Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Τα παιδιά ήταν μόνα τους





Η μητέρα τους είχε φύγε από νωρίς το πρωί και τα είχε αφήσει στη Μαρίνα, μια νέα δεκαοχτώ χρόνων, την οποία έπαιρνε κάποιες φορές για λίγες ώρες προκειμένου να τα προσέχει με αντάλλαγμα μερικά νομίσματα.
Από τότε που είχε πεθάνει ο πατέρας, οι καιροί είχαν δυσκολέψει πολύ για να το ρισκάρει να λείψει από τη δουλειά όταν η γιαγιά αρρώσταινε ή έλειπε από την πόλη.
Όταν ο φίλος της κοπέλας τηλεφώνησε για να της προτείνει μια βόλτα με το καινούριο του αυτοκίνητο, η Μαρίνα δεν δίστασε και πολύ. Άλλωστε, τα παιδιά κοιμούνταν όπως κάθε απόγευμα, και δεν θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε.
Μόλις άκουσε την κόρνα, άρπαξε την τσάντα της κι άφησε ανοιχτό το ακουστικό του τηλεφώνου. Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της. Δεν ήθελε να διακινδυνέψει να ξυπνούσε ο Πάντσο και να κατέβαινε τη σκάλα για να την ψάξει, γιατί, όπως και να ‘χει, ήταν μόνο έξι χρόνων, και με την παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντάψει και να χτυπήσει. Επίσης, σκέφτηκε ότι αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήξερε πώς να εξηγήσει στην μητέρα το λόγο για τον οποίο το παιδί δεν την είχε βρει.
Ίσως να ήταν ένα βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα του σαλονιού, ή μπορεί μια φλόγα στα καυσόξυλα – το θέμα είναι ότι όταν οι κουρτίνες άρχισαν να καίγονται, η φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.
Τον ξύπνησε ο βήχας του μωρού, εξαιτίας του καπνού που περνούσε κάτω απ’ την πόρτα. Χωρίς να σκεφτεί, ο Πάντσο πήδηξε απ’ το κρεβάτι και πίεσε με δύναμη το πόμολο για ν’ ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν τα κατάφερε.
Όπως και να ‘χει, ακόμα κι αν το είχε καταφέρει, οι φλόγες θα είχαν καταβροχθίσει τον ίδιο και τον λίγων μηνών αδερφό του σε ελάχιστα λεπτά.
Ο Πάντσο φώναξε τη Μαρίνα, αλλά κανείς δεν απάντησε στην έκκλησή του. Έτσι, έτρεξε στο τηλέφωνο του δωματίου (αυτός ήξερε πώς να παίρνει τηλέφωνο τη μαμά του) αλλά δεν υπήρχε γραμμή.
Ο Πάντσο συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βγάλει τον αδελφό του από ‘κει μέσα. Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι, αλλά ήταν αδύνατο για τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια και – ακόμα και αν τα κατάφερνε - , θα έπρεπε να ξεμπλέξει το συρμάτινο πλέγμα που οι γονείς του είχαν βάλει για προστασία.
Όταν οι πυροσβέστες τελείωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς, το θέμα συζήτησης όλων ήταν το ίδιο:
-Πώς μπόρεσε αυτό το τόσο μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και μετά τη σήτα;
-Πώς μπόρεσε να φορτώσει το μωρό στο σακίδιο;
-Πώς μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας σημαντικό βάρος και να κατέβει από το δέντρο;
-Πώς μπόρεσε να σώσει τη ζωή του αδελφού του και τη δική του;
Ο ηλικιωμένος πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που όλοι σέβονταν, τους έδωσε την απάντηση:

«Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος… Δεν είχε κανέναν να του πει ότι δεν θα μπορούσε.»

Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Συνειδητοποίηση





Σηκώνομαι το πρωί.
Βγαίνω από το σπίτι μου.
Υπάρχει μια τρύπα στο πεζοδρόμιο.
Δεν την βλέπω
και πέφτω μέσα.

Την επόμενη μέρα
βγαίνω απ’ το σπίτι μου,
ξεχνάω ότι υπάρχει μια τρύπα στο πεζοδρόμιο,
και ξαναπέφτω μέσα.

Την τρίτη μέρα
βγαίνω απ’ το σπίτι μου προσπαθώντας να θυμηθώ
ότι υπάρχει μια τρύπα στο πεζοδρόμιο.
Ωστόσο, δεν το θυμάμαι
και πέφτω μέσα.

Την τέταρτη μέρα
βγαίνω απ’ το σπίτι μου προσπαθώντας να θυμηθώ
την τρύπα στο πεζοδρόμιο.
Τη θυμάμαι και,
παρόλα αυτά,
δεν τη βλέπω και πέφτω μέσα.

Την πέμπτη μέρα
βγαίνω απ’ το σπίτι μου.
Θυμάμαι ότι πρέπει να έχω στο νου μου
την τρύπα στο πεζοδρόμιο
και περπατάω κοιτάζοντας κάτω.
Την βλέπω και,
παρόλο που την βλέπω,
πέφτω μέσα.

Την έκτη μέρα
βγαίνω απ’ το σπίτι μου.
Θυμάμαι την τρύπα στο πεζοδρόμιο.
Πηγαίνω ψάχνοντάς την με τα μάτια μου.
Την βλέπω,
προσπαθώ να πηδήξω από πάνω,
αλλά πέφτω μέσα.

Την έβδομη μέρα
βγαίνω απ’ το σπίτι μου.
βλέπω την τρύπα.
παίρνω φόρα,
πηδάω,
φτάνω με την άκρη των ποδιών μου
ως την άλλη μεριά,
αλλά όχι αρκετά μακριά, και πέφτω μέσα.

Την όγδοη μέρα,
βγαίνω απ’ το σπίτι μου,
βλέπω την τρύπα,
παίρνω φόρα,
πηδάω,
φτάνω στην άλλη άκρη!
Αισθάνομαι τόσο υπερήφανος που τα κατάφερα
που χοροπηδάω από τη χαρά μου…
Και, έτσι όπως χοροπηδάω,
ξαναπέφτω μέσα.

Την ένατη μέρα,
βγαίνω απ’ το σπίτι μου,
βλέπω την τρύπα,
παίρνω φόρα,
πηδάω
και συνεχίζω τον δρόμο μου.

Τη δέκατη μέρα,
σήμερα μόλις,
συνειδητοποιώ
ότι είναι πιο βολικό
να περπατάω…

στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

Όνειρα σπόροι





Μέσα στη σιωπή της σκέψης μου
αντιλαμβάνομαι τον εσωτερικό μου κόσμο
σαν έναν σπόρο,
κατά κάποιον τρόπο μικρό κι ασήμαντο,
αλλά και γεμάτο δυνατότητες.

Και βλέπω μέσα του
το σπέρμα ενός θαυμάσιου δέντρου,
του δέντρου της ζωής μου,
σε διαδικασία εξέλιξης.

Κάθε μικρός σπόρος περιέχει
το πνεύμα του δέντρου που θα γίνει μετά.

Κάθε σπόρος ξέρει πώς να μετατραπεί σε δέντρο
πέφτοντας σε γόνιμη γη,
απορροφώντας τους χυμούς που τον τρέφουν,
απλώνοντας τα κλαδιά και τα φύλλα του,
γεμίζοντας καρπούς και λουλούδια
για να μπορέσει να δώσει ότι έχει να δώσει.

Κάθε σπόρος ξέρει
πώς θα καταφέρει να γίνει δέντρο.
Και τόσοι είναι οι σπόροι
όσα και τα κρυφά όνειρα.

Μέσα μας, αμέτρητα όνειρα
περιμένουν τη στιγμή που θα γονιμοποιηθούν,
θα πετάξουν ρίζες και θα γεννηθούν,
θα πεθάνουν σαν σπόροι…
για να γίνουν δέντρα.

Δέντρα θαυμάσια και περήφανα
που όλα μαζί μας λένε, σταθερά,
ν’ ακούμε την εσωτερική μας φωνή,
ν’ ακούμε προσεκτικά
τη σοφία των ονείρων – σπόρων που έχουμε μέσα μας.

Αυτά τα όνειρα δείχνουν το δρόμο
με σημάδια και σύμβολα όλων των ειδών,
σε κάθε γεγονός, σε κάθε στιγμή,
στα πράγματα και στα πρόσωπα,
στον πόνο και στην ευχαρίστηση,
στο θρίαμβο και στην αποτυχία.

Το όνειρο μας μαθαίνει, στον ύπνο ή στο ξύπνημα,
να βλέπουμε, να ακούμε, να συνειδητοποιούμε.
Μας δείχνει την πορεία με φευγαλέα προαισθήματα
ή με εκτυφλωτικά φωτεινές αστραπές.

Κι έτσι μεγαλώνουμε
αναπτυσσόμαστε
και εξελισσόμαστε…

Κι μια μέρα, ενώ διασχίζουμε
αυτό το αιώνιο παρόν που ονομάζουμε ζωή,
οι σπόροι των ονείρων μας
θα μετατραπούν σε δέντρα
και θα ξεδιπλώσουν τα κλαδιά τους,
που σαν γιγάντια φτερά
θα διασχίσουν τον ουρανό,
ενώνοντας με μία μόνο γραμμή
το παρελθόν μας με το μέλλον μας.

Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε…
Τους συνοδεύει μια εσωτερική σοφία…
Γιατί κάθε σπόρος ξέρει

Πώς να γίνει δέντρο.

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Ο τσάρος και η αρκούδα





Μια μέρα, ο τσάρος ανακάλυψε ότι ένα από τα κουμπιά της αγαπημένης του ζακέτας είχε κοπεί.
Ο τσάρος ήταν ιδιότροπος, αυταρχικός και σκληρός (όπως όλοι όσοι μπλέκονται για πολύ καιρό με την εξουσία). Έτσι, οργισμένος εξαιτίας της απουσίας του κουμπιού, έστειλε να βρουν τον ράφτη και διέταξε να αποκεφαλιστεί την επόμενη μέρα από τον μπαλτά του δήμιου.
Κανείς δεν αντιμιλούσε στον αυτοκράτορα ολόκληρης της Ρωσίας, έτσι ο φρουρός πήγε μέχρι το σπίτι του ράφτη και, τραβώντας τον μέσα από τα χέρια της οικογένειάς του, τον πήγε στο μπουντρούμι του παλατιού για να περιμένει εκεί τον θάνατό του.
Το ηλιοβασίλεμα, όταν ο δεσμοφύλακας οδήγησε το ράφτη στο τελευταίο του δείπνο, αυτός τίναξε το κεφάλι και μουρμούρισε: «Καημένε τσάρε».
Ο φρουρός δεν μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια του.
«Καημένε τσάρε; Καημένος είσαι εσύ. Το κεφάλι σου θα βρίσκεται αρκετά μακριά από το  σώμα σου, αύριο κιόλας».
«Εσύ δεν καταλαβαίνεις» είπε ο ράφτης. «Τι είναι πιο σημαντικό απ’ όλα για τον τσάρο μας;»
«Πιο σημαντικό απ’ όλα;» απάντησε ο φρουρός. «Δεν ξέρω. Ο λαός του».
«Μην είσαι χαζός. Λέω κάτι πραγματικά σημαντικό γι’ αυτόν.»
«Η γυναίκα του;»
«Πιο σημαντικό!»
«Τα διαμάντια!» προσπάθησε να μαντέψει ο δεσμοφύλακας.
«Τι είναι αυτό που ενδιαφέρει τον τσάρο πιο πολύ απ’ όλα στον κόσμο;»
«Το βρήκα! Η αρκούδα του!»
«Αυτό. Η αρκούδα του.»
«Και;»
«Αύριο, όταν ο δήμιος θα έχει τελειώσει μαζί μου, ο τσάρος θα έχει χάσει τη μοναδική ευκαιρία που είχε να κάνει την αρκούδα του να μιλήσει.»
«Εσύ είσαι εκπαιδευτής για αρκούδες;»
«Ένα παλιά οικογενειακό μυστικό…» είπε ο ράφτης. «Καημένε τσάρε…»
Θέλοντας να κερδίσει την εύνοια του τσάρου, ο φτωχός φρουρός έτρεξε να διηγηθεί στον άρχοντα την ανακάλυψή του.
Ο ράφτης μπορούσε να μάθει στις αρκούδες να μιλάνε!
Ο τσάρος ξετρελάθηκε. Έστειλε να βρουν αμέσως τον ράφτη και, όταν τον είχε μπροστά του, τον διέταξε:
«Μάθε στην αρκούδα μου τη γλώσσα μας!»
Ο ράφτης έσκυψε το κεφάλι.
«Θα ήθελα πολύ να σας ευχαριστήσω, μεγαλειότατε, αλλά το να μάθεις σε μια αρκούδα να μιλάει είναι μια εργασία επίπονη και απαιτεί χρόνο… Δυστυχώς, ο χρόνος είναι αυτό που μου λείπει περισσότερο.»
«Πόσο χρόνο θα πάρει η εκπαίδευση;» ρώτησε ο τσάρος.
«Εξαρτάται από την ευφυΐα της αρκούδας…»
«Η αρκούδα είναι πολύ ευφυής!» διέκοψε ο τσάρος. «Στην πραγματικότητα, είναι η πιο ευφυής αρκούδα της Ρωσίας.»
«Ωραία. Αν η αρκούδα είναι ευφυής… κι έχει όρεξη για μάθηση… εγώ νομίζω… ότι τα μαθήματα θα διαρκέσουν… θα διαρκέσουν… όχι λιγότερο από… δύο χρόνια!»
Ο τσάρος έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή.
«Ωραία. Η ποινή σου θα αναβληθεί για δύο χρόνια, όσο θα εκπαιδεύεις την αρκούδα. Αύριο αρχίζεις!» διέταξε.
«Μεγαλειότατε» είπε ο ράφτης, «αν εσύ με στείλεις στο δήμιο για να μου πάρει το κεφάλι, αύριο θα είμαι νεκρός και η οικογένειά μου θα επινοήσει τρόπους για να επιβιώσει. Αλλά, αν μου μετατρέψεις την ποινή, δεν θα έχω πια χρόνο για να αφιερώσω στην αρκούδα σου… Θα πρέπει να δουλεύω σαν ράφτης για να συντηρώ την οικογένειά μου…»
«Αυτό δεν είναι πρόβλημα» είπε ο τσάρος. «Από σήμερα και για δύο χρόνια, εσύ και η οικογένειά σου θα βρίσκεστε υπό την βασιλική προστασία. Θα σας παρέχεται ενδυμασία, διατροφή και εκπαίδευση από τα λεφτά του τσάρου, και κανείς δεν θα σας αρνηθεί τίποτα απ’ όσα χρειάζεστε ή επιθυμείτε. Αλλά… αν σε δύο χρόνια η αρκούδα δεν μιλάει… θα μετανιώσεις την ώρα και τη στιγμή που σκέφτηκες αυτήν την πρόταση. Θα εύχεσαι να σε είχε σκοτώσει ο δήμιος… Καταλαβαίνεις, έτσι;»
«Μάλιστα, μεγαλειότατε!»
«Ωραία. Φρουροί!» φώναξε ο τσάρος. «Να οδηγηθεί ο ράφτης στο σπίτι του με την άμαξα της Αυλής. Δώστε του δύο σακούλες χρυσάφι, φαγητό και δώρα για τα παιδιά του. Τώρα! Έξω!»
Ο ράφτης, υποκλινόμενος και περπατώντας προς τα πίσω, άρχισε να αποσύρεται μουρμουρίζοντας ευχαριστίες.
«Μην ξεχνάς ράφτης» του είπε ο τσάρος σημαδεύοντας τον με το δάχτυλο. «Αν σε δύο χρόνια η αρκούδα δεν μιλάει…»
Ενώ όλοι στο σπίτι έκλαιγαν για το χαμό του πατέρα της οικογένειας, ο ράφτης εμφανίστηκε στο σπίτι με την άμαξα του τσάρου χαμογελαστός, ευτυχισμένος και φέρνοντας δώρα σε όλους.
Η γυναίκα του ράφτη δεν πίστευε στα μάτια της. Ο άντρας της, ο οποίος λίγες ώρες πριν είχε οδηγηθεί στο δήμιο, επέστρεφε τώρα πανηγυρίζοντας, νικητής και πλούσιος…
Όταν έμειναν μόνοι, της διηγήθηκε τα γεγονότα.
«Είσαι τρελός!» φώναξε η γυναίκα. «Να μάθεις την αρκούδα του τσάρου να μιλάει! Εσύ, που ούτε καν έχεις δει αρκούδα από κοντά. Είσαι τρελός. Να μάθεις μια αρκούδα να μιλάει… Τρελός, είσαι τρελός…»

«Ηρέμησε, γυναίκα, ηρέμησε. Κοίτα, θα μου έκοβαν το κεφάλι αύριο την αυγή, και τώρα έχω δύο χρόνια. Σε δύο χρόνια μπορεί να συμβούν τόσα πράγματα… Σε δύο χρόνια» συνέχισε ο ράφτης, «μπορεί να πεθάνει ο τσάρος… μπορεί να πεθάνω εγώ… αλλά το πιο σημαντικό… μπορεί να μιλάει η αρκούδα!»

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Να γνωρίζεις χωρίς να θέλεις





Κι αν είναι αλήθεια πως πια δε μ’ αγαπάς
σου το ζητάω,
σε παρακαλώ,
μη μου το πεις!

Χρειάζομαι σήμερα
κι ακόμα
να ταξιδεύω
αθώος στα ψέματά σου…

Θα κοιμηθώ χαμογελώντας
και πολύ ήρεμος.
Θα ξυπνήσω
πολύ νωρίς το πρωί.

Και θα βουτήξω ξανά στα βαθιά
στο υπόσχομαι…

Αλλά αυτή τη φορά,
χωρίς κουράγιο για διαμαρτυρία ή αντίσταση,
θα βυθιστώ με τη θέλησή μου και χωρίς επιφυλάξεις

στη βαθιά απεραντοσύνη της εγκατάλειψής σου…

Χ.ΜΠΟΥΚΑΙ (Ιστορίες να σκεφτείς)

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017

Θέλω





Θέλω να με ακούς χωρίς να με κρίνεις
Θέλω τη γνώμη σου χωρίς συμβουλές
Θέλω να με εμπιστεύεσαι χωρίς απαιτήσεις
Θέλω τη βοήθειά σου, κι όχι να αποφασίζεις για μένα
Θέλω να με προσέχεις χωρίς να με ακυρώνεις
Θέλω να με κοιτάς χωρίς να προβάλλεις τον εαυτό σου
σε μένα
Θέλω να με αγκαλιάζεις χωρίς να με κάνεις να ασφυκτιώ
Θέλω να μου δίνεις ζωντάνια χωρίς να με σπρώχνεις
Θέλω να με υποστηρίζεις χωρίς να με φορτώνεσαι
Θέλω να με προστατεύεις χωρίς ψέματα
Θέλω να πλησιάζεις χωρίς να εισβάλλεις
Θέλω να ξέρεις τις πλευρές μου που πιο πολύ σε ενοχλούν
Να τις αποδέχεσαι και να μην προσπαθείς να τις αλλάξεις
Θέλω να ξέρεις… πως σήμερα μπορείς…
να βασίζεσαι πάνω μου…
Χωρίς όρους.



Χ. ΜΠΟΥΚΑΙ (Γράμματα στην Κλαούντια)

Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

Η συγχώρεση





Μια φορά, ένας άνθρωπος πλησίασε τον Βούδα και, απρόβλεπτα, χωρίς να βγάλει λέξη, τον έφτυσε στο πρόσωπο. Οι μαθητές, φυσικά, εξοργίστηκαν.
Ο Ανάντα, ο μαθητής που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν δίπλα του, γονάτισε μπροστά στον Βούδα και του είπε:
«Δώσε μου την άδεια να δείξω σ’ αυτόν τον άνθρωπο τι έκανε!»
Ο Βούδας σκούπισε γαλήνια το πρόσωπό του και είπε στον Ανάντα:
«Όχι. Θα μιλήσω εγώ μαζί του» και βάδισε προς το σημείο όπου βρισκόταν ο άνθρωπος και μιλούσε με άλλους, καμαρώνοντας για το «κατόρθωμά» του. Φτάνοντας δίπλα του, ο Βούδας ένωσε τις παλάμες των χεριών του σε ένδειξη τιμής και του μίλησε:
«Συγνώμη που διακόπτω την κουβέντα σου. Ήρθα σ’ εσένα για να σ’ ευχαριστήσω ταπεινά γι’ αυτό που έκανες… Ευχαριστώ! Σου χρωστάμε όλοι χάρη! Σε παρακαλώ, κάθε φορά που θα νιώθεις την ακατανίκητη επιθυμία να φτύσεις κάποιον, θυμήσου ότι μπορείς να έρχεσαι σ’ εμένα. Ευχαριστώ».
Η συγκίνηση του ανθρώπου ήταν μεγάλη… Δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά του. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Είχε έρθει για να προκαλέσει την οργή του Βούδα, και είχε αποτύχει.
Εκείνη τη νύχτα δεν κατάφερε στιγμή να αναπαυτεί. Στριφογύριζε στο κρεβάτι του, ο ύπνος δεν ερχόταν και οι σκέψεις τον κυνηγούσαν διαρκώς. Είχε φτύσει τον Βούδα κατάμουτρα κι αυτός είχε μείνει τόσο γαλήνιος, τόσο ήρεμος, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα…
Το επόμενο πρωί, πολύ νωρίς, γύρισε βιαστικά, έπεσε στα πόδια του Βούδα και είπε:
«Σε παρακαλώ, συγχώρεσε με για χθες…»
Κι ο Βούδας απάντησε:
«Εγώ δεν μπορώ να σε συγχωρήσω, αφού, για να το κάνω, θα έπρεπε να είχα θυμώσει – κι αυτό δεν συνέβη. Πάντα αμφέβαλα για το κατά πόσο μπορεί να με κυριέψει ή όχι η οργή, και χάρη στην πράξη σου διαπίστωσα ότι μου είναι πια αδύνατον. Όμως, βοήθησε τον αγαπημένο μου μαθητή, τον Ανάντα, να μάθει  ότι η οργή τον απομακρύνει από το κέντρο του.»
«Εγώ, όμως, χρειάζομαι τη συγχώρεση, δάσκαλε, γιατί δεν μπόρεσα να κοιμηθώ όλη νύχτα».
«Πέρασε μια ολόκληρη μέρα από χτες, και σε βεβαιώνω ότι δεν υπάρχει κάτι για να σου το συγχωρήσω» είπε ο Βούδας, «αλλά, αν έχεις ανάγκη από μια συγνώμη, πήγαινε στον Ανάντα, πέσε στα πόδια του και ζήτα του συγχώρεση. Αυτός, θα το ευχαριστηθεί».


Ο άνθρωπος που αναζητά, μαθαίνει να είναι ευγνώμων…

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

Η πόλη των πηγαδιών





Αυτή την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του πλανήτη.
Σ’ εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά… αλλά πηγάδια.
Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο).
Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια ταπεινά από τούβλα και ξύλο, κι άλλα πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στη γη.
Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν από στόμιο σε στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ’ άκρη σ’ άκρη.
Μια μέρα έφτασε στην πόλη μια «μόδα» που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό.
Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό όν που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο.
Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα.
Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Άλλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά.
Πέρασε ο καιρός.
Τα περισσότερα γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτε άλλο δεν χωρούσε.
Τα πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους…
Ένα απ’ αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητά του διευρύνοντας το χώρο του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την νέα ιδέα. Όλα τα πηγάδια δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους για να επεκταθούν και ν’ αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους. Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όριά τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητά του…
Ίσως, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητά του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, αλλά βαθαίνοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενό του…
Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε.
Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει…
Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που  μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος… βρήκε νερό!
Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό.
Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξή του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματά του, πιτσιλώντας το στόμιό του και τέλος βγάζοντας το νερό προς τα έξω.
Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτε άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια. Έτσι, η γη τριγύρω απ’ το πηγάδι, αναζωογονημένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά.
Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που μετατράπηκαν αργότερα σε δέντρα…
Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι, το οποίο άρχισαν να αποκαλούν: «το Περιβόλι».
Όλοι το ρωτούσαν πώς είχε καταφέρει αυτό το θαύμα.
«Δεν είναι κανένα θαύμα» απαντούσε το Περιβόλι.
Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού, αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συνειδητοποίησαν ότι, για να βαθύνουν, θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν. Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ, για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα…
Στην άλλη άκρη της πόλης, ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει…
Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει…
Κι έφτασε κι αυτό στο νερό…
Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό…
«Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό;» το ρωτούσαν.
«Δεν ξέρω τι θα συμβεί» απαντούσε. «Αλλά, προς το παρόν, όσο περισσότερο νερό βγάζω, τόσο περισσότερο νερό βρίσκω».
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη.
Μια μέρα, σχεδόν κατά τύχη, τα δύο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο…
Ότι το ίδιο υπόγειο πηγάδι που περνούσε από το ένα, γέμιζε το βάθος του άλλου.
Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι’ αυτά μια καινούργια ζωή.
Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο, επιφανειακά, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά η αναζήτηση τους, τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής…..


Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξής τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν…

Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

Επανάσταση





Και, ξαφνικά, ακούστηκε το κουδούνι.
«Είσαι εκεί;» άκουσα. «Είναι ώρα!»
«Τώρα, έρχομαι!» απάντησα μηχανικά.
«Είναι ήδη αργά. Άνοιξε την πόρτα.»
Ήμουν απαυδισμένος.
Σκέφτηκα να πάρω το σφυρί και να το κάνω… Με λίγη τύχη θα μπορούσα, με ένα μόνο χτύπημα, να τελειώνω με το ασταμάτητο μαρτύριο.
Θα ήταν θαυμάσιο. Όχι άλλοι έλεγχοι… Όχι άλλη βιασύνη… Όχι άλλη φυλακή!
Αργά ή γρήγορα, όλοι θα μάθαιναν τι έκανα… Αργά ή γρήγορα, κάποιος θα έβρισκε το θάρρος να με μιμηθεί…
Και μετά, ίσως άλλος…
Κι άλλος…
Και πολλοί άλλοι θα έπαιρναν κουράγιο.
Μια αλυσιδωτή αντίδραση που θα επέτρεπε να τελειώνουμε μια για πάντα με την καταπίεση.
Να απαλλαγούμε οριστικά απ’ αυτά.
Να απαλλαγούμε απ’ αυτά σε όλες τους τις μορφές…
Σύντομα συνειδητοποίησα ότι το όνειρό μου ήταν ανέφικτο.
Η σκλαβιά μας μοιάζει να είναι, την ίδια στιγμή, και η μόνη μας επιλογή…
Εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε τις φυλακές μας, και τώρα, χωρίς αυτές, η κοινωνία δεν θα υπήρχε.
Είμαι αναγκασμένος να το παραδεχτώ…

Δεν θα ξέραμε να ζήσουμε χωρίς ρολόγια!

Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Η απληστία





Σκάβοντας για να ανεβάσω ένα φράχτη που θα χώριζε το οικόπεδό μου από των γειτόνων μου, βρήκα θαμμένο στον κήπο ένα παλιό μπαούλο γεμάτο χρυσά νομίσματα.
Εμένα δεν μου κίνησε το ενδιαφέρον ο πλούτος, αλλά το παράδοξο του ευρήματος.
Ποτέ δεν υπήρξα φιλοχρήματος, ούτε και νοιάζομαι πολύ για τα ακριβά πράγματα…
Αφού ξέθαψα το μπαούλο, έβγαλα τα νομίσματα και τα γυάλισα. Ήταν τόσο βρόμικα και σκουριασμένα – τα καημένα!
Καθώς τα τακτοποιούσα σε στοίβες πάνω στο τραπέζι μου, άρχισα να τα μετράω…
Μαζευόταν μια αληθινή περιουσία.
Μόνο αφού πέρασε καιρός άρχισα να φαντάζομαι όλα τα πράγματα που θα μπορούσα να αγοράσω με αυτά…
Σκεφτόμουν πόσο χαρούμενος θα ήταν ένας άπληστος που έπεφτε πάνω σε έναν σημαντικής αξίας θησαυρό…
Ευτυχώς…
Ευτυχώς δεν ήμουν τέτοια περίπτωση…
Σήμερα ήρθε ένας κύριος να διεκδικήσει τα νομίσματα.
Ήταν ο γείτονάς μου.
Προσπαθούσε να με πείσει, ο άθλιος, πως τα νομίσματα τα είχε θάψει ο παππούς του και πως γι’ αυτό του ανήκαν.
Εκνευρίστηκα τόσο…        που τον σκότωσα!
Αν δεν τον είχα δει να ζητάει τόσο απελπισμένα να τα αποκτήσει θα του τα είχα δώσει γιατί, αν υπάρχει κάτι που δεν με ενδιαφέρει, είναι τα πράγματα που αποκτώνται με λεφτά…

Αλλά, το δίχως άλλο, δεν αντέχω τους άπληστους ανθρώπους…