Στη
στέπα της Αργεντινής, κοντά σ’ ένα χωματόδρομο, στέκεται ένας γελαδάρης στην
πόρτα του φτωχικού του και πίνει το τσάι του. Ξαφνικά, σταματάει δίπλα του ένα
πολύ μεγάλο, πολυτελές και, φυσικά, πανάκριβο αυτοκίνητο. Από το αυτοκίνητο
κατεβαίνει ένας καλοντυμένος κύριος και λέει στον γελαδάρη:
«Για
πες μου, καλέ μου άνθρωπε… Μπορείς να μου δείξεις πού βρίσκεται η αγροικία ‘Ο
Κόκορας’;»
Ο
ερωτώμενος πίνει μια γουλιά τσάι και λέει:
«Ο
Κόκορας; Ο Κόκορας… Ο Κόκορας… Κοιτάξτε, βγαίνω πολύ σπάνια και… Ο Κόκορας,
εδώ… δεν ξέρω να σας πω.»
«Θα
πρέπει να είναι κάπου εδώ κοντά, γιατί μου είπαν να πάρω την έξοδο του
αυτοκινητόδρομου στο 215 χιλιόμετρο δεξιά και, αφού προχωρήσω γύρω στα είκοσι
λεπτά στον χωματόδρομο, θα δω την αγροικία μπροστά μου. Επειδή όμως οδηγώ ήδη
δεκαπέντε λεπτά, σκέφτηκα μήπως…»
«Ο
Κόκορας; Όοοχι… Ο Κόκορας εδώ, όχι… Βγαίνω τόσο σπάνια που… Δεν ξέρω καθόλου να
σας πω…»
«Κοίτα…
δεν μπορεί να μην ξέρεις… Είναι η αγροικία της οικογένειας του Ροντρίγκες
Άλσαγκα. Ο μεγάλος γιος είχε εκλεγεί ακόμη και γερουσιαστής.»
«Ροντρίγκες
Άλσαγκα; Ο Κόκορας; Όοοχι, εδώ όχι… Γερουσιαστής; Όχι, απ’ όσο ξέρω όχι.»
«Κανένας
γείτονας, κάποιος εδώ κοντά να ρωτήσω;»
«Όχι,
εδώ όχι, είναι απομονωμένο αυτό το μέρος… Γείτονες, εδώ; Δεν έχω δει ποτέ μου
κανέναν. Βγαίνω τόσο σπάνια που, αλήθεια σας λέω, γείτονες, αυτό που λέμε
γείτονες, εδώ όχι, δεν έχω δει κανέναν. Ο Κόκορας είπατε;»
«Ναι,
Ροντρίγκες Άλσαγκα, ο γερουσιαστής.»
«Εδώ
όχι… Δεν ξέρω να σας πω.»
«Καλά,
μην ανησυχείς. Μήπως ξέρεις πού μπορώ να βρω ένα πρατήριο βενζίνης;»
«Πρατήριο
βενζίνης; Εννοείτε… εκεί που βάζουν βενζίνη στα τρακτέρ;»
«Ναι,
βενζινάδικο.»
«Δεν
ξέρω… Εδώ, βενζινάδικο… Επειδή εγώ δεν έχω τρακτέρ, καταλαβαίνετε; Βενζινάδικο,
εδώ όχι… Θα θέλατε έναν γείτονα είπατε; Όχι δεν υπάρχει, εδώ όχι… Ροντρίγκες
Άλσαγκα; Ο Κόκορας; Δεν ξέρω να σας πω, γιατί, βλέπετε, εγώ είμαι πάντα εδώ,
δεν πάω πουθενά.»
«Καλά
εντάξει, δεν πειράζει. Πες μου πώς θα πάω στο χωριό και θα ρωτήσω εκεί.»
«Στο
χωριό;»
«Ναι,
σ’ ένα χωρίο.»
«Εννοείτε…
με σπίτια…»
«Ένα
χωριό!»
«Μμμ…
Δεν μπορώ να σας δείξω, βλέπετε, βγαίνω τόσο σπάνια… Πήγα κάποτε σ’ ένα χωριό,
όταν ήμουνα μικρός, με τον πατέρα μου. Θα ήμουν 5-6 χρόνων και πήγαμε σ’ ένα
μέρος με σπίτια που είχε και μια πλατεία και… Αλλά δεν ξέρω να σας πω προς τα
πού πέφτει, γιατί εγώ σχεδόν δεν κουνιέμαι από δω, καταλάβατε; Ο Κόκορας,
είπατε; Ροντρίγκες Άλσαγκα; Βενζινάδικο; Γείτονας; Η αλήθεια είναι πως εδώ
γύρω, όχι…»
«Πολύ
καλά, εντάξει, βλέπω πως δεν μπορείς να με βοηθήσεις. Πες μου πώς θα επιστρέψω
στον αυτοκινητόδρομο κι από κει θα δω τι θα κάνω.»
«Στον
αυτοκινητόδρομο;»
«Μα,
άνθρωπέ μου! Εσύ… Δεν είναι δυνατόν! Σου λέω για τους Ροντρίγκες Άλσαγκα, δεν
τους ξέρεις! Την αγροικία ‘Ο Κόκορας’, δεν την ξέρεις! Δεν ξέρεις πού μένει ένας γείτονας! Δεν ξέρεις που υπάρχει
ένα βενζινάδικο! Δεν ξέρεις να πας στο χωριό! Και τώρα σε ρωτάω πώς να βγω στον
αυτοκινητόδρομο, κι ούτε αυτό το ξέρεις! Ε, λοιπόν, είσαι άσχετος, βλάκας, δεν
ξέρεις τίποτα, είσαι ηλίθιος!»
Κι
ο χωρικός του απαντάει:
«Κοιτάξτε,
μπορεί εγώ να είμαι όλα αυτά που λέτε, εδώ όμως, ο μόνος χαμένος είστε εσείς…»
Κάποια πράγματα που θεωρούμε
ότι είναι χρήσιμα σ’ εμάς, δεν είναι κατ’ ανάγκην, χρήσιμα και στους άλλους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου