Κάποτε
ένας ζητιάνος πρόβαλε στην πόρτα ενός πλουσίου φούρναρη ζητώντας του ψωμί.
«Πόσο
μεγάλη είναι η σοφία σου», του είπε ο φούρναρης και αμέσως άρχισε να του μιλάει
για αλεύρι και δημητριακά, για σπόρους και κριθάρι, ώστε ακόμα κι ο ίδιος εντυπωσιάστηκε
σαν να έλεγε απέξω τις οδηγίες. Εκείνος όμως συνέχιζε να θέλει ψωμί.
«Πόσο
σοφός είσαι», του είπε πάλι και τον πήγε να δει τις εγκαταστάσεις του φούρνου
του. Του εξήγησε ότι κανείς από τους άλλους φουρνάρηδες δεν είχε τέτοιο
συγκρότημα. Μετά του έδειξε τη μεγάλη αίθουσα παρουσιάσεων, που την λέμε και
αίθουσα «εμπνεύσεων», όπου το προσωπικό και άλλο ακροατήριο, μαζεύτηκαν να τον
ακούσουν να δίνει συνταγές από το βιβλίο του.
«Θέλεις
να ακούσεις;», τον ρώτησε
«Όχι»,
απάντησε, «Θα ήθελα λίγο ψωμί».
«Πόσο
σοφός είσαι», του ξαναείπε ο φούρναρης. Τον οδήγησε στο μπροστινό μέρος του
φούρνου και του εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια πόσο σκάρτο ψωμί βγάζουν οι άλλου
δυο φούρνοι της γειτονιάς, που ο ένας βάζει δυο κουταλιές αλάτι, αντί για μια,
και ο άλλος έχει δυο βαθμούς υψηλότερη θερμοκρασία που κάνει τα ψωμιά τους να
μην είναι σύμφωνα με το βιβλίο.
Ο
ζητιάνος του γύρισε την πλάτη κι άρχισε ν’ απομακρύνεται.
«Δεν
θέλεις ψωμί;» φώναξε ο φούρναρης.
Σταμάτησε,
τον κοίταξε και σήκωσε τους ώμους του λέγοντας, «Σαν να μου κόπηκε η όρεξη».
Ο
φούρναρης κούνησε το κεφάλι του και γύρισε πίσω στο γραφείο του. «Αίσχος»,
μουρμούρισε, «ο κόσμος δεν χολοσκάει πια για σωστό ψωμί!»
Πόσοι είναι εκείνοι οι
άνθρωποι, που αδιαφορούν για τον πόνο του διπλανού τους, την ώρα μάλιστα που
ξετυλίγεται μπροστά τους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου