Μια
φορά κι έναν καιρό, ο Θεός είχε υποσχεθεί να επισκεφθεί το σπίτι μιας γυναίκας.
Η γυναίκα ήταν πολύ ευτυχισμένη και χαρούμενη. Καθάριζε και προετοίμαζε το
σπίτι της ώστε να υποδεχτεί τον Θεό. Σφουγγάριζε παντού, σκούπιζε την αυλή και
συγύριζε τα έπιπλα στο σπίτι. Τα έκανε να φαίνονται όμορφα και καθαρά. Αφού τα
τακτοποίησε όλα, κάθισε και περίμενε. Ξάφνου κάποιος χτύπησε την πόρτα. Η
γυναίκα έτρεξε να ανοίξει. Ήταν ένας ζητιάνος που στεκόταν απ’ έξω.
«Σας
παρακαλώ, όχι σήμερα. Μη μ’ ενοχλείτε. Περιμένω τον Θεό να μ’ επισκεφθεί!».
Έδιωξε τον ζητιάνο κι έκλεισε την πόρτα.
Λίγο
αργότερα, κάποιος χτυπάει ξανά την πόρτα και η γυναίκα πηγαίνει αμέσως να
ανοίξει. Και ποιον συναντάει; Ένα παιδάκι που πουλούσε ημερολόγια ώστε να
συγκεντρώσει χρήματα για την εκδρομή του σχολείου του.
«Λυπάμαι,
δεν μπορώ σήμερα. Περιμένω τον Θεό!» απάντησε η γυναίκα και έκλεισε δυνατά την
πόρτα. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και κάποιος χτυπάει ξανά. Για άλλη μια φορά, η
γυναίκα την ανοίγει. Ένας περαστικός με αγριωπή ματιά και απεριποίητα ρούχα την
παρακάλεσε να τον αφήσει να χρησιμοποιήσει τη βρύση του κήπου της για να
ξεπλύνει τα χέρια του που είχαν μουτζουρωθεί από ένα μηχανολογικό πρόβλημα που
του είχε παρουσιαστεί στο αυτοκίνητό του.
«Ω,
δεν μπορώ. Περιμένω τον Θεό. Δεν μπορώ να σε αφήσω να κάνεις νερά στην αυλή μου
που μου πήρε τόση ώρα να καθαρίσω!» Ο άνθρωπος έφυγε. Η γυναίκα εξακολουθούσε
να περιμένει τον Θεό. Οι ώρες πέρασαν και η μέρα έγινε βράδυ. Κανένα σημάδι από
το δώρο του Θεού. Η γυναίκα αποθαρρύνθηκε και αναρωτήθηκε «Που είναι ο Θεός που
υποσχέθηκε πως θα μ’ επισκεφτεί;»
Τελικά
αποκοιμήθηκε και είδε ένα όνειρο, πως ο Θεός της εμφανίστηκε και της είπε:
«Σήμερα, σε επισκέφθηκα τρεις φορές και τρεις φορές με έδιωξες».
Ο Θεός εμφανίζεται μόνο σε
εκείνους που τον αναζητούν και τον περιμένουν με τα μάτια της ψυχής και της
καρδιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου