , με σκέπαζε τρυφερά με εκείνη την μπλε κουβερτούλα, τη μαλακή , για να μην κρυώσω.  Και ένιωθα τόση μα τόση ευτυχία, επειδή έκανα ένα παιδί τόσο χαρούμενο. Αχ και να ξέρετε δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για ένα παιχνίδι από αυτή.
Και αλήθεια σας το λέω δεν με πείραξε όταν μετά από καιρό ζωγράφισε με μαρκαδόρους πάνω στη δική μου μπογιά, γιατί η δική του ζωγραφιά φάνταζε στα μάτια μου πολύ πιο όμορφη από τα δικά μου περίτεχνα σχέδια. Ούτε εκείνη τη φορά που πήρε το κατσαβίδι και έβγαλε τις βίδες μου  και έσπασε τα ελατήρια μου, γιατί στα αυτιά μου ηχούσαν ακόμα τα λόγια του : “Θα σε προσέχω, θα σε φροντίζω και θα σ’ αγαπώ για πάντα!”.
Ακόμη και τότε που με κρατούσε καιρό ξεχασμένο μέσα σ’ ένα σκοτεινό συρτάρι και με έβγαζε κάθε φορά που ήθελε , σπάζοντας και κομματιάζοντας με ,με ένα βλέμμα χαιρέκακο, (αλήθεια που κρύφτηκαν τα αστέρια που είχε στα μάτια του ; ) ακόμη και τότε… δεν του κράτησα κακία, πως να κρατήσεις άλλωστε, σε κάποιον που του έχεις δώσει όλη την αγάπη και τον εαυτό σου;
-”Κοίτα παλιατζούρα που έχει μαζέψει. Καθάρισε βρε αγόρι μου επιτέλους το δωμάτιο σου!”
-”Ουφ , βρε μάνα με ζάλισες! Άντε φέρε μια σακούλα σκουπιδιών να πετάξω τίποτε”.
-”Αχ ωραία με έβγαλες από το συρτάρι μετά από τόσο καιρό. Πόσο μου έλειψες! Επιτέλους θα παίξουμε! Σ’ αγαπώ τόσο πολύ!”
-”Θα το πετάξεις και αυτό;”
Κράτησα την ανάσα μου , περιμένοντας την απάντηση σου , νόμισα ότι άκουσα τους χτύπους της καρδιάς μου να σταματούν…
“-Αυτό το παλιόπραμα; Εννοείται!”
Τι είναι αυτό; Δάκρυ; Κλαίνε τα παιχνίδια; Αποκλείεται λάθος θα έκανα. Τα παιχνίδια γεννήθηκαν μόνο για να κάνουν τους άλλους ευτυχισμένους και γι’ αυτό είναι πάντα χαρούμενα, αυτός είναι ο σκοπός τους. Κατασκευαστικό λάθος είμαι σίγουρο. Γιατί όμως άραγε πονάει τόσο πολύ;
Και καθώς έπεφτα μέσα σε μια σακούλα με σκουπίδια , άκουγα τον ήχο της φωνής του να λέει : “Θα σε προσέχω , θα σε φροντίζω και θα σ ΄ αγαπώ για πάντα!”


Είμαι από εκείνα τα παιχνιδάκια τα κουρδιστά…