Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Τα φτερά είναι για να πετάς


Σε ένα μέρος του κόσμου σε κάποια στιγμή της ιστορίας, ζούσαν άνθρωποι που έφεραν φτερά στους ώμους, μικρά ή μεγάλα, όμορφα ή άσχημα, όμως σίγουρα είχαν φτερά.
Ένα αγόρι αναρωτιόταν για τα φτερά του και όταν ήρθε η ώρα και μεγάλωσε του είπε ο πατέρα του:
«Παιδί μου, δε γεννιόμαστε όλοι με φτερά. Μπορεί να μην είσαι υποχρεωμένος να πετάξεις, νομίζω όμως πως είναι κρίμα να μείνεις μόνο στο περπάτημα αφού έχεις τα φτερά που ο καλός Θεός σου έδωσε.»
«Μα δεν ξέρω να πετάω» απάντησε ο γιος.
«Σωστά…» είπε ο πατέρας. Και περπατώντας, τον πήγε ως το χείλος του γκρεμού, στο βουνό.
«Βλέπεις γιε μου; Το κενό. Όταν θελήσεις να πετάξεις, θα έρθεις εδώ θα πάρεις βαθιά ανάσα, θα πηδήσεις στην άβυσσο και απλώνοντας τα φτερά σου θα πετάξεις».
Ο γιος αμφέβαλλε.«Κι αν πέσω;»
«Ακόμα κι αν πέσεις, δε θα σκοτωθείς. Οι λίγες γρατσουνιές θα σε κάνουν πιο δυνατό στην επόμενη προσπάθεια»αποκρίθηκε ο πατέρας.
Το παιδί γύρισε στο χωριό να δει τους φίλους του, τις παρέες του, όλους εκείνους που είχε συντρόφους στην πορεία της ζωής του. Οι πιο στενόμυαλοι του είπαν:
«Είσαι τρελός; Για ποιο λόγο; Ο πατέρας σου είναι μισότρελος… Για ποιο λόγο να πετάξεις; Τι σου χρειάζεται; Γιατί δεν αφήνεις τις ανοησίες; Τι νόημα έχεις να πετάξεις;»
Οι καλύτεροι φίλοι του τον συμβούλεψαν:«Κι αν είναι αλήθεια; Μα σίγουρα δεν είναι επικίνδυνο; Γιατί δεν αρχίζεις σιγά-σιγά; Δοκίμασε να πηδήσεις από μια σκάλα ή από την κορυφή ενός δέντρου. Αλλά από τον γκρεμό, βρε παιδί μου;…»
Ο νεαρός άκουσε τις συμβουλές όσων τον αγαπούσαν. Ανέβηκε στην κορυφή του δέντρου και, με όλο του το θάρρος, πήδηξε. Άνοιξε τα φτερά του, τα κούνησε στον αέρα με όλη του τη δύναμη αλλά, δυστυχώς, έπεσε στο έδαφος. Μʼένα καρούμπαλο στο κεφάλι συνάντησε τον πατέρα του.
«Μου είπες ψέμματα! Δεν μπορώ να πετάξω. Το δοκίμασα και κοίτα πως χτύπησα! Δεν είμαι σαν κι εσένα. Τα φτερά μου είναι μόνο για στολίδι.»

«Παιδί μου» είπε ο πατέρας, «για να πετάξεις, πρέπει να έχεις τον απαραίτητο ελεύθερο χώρο στον αέρα, ώστε τα φτερά σου να ξεδιπλωθούν. Είναι σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο: χρειάζεσαι κάποιο ελάχιστο ύψος για να πηδήσεις Για να πετάξεις πρέπει να αρχίσεις να ριψοκινδυνεύεις. Αν δε θέλεις να το κάνεις, καλύτερα να συμβιβαστείς και να μείνεις για πάντα στο περπάτημα.»

Θλίψη και Οργή



Σ' ένα μαγεμένο βασίλειο όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν, ή ίσως όπου οι άνθρωποι μεταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλαβαίνουν... 
Σ' ένα βασίλειο μαγεμένο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά... Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια πανέμορφη λίμνη.
Ήταν μια λίμνη με νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων, κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πράσινου λαμπύριζαν διαρκώς... Ως εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα.
Και οι δύο έβγαλαν τα ρούχα τους και, γυμνές, μπήκαν στη λίμνη.
Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε απ' το νερό... Αλλά η οργή είναι τυφλή ή τέλος πάντων, δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. Έτσι, γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας απ' το νερό το πρώτο ρούχο που βρήκε... Και συνέβη εκείνο το ρούχο να μην είναι το δικό της αλλά της θλίψης.
Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.
Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και —χωρίς καμία βιασύνη— ή, καλύτερα, χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη. Στην όχθη συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί. Όπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη, είναι να μένει γυμνή. Έτσι, φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: το φόρεμα της οργής

Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή και θυμωμένη. Αλλά αν σταματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι μόνο μια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η Θλίψη.

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Η καρδιά της μάνας






Ένα παιδί , μοναχοπαίδι, αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη
-  δεν αγαπώ, του λέει, εγώ παιδιά
-  μα αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου, της μάνας 
σου να φέρεις την καρδιά, να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου…

Τρέχει ο γιος τη μάνα του σκοτώνει και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει
Μα σκοντάφτει και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
Και την ακούν να κλαίει και να μιλάει…
Μιλάει η καρδιά της μάνας στο παιδί και λέει:
«εχτύπησες αγόρι μου»;

Και κλαίει….


Ένας ύμνος στο μεγαλείο της αγάπης και της συγχώρεσης της κάθε μάνας προς το παιδί της από τον ΖΑΝ ΡΙΣΠΕΝ.

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Αργοπεθαίνει όποιος...






Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει περπατησιά, όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια, που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.
Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του, όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.
Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει, όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.

Μόνο η ένθερμη υπομονή θα οδηγήσει στην επίτευξη μιας λαμπρής ευτυχίας.




 Αργοπεθαίνει όποιος...από Pablo Neruda

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

O κύκλος της χαράς



Κάποια μέρα ένας χωρικός χτύπησε δυνατά την πόρτα ενός μοναστηριού. Όταν ο αδελφός θυρωρός άνοιξε, εκείνος του έδωσε ένα θαυμάσιο τσαμπί σταφύλια.
- Αγαπητέ αδελφέ, αυτά είναι τα πιο ωραία σταφύλια του αμπελιού μου. Ήρθα εδώ να σου τα χαρίσω.
- Ευχαριστώ! θα τα πάω αυτά στον αβά, θα χαρεί πολύ με τέτοιο δώρο.
- Όχι! Για σένα τα έφερα.
- Για μένα; Ο αδελφός κοκκίνισε, επειδή αισθάνθηκε ότι δεν άξιζε ένα τέτοιο δώρο της φύσης.
- Ναί! επέμενε ο χωρικός. Γιατί πάντα μου άνοιγες την πόρτα, όταν εγώ χτυπούσα. Όταν χρειαζόμουν βοήθεια, επειδή η σοδειά μου είχε καταστραφεί από την ξηρασία, εσύ μου έδινες κάθε μέρα ένα κομμάτι ψωμί κι ένα ποτήρι κρασί, θέλω αυτό το τσαμπί σταφύλια να σου φέρει λίγο από την αγάπη του ήλιου,την ομορφιά της βροχής και το θεϊκό θαύμα που το γέννησε τόσο όμορφο.
Ο αδελφός θυρωρός τοποθέτησε το τσαμπί μπροστά του κι όλο το πρωί το θαύμαζε: Ήταν πραγματικά όμορφο. Γι' αυτό αποφάσισε να παραδώσει το δώρο στον αβά, που πάντα τον ενθάρρυνε με σοφά λόγια.
Ο αβάς χάρηκε πολύ με τα σταφύλια, θυμήθηκε όμως ότι κάποιος αδελφός στο μοναστήρι είχε αρρωστήσει και σκέφτηκε: "θα του δώσω το τσαμπί. Ποιος ξέρει, μπορεί να φέρει κάποια χαρά στη ζωή του".
Έτσι κι έγινε. Τα σταφύλια δεν έμειναν, όμως, πολλή ώρα στο δωμάτιο του άρρωστου αδελφού, γιατί κι εκείνος συλλογίστηκε: "Ο αδελφός μάγειρας μ' έχει φροντίσει τόσο καιρό, ταΐζοντας με με ό,τι καλύτερο. Σίγουρα θα χαρεί".
Όταν το μεσημέρι εμφανίστηκε ο αδελφός μάγειρας με το γεύμα, αυτός του έδωσε τα σταφύλια.
"Είναι για σένα", είπε ο άρρωστος αδελφός. "Επειδή πάντα βρίσκεσαι σ' επαφή με τα προϊόντα που μας προσφέρει η φύση, θα ξέρεις τι να κάνεις μ' αυτό το δημιούργημα του θεού".
Ο αδελφός μάγειρας έμεινε κατάπληκτος από την ομορφιά του τσαμπιού και σχολίασε με τον βοηθό του πόσο τέλεια ήταν τα σταφύλια. Τόσο τέλεια, που κανείς άλλος δεν θα εκτιμούσε τέτοιο θαύμα της φύσης όσο ο αδελφός σκευοφύλακας, καθώς εκείνος ήταν ο υπεύθυνος για τη φύλαξη της Αγίας Μετάληψης και πολλοί στο μοναστήρι τον θεωρούσαν σαν άγιο άνθρωπο.
Ο σκευοφύλακας με τη σειρά του χάρισε τα σταφύλια στον πιο νεαρό δόκιμο, ώστε να καταλάβει εκείνος, ότι το έργο του θεού φανερώνεται στις πιο μικρές λεπτομέρειες της δημιουργίας. Όταν ο δόκιμος τα πήρε, η καρδιά του δόξαζε τον Κύριο, επειδή δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο τσαμπί. Την ίδια στιγμή θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε φτάσει στο μοναστήρι και τον άνθρωπο που του είχε ανοίξει την πόρτα - αυτή η χειρονομία του είχε επιτρέψει να βρεθεί σήμερα σ' εκείνη την κοινότητα ανθρώπων που ήξεραν να εκτιμούν τα θαύματα.
Κι έτσι, λίγο πρίν νυχτώσει, έφερε το τσαμπί στον αδελφό θυρωρό.
"Να το απολαύσεις", είπε. "Γιατί εσύ περνάς τον περισσότερο χρόνο εδώ ολομόναχος. Αυτά τα σταφύλια θα σε κάνουν να χαρείς".

Ο αδελφός θυρωρός θεώρησε ότι εκείνο το δώρο προοριζόταν πραγματικά για τον ίδιο, απόλαυσε την κάθε ρόγα του τσαμπιού και κοιμήθηκε ευτυχισμένος.

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Βεβαιότητα, Επιλογή και Αμφιβολία




Καθώς ο Βούδας βρισκόταν ανάμεσα στους μαθητές του ένα πρωί, ένας άνδρας πλησίασε τη σύναξη των ανδρών.
-"Υπάρχει Θεός;" ρώτησε.
-"Ναι, υπάρχει Θεός" απάντησε ο Βούδας.
Μετά το μεσημεριανό φαγητό, ένας άλλος άνδρας εμφανίστηκε.
-"Υπάρχει Θεός" ρώτησε.
-"Όχι, δεν υπάρχει Θεός" απάντησε ο Βούδας.
Αργά την ίδια ημέρα, ένας τρίτος άνδρας απηύθυνε την ίδια ερώτηση στο Βούδα:
"Πρέπει να αποφασίσεις ο ίδιος για τον εαυτό σου" είπε ο Βούδας.

"Δάσκαλε, αυτό είναι παράλογο" είπε ένας εκ των μαθητών του. "Πώς είναι δυνατόν να δίνεις τρεις διαφορετικές απαντήσεις στο ίδιο ερώτημα;"

"Ήταν διαφορετικές προσωπικότητες" απήντησε ο Φωτισμένος. "Και κάθε πρόσωπο πλησιάζει το Θεό με το δικό του τρόπο: ορισμένοι με βεβαιότητα, άλλοι με άρνηση και μερικοί με αμφιβολία".


Μια ιστορία του Paulo Coehlo

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Το αίνιγμα




Ο μεγάλος μάγος έβαλε ένα αίνιγμα:
Απʼ όλα τα πράγματα του κόσμου, ποιο είναι το πιο μεγάλο και το πιο μικρό, το πιο σύντομο και το πιο μακρύ, το πιο διαιρετό και το πιο εκτεταμένο, το πιο παραμελημένο και το πιο ποθητό, που χωρίς αυτό τίποτα δεν μπορεί να γίνει, που καταβροχθίζει τα ασήμαντα και ζωογονεί τα σημαντικά και μεγάλα;
Άλλοι είπαν ότι ήταν η Τύχη, άλλοι η Γη, άλλοι το Φως.
Ο μεγάλος μάγος απάντησε πως ήταν ο Χρόνος.
Τίποτα δεν είναι πιο μεγάλο, αφού αυτός είναι το μέτρο της αιωνιότητας.
Τίποτα δεν είναι πιο μικρό, αφού δεν μας φτάνει για τα σχέδιά μας.
Τίποτα δεν είναι πιο μακρύ, γιʼ αυτόν που περιμένει.
Τίποτα δεν είναι πιο σύντομο, γιʼ αυτόν που χαίρεται.
Εκτείνεται σιγά σιγά μέχρι το άπειρο.
Όλοι οι άνθρωποι τον παραμελούν και όλοι λυπούνται όταν πάει χαμένος.
Τίποτα δεν γίνεται χωρίς αυτόν.

Μας κάνει να ξεχνάμε τα ανάξια και χαρίζει αθανασία στα μεγάλα πράγματα.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Αρχαία ανέκδοτα



Ο Διογένης ζητούσε ελεημοσύνη από ένα άγαλμα. Όταν τον ρώτησαν γιατί κάνει κάτι τέτοιο, απάντησε:
“Εξασκούμαι στο να μην απογοητεύομαι από την αναισθησία των ανθρώπων.”
                                                            -------

Ένας μοχθηρός άνθρωπος ήθελε να φυλάξει το σπίτι του από κάθε κακό. Έβαλε στην πόρτα μια επιγραφή που έλεγε:
“Κανένα κακό να μη μπει στο σπίτι αυτό”.
Ο Διογένης διάβασε την επιγραφή και απόρησε:
“Μα ο ιδιοκτήτης του σπιτιού από που θα μπει; “

                                                            --------
Ο φιλόσοφος Αντισθένης συμβούλευε τους Αθηναίους να ανακηρύξουν με την ψήφο τους τα γαϊδούρια σε άλογα. Και όταν του είπαν ότι κάτι τέτοιο είναι έξω από κάθε λογική, ο Αντισθένης παρατήρησε:
“Μήπως και στρατηγούς δεν αναδεικνύετε άντρες απλώς με την ψήφο σας και χωρίς να έχουν πάρει καμία απολύτως εκπαίδευση;

-------

Πληροφορήθηκε ο Αριστοτέλης από κάποιον ότι μερικοί τον έβριζαν. Ο φιλόσοφος απάντησε:
“Καθόλου δεν με νοιάζει. Όταν είμαι απών, δέχομαι ακόμα και να με μαστιγώνουν”.

                                                            -------    
Ένας φτωχός πλησίασε τον Σωκράτη και του είπε:
“Θέλω να γίνω μαθητής σου, αλλά δεν έχω τίποτε, το μόνο που μπορώ να σου προσφέρω είναι ο εαυτός μου”
Ο Σωκράτης του απαντά:
“Δεν καταλαβαίνεις λοιπόν ότι μου δίνεις το πιο σπουδαίο πράγμα;”

                                                            -------
Ο Πλάτωνας επέπληξε κάποιον γιατί έπαιζε κύβους. Εκείνος δικαιολογήθηκε:
“Τα ποσά που παίζω στο παιχνίδι είναι ασήμαντα”
Ο Πλάτωνας του παρατήρησε:

“Η συνήθεια όμως να παίζεις δεν είναι καθόλου κάτι ασήμαντο”



Ανέκδοτα της Αρχαιότητας, από το βιβλίο "Ελληνικά Ανέκδοτα" του Σωκράτη Γκίκα

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

O ουρανός μας




Όλες οι ανθρώπινες οργανώσεις, όλες οι χώρες έχουν έναν άρχοντα και όλοι οι άλλοι είναι υπήκοοι. Υπάρχει όμως μιά χώρα όπου όλοι είναι άρχοντες, και έχουν μόνο έναν υπηρέτη αντί για αυτοκράτορα. Πώς γίνεται αυτό; Θα το καταλάβετε διαβάζοντας αυτήν την ιστορία.

Στη χώρα εκείνη όλοι οι άνθρωποι, γυναίκες και άνδρες, όλοι θέλανε να είναι άρχοντες, όλοι θέλανε να είναι πλούσιοι, όλοι να δείχνουν την παλληκαριάτους. Τί γινόταν εκεί, είναι εύκολο να καταλάβετε: ο καθένας ήθελε να είναι άρχοντας και να διατάζει όλους τους άλλους, και αυτό δέν γινόταν, γιατί όλοι οι άλλοι θέλανε το ίδιο. Ο καθένας ήθελε να είναι πάμπλουτος, γιʼ αυτό ζήλευε όλους τους άλλους για κάθε τί που είχαν. Και ο καθένας για να δείξει την παλληκαριάτου μάλωνε συνεχώς με όλους τους άλλους γύρωτου. Έτσι, πουθενά σε εκείνην τη χώρα δέν υπήρχε ησυχία. Παντού γινόταν καβγάδες, και ο καβγάς ήτανε η μόνητους χαρά, ένιωθαν ευχαρίστηση να μαλώνουνε και με τα λόγια και με τα χέρια και πόδια, και με την ειρωνεία αλλα και με τη γροθιά και κλωτσιά.

Στην πραγματικότητα, κανένας σε εκείνη τη χώρα δέν ήταν πλούσιος, γιατί δέν τον άφηναν οι άλλοι να πλουτίσει. Κανείς δέν ήταν παλληκαράς, γιατί φοβόταν όλους τους άλλους. Και κανείς δέν ήταν άρχοντας, παρα μόνο ένας. Ποιός ήταν άρχοντας σε εκείνη τη χώρα:

Ο πόλεμος! μόνο ο πόλεμος ήταν άρχοντας σε εκείνη τη χώρα, κανένας άνθρωπος! Και η ζωή συνεχιζότανε, ενώ ο καθένας λαχταρούσε να γίνει άρχοντας όλων των άλλων, δυνατότερος και πλουσιότερος απο κάθε άλλον.

Μιά μέρα ένας φτωχός μάγος ήρθε σε εκείνη τη χώρα. Δέν είχε σπίτι, και έμενε στην καρότσα του επαγγελματικού αυτοκινήτουτου, ελπίζοντας να μαζέψει αρκετά χρήματα και να αγοράσει ένα φτωχικό διαμέρισμα. Έβαλε μιά μεγάλη ταμπέλα στο αυτοκίνητοτου με φωτεινά γράμματα σε φωτεινό ρόζ φόντο, και διαλαλούσε πως μπορούσε να δώσει την απάντηση σε κάθε ερώτημα: «Μόνο με 50 ευρώ! Μόνο με 50 ευρώ η απάντηση σε όλασας τα ερωτήματα!».

Κανείς δέν ήταν διατεθειμένος να δώσει τόσα χρήματα για μιά μαντεία, μάλιστα τον έπιασαν και τον φόρτωσαν σφαλιάρες, γιατί φοβήθηκαν πως ήθελε να τους φάει χρήματα, που τα αγαπούσαν πιό πάνω απο κάθε τί, και του είπαν «το καλό που σου θέλουμε, να φύγεις απο τη χώραμας». Τότε ο φτωχός μάγος παρακάλεσε να του πληρώσουν το συνεργείο να επισκευάσει το αυτοκίνητότου, να του γεμίσουν το ρεζερβουάρ και ένα μπιτόνι βενζίνη, και να του δώσουν τρόφιμα για να μπορέσει να ταξιδέψει ώσπου να φύγει απο τη χώρα εκείνη που του έκανε τόσο άσχημη υποδοχή. Αλλα οι φιλάργυροι κάτοικοι δέν του έδωσαν ούτε ένα κέρμα για ελεημοσύνη.

Τότε ο φτωχός μάγος άρχισε να διαλαλεί: «μόνο με 20 ευρώ! η απάντηση σε όλασας τα ερωτήματα! Εδώ η σοφία της Ανατολής! Εδώ η σοφία της Δύσης! Εδώ η σοφία του κέντρου της γής, μεταξύ Ανατολής και Δύσης! μόνο με 20 ευρώ». Μα όποιοι τον άκουσαν του απάντησαν: «να τη βράσουμε τη σοφίασου, και τη σοφία της Ανατολής και της Δύσης! Δέν θέλουμε σοφία! Χρήματα θέλουμε!», Ή «να τη βράσω τη σοφία! Άρχοντας θέλω να γίνω, όλους τους άλλους να κυβερνώ!». Ή «να τη βράσω τη σοφία και σένα μαζί! Δέν θέλω σοφία, θέλω να γίνω γενναίος και δυνατός, πιό δυνατός απο όλους τους άλλους!».

Ακούγοντας έτσι, ο φτωχός μάγος άρχισε να διαλαλεί: «ο καλός ο μάγος! μόνο με 10 ευρώ, σας δείχνει τον δρόμο για να γίνετε πλούσιοι και δυνατοί και άρχοντες! μόνο 10 ευρώ!». Οι φιλάργυροι όμως κάτοικοι δέν ήταν διατεθημένοι να του πληρώσουν ούτε ένα λεπτό, και μερικοί άρχισαν να του πετάνε χαλίκια αναγκάζονταςτον να κλειστεί στο αυτοκίνητότου.

Μιάς και δέν εύρισκε άλλη λύση, ο φτωχός μάγος άρχισε να διαδίδει πως χωρίς καμία πληρωμή μπορούσε να δείξει στον καθένα τον τρόπο να γίνει δυνατός, πλούσιος, και άρχοντας. «Άν η συμβουλήμου πιάσει, πληρώστεμε ό,τι έχετε ευχαρίστηση. Και άν δέν πιάσει, μή μου δίνετε λεπτό».

Πάλι οι περισσότεροι κορόιδευαν το φτωχό μάγο: «υπόσχετε αυτά που ο ίδιος δέν έχει! άν ήξερε τον τρόπο, θα γινόταν πλούσιος ο ίδιος!». Μερικοί όμως σκέφθηκαν: «απο τα παλιά χρόνια λένε πως ό,τι κάνει κάποιος για τους άλλους, το στερείται ο ίδιος. Γιʼ αυτό λένε την παροιμία: «ποδηματάς ξυπόλητος και ράφτης μπαλωμένος», και το ίδιο είναι με όλα τα επαγγέλματα. Αφού δέν έχω να χάσω τίποτε, άς πάω να ρωτήσω κι αυτόν». Έτσι πήγαν μερικοί και ρώτησαν τον φτωχό μάγο: «πώς θα γίνω άρχοντας, και πλούσιος, και δυνατός, να κάνω μεγάλα πράγματα στον κόσμο;». Ο φτωχος μάγος έδωσε στον καθένα την ίδια απάντηση: «να γίνεις σάν το κυκλάμινο». - «Τί σημαίνει αυτό;» - «φέρεμου μιά γλάστρα με κυκλάμινα και θα σου δείξω». Με ξαναμμένη την περιέργεια του έφερναν απο μιά γλαστρίτσα με κυκλάμινα, οπότε ο φτωχός μάγος τους έδειχνε: «βλέπεις πώς είναι το λουλούδι του κυκλάμινου;» - «πώς είναι; ανάποδο είναι!» - «ναί. Ανάποδο είναι. Είναι ανοιχτό προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω σάν τα άλλα λουλούδια. Ολονών ο μίσχος λυγίζει, σκύβει κάτω, και επειδή σκύβει, το ανάποδο λουλούδι γίνεται στέμμα. Άν δέν ήταν σκυμμένο προς τα κάτω, τα πέταλα θα κρέμονταν προς τα κάτω. Αλλα επειδή ο μίσχος είναι σκυμμένος κάτω, τα πέταλα υψώνονται προς τα πάνω και σχηματίζουν στέμμα. Έτσι το κυκλάμινο φορά στέμμα, είναι βασιλιάς. Και εσύ βασιλιάς δέν θέλεις να γίνεις; έ, λοιπόν, να κάνεις σάν το κυκλάμινο που σκύβει. Είναι και άκακο, ούτε δηλητήριο έχει ούτε αγκάθια, μυρίζει απαλά, τα φύλλατου τρώγονται, ανθίζει και μέσα στο χειμώνα, μέσα στο κρύο».

Βλέποντας μερικούς απο τους κατοίκους να πηγαίνουν να ρωτούν το μάγο, οι υπόλοιποι κάτοικοι ζήλεψαν και φθόνησαν, και έτσι έτρεξαν όλοι να ρωτήσουν το μάγο, για να μή τυχόν πέσουν παρακάτω απο τους άλλους που ρώτησαν. Έτσι δέν έμεινε κανένας στη χώρα εκείνη που να μή ρωτήσει το μάγο πώς θα γίνει άρχοντας, πλούσιος και γενναιότερος απο όλους τους άλλους. Σε όλους ο μάγος έδωσε την ίδια απάντηση: «γίνε σάν το κυκλάμινο, που επειδή σκύβει φοράει στέμμα». Δέν ήξεραν όμως πως την ίδια απάντηση πήραν όλοι, και ο καθένας νόμιζε πως οι άλλοι πήραν διαφορετική απάντηση. Κανένας δέν έλεγε στον άλλο τί του είπε ο μάγος.

Ύστερα απο λίγο, άρχισαν να δοκιμάζουν να εφαρμόσουν τη συμβουλή του μάγου. Το τί έγινε τότε, δέν μπορείτε να φανταστείτε! Οι περισσότεροι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τη συμβουλή του μάγου σκύβοντας το κεφάλιτους, με την ελπίδα να φυτρώσει πάνω στο κεφάλιτους ένα στέμμα. Όποιον όμως οι άλλοι έβλεπαν να σκύβει, του έριχναν φάπες. Σε λίγο, όλοι έσκυβαν το κεφάλι, στρέφοντας τα μάτια όσο μπορούσαν ψηλά για να βλέπουν άν κάποιος πάει να τους ρίξει φάπα. Απʼ τη μιά έσκυβαν, απʼ την άλλη κοίταζαν ποιός άλλος σκύβει για να του ρίξουν φάπα. Η φάπα σʼ εκείνη τη χώρα έδινε και έπαιρνε. Άλλοι πάλι, άφηναν μακριά τα μαλλιάτους και τα έβαφαν και τα έστηναν όρθια ωστε να μοιάζουν με τα πέταλα του κυκλάμινου. Ενώ άλλοι προσπαθούσαν να βάλουν φωτιά στα μακριά σηκωμένα και βαμμένα μαλλιά των άλλων. Μερικοί, σκεπτόμενοι οτι τα φύλλα του κυκλάμινου γίνονται σαρμαδάκια, έκοβαν τα μαλλιάτους και τα έδιναν δώρο σε άλλους, αφού δέν είχαν φύλλα να δώσουν. Οι άλλοι όμως που τα έπαιρναν, τα χρησιμοποιούσαν για να κάνουν μάγια εναντίον εκεινών που τα έδιναν, γιατί όλοι σε εκείνη τη χώρα ήταν μαθημένοι να κάνουν κακό στους άλλους για να γίνονται οι ίδιοι ανώτεροι. Μερικοί, με τη σκέψη οτι το κυκλάμινο ανθίζει μές το χειμώνα, βγαίνανε μισόγυμνοι μέσα στο κρύο του χειμώνα, με αποτέλεσμα να τρέμουν και να συναχώνονται. Με λίγα λόγια, σε εκείνη την ήδη φιλοπόλεμη χώρα έγινε τέτοιος πανζουρλισμός που φοβήθηκαν πως θα σκοτωθούν μεταξύτους όλοι.

Τότε έριξαν το φταίξιμο στη συμβουλή του μάγου, και ξέχασαν για λίγο τα μεταξύτους μίση για να ενωθούν εναντίον του μάγου, έφτιαξαν πανώ που έγραφαν «διώξτε τον απατεώνα, νεκρό ή ζωντανό», και κίνησαν σε διαδήλωση προς το αυτοκίνητο στο οποίο έμενε. Ο μάγος βλέπονταςτους να έρχονται εναντίοντου, έβγαλε απο το παράθυρο του αυτοκινήτου μιά άσπρη φανέλα πάνω σε ένα σκουπόξυλο για λευκή σημαία. Βλέποντας αυτήν την αυτοσχέδια λευκή σημαία, συγκρατήθηκαν και του φώναξαν: φύγε ζωντανός, για να μή φύγεις πεθαμένος! Ο μάγος φοβισμένος τους απάντησε με το μεγάφωνο που είχε πάνω στο αυτοκίνητοτου για να διαλαλεί: «θα φύγω! θα φύγω! αλλα αφήστεμε να διορθώσω το κακό που έκανα χωρίς να θέλω! Μίλησα στον καθένασας χωριστά. Ακούστεμε τώρα όλοι μαζί: ενωθήκατε όλοι εναντίονμου, γιατί; τί κακό σας έκανα; άς μου απαντήσει έναςσας, όποιος είναι αρχηγόςσας». Τότε άρχισαν όλοι να μαλώνουν και να χτυπιούνται λέγοντας: «εγώ είμαι αρχηγός, εγώ θα απαντήσω!». Έπεσε τόσο πολύ ξύλο ανάμεσάτους, που σε λίγο όλοι ήταν με μελανιές και καρούμπαλα, εξουθενωμένοι τόσο που δέν μπορούσαν να λυντσάρουν τον μάγο. Κάποιοι πρότειναν: «να μιλήσουμε όλοι με την αλφαβητική σειρά των ονομάτωνμας», αλλα τότε μάλωναν χειρότερα λέγοντας «τί φταίω εγώ άν το όνομάμου είναι ύστερα στην αλφαβητική σειρά;». Άλλοι πρότειναν «να μιλήσουν πρώτα οι πιό ηλικιωμένοι», αλλα ο καβγάς έγινε χειρότερος, καθώς οι νέοι φώναζαν πως γίνεται αδικία εις βάροςτους. Άλλοι πρότειναν να ρίξουν κλήρο να βγεί ένας να εκπροσωπήσει όλη τη χώρα, αλλα οι πολλοί είχαν αντίρρηση λέγοντας «ο κλήρος δέν βασίζεται σε καμιά λογική. Εμείς θέλουμε να βγεί ένας εκπρόσωπος με λογικά κριτήρια». Αλλα, μιά και δέν υπήρχαν εκεί λογικά κριτήρια, και γενικώς δέν υπήρχε λογική, ο καβγάς γινόταν όλο και χειρότερος, ώσπου κατάντησαν όλοι να σέρνονται μπροστά στο αυτοκίνητο του μάγου.

Τότε ο μάγος βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει: «είχα μιλήσει στον καθένασας χωριστά και με είπατε απατεώνα. Τώρα μιλώ σε όλους μαζί, και άν βγώ απατεώνας είναι στο χέρισας και να με σκοτώσετε και να με διώξετε. Αλλιώς έπρεπε να εφαρμόσετε τη συμβουλήμου. Δέν εννοούσα να σκύβετε τα κεφάλιασας. εννοούσα να σκύβετε τον εγωισμόσας!».

Όμως, στη χώρα εκείνη κανείς δέν ήξερε αυτήν τη λέξη, και τότε πολλοί φώναξαν με όση δύναμη τους έμενε: «τί σημαίνει εγωισμός;». Ο μάγος απάντησε: «νά, τώρα με ρωτάτε κάτι, που θα πεί: ομολογείτε πως δέν ξέρετε αυτό το πράγμα. Πρώτη φορά ομολογείτε πως ο άλλος ξέρει κάτι καλύτερα απο εσάς. Όταν όμως κάνετε πως ξέρετε πάντα καλύτερα απο τους άλλους, και όταν νομίζετε πως ξέρετε πάντα καλύτερα απο τους άλλους, αυτό λέγεται εγωισμός. Όποιος δέν αγαπά τους άλλους, όποιος θέλει να έχει πιό πολλά αγαθά απʼ όλους, όποιος θέλει να κυβερνάει όλους τους άλλους, αυτός έχει εγωισμό. Όταν έλεγα να μιμηθείτε τα κυκλάμινα, εννοούσα να σκύβετε τον εγωισμόσας. Τότε όλοι θα πετύχετε αυτά που θέλετε. Όλοι θα είστε γενναίοι, δυνατοί, πλούσιοι, και άρχοντες!».

Τότε πολλοί ήρθαν πολύ κοντά στο αυτοκίνητο, και όλοι μαζί ρωτούσαν: «και πώς θα σκύβουμε αυτό το… πώς το είπες;». Ο μάγος πήρε επίσημο ύφος και αργά αργά είπε αυτά τα λόγια: «στον ουρανό απο κάτω, σε όλη τη γή λένε πως ο δικόςμου ο δρόμος είναι μεγάλος, με τίποτε δέν μοιάζει. Ακριβώς επειδή είναι μεγαλειώδης, γιʼ αυτό δέν μοιάζει με τίποτε. Άν με κάτι έμοιαζε, θα είχε βγεί άχρηστος απο παλιά». Και πρόσθεσε: «έχω εδώ ένα χαρτί με τα μαγικά λόγια. Θα τα μάθετε και θα τα λέτε όλοι κάθε μέρα. Ποιός θα πάρει αυτό το χαρτί; να διαβάζει μία μία πρόταση και οι άλλοι να επαναλαμβάνουν». - «Εγώ! εγώ! εγώ θα το διαβάζω!» άρχισαν να φωνάζουν όλοι, θυμήθηκαν τα συνηθισμένατους καμώματα. Και αφού ξανά άρχισαν τις φάπες και να σπρώχνουν με τις παλάμεςτους ο ένας τα μούτρα του αλλουνού ώσπου εξαντλήθηκαν, ο μάγος είπε: «όποιος θέλει να γίνει παλληκαράς, και πλούσιος, και άρχοντας, να επαναμβάνει τώρα μετά απο μένα. Και αύριο φέρτε όλοι απο ένα χαρτί και γράψτετα καθώς θα τα λέω για να τα μάθετε και να τα λέτε κάθε μέρα». Και ο μάγος άρχισε να λέει και όλοι οι άλλοι να επαναλαμβάνουν, έτσι όπως ορκίζονται στο στρατό οι νεοσύλλεκτοι:

- Τους τρείς θησαυρούς που έχω 

- «Καλά τους κρατώ και τους διαφυλάσσω» 

- Ο ένας θησαυρόςμου λέγεται ʽαγαπώ τους άλλους σάν τα δικάμου παιδιάʼ
- Ο δεύτερος θησαυρός μου λέγεται ʽείμαι ευχαριστημένος με λιτά πράγματαʼ
- Ο τρίτος θησαυρός μου λέγεται ʽδέν τολμώ να γίνω στον ουρανό απο κάτω αρχηγόςʼ
- Επειδή αγαπώ τους άλλους σάν δικάμου παιδιά, είμαι απο όλους πιό γενναίος
- Επειδή είμαι ικανοποιημένος στα λιτά πράγματα, οι δυνατότητες μου είναι ανεξάντλητες
- Επειδή δέν τολμώ να γίνω στον ουρανό απο κάτω αρχηγός, γιʼ αυτό είμαι πραγματικός άρχοντας και κυβερνώ

- Τώρα, όποιος αφήνει τη στοργή και κυνηγάει την παλληκαριά,» - «τώρα, όποιος αφήνει τη στοργή και κυνηγάει την παλληκαριά,» - «και αφήνει τη λιτότητα κυνηγώντας τις μεγάλες δυνατότητες,» - «και αφήνει τη λιτότητα κυνηγώντας τις μεγάλες δυνατότητες,» - «και αφήνει την υπηρεσία κυνηγώντας την εξουσία,» - «και αφήνει την υπηρεσία κυνηγώντας την εξουσία,» - «θα πεθάνει!» - «θα πεθάνει!»

- Όποιος έχει αγάπη πολεμώντας νικά», - «όποιος έχει αγάπη πολεμώντας νικά», - «όποιος έχει αγάπη διαφυλάσσοντας κάτι, το κρατά καλά» - «όποιος έχει αγάπη διαφυλάσσοντας κάτι, το κρατά καλά» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον σώζει» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον σώζει» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον κάνει με αγάπη να περιβάλλεται» - Όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον κάνει με αγάπη να περιβάλλεται.


Αφού είπαν όλοι αυτά τα λόγια, την άλλη μέρα έφεραν ο καθένας ένα χαρτί, ο μάγος τα ξαναείπε και τα έγραψαν, και τα διάβαζαν κάθε μέρα. Όχι οτι τα καταλάβαιναν και πολύ καλά, αλλα αφού ήταν τα λόγια μαγικά, και κάθε μέρα λέγονταςτα και έχοντας πάντα στην τσέπητους το χαρτί που τα είχαν γραμμένα, σιγά σιγά τα καταλάβαιναν, και τα έβαλαν σε εφαρμογή. Τότε όλοι έγιναν κυκλάμινα: οι άντρες έγιναν γαλάζια κυκλάμινα, οι γυναίκες έγιναν ρόζ κυκλάμινα, μόνο για μία μέρα. Την άλλη μέρα ξανάγιναν άνθρωποι, για να μπορούν να ζήσουν σάν άνθρωποι. Αλλα κράτησαν το όνομα, λέγοντας «είμαστε τα ρόζ και τα γαλάζια κυκλάμινα». Όχι πως χάθηκε τελείως η οργή, ακόμη θύμωναν λίγο, και αυτό ήταν για να καταλαβαίνουν ποιό είναι το άδικο. Μόλις έβλεπε κάποιος έναν άλλο να θυμώνει, έλεγε «αυτό που έκανα και θύμωσε, είναι δικόμου άδικο. Το σταματώ αμέσως», και αμέσως το σταματούσε και το διόρθωνε. Τώρα ήξεραν τί θα πεί εγωισμός, που πρώτα δέν ήξεραν. Αφού, να φανταστείτε, πήγαν στο μάγο και του ζήτησαν όλοι συγνώμη που πήγαν να τον λυντσάρουν. Και δέν μάλωναν ποιός θα ζητήσει πρώτος συγνώμη, ούτε κλήρο έριξαν, ούτε αλφαβητική σειρά κοίταξαν. Πήγαν όλοι και του υποκλίθηκαν, καθώς και τα κυκλάμινα λυγίζουν το μίσχοτους, και είπαν όλοι «συγνώμη». Ανάθεσαν σε έναν να μιλήσει στον φτωχό μάγο να του προτείνει να γίνει κυβερνήτηςτους, και όταν εκείνος αρνήθηκε λέγοντας «όχι, δέν είμαι άξιος εγώ να μιλήσω εκ μέρους σας», είδε τους άλλους να θυμώνουν, και τότε πρόθυμα πήγε και μίλησε στο μάγο προτείνοντάςτου να γίνει αρχηγόςτους. Ο φτωχός μάγος αρνήθηκε λέγοντας «δέν χρειάζεστε κανέναν αρχηγό, κανέναν άρχοντα, κανέναν κυβερνήτη, γιατί τώρα όλοι είστε αρχηγοί, άρχοντες, κυβερνήτες. Μόνο άν θέλετε να μείνω στην πόλησας, για να είμαι υπηρέτης ολονώνσας» - «δέν χρειαζόμαστε κανέναν υπηρέτη! και δέν μπορείς, ένας άνθρωπος να υπηρετείς τον πληθυσμό μιάς ολόκληρης χώρας!» είπε ο εκπρόσωπος των ρόζ και γαλάζιων κυκλαμίνων. «επιτρέψτεμου να σας προσφέρω τις υπηρεσίεςμου» είπε ο μάγος αρχίζοντας να θυμώνει, και βλέποντας αυτό, τον διόρισαν υπηρέτητους, και του έχτισαν ένα σπίτι στο σημείο ακριβώς όπου είχε στημένο το αυτοκίνητοτου τη μέρα εκείνη που πήγαν όλοι να τον λυντσάρουν. Το σπίτι αυτό έχει κήπο απʼ έξω, ένα τζάκι μέσα, και ένα υπόστεγο γκαράζ για το αυτοκίνητο. Εκεί πηγαίνουν πότε πότε πολίτες απο τα γαλάζια και ρόζ κυκλάμινα για να πάρουν τις υπηρεσίες του μάγου, δηλαδή να ρωτήσουν τη γνώμητου άν αυτό που έκαναν ή που θέλουν να κάνουν είναι σωστό, γιατί βρε αδερφέ άνθρωποι είμαστε και μπορεί να κάνουμε λάθη, και μπορεί να χρειαστεί να ρωτήσουμε έναν τρίτο άνθρωπο πώς να διορθώσουμε τα λάθημας, και καλά η οργή των άλλων μας δείχνει το άδικο το δικόμας, αλλα δέν φτάνει να είμαστε προς τους άλλους ανθρώπους δίκαιοι, πρέπει να είμαστε δίκαιοι και προς τη φύση, προς τα φυτά και προς τα ζώα, προς το χώμα, την πέτρα, το νερό, τον αέρα, προς τη γή και προς τον ουρανό, εκείνον τον ουρανό που όταν έχουμε αγάπη κάνει και τους άλλους γύρωμας να μας αγαπούν.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Ο γέρος





Πριν χρόνια έβλεπα τον κόσμο από ψηλά. Πέταγα με τα καινούργια μου φτερά κι ατένιζα περήφανη τον ήλιο.
Έπαιζα με τα σύννεφα και χανόμουν μεσα στα απαλά λευκά τους χρώματα.
Κυνηγούσα το ουράνιο τόξο ψάχνοντας να βρω το τέλος, την αρχή του. Αναζητούσα την πηγή του για να βουτήξω μεσα της και να λουστώ με τα πολύχρωμα νερά της, να αποκτήσω κατι από την λάμψη του, να μείνω για παντα εκεί ψηλά να χαίρομαι το ελαφρύ αεράκι να μου χαϊδεύει το πρόσωπο.
Μα όλα τα όνειρα εχουν ένα τέλος.
Με ζήλεψαν τα αστέρια κι ο άνεμος, με χτύπησε ο Έρωτας κι ένα του βέλος τρύπησε μεμιάς και τα δυο μου φτερά. Έπεσα στροβιλίζοντας και μισοζαλισμένη.
Βρέθηκα να περπατώ ανάμεσα σε ανθρώπους με σκυμμένα κεφάλια και θολό βλέμμα.
"Δεν πειράζει" έλεγα, "τώρα δεν είμαι μόνη μου, δεν πετάω ψηλά ελεύθερη αλλα έχω μια αγκαλιά να με κρατά τα βράδια. Έχω κι εγώ κάποιο να του κρατάω το χέρι, να νιώθουμε μαζι την άμμο στα γυμνά μας πόδια και την δροσιά της θάλασσας τα καλοκαίρια."
Κοίταζα τα σύννεφα, τον ήλιο από χαμηλά και όμως δεν με πείραζε, έβλεπα τα πουλιά να με καλούν να παίξουμε εκεί ψηλά κι έλεγα "όχι, τώρα εδώ θα μείνω, μαζι του για παντα."
Ήρθε όμως η ώρα που όλα χάθηκαν, τα πήρε μαζι του κι έφυγε μια μέρα κι εγώ απέμεινα μόνη μου να τον κοιτάζω να χάνετε, να σβήνει η μορφή του στο βάθος του ορίζοντα. Κοίταξα πάλι εκεί ψηλά.
"Δεν πειράζει",σκεφτηκα, "θα ξαναπάω στα σύννεφα, θα παίξω πάλι με τα αστέρια, θα νιώσω το αεράκι να μου ψιθυρίζει τα μυστικά του ήλιου και τις ζαβολιές του φεγγαριού."
Έκανα να πετάξω μα έμεινα στο χώμα. Ο χρόνος πέρασε και γω δεν γιάτρεψα τα φτερά μου. Τα άνοιξα και είδα τις τρύπες τους. Έτρεξα εδώ, έτρεξα εκεί να βρω, να μάθω να ρωτήσω πώς να τις κλείσω.
Κανείς δεν ήξερε να μου πει. Όλοι με κοίταζαν με λύπη.
-Τώρα είναι αργά, μου έλεγαν, τώρα ο καιρός πέρασε και η τρύπες μεγάλωσαν, σκλήρυνε η σάρκα γύρω τους και δεν θα θρέψουν ξανά. Τρόμαξα πολύ κι έφυγα.
Ανέβηκα σε βουνό ψηλό και κοίταξα από ψηλά τον κόσμο, ήταν όμορφα μα ψεύτικα. Δεν πετούσα, έμενα ψηλά μα ακίνητη. Ήρθε ο άνεμος, τον ρώτησα.
-Τώρα είναι αργά μου είπε κι αυτός.
Φώναξα στα πουλιά για να μου πούνε, παντα η ίδια απάντηση.
-Είναι αργά. Έζησα τον εφιάλτη, είδα το τέλος κι έφυγα ξανά. Πήγα στο δάσος μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και χώθηκα σε μια συστάδα δέντρων.
Τα χρόνια πέρναγαν κι εγώ δεν σταμάτησα στιγμή να ανοίγω τα φτερά μου, δεν σταμάτησα ποτέ να προσπαθώ να πετάξω. Κάποια στιγμή τα κούνησα, τα κοίταξα ετσι μεγάλα αλλα αδύναμα, με τρύπες και λύγισα. "Όχι εγώ θα πετάξω" έλεγα και φώναζα σε όλους.
"Ποτέ δεν είναι αργά αρκεί να το θέλεις."
Βρήκα ένα γερο να με κοιτά απορημένος.
-Θέλεις να πετάξεις; με ρώτησε.
-Ναι του είπα, με όλη την δύναμη της ψυχής μου. Αλλα πως;
-Τι πως; Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε.
-Μα εχουν τρύπες, πληγές παλιές που δεν ξέρω πώς να τις γιατρέψω πια. Άργησα και ο χρόνος πέρασε.
Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
-Δεν φταίνε οι τρύπες κόρη μου. Ξέχασες πώς να πετάς.
-Μα δες τες, του είπα. Είναι μεγάλες. Με πέτυχαν τα βέλη του έρωτα και έπεσα στην γη.
-Αχ παιδί μου, λαθος έκανες. Ο σωστός έρωτας δεν σε προσγειώνει, αντίθετα σου δίνει φτερά, σε βοηθάει να πετάξεις. Δεν σε κατεβάζει στην γη.
-Εκεί ψηλά που πέταγα ήμουν μόνη μου, δεν είδα άλλον γύρω μου.
Δεν υπήρχε κανείς για να του δώσω την αγάπη μου. Κοίταξα κάτω και είδα ένα πρίγκηπα. Ήταν όμορφος στα μάτια μου, με κάλεσε κοντά του να παίξουμε στην λίμνη του, αλλα εκεί περίμενε ο φτερωτός ο κυνηγός που έστησε το δόκανο στην λίμνη.
Δεν τον είδα.
-Κοίταξες κάτω, είπε ο σοφός γέροντας, γι αυτό. Συμβιβάστηκες. Δεν κοίταξες πιο πάνω. Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς. Αυτό μάθε το.
Άντε τώρα είναι ώρα να φύγεις, πέτα λοιπόν και πρόσεχε.
Τον άκουσα, τον πίστεψα και άνοιξα πάλι τα φτερά μου. Τα κούνησα και είδα το έδαφος να απομακρύνετε. "Πετάω και πάλι", σκέφτηκα. Πέρασα μεσα από τα σύννεφα, είδα ένα αλήτη σπουργιτάκο να με κοιτά σαστισμένος αλλα χαρούμενος.
-Πετάει ξανά, τιτίβισε και ο αντίλαλος της φωνής του γέμισε τον αέρα.
Κοίταξα πάλι προς τα κάτω αλλα θυμήθηκα τα λόγια του γέρου.Άφησα τις αχτίδες του ήλιου να με ζεστάνουν, άκουσα το αεράκι να μου ψιθυρίζει τις απιστίες της σελήνης, ξάπλωσα στα μαλακά σύννεφα κι ένοιωσα χαρούμενη.
Κάθε φορά που το βλέμμα μου έπεφτε προς τα κάτω άκουγα στ' αυτιά μου την φωνή του γέρου.

-ΠΡΟΣΕΧΕ, ΑΝ ΔΕΝ ΚΟΙΤΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΘΕΣ ΝΑ ΠΑΣ, ΘΑ ΠΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΣ.

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Το τυφλό κορίτσι



Υπήρχε ένα τυφλό κορίτσι που μισούσε τον εαυτό του
ακριβώς επειδή ήταν τυφλή. Μισούσε τους πάντες, εκτός απ' τον αγαπημένο της φίλο. Αυτός ήταν πάντα εκεί για εκείνη.
Είχε πει οτι αν ποτέ μπορούσε να δει τον κόσμο, θα
παντρευόταν το φίλο της.

Μια μέρα, κάποιος της χάρισε ένα ζευγάρι μάτια και τότε εκείνη μπορούσε να δει τα πάντα, μαζί και το αγόρι της. Ο φίλος της τότε τη ρώτησε: «Τώρα που μπορείς να δεις τον κόσμο, θα με παντρευτείς?»
Το κορίτσι σοκαρίστηκε όταν είδε οτι και ο φίλος της ήταν
τυφλός και αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

Ο φίλος της έφυγε μακρυά δακρυσμένος και
αργότερα της έγραψε ένα γράμμα λέγοντάς της:
«ΜΟΝΟ ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ..»

Μόνο λίγοι θυμούνται πως ήταν η ζωή τους πριν και ποιος ήταν πάντα εκεί

για αυτούς στις πιο δύσκολες καταστάσεις..

Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Η τριπλή διύλιση του Σωκράτη





Μια μέρα εκεί που ο Σωκράτης έκανε τη βόλτα του στην Ακρόπολη, συνάντησε κάποιον γνωστό του, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι έχει να του πει κάτι πολύ σημαντικό που άκουσε για κάποιον από τους μαθητές του. Ο Σωκράτης του είπε ότι θα ήθελε, πριν του πει τι είχε ακούσει, να του κάνει το τεστ της “τριπλής διύλισης”.
- Τριπλή διύλιση;ρώτησε με απορία.
- Ναι, πριν μου πεις τι άκουσες για το μαθητή μου θα ήθελα να κάτσουμε για ένα λεπτό να φιλτράρουμε αυτό που θέλεις να μου πεις. Το πρώτο φίλτρο είναι αυτό της αλήθειας. Είσαι λοιπόν εντελώς σίγουρος ότι αυτό που πρόκειται να μου πεις είναι αλήθεια;
- Ε… όχι ακριβώς, απλά το άκουσα όμως και…
- Μάλιστα άρα δεν έχεις ιδέα αν αυτό που θέλεις να μου πεις είναι αλήθεια ή ψέματα. Ας δοκιμάσουμε τώρα το δεύτερο φίλτρο αυτό της καλοσύνης. Αυτό που πρόκειται να μου πεις για το μαθητή μου είναι κάτι καλό;
- Καλό; Όχι το αντίθετο μάλλον…
- Άρα, συνέχισε ο Σωκράτης, θέλεις να πεις κάτι κακό για το μαθητή μου αν και δεν είσαι καθόλου σίγουρος ότι είναι αλήθεια.
Ο τύπος έσκυψε το κεφάλι από ντροπή και αμηχανία.
- Παρόλα αυτά, συνέχισε ο Σωκράτης, μπορεί ακόμα να περάσεις το τεστ γιατί υπάρχει και το τρίτο φίλτρο. Το φίλτρο της χρησιμότητας. Είναι αυτό που θέλεις να μου πεις για το μαθητή μου κάτι που μπορεί να μου φανεί χρήσιμο σε κάτι;
- Όχι δε νομίζω…

- Άρα λοιπόν αφού αυτό που θα μου πεις δεν είναι ούτε αλήθεια, ούτε καλό, ούτε χρήσιμο. Γιατί θα πρέπει να το ακούσω;

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Η αχιβάδα



Μια φορά κι έναν καιρό στα βάθη του Ειρηνικού Ωκεανού, υπήρχε ένας ύφαλος. Ένας ύφαλος πολύ περήφανος και παράξενος απ΄όλους τους άλλους.
Ήταν φτιαγμένος με χιλιάδες πολύχρωμα κοράλλια και είχε και το χάρισμα να μιλά. Γι'αυτό κάθε βράδυ όλα τα τροπικά ψάρια μαζεύονταν γύρω του κι εκείνος έλεγε χιλιάδες ιστορίες για γοργόνες, καράβια, ναυάγια και θησαυρούς κρυμμένους στα βάθη του ωκεανού. Είχε δει πάρα πολλά διότι ήταν γέρος και χιλίων χρονών.
Ένα βράδυ λοιπόν μαζεύτηκαν πάλι γύρω του να ακούσουν τι θα τους έλεγε. Πήρε λοιπόν το περήφανο ύφος του, μα πριν προλάβει να πει λέξη, μια αδύνατη φωνούλα διέκοψε τη φόρα του ύφαλου. Εκείνος θύμωσε, κοκκίνισε από το κακό του κι όλα τα ψάρια σαστισμένα γύρισαν το κεφαλάκι τους να δουν ποιος ήταν αυτός που τολμούσε να προσβάλει τον γέρο ύφαλο
- Μα ποιος μίλησε; Ρώτησε ο ξιφίας.
- Εγώ! Ξανακούστηκε η φωνούλα λίγο πιο δυνατά.
Έσκυψαν και τι να δουν; Μια μικρή αχιβάδα που ανοιγόκλεινε το κέλυφος στο κύμα του νερού. Ο ύφαλος ξερόβηξε, τα ψάρια κοίταξαν την αχιβάδα και της είπαν:
- 'Αντε λοιπόν. Ξεκίνα. Να δούμε ποιος λέει τις ομορφότερες ιστορίες.
Εκείνη, ανοιγόκλεισε μια δυο φορές, πήρε φόρα και πήδηξε πάνω σ'ένα μεγάλο κοράλλι για να την βλέπουν και να την ακούνε όλοι.
«Μια φορά...», άρχισε να λέει, «...ήταν ένας ναύτης που αγαπούσε ένα κορίτσι. Αποφάσισε λοιπόν να πάει στον πατέρα της και να την ζητήσει σε γάμο. Δυστυχώς, όμως, το παλικάρι ήταν φτωχό κι ο πατέρας του κοριτσιού αρνήθηκε την πρόταση. Ήθελε βλέπετε να την δώσει την κόρη του σε πλούσιο καπετάνιο! Απελπισμένος ο νέος έφυγε, μα υποσχέθηκε στον εαυτό του και στο κορίτσι του, πως μόλις μάζευε αρκετά χρήματα, θα γύριζε να την παντρευτεί. Εκείνη του υποσχέθηκε με όρκο αγάπης ότι θα τον περιμένει να γυρίσει.
Κάθισε σε έναν μεγάλο βράχο, φόρεσε το μεταξωτό της άσπρο φόρεμα κι έμεινε εκεί βλέποντας το πλοίο που σαλπάριζε, ώσπου χάθηκε στον γεμάτο από ομίχλη ορίζοντα...»
Η αχιβάδα σώπασε.
- 'Αντε λοιπόν, συνέχισε. Την φώναξε ο ύφαλος.

- Αυτή ήταν η ιστορία μου, αποκρίθηκε δειλά η αχιβάδα.
- Είσαι με τα καλά σου; Μας χασομέρησες όλους και μας διέκοψες για να μας πεις μια ιστορία χωρίς τέλος; Και μάλιστα για έναν άγνωστο και ασήμαντο ναύτη;
- Κάνεις λάθος, απάντησε η αχιβάδα τρέμοντας από το φόβο της. Το καράβι του το βύθισες εσύ χθες Βράδυ, χτυπώντας το ύπουλα στ'αμπάρια, για να έχεις σήμερα να λες και άλλη σπουδαία ιστορία. Όσο για τον ασήμαντο ναύτη, αυτός είναι ήρωας διότι πνίγηκε για να σώσει τα γυναικόπαιδα. Και το πιο σπουδαίο. Η κοπέλα τον περιμένει καθισμένη στον ίδιο βράχο, μια φιγούρα στα κατάλευκα ντυμένη.

Μια σιωπή έπεσε στη θαλασσινή παρέα. Ο ύφαλος βουβάθηκε από ντροπή και τύψεις. Απόμεινε μόνος κι έρημος. Ασάλευτος στη μέση ου ωκεανού. Λένε ότι κάπου κάπου του κάνει συντροφιά ένας κατάλευκος γλάρος με ανθρώπινη φωνή. Λένε ακόμα πως είναι το κορίτσι του ναύτη. Και πως πηγαίνει εκεί για να του διδάξει πόσο δύσκολο είναι να ξέρεις το ποιος είναι σπουδαίος και ποιος όχι.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Οι ψυχές και η αγάπη



Ας θυμηθουμε μια ιστορία για τις Ψυχές, που ετοιμάστηκαν να κατέβουν στην Γη. Ίσως η ιστορία αυτή θα βοηθήσει κάποιους να καταλάβουν καλλίτερα την Ψυχή τους, τον Εαυτό τους και το νόημα της ζωής τους.
Να θυμάστε την ιστορία αυτή όσο πιο συχνά μπορείτε, ιδίως στις δύσκολες καταστάσεις και τότε θα έρθουν σε σας η σοφία και η χαρά.

Κάποτε έχουν συγκεντρωθεί οι Ψυχές σε ένα συμβούλιο πριν την ενσάρκωσή τους στην Γη.
Ρωτάει λοιπόν ο Θεός την μια Ψυχή:
- Εσύ γιατί θέλεις να πας στην Γη;
- Θέλω να μάθω να συγχωρώ.
- Και ποιούς σκοπεύεις εσύ να συγχωρέσεις; Κοίταξε- όλες οι Ψυχές είναι καθαρές, φωτεινές και αγαπητές. Αυτές σʼ αγαπάνε τόσο πολύ, που δεν μπορούν με τίποτε να κάνουν κάτι, που να χρειάζεται να τις συγχωρέσεις.
Η Ψυχή έριξε μια ματιά στις αδελφούλες της και πράγματι, αυτή τις αγαπάει όλες άνευ όρων και αυτές επίσης την αγαπούν άνευ όρων!
Πικράθηκε η Ψυχή και λέει:
- Και ήθελα τόσο πολύ να μάθω να συγχωρώ!
Εκείνη τη στιγμή την πλησιάζει η άλλη Ψυχή και της λέει:
- Μη στεναχωριέσαι, σʼ αγαπώ τόσο πολύ, που είμαι έτοιμη να βρεθώ μαζί σου στην Γη για να σε βοηθήσω να δοκιμάσεις την συγχώρεση. Θα γίνω ο άνδρας σου και θα σε απατώ, θα μεθώ, θα φέρομαι παράλογα και συ θα μαθαίνεις να με συγχωρείς.
Την πλησιάζει και μια άλλη Ψυχή και της λέει:
- Και γω σʼ αγαπώ πάρα πολύ και θα έρθω μαζί σου: εγώ θα γίνω η μητέρα σου, θα σε τιμωρώ, θα σε πρήζω, θα επεμβαίνω στην ζωή σου, θα σε εμποδίζω να ζεις ευτυχισμένα και συ θα μαθαίνεις να με συγχωρείς.
Την πλησιάζει η τρίτη Ψυχή και της λέει:
- Εγώ λοιπόν θα γίνω η καλλίτερή σου φίλη και στην πιο ακατάλληλη στιγμή θα σε προδώσω και συ θα μαθαίνεις να με συγχωρείς.
Την πλησιάζει η τέταρτη Ψυχή και της λέει:
- Εγώ θα γίνω το αφεντικό σου και από αγάπη για σένα θα σου φέρομαι σκληρά και άδικα, για να σου δοθεί η δυνατότητα να δοκιμάσεις την συγχώρεση.
Άλλη μια Ψυχή πήρε ένα μεγάλο βάρος επάνω της- αυτή προσφέρθηκε να παίξει τον ρόλο της κακιάς και άδικης πεθεράς . . .
Έτσι, συγκεντρώθηκε μια ομάδα Ψυχών, που αγαπιούνται μεταξύ τους πάρα πολύ, σοφίστηκαν το σενάριο της ζωής τους στην Γη για την απόκτηση της εμπειρίας της συγχώρεσης και ενσαρκώθηκαν.
Αλλά, όπως αποδείχτηκε, πάνω στην Γη είναι πάρα πολύ δύσκολο να θυμηθείς τον Εαυτό σου και την συμφωνία.

Οι περισσότεροι πήραν στα σοβαρά αυτήν την ζωή, άρχισαν να θυμώνουν και να οργίζονται μεταξύ τους, ξεχνώντας, πως οι ίδιοι έκαναν αυτό το σενάριο της ζωής, και το κυριότερο ότι όλοι μεταξύ τους αγαπιούνται πάρα πολύ!

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Η ζωή σαν τρένο



Η ζωή είναι σαν ένα ταξίδι με το τρένο. Επιβιβάζεσαι συχνά και αποβιβάζεσαι, υπάρχουν ατυχήματα, σε μερικές στάσεις ευχάριστες εκπλήξεις και βαθιά λύπη σε άλλες. Όταν γεννιόμαστε και επιβιβαζόμαστε στο τρένο, συναντάμε ανθρώπους, για τους οποίους πιστεύουμε ότι θα μας συνοδεύουν σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού: τους γονείς μας.
Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Αποβιβάζονται σε κάποια στάση και μας αφήνουν χωρίς την αγάπη, τη στοργή, τη φιλία και τη συντροφιά τους.
Ωστόσο επιβιβάζονται άλλα άτομα, που θα αποδειχθούν πολύ σημαντικά για μας. Είναι τα αδέρφια μας… οι φίλοι μας κι αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι που αγαπάμε.
Μερικά από τα άτομα που επιβιβάζονται, βλέπουν το ταξίδι σαν ένα μικρό περίπατο.
Άλλοι βρίσκουν μόνο λύπη στο ταξίδι τους.
Υπάρχουν πάλι άλλοι στο τρένο, που είναι πάντα εκεί και έτοιμοι να βοηθήσουν αυτούς που τους χρειάζονται.
Κάποιοι αφήνουν στην αποβίβαση μία αιώνια λαχτάρα. Μερικοί ανεβαίνουν και κατεβαίνουν ξανά κι εμείς, δεν τους έχουμε καν αντιληφθεί..
Μας εκπλήσσει, ότι μερικοί από τους επιβάτες, που αγαπάμε περισσότερο, κάθονται σε κάποιο άλλο βαγόνι και μας αφήνουν να κάνουμε μόνοι αυτό το κομμάτι του ταξιδιού. Αυτονόητα απέχουμε, και δεν μπαίνουμε στον κόπο να τους ψάξουμε και να έρθουμε σε επαφή με το δικό τους βαγόνι.
Δυστυχώς μερικές φορές δεν μπορούμε να καθίσουμε δίπλα τους, γιατί η θέση στην πλευρά τους είναι ήδη κατειλημμένη..
Δεν πειράζει, έτσι είναι το ταξίδι: γεμάτο προκλήσεις, όνειρα, φαντασία, ελπίδες και αποχαιρετισμούς, αλλά χωρίς επιστροφή.
Λοιπόν, ας κάνουμε το ταξίδι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ας προσπαθήσουμε να βολευτούμε με τους συνταξιδιώτες μας και να ψάξουμε το καλύτερο στοιχείο στον καθένα από αυτούς.
Ας θυμόμαστε ότι σε κάθε τμήμα της διαδρομής ένας από τους επιβαίνοντες μπορεί να έχει πρόβλημα και πιθανόν να χρειάζεται την κατανόησή μας.
Ακόμη κι εμείς μπορεί να βρεθούμε σε δύσκολη θέση και κάποιος να υπάρχει που θα μας καταλάβει.
Το μεγάλο μυστήριο του ταξιδιού είναι ότι δεν ξέρουμε πότε θα αποβιβαστούμε οριστικά, όπως επίσης ελάχιστα ξέρουμε για το πότε θα αποβιβαστούν οι συνταξιδιώτες μας, ούτε καν για εκείνον που κάθεται ακριβώς δίπλα μας.
Πιστεύω ότι θα στενοχωρηθώ όταν κατέβω για πάντα από το τρένο….. Ναι, αυτό πιστεύω. Ο χωρισμός από μερικούς φίλους που συνάντησα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού θα είναι οδυνηρός. Θα είναι πολύ λυπηρό να αφήσω μόνους τους αγαπημένους μου. Αλλά έχω την ελπίδα, πως κάποτε θα φτάσουμε στον κεντρικό σταθμό κι έχω την αίσθηση ότι θα τους ξαναδώ να έρχονται με αποσκευές, τις οποίες δεν είχαν ακόμα στην επιβίβαση..
Αυτό που με κάνει ευτυχισμένο, είναι η σκέψη, ότι κι εγώ βοήθησα να πλουτίσουν οι αποσκευές τους και να γίνουν πιο πολύτιμες.
Φίλοι μου, ας προσέξουμε να έχουμε ένα καλό ταξίδι και στο τέλος να δούμε ότι άξιζε τον κόπο.
Ας προσπαθήσουμε να αφήσουμε κατά την αποβίβαση μια κενή θέση πίσω μας, η οποία να αφήσει νοσταλγία και όμορφες αναμνήσεις σʼ αυτούς που συνεχίζουν το ταξίδι.


Σε όλους τους συνεπιβάτες εύχομαι... ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ