Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Παίρνοντας ρίσκο






Δυο σπόροι βρίσκονταν δίπλα δίπλα, μέσα στο γόνιμο ανοιξιάτικο έδαφος.
Ο πρώτος σπόρος είπε: «Θέλω να βλαστήσω! Θέλω να βυθίσω τις ρίζες μου βαθιά μέσα στο χώμα που βρίσκεται από κάτω μου και να σπρώξω το βλαστό μου να διαπεράσει το στρώμα του χώματος που βρίσκεται από πάνω μου. Θέλω ν’ ανοίξω τα τρυφερά μου μπουμπούκια σαν λάβαρα, για ν’ αναγγείλω τον ερχομό της άνοιξης… Θέλω να νιώσω τη ζεστασιά του ήλιου στο πρόσωπό μου και την ευλογία της πρωινής δροσούλας στα πέταλά μου!»
Και βλάστησε.
Ο δεύτερος σπόρος είπε: «Φοβάμαι. Αν βυθίσω τις ρίζες μου κάτω στο έδαφος, δεν ξέρω τι θα συναντήσουν μέσα στα σκοτάδια. Αν σπρώξω για να διαπεράσω το σκληρό έδαφος που βρίσκεται από πάνω μου, μπορεί να χαλάσω τους τρυφερούς βλαστούς μου… Κι αν ανοίξω τα μπουμπούκια μου κι έρθει το σαλιγκάρι και μου τα φάει; Κι αν ανθίσουν τα λουλούδια μου κι έρθει κανένα παιδάκι και με ξεριζώσει; Όχι, είναι προτιμότερο να περιμένω ώσπου να σιγουρευτώ».
Και περίμενε.
Μια κοτούλα που σκάλιζε εδώ κι εκεί το χώμα, στις αρχές της άνοιξης ψάχνοντας για τροφή, βρήκε το σπόρο και τον κατάπιε.

ΤΟ ΔΙΔΑΓΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ:
Όσοι αποφεύγουν να ριψοκινδυνεύσουν και να αναπτυχθούν τους καταβροχθίζει η ζωή.

Patty Hansen

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Απλά, πες το






Ένα βράδυ, έχοντας διαβάσει ένα από τα εκατοντάδες βιβλία που απευθύνονται σε γονιούς, ένιωθα λίγο ένοχος επειδή το βιβλίο περιέγραφε μερικές παιδαγωγικές στρατηγικές που, για λίγο καιρό, δεν είχα χρησιμοποιήσει. Η σημαντικότερη απ’ αυτές έλεγε ότι πρέπει να μιλάς με το παιδί σου και να χρησιμοποιείς αυτήν τη μαγική φράση: «Σ’ αγαπώ». Εγώ ο ίδιος το είχα τονίσει ξανά και ξανά ότι τα παιδιά πρέπει να ξέρουν με βεβαιότητα πως πραγματικά τ’ αγαπάς και μάλιστα χωρίς όρους.
Ανέβηκα στο δωμάτιο του γιου μου και χτύπησα την πόρτα. Το μόνο που άκουγα ήταν τα ντραμς του. Ήξερα ότι ήταν μέσα αλλά δεν ερχόταν ν’ ανοίξει. Έτσι έσπρωξα την πόρτα και φυσικά τον είδα να κάθεται φορώντας τα ακουστικά του. Άκουγε μια κασέτα κι έπαιζε ντραμς. Έσκυψα προς το μέρος του για να με προσέξει και μετά του είπα: «Τιμ, έχεις ένα λεπτό καιρό;»
«Ναι, βέβαια πατέρα. Πάντα έχω ένα λεπτό». Κάθισα κι αφού πέρασαν καμιά δεκαπενταριά λεπτά με κουβέντες χωρίς ιδιαίτερη σημασία, τον κοίταξα και του είπα: «Τιμ, μ’ αρέσει να σ’ ακούω να παίζεις ντραμς».
«Ω, ευχαριστώ, πατέρα», μου είπε. «Χαίρομαι γι’ αυτό».
Βγαίνοντας από το δωμάτιο του είπα: «Θα σε δω αργότερα!» Καθώς κατέβαινα στο ισόγειο, συνειδητοποίησα πως είχα ανέβει επάνω με ένα συγκεκριμένο μήνυμα, το οποίο όμως δεν παρέδωσα. Ένιωθα ότι έπρεπε ν’ ανέβω και να προσπαθήσω να βρω την ευκαιρία να πω αυτήν τη μαγική φράση.
Ανέβηκα πάλι τη σκάλα χτύπησα κι άνοιξα. «Έχεις ένα λεπτό καιρό, Τιμ;»
«Ναι, βέβαια, πατέρα. Πάντα έχω ένα δυο λεπτά για σένα. Τι θέλεις;»
«Τιμ, την πρώτη φορά ανέβηκα εδώ πάνω για να σου δώσω ένα μήνυμα αλλά σου είπα κάτι άλλο. Δε σου είπα αυτό που σκόπευα. Τιμ, θυμάσαι τότε που μάθαινες να οδηγείς, πόσα προβλήματα μου δημιούργησε το γεγονός; Έγραψα δυο λέξεις και τις έβαλα κάτω από το μαξιλάρι σου με την ελπίδα ότι αυτό θα διόρθωνε τα πράγματα. Έκανα το καθήκον μου σαν πατέρας κι εξέφρασα την αγάπη μου στο γιο μου». Τελικά, μετά από λίγη κουβεντούλα, κοίταξα τον Τιμ και του είπα: «Αυτό που θέλω να σου πω είναι πως σε αγαπάμε».
«Ω, ευχαριστώ, πατέρα. Εννοείς εσύ κι η μαμά;» μου είπε.
«Ναι, κι οι δυο μας, αλλά δε σου το δείχνουμε όσο πρέπει», αποκρίθηκα.
«Ευχαριστώ, χαίρομαι πολύ που τ’ ακούω. Το ξέρω, βέβαια, ότι μ’ αγαπάτε».
Στράφηκα κι έφυγα από το δωμάτιο. Καθώς κατέβαινα άρχισα να σκέφτομαι: «Αυτό είναι απίστευτο. Ανέβηκα εδώ πάνω δυο φορές, ξέρω πιο είναι το μήνυμα κι ωστόσο βγαίνει κάτι άλλο από το στόμα μου».
Αποφάσισα να ξαναγυρίσω την ίδια στιγμή και να πω στον Τιμ αυτό ακριβώς που ένιωθα. Θα το ακούσει απευθείας από μένα. Δε μ’ ενδιαφέρει αν είναι ένα κι ογδόντα ύψος! Γύρισα, λοιπόν, χτύπησα την πόρτα και τον άκουσα να φωνάζει: «Στάσου μια στιγμή, μη μου πεις ποιος είσαι. Μήπως είσαι εσύ, πατέρα;»
«Πώς το ήξερες;» το ρώτησα.
«Σε ξέρω από τότε που έγινες πατέρας, μπαμπά», μου αποκρίθηκε.
«Έχεις ένα ακόμα λεπτό;» τον ρώτησα.
«Το ξέρεις πως έχω, έλα μέσα λοιπόν. Υποθέτω πως δε μου είπες αυτό που ήθελες να μου πεις».
«Πως το κατάλαβες;» τον ρώτησα.
«Σε ξέρω από τότε που φορούσα πάνες».
«Καλά, κοίτα, Τιμ, άκου αυτό που δεν κατάφερα να εκφράσω προηγουμένως. Ήθελα να σου πω πόση αξία έχεις για την οικογένεια. Δεν είναι αυτό που κάνεις, ούτε αυτό που έκανες – για παράδειγμα αυτά που κάνετε με τα παιδιά του γυμνασίου – αλλά εσύ, σαν πρόσωπο, έχεις αξία. Σε αγαπώ και θα ήθελα απλά να το ξέρεις πως σε αγαπώ, και δεν καταλαβαίνω γιατί να κρατώ μέσα μου και να μην εξωτερικεύω κάτι τόσο σημαντικό».
Με κοίταξε και μου είπε, «Πατέρα, το ξέρω πως μ’ αγαπάς και με συγκινεί όταν σ’ ακούω να το λες. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτά που σκέφτεσαι και για τις προθέσεις σου». Καθώς έβγαινα από την πόρτα μου είπε: «Ε, πατέρα, έχεις ένα λεπτό ακόμα;»
Άρχισα να σκέφτομαι: «Ω, όχι. Τι να πρόκειται να μου πει;». Αλλά του είπα: «Βέβαια, πάντα έχω ένα λεπτό».
Δεν ξέρω από πού το μαθαίνουν αυτό τα παιδιά – είμαι σίγουρος πάντως ότι δεν είναι από τους γονείς τους – αλλά μου είπε: «Πατέρα, θέλω απλώς να σου κάνω μια ερώτηση».
«Τι;»
«Πατέρα, μήπως παρακολουθείς τίποτα σεμινάρια;»
Ω, όχι, σκέφτηκα. Όπως όλοι οι δεκαοχτάρηδες, έτσι κι αυτός, με πήρε είδηση. Έτσι του απάντησα: «Όχι, διάβαζα ένα βιβλίο που έλεγε πόσο σημαντικό είναι να λες στα παιδιά σου πώς νιώθεις γι’ αυτά».
«Σ’ ευχαριστώ που έκανες τον κόπο. Θα τα πούμε αργότερα, πατέρα».
Νομίζω ότι αυτό που με δίδαξε πάνω απ’ όλα ο Τιμ εκείνο το βράδυ ήταν ότι ο μόνος τρόπος για να καταλάβεις την πραγματική έννοια και το σκοπό της αγάπης, είναι να είσαι πρόθυμος να πληρώσεις το τίμημα. Πρέπει να πας να βρεις τον άλλο, και να του το εκφράσεις.

Gene Bedley

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποιο όνειρο






Πριν από μερικά χρόνια ανέλαβα ν’ ασχοληθώ, ως ψυχολόγος, με άτομα που ζούσαν από το ταμείο κοινωνικής πρόνοιας της νότιας κομητείας. Αυτό που ήθελα να κάνω ήταν ν’ αποδείξω ότι όλοι έχουν την ικανότητα να γίνουν αυτάρκεις και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να τους ενεργοποιήσουμε. Ζήτησα από την κομητεία να φτιάξει μια ομάδα από άτομα που συντηρούνταν από την κοινωνική πρόνοια, από άτομα με διαφορετική εθνική καταγωγή και από οικογένειες διαφορετικής υφής. Θα τους έβλεπα σαν ομάδα για τρεις ώρες κάθε Παρασκευή. Ζήτησα επίσης ένα μικρό ταμείο το οποίο θα χρειαζόμουν.
Το πρώτο πράγμα που είπα αφού αντάλλαξα χειραψία με όλους ήταν: « Θα ήθελα να μάθω ποια είναι τα όνειρά σας». Με κοιτούσαν όλοι σαν να ήμουν τρελή.
«Όνειρα; Δεν έχουμε όνειρα».
«Καλά, κι όταν ήσαστε παιδιά;» ρώτησα. «Δεν υπήρχε κάτι που θέλατε πάρα πολύ να κάνετε;»
Μια γυναίκα μου είπε: «Δεν ξέρω σε τι θα με ωφελούσαν τα όνειρα. Οι αρουραίοι τρώνε τα παιδιά μου».
«Ω», είπα. «Αυτό είναι τρομερό. Βέβαια, είσαι απασχολημένη με τους αρουραίους και τα παιδιά σου. Πώς θα μπορούσε κανείς να το αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα;»
«Να, θα μπορούσα ν’ αλλάξω τη σήτα στην πόρτα μου, η οποία έχει τρύπες».
«Υπάρχει κανείς εδώ», ρώτησα, «που μπορεί να φτιάξει τη σήτα στην πόρτα;»
«Πριν από καιρό έφτιαχνα τέτοια πράγματα, τώρα όμως έχω ένα φοβερό πρόβλημα στην πλάτη, αλλά θα προσπαθήσω», είπε ένας άντρας από την ομάδα.
Του είπα ότι είχα μερικά χρήματα διαθέσιμα, αν μπορούσε να πάει ν’ αγοράσει σήτα και να φτιάξει την πόρτα της συγκεκριμένης γυναίκας. «Σου είναι εύκολο;»
«Ναι, θα προσπαθήσω».
Την επόμενη εβδομάδα, όταν ο καθένας από την ομάδα πήρε τη θέση του, ρώτησα τη γυναίκα. «Λοιπόν, διορθώθηκε η πόρτα σου;»
«Ω, ναι», είπε.
«Τότε μπορούμε ν’ αρχίσουμε να ονειρευόμαστε, ε;» Μου χαμογέλασε αχνά.
Μετά ρώτησα τον άντρα που έκανε τη δουλειά: «Πώς νιώθεις;»
«Λοιπόν», είπε εκείνος, «είναι πολύ παράξενο. Έχω αρχίσει να νιώθω πολύ καλύτερα».
Αυτό βοήθησε την ομάδα ν’ αρχίσει να κάνει όνειρα. Αυτές οι μικρές επιτυχίες επέτρεψαν σε όλους να αντιληφθούν ότι τα όνειρά δεν ήταν κάτι τρελό. Αυτά τα μικρά βήματα, τους έκαναν ν’ αρχίσουν να νιώθουν και να καταλαβαίνουν ότι πράγματι ήταν δυνατό να γίνει κάτι.
Άρχισα να ρωτώ τους άλλους για τα όνειρά τους. Μια γυναίκα είπε ότι πάντα ήθελε να γίνει γραμματέας. «Ωραία», είπα. «Και τι είναι αυτό που σε εμποδίζει;» (Αυτή είναι πάντα η επόμενή μου ερώτηση).
«Έχω έξι παιδιά», είπε, «και δεν έχω κανένα να τα προσέχει όσο θα λείπω από το σπίτι».
«Για να δούμε», είπα. «Υπάρχει κανείς σ’ αυτήν την ομάδα που θα μπορούσε να φροντίζει έξι παιδιά για μια ή δυο μέρες τη βδομάδα, όσο αυτή η γυναίκα θα κάνει κάποια μαθήματα εδώ, στο κοινοτικό κολέγιο;»
«Έχω κι εγώ παιδιά», είπε μια άλλη γυναίκα, «αλλά θα μπορούσα να το κάνω».
«Ας το κανονίσουμε, λοιπόν», είπα. Έτσι κανονίστηκε ένα πρόγραμμα και η γυναίκα πήγε σχολείο.
Όλοι βρήκαν κι από κάτι. Ο άντρας, που είχε φτιάξει την πόρτα με τη σήτα, βρήκε μια θέση για βοηθητικές εργασίες. Η γυναίκα που ανέλαβε τη φύλαξη των παιδιών, πήρε άδεια να αναλαμβάνει απροστάτευτα που τοποθετούνταν σε θετές οικογένειες. Μέσα σε δώδεκα βδομάδες, κατάφερα να φύγουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι από το ταμείο κοινωνικής πρόνοιας. Αυτό δεν το έκανα μόνο μια φορά, αλλά πολλές.

Virginia Satir

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Η αγάπη είναι η μόνη δημιουργική δύναμη






Ένας καθηγητής κολεγίου ζήτησε από τους μαθητές του της κοινωνιολογίας να πάνε στις φτωχογειτονιές της Βαλτιμόρης και να εξετάσουν το ιστορικό 200 νεαρών αγοριών. Τους ζήτησε, επίσης να κάνουν μια γραπτή εκτίμηση σχετικά με το μέλλον του καθενός από τ’ αγόρια αυτά. Σ’ όλες τις περιπτώσεις οι φοιτητές έγραφαν: «Δεν έχει καμιά πιθανότητα εξέλιξης». Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, ένας άλλος καθηγητής κοινωνιολογίας έτυχε να ανακαλύψει αυτήν την παλιότερη έρευνα. Ζήτησε από τους μαθητές του να τη συνεχίσουν και να ψάξουν να βρουν ποια εξέλιξη είχαν αυτά τα παιδιά. Με εξαίρεση είκοσι που είτε είχαν ξενιτευτεί, είτε είχαν πεθάνει, από τους υπόλοιπους 180, σύμφωνα με ότι ανακάλυψαν οι φοιτητές, οι 176 ήταν επιτυχημένοι δικηγόροι, γιατροί και επιχειρηματίες, με βαθμό επιτυχίας μάλιστα πολύ πάνω από τον μέσο.
Έκπληκτος, ο καθηγητής αποφάσισε να συνεχίσει την έρευνα σε μεγαλύτερο βάθος. Ευτυχώς όλοι αυτοί που αφορούσε η έρευνα ζούσαν στην ίδια περιοχή και μπόρεσε να μιλήσει με τον καθένα ξεχωριστά και να τον ρωτήσει, «Που αποδίδεις την επιτυχία σου;» Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση ήταν επενδυμένη με συναίσθημα. «Σε μια δασκάλα μου».
Η δασκάλα ζούσε ακόμα, έτσι ο καθηγητής πήγε και τη βρήκε. Ρώτησε την ηλικιωμένη, αλλά με καθαρή σκέψη γυναίκα, ποια ήταν η μαγική συνταγή που χρησιμοποίησε για να ανασύρει αυτά τα παιδιά από τα χαμόσπιτα και να τα εκτοξεύσει στα ύψη που είχαν φτάσει.
Στα μάτια της δασκάλας φάνηκε μια λάμψη και στα χείλη της άνθισε, αχνά, ένα χαμόγελο. «Είναι πολύ απλό», είπε, «Τα αγάπησα αυτά τα παιδιά».
     
Eric Butterworth

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Ένας τέτοιος αδελφός






Κάποιος φίλος μου που ονομάζεται Πωλ, πήρε ένα αυτοκίνητο σαν χριστουγεννιάτικο δώρο από τον αδερφό του. Την παραμονή των Χριστουγέννων, βγαίνοντας από το γραφείο του είδε ένα αλητάκι να κάνει βόλτες γύρω απ’ αυτό και να το θαυμάζει. «Δικό σας είναι αυτό το αυτοκίνητο, κύριε;» ρώτησε.
Ο Πωλ έγνεψε καταφατικά. «Μου το έκανε δώρο ο αδερφός μου για τα Χριστούγεννα». Το παιδί έμεινε με το στόμα ανοικτό. «Δηλαδή, σας το έδωσε ο αδερφός σας και δεν πληρώσατε τίποτα; Μπράβο! Μακάρι να…» δίστασε.
Ο Πωλ βέβαια ήξερε τι ήθελε να πει, ¨μακάρι να’ χα κι εγώ έναν τέτοιο αδερφό¨. Ωστόσο, αυτό που είπε το παιδί συγκλόνισε τον Πωλ μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής του.
«Μακάρι», συνέχισε ο μικρός, «να μπορούσε να γίνω κι εγώ τέτοιος αδερφός».
Ο Πωλ κοίταξε το παιδί κατάπληκτος και μετά είπε αυθόρμητα: «Θέλεις να κάνεις μια βόλτα με το αυτοκίνητό μου;»
«Ω, ναι, πάρα πολύ».
Αφού έκαναν μια σύντομη βόλτα, ο μικρός γύρισε και με μάτια που έλαμπαν είπε: «Κύριε, μπορείτε να περάσετε έξω από το σπίτι μου;»
Ο Πωλ χαμογέλασε αχνά. Υποψιαζόταν τι ήθελε ο νεαρός: να δείξει στους γείτονες ότι πήγαινε σπίτι του με αυτοκίνητο. Αλλά ο Πωλ γελάστηκε για δεύτερη φορά. «Σταμάτησε εκεί, σ’ αυτά τα δυο σκαλιά;» παρακάλεσε το παιδί.
Βγήκε από το αυτοκίνητο κι ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Σε λίγο ο Πωλ τον άκουσε να γυρίζει, αλλά όχι τρέχοντας τώρα. Έφερνε μαζί του το μικρό, ανάπηρο αδερφό του. Τον έβαλε να καθίσει στο κάτω σκαλί και μετά στριμώχτηκε δίπλα του και του έδειξε το αυτοκίνητο.
«Να! Βλέπεις αδερφάκι, αυτό σου έλεγα πριν επάνω. Του το χάρισε ο αδερφός του για τα Χριστούγεννα κι ο ίδιος δεν πλήρωσε δεκάρα. Μια μέρα θα σου δωρίσω κι εγώ ένα τέτοιο… και τότε θα δεις όλα εκείνα τα όμορφα πράγματα που σου έλεγα ότι βρίσκονται στις Χριστουγεννιάτικες βιτρίνες».
Ο Πωλ βγήκε από το αυτοκίνητο, πήρε το ανάπηρο αγόρι και το έβαλε στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου. Ο μεγάλος αδερφός, με τα μάτια του να αστράφτουν, μπήκε μέσα και κάθισε δίπλα του. Οι τρεις τους ξεκίνησαν ένα αξέχαστο εορταστικό περίπατο με το αυτοκίνητο.
Εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων, ο Πωλ έμαθε τι εννοούσε ο Χριστός, όταν έλεγε ότι η μεγαλύτερη ευλογία είναι να δίνεις…

Dan Clark


Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Πωλούνται κουταβάκια






Ένας καταστηματάρχης, είχε κρεμασμένη μια πινακίδα πάνω από την πόρτα του μαγαζιού του που έγραφε «πωλούνται κουταβάκια». Τέτοιου  είδους πινακίδες συνήθως προσελκύουν μικρά παιδιά και όπως ήταν επόμενο, ένα αγοράκι εμφανίστηκε σύντομα μπροστά στην πόρτα του καταστήματος. «Πόσο θα τα πουλήσετε αυτά τα κουταβάκια», ρώτησε.
«Από τριάντα μέχρι πενήντα δολάρια το καθένα», του απάντησε ο καταστηματάρχης.
Το αγοράκι έβαλε το χέρι του στην τσέπη κι έβγαλε κάτι ψιλά. «Έχω μόνο δύο δολάρια και τριανταεπτά σεντς», είπε. «Σας παρακαλώ, μου επιτρέπεται να τα δω;»
Ο καταστηματάρχης χαμογέλασε και μετά σφύριξε. Αμέσως η Λέιντι βγήκε από το σπιτάκι της κι ήρθε τρέχοντας στο διάδρομο του καταστήματος, ακολουθούμενη από πέντε μικρούτσικες γούνινες μπάλες. Ένα από τα κουταβάκια, που είχε μείνει πολύ πίσω, προχωρούσε με δυσκολία και κουτσαίνοντας. Ο μικρός πρόσεξε αμέσως το σκυλί που κούτσαινε και ρώτησε: «Τι έχει εκείνο το σκυλάκι;»
Ο καταστηματάρχης του εξήγησε ότι ο κτηνίατρος εξέτασε το κουταβάκι και βρήκε ότι δεν είχε άρθρωση στο γοφό, κι ότι θα κουτσαίνει για πάντα. Το αγοράκι έδειξε ν’ αναστατώνεται. «Αυτό το κουταβάκι θέλω να αγοράσω».
«Όχι», είπε ο καταστηματάρχης, «δεν είναι δυνατό να θέλεις να αγοράσεις αυτό το σκυλάκι. Αν πραγματικά το θέλεις, όμως, θα σου το χαρίσω».
Το παιδί στενοχωρήθηκε πολύ. Κοίταξε τον καταστηματάρχη κατευθείαν στα μάτια και κουνώντας το δάχτυλό του προς το μέρος του είπε: «Δε θέλω να μου το χαρίσετε. Αυτό το σκυλάκι αξίζει ακριβώς όσο όλα τα άλλα και θα πληρώσω την τιμή του στο ακέραιο. Θα σας δώσω δύο δολάρια και τριανταεπτά σεντς τώρα και 50 σεντς το μήνα, μέχρι να εξοφλήσω».
Ο καταστηματάρχης αντέτεινε: «Δεν είναι δυνατό να θέλεις να αγοράσεις αυτό το σκυλάκι. Ποτέ δεν πρόκειται να μπορέσει να τρέξει, να πηδήξει και να παίξει μαζί σου όπως τα άλλα κουταβάκια».
Και τότε το αγοράκι έσκυψε και τύλιξε το μπατζάκι του παντελονιού του προς τα πάνω, αποκαλύπτοντας ένα πολύ στρεβλό, ανάπηρο αριστερό πόδι που το στήριζε ένα μεταλλικό στήριγμα. Γύρισε προς τα πάνω και κοίταξε πάλι τον καταστηματάρχη. «Όπως βλέπετε, δεν τρέχω κι εγώ πολύ και το σκυλάκι θα χρειαστεί κάποιον που θα το καταλαβαίνει», είπε ήρεμα.

Dan Clark

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Το δώρο






Ο Μπένετ Σερφ αφηγείται μια συγκινητική ιστορία για ένα λεωφορείο που πήγαινε σκαμπανεβάζοντας σε κάποιο απόκεντρο δρόμο, στο Νότο.
Σ’ ένα από τα καθίσματά του, ένας μικρόσωμος γέρος καθόταν και κρατούσε ένα μπουκέτο δροσερά λουλούδια. Μια νεαρή κοπέλα, καθισμένη από την άλλη μεριά του διαδρόμου, γύρισε και κοίταζε τα λουλούδια ξανά και ξανά. Ήρθε η ώρα να κατέβει ο γέρος. Σαν από παρόρμηση, άφησε ξαφνικά το μπουκέτο στην ποδιά της κοπέλας.
«Βλέπω πως αγαπάς τα λουλούδια», εξήγησε, «και νομίζω πως η γυναίκα μου θα ήθελε να τα πάρεις. Θα της πω ότι σου τα έδωσα».
Η κοπέλα πήρε τα λουλούδια και μετά είδε τον ηλικιωμένο άντρα να κατεβαίνει από το λεωφορείο και να μπαίνει σε ένα μικρό νεκροταφείο.

Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Το σχολείο των ζώων






Μια φορά κι ένα καιρό τα ζώα αποφάσισαν να κάνουν κάτι ηρωικό για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα με τα προβλήματα του «νέου κόσμου». Και οργάνωσαν ένα σχολείο.
Υιοθέτησαν ένα πρόγραμμα με διάφορες δραστηριότητες που περιλάμβανε τρέξιμο, σκαρφάλωμα, κολύμπι και πτήση. Για εύκολη εφαρμογή του προγράμματος, όλα τα ζώα γράφτηκαν σ’ όλα τα μαθήματα.
Η πάπια ήταν εξαιρετικά καλή στο κολύμπι, καλύτερη στην πραγματικότητα κι από τον εκπαιδευτή της, αλλά στην πτήση οι βαθμοί της ήταν κοντά στη βάση και στο τρέξιμο, ήταν πολύ αδύνατη. Κι αφού ήταν τόσο αδύνατη στο τρέξιμο έπρεπε να μένει μετά το σχολείο για να ασκείται και για να βρίσκει τον απαιτούμενο χρόνο για το σκοπό αυτόν, να παρατήσει το κολύμπι. Αλλά ο μέσος όρος ήταν αποδεκτός στο σχολείο, γι’ αυτό κανείς δεν ανησυχούσε για το ζήτημα εκτός από την πάπια.
Το κουνέλι ήταν πρώτο στην τάξη στο τρέξιμο, αλλά τελικά έπαθε νευρικό κλονισμό από την πολλή δουλειά που χρειάστηκε να κάνει για να τα βγάλει πέρα με το κολύμπι.
Ο σκίουρος ήταν καταπληκτικός στο σκαρφάλωμα, μέχρι τη στιγμή που τον απογοήτευσε το μάθημα της πτήσης κατά το οποίο ο δάσκαλός του τον ανάγκαζε να ξεκινά από το έδαφος και να πετά προς τα πάνω κι όχι από το δέντρο προς τα κάτω. Έπαθε επίσης υπερκόπωση από την πολλή προσπάθεια και τελικά πήρε Γ ακόμα και στο σκαρφάλωμα και Δ στο τρέξιμο.
Ο αετός ήταν προβληματικό παιδί και τιμωρήθηκε αυστηρά. Στο σκαρφάλωμα νικούσε όλους τους άλλους φτάνοντας πρώτος στην κορυφή του δέντρου, αλλά επέμενε να το κάνει με το δικό του τρόπο.
Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ένα περίεργο χέλι που μπορούσε να κολυμπά υπερβολικά καλά, αλλά και να τρέχει, να σκαρφαλώνει και να πετά λίγο, είχε τον ψηλότερο μέσο όρο στη βαθμολογία και πήρε το αριστείο.
Ο κυνόμυς έμεινε έξω από το σχολείο, επειδή η διοίκηση δεν εννοούσε να προσθέσει το σκάψιμο και τη διάνοιξη λαγουμιών στο πρόγραμμα. Εκπαίδευε τα παιδιά του στη σβούρα και αργότερα συνεργάστηκε με τη μαρμότα και το γεωπόντικα και ίδρυσαν ένα πολύ επιτυχημένο ιδιωτικό σχολείο.
Μήπως αυτός ο μύθος έχει κάποιο δίδαγμα…;


George H. Reavis

Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Ένας ένας






Κάποιος φίλος μας περπατούσε σε μια έρημη ακρογιαλιά του Μεξικού, την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Καθώς βάδιζε, διέκρινε ένα άλλο άτομο πέρα μακριά. Πλησιάζοντας, πρόσεξε ότι ο ντόπιος αυτός άγνωστος έσκυβε κάτω, έπαιρνε κάτι και το έριχνε στο νερό. Τι να ήταν άραγε αυτό που εκσφενδόνιζε, κάθε τόσο, στη θάλασσα;
Καθώς ο φίλος μας πλησίαζε ολοένα και πιο πολύ, πρόσεξε σε κάποια στιγμή ότι ο άντρας έπαιρνε αστερίες που είχε βγάλει το νερό έξω και, έναν έναν, τους ξαναπέταγε στη θάλασσα.
Ο φίλος μας παραξενεύτηκε. Πλησίασε τον άντρα και του είπε: «Καλησπέρα, φίλε μου. Σε είδα κι αναρωτήθηκα τι κάνεις».
«Ρίχνω αυτούς του αστερίες πίσω στη θάλασσα. Είναι ώρα της άμπωτης, βλέπεις, και όλοι αυτοί έχουν ξεμείνει στην ακτή. Αν δεν τους ξαναρίξω μέσα, θα πεθάνουν εδώ από έλλειψη οξυγόνου».
«Κατάλαβα», αποκρίθηκε ο φίλος μου, «ωστόσο υπάρχουν χιλιάδες αστερίες στην ακτή. Δεν είναι δυνατό να τους ρίξεις όλους στο νερό. Είναι πάρα πολλοί. Και σκέψου σε πόσες εκατοντάδες παραλίες συμβαίνει αυτό, σ’ όλο το μήκος των ακτών. ‘Όπως καταλαβαίνεις δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία αυτό που κάνεις».
Ο ιθαγενής χαμογέλασε, έσκυψε και πήρε άλλο έναν αστερία και καθώς τον έριχνε στο νερό είπε: «Έχει σημασία γι΄αυτόν εδώ».

Jack Canfield & Mark V. Hansen

Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

Μια πράξη φιλανθρωπίας




Μία πλούσια κυρία ρώτησε: «Πόσο κάνουν τα αυγά;»
Ο γέρος πωλητής απάντησε: «30 λεπτά το ένα αυγό, κυρία».
Του είπε: «Θα πάρω 10 αυγά για 2,50 Ευρώ ή αλλιώς θα φύγω».
Ο γέρος πωλητής απάντησε: «Εντάξει, πάρτε τα στην τιμή που θέλετε. Και ίσως μου φέρει γούρι η επίσκεψη σας, γιατί σήμερα δεν έχω πουλήσει ούτε ένα μέχρι τώρα.»
Η κυρία πήρε τα αυγά και έφυγε έχοντας την αίσθηση πως κέρδισε. Έβαλε τα αυγά στο διθέσιο αυτοκίνητο της και πήγε στο απέναντι εστιατόριο με τη φίλη της. Εκεί, παρήγγειλαν ό, τι τους άρεσε.
Και παρόλο που πήραν πολλά πιάτα, έφαγαν λίγο και άφησαν τα υπόλοιπα στο τραπέζι. Στη συνέχεια, ζήτησε τον λογαριασμό. Ήταν €37,30 και έδωσε €40,00 λέγοντας στον σερβιτόρο να κρατήσει τα ρέστα.
Αυτό το περιστατικό ήταν αρκετά φυσιολογικό για τον σερβιτόρο, αλλά έδειχνε επώδυνο για τον φτωχό πωλητή αυγών που τις κοιτούσε από μακριά.

Το θέμα είναι:
Γιατί δείχνουμε πάντα την δύναμη μας όταν βλέπουμε έναν φτωχότερο άνθρωπο;
Και γιατί γινόμαστε απλόχεροι σε όσους δεν έχουν και τόσο ανάγκη την γενναιοδωρία μας;

Κάποτε διάβασα κάπου:
Ο πατέρας μου αγόραζε απλά πράγματα από φτωχούς πλανόδιους σε ακριβή τιμή παρόλο που δεν τα χρειαζόταν. Μερικές φορές μάλιστα, συνήθιζε να τους πληρώνει πολύ παραπάνω.
Με παραξένεψε αυτή η συνήθεια του και έτσι τον ρώτησα: «Γιατί το κάνεις αυτό;».
Τότε ο πατέρας μου απάντησε:

«Παιδί μου, αυτό που κάνω είναι μια πράξη φιλανθρωπίας τυλιγμένη με αξιοπρέπεια».


Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

Μια απλή χειρονομία






Ο Μαρκ πήγαινε σπίτι του από το σχολείο, μια μέρα, όταν είδε ένα αγόρι που περπατούσε λίγο πιο μπροστά να σκοντάφτει και να του πέφτουν τα βιβλία του, καθώς και δυο φανελίτσες, ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ, ένα γάντι και ένα μικρό κασετόφωνο. Ο Μαρκ γονάτισε και βοήθησε το αγόρι να μαζέψει τα σκορπισμένα στο έδαφος πράγματά του. Και μια και πήγαιναν προς την ίδια κατεύθυνση, το βοήθησε να κουβαλήσει ένα μέρος του φορτίου του. Καθώς προχωρούσαν, ο Μαρκ έμαθε πως το αγόρι λεγόταν Μπιλ, ότι του άρεσαν τα βιντεοπαιχνίδια, το μπέιζμπολ και η ιστορία, ότι τον δυσκόλευαν πολύ τα άλλα μαθήματα κι ότι μόλις τα είχε χαλάσει με το κορίτσι του.
Έφτασαν πρώτα στο σπίτι του Μπιλ, που κάλεσε τον Μαρκ για μια κόκα κόλα και για να δουν τηλεόραση. Το απόγευμα πέρασε ευχάριστα με λίγο γέλιο και κουβεντούλα, και μετά ο Μαρκ πήγε στο σπίτι του. Συνέχισαν να βλέπονται στο σχολείο και μετά από αυτό, έφαγαν μαζί μια δυο φορές πριν αποφοιτήσουν κι οι δυο από το γυμνάσιο. Γράφτηκαν στο ίδιο λύκειο και στα χρόνια που ακολούθησαν διατήρησαν κάποια επαφή. Τελικά, έφτασε το πολυπόθητο έτος αποφοίτησης και τρεις εβδομάδες πριν πάρουν το δίπλωμά τους, ο Μπιλ ρώτησε τον Μαρκ αν μπορούσαν να κουβεντιάσουν.
Ο Μπιλ του θύμισε τη μέρα που πρωτογνωρίστηκαν, πριν από χρόνια.
«Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί κουβαλούσα τόσα πράγματα στο σπίτι μου εκείνη τη μέρα;» ρώτησε ο Μπιλ.
Καθάρισα το ντουλάπι μου επειδή δεν ήθελα να το βρει ακατάστατο εκείνος που θα το παραλάβαινε. Είχα κρύψει μερικά από τα υπνωτικά χάπια της μητέρας μου και πήγαινα σπίτι για να αυτοκτονήσω. Όταν όμως περάσαμε λίγη ώρα μαζί κουβεντιάζοντας και γελώντας, συνειδητοποίησα ότι, αν είχα αυτοκτονήσει θα είχα χάσει εκείνες τις στιγμές καθώς και άλλες που πιθανό να ακολουθούσαν. Βλέπεις, λοιπόν, Μαρκ, την ώρα που έσκυβες να μαζέψεις τα βιβλία μου εκείνη τη μέρα, έκανες κάτι πολύ περισσότερο. Μου έσωσες τη ζωή».

John W. Schlatter

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

Η πιο τρυφερή ανάγκη






Τουλάχιστον μια φορά τη μέρα, ο μαύρος μας γάτος πλησιάζει κάποιον από μας με τρόπο που μας κάνει να καταλαβαίνουμε ότι ζητά κάτι ιδιαίτερο. Δε ζητά να του δώσουμε φαγητό ή να τον αφήσουμε να βγει έξω ή κάτι τέτοιο. Η ανάγκη που ζητά να ικανοποιήσουμε είναι πολύ διαφορετική.
Αν είσαι καθισμένος, θα πηδήξει στα γόνατά σου. Αν όχι, θα σταθεί και θα σε κοιτάζει θλιμμένα μέχρι να του προσφέρεις τα γόνατα ή την ποδιά σου. Μόλις ανέβει εκεί, αρχίζει να γουργουρίζει πριν ακόμα του χαϊδέψεις την πλάτη και πριν του ξύσεις το πιγούνι και του πεις πόσο καλό γατάκι είναι. Μετά, το γουργουρητό του «μαρσάρει» κυριολεκτικά, κι ο γάτος στριφογυρίζει για να ξαπλώσει άνετα. Κάπου κάπου το γουργούρισμά του ξεφεύγει από το κανονικό και γίνεται ρουθούνισμα. Σε κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια και σου τα ανοιγοκλείνει μ’ εκείνο τον αργό, γατίσιο τρόπο που δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη.
Μετά από λίγο, σωπαίνει. Αν αντιληφθεί ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, μπορεί να μείνει στα γόνατά σου για έναν υπνάκο. Είναι, όμως, εξίσου πιθανό να πηδήξει κάτω και να φύγει τρέχοντας για να πάει στη δουλειά του. Είτε το ένα κάνει είτε το άλλο, είναι ικανοποιημένος.
Η κόρη μας το λέει απλά: «Ο Μπλάκι χρειάζεται χάδι για γουργούρισμα».
Στο σπιτικό μας δεν είναι ο μόνος που το χρειάζεται αυτό. Έχω κι εγώ αυτή την επιθυμία, καθώς κι η γυναίκα μου. Ξέρουμε ότι η ανάγκη αυτή δεν αποτελεί αποκλειστικότητα μιας συγκεκριμένης ηλικίας. Κι ωστόσο, επειδή εκτός από γονιός είμαι και εκπαιδευτικός, την θεωρώ ιδιαίτερα συνδεδεμένη με τους νέους οι οποίοι χρειάζονται ένα γρήγορο, αυθόρμητο αγκάλιασμα, μια ζεστή ποδιά να καθίσουν, ένα απλωμένο χέρι, ένα τράβηγμα της κουβέρτας για να τους σκεπάσουμε καλύτερα, όχι επειδή τους συμβαίνει κάτι, ούτε γιατί πρέπει να γίνει κάτι, αλλά γιατί έτσι είναι φτιαγμένοι.
Υπάρχουν πολλά πράγματα που θα ήθελα να κάνω για όλα τα παιδιά. Αν μπορούσα να κάνω έστω και ένα θα ήταν το εξής: να εξασφαλίσω σε κάθε παιδί, σε όλα τα μέρη του κόσμου, τουλάχιστον ένα καλό «γουργούρισμα» κάθε μέρα.
Τα παιδιά, όπως και οι γάτοι, έχουν ανάγκη από την ώρα του γουργουρίσματος.

Fred T. Wilhelm

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Δήλωση αυτοεκτίμησης






Το παρακάτω γράφτηκε σαν απάντηση στην ερώτηση ενός δεκαπεντάχρονου κοριτσιού:
«Πώς μπορώ να προετοιμαστώ για μια ζωή που θα με γεμίζει;»

Είμαι ο εαυτός μου.
Σ’ όλο τον κόσμο δεν υπάρχει κανένας άλλος που να είναι ολόιδιος μ’ εμένα. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κάποιες ομοιότητες μαζί μου, αλλά κανείς δεν είναι στο σύνολό του όπως εγώ. Έτσι, οτιδήποτε προέρχεται από μένα είναι γνήσια δικό μου γιατί το διάλεξα εγώ ο ίδιος.
Μου ανήκουν όλα όσα αποτελούν τον εαυτό μου: το σώμα μου κι όλα όσα κάνει. Το μυαλό μου κι όλες οι σκέψεις και οι ιδέες. Τα μάτια μου κι όλες οι εικόνες που σχηματίζονται μέσα τους. Τα αισθήματά μου, όποια κι αν είναι – θυμός, χαρά, απογοήτευση, αγάπη, ανυπομονησία. Το στόμα μου και κάθε λέξη που βγαίνει απ’ αυτό – ευγενική, γλυκιά ή απότομη, ορθή ή λανθασμένη. Η φωνή μου, δυνατή ή σιγανή. Κι όλες οι πράξεις μου, που αφορούν τους άλλους ή τον εαυτό μου.
Μου ανήκουν οι φαντασιώσεις μου, τα όνειρά μου, οι ελπίδες μου, οι φόβοι μου. Μου ανήκουν όλοι οι θρίαμβοι κι οι επιτυχίες μου, όλες οι αποτυχίες και τα λάθη μου.
Επειδή μου ανήκει ολόκληρος ο εαυτός μου, μπορώ να γνωριστώ απόλυτα μαζί του. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορώ να αγαπήσω τον εαυτό μου και να είμαι φίλος μαζί του και με όλα τα μέλη μου. Έτσι θα καταστήσω ικανό το σύνολο του εαυτού μου να εργαστεί για ότι είναι καλύτερο για μένα.
Ξέρω πως υπάρχουν όψεις του εαυτού μου που με μπερδεύουν κι άλλες όψεις του που δεν τις ξέρω. Αλλά από τη στιγμή που τρέφω αισθήματα φιλίας και αγάπης απέναντι στον εαυτό μου, μπορώ να ψάξω με θάρρος κι ελπίδα για το ξεδιάλυμα των μυστηρίων και για τρόπους που θα μου επιτρέψουν να μάθω περισσότερα για μένα.
Όταν κάνω εκ των υστέρων ανασκόπηση του πώς φαινόμουν και τι εντύπωση έδωσαν τα λόγια μου, τι σκέφτηκα και πώς ένιωσα, μερικά σημεία μπορεί να βρεθούν αταίριαστα. Μπορώ να απορρίψω όσα ήταν αταίριαστα και να κρατήσω όσα βρέθηκαν να ταιριάζουν. Και να ανακαλύψω κάτι καινούριο για αντικατάσταση εκείνου που απέρριψα.
Μπορώ να δω, να ακούσω, να νιώσω, να σκεφτώ, να πω και να ενεργήσω. Έχω τα μέσα να επιβιώσω, να είμαι κοντά στους άλλους, να κατανοήσω τον κόσμο, τους ανθρώπους και τα πράγματα που βρίσκονται στον εξωτερικό μου κόσμο.
Κατέχω τον εαυτό μου, γι’ αυτό μπορώ να τον οικοδομήσω.
Είμαι ο εαυτός μου και είμαι καλά.

Virginia Satir

Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Πραγματική αγάπη






Ο Μόζες Μέντελσον, παππούς του διάσημου Γερμανού συνθέτη, κάθε άλλο παρά όμορφος ήταν. Πέρα από το μικρό του ανάστημα είχε και μια αστεία καμπούρα.
Μια μέρα επισκέφθηκε έναν έμπορο στο Αμβούργο που είχε μια όμορφη κόρη που ονομαζόταν Φρούμτζε. Ο Μόζες την ερωτεύτηκε παράφορα. Η Φρούμτζε, όμως, ένιωθε αποστροφή για την απαίσια εμφάνισή του.
Όταν ήρθε η ώρα του να φύγει, ο Μόζες μάζεψε όλο του το κουράγιο κι ανέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιό της, επιδιώκοντας να βρει μια τελευταία ευκαιρία να της μιλήσει. Ήταν όμορφη σαν ουράνια οπτασία, η άρνησή της όμως να τον κοιτάξει τον πονούσε. Μετά από μερικές απόπειρες να πιάσει κουβέντα μαζί της ο Μόζες τη ρώτησε δειλά, «Πιστεύεις ότι οι γάμοι κανονίζονται στον ουρανό;»
«Ναι», του απάντησε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. «Εσύ το πιστεύεις;»
«Ναι, το πιστεύω», αποκρίθηκε εκείνος. «Ξέρεις, στον ουρανό, κάθε φορά που γεννιέται ένα αγόρι, ο Κύριος ανακοινώνει ποια κοπέλα θα παντρευτεί. Όταν γεννήθηκα εγώ, μου έδειξαν τη γυναίκα που θα παντρευόμουν». Κι ο Κύριος πρόσθεσε: «Μόνο που η γυναίκα σου θα είναι καμπούρα».
Αμέσως κι επιτόπου φώναξα: «Ω, Κύριε, θα ήταν τραγικό για μια γυναίκα να είναι καμπούρα. Σε παρακαλώ, Κύριε, δώσε σ’ έμενα την καμπούρα και κάνε την αυτήν όμορφη».
Και τότε η Φρούμτζε γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια κι ένιωσε να την κινεί κάποια βαθιά ανάμνηση. Άπλωσε το χέρι της και το έδωσε στον Μέντελσον. Αργότερα έγινε η αφοσιωμένη του σύζυγος.

Barry & Joyce Vissell


Σάββατο 14 Απριλίου 2018

Για το θάρρος






«Νομίζεις λοιπόν ότι είμαι θαρραλέα;» ρώτησε.
«Ναι, βέβαια».
«Μπορεί και να είμαι. Αλλά αυτό το οφείλω σε κάποιους εμπνευσμένους δασκάλους. Θα σου μιλήσω για έναν απ’ αυτούς, ένα πεντάχρονο αγοράκι. Πριν από πολλά χρόνια, όταν δούλευα σαν εθελόντρια αδελφή στο νοσοκομείο του Στάνφορντ, γνώρισα ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Λίζα και που υπέφερε από μια σπάνια και σοβαρή αρρώστια. Η μόνη ελπίδα θεραπείας ήταν μια μετάγγιση αίματος από τον πεντάχρονο αδελφό της, ο οποίος γλίτωσε ως εκ θαύματος από την ίδια αρρώστια κι ανέπτυξε τα απαραίτητα αντισώματα για την καταπολέμησή της. Ο γιατρός εξήγησε την κατάσταση στο μικρό της αδερφό και τον ρώτησε αν θα ήθελε να δώσει αίμα στην αδερφή του. Τον είδα να διστάζει μόνο για μια στιγμή. Μετά πήρε βαθιά ανάσα και είπε: «Ναι, θα το κάνω αν πρόκειται να σωθεί η Λίζα».
Καθώς γινόταν η μετάγγιση, ο μικρός ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, δίπλα από την αδερφή του και χαμογελούσε, όπως όλοι μας, βλέποντας το χρώμα να γυρίζει στα μάγουλά της. Ξαφνικά, το πρόσωπό του χλόμιασε και το χαμόγελο μαράθηκε. Γύρισε και κοίταξε το γιατρό και ρώτησε με φωνή που έτρεμε: «Θα πεθάνω αμέσως;»
Το παιδάκι μικρό καθώς ήταν, παρερμήνευσε αυτά που του είπε ο γιατρός. Νόμισε ότι έπρεπε να της δώσει όλο του το αίμα.
«Ναι, έμαθα να έχω θάρρος», πρόσθεσε. «Έμαθα να έχω θάρρος, γιατί είχα φοβερούς δασκάλους».

Dan Millman

Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Τα βατραχάκια στον αφρό






Μια φορά, δύο βατραχάκια έπεσαν σ’ ένα βάζο με αφρόγαλο.
Αμέσως κατάλαβαν ότι βούλιαζαν. Ήταν αδύνατον να κολυμπήσουν ή να επιπλεύσουν για πολύ μέσα σ’ εκείνη την πηχτή μάζα που έμοιαζε με κινούμενη άμμο. Στην αρχή, τα βατραχάκια χτυπούσαν με μανία τα πόδια τους για να φτάσουν στην άκρη του δοχείου. Όμως, ήταν ανώφελο. Απλώς πλατσούριζαν στο ίδιο σημείο και βυθίζονταν περισσότερο. Ένιωθαν ότι γινόταν όλο και δυσκολότερο ν’ ανέβουν στην επιφάνεια και ν’ αναπνεύσουν.
Το ένα φώναξε: «Δεν μπορώ άλλο. Είναι αδύνατον να βγεις από εδώ. Σ’ αυτό το υλικό δεν μπορείς να κολυμπήσεις. Αφού θα πεθάνω, δεν βλέπω γιατί πρέπει να παρατείνω το βάσανό μου. Τι νόημα έχει να πεθάνεις εξαντλημένος από μια στείρα προσπάθεια;»
Μόλις το είπε αυτό, έπαψε να χτυπάει τα πόδια του βυθίστηκε αμέσως. Το κατάπιε κυριολεκτικά το πηχτό άσπρο υγρό.
Το άλλο βατραχάκι, πιο επίμονο και ίσως πιο πεισματάρικο, σκέφτηκε: «Δεν γίνεται! Δεν υπάρχει τρόπος να κουνηθείς μέσα σ’ αυτό το πράγμα. Ωστόσο, παρόλο που ο θάνατος πλησιάζει, προτιμώ να παλέψω ως την τελευταία μου πνοή. Δεν θέλω να πεθάνω ούτε δευτερόλεπτο πριν την ώρα μου».
Συνέχισε να προσπαθεί και να πλατσουρίζει στο ίδιο σημείο, δίχως να προχωρεί ούτε εκατοστό, ώρες και ώρες.
Και ξαφνικά, τόσο που χτυπούσε τα πόδια του, το αφρόγαλο έπηξε κι έγινε βούτυρο.
Έκπληκτο, το βατραχάκι πήδηξε και πατινάροντας έφτασε στην άκρη του δοχείου. Και γύρισε στο σπίτι του κοάζοντας χαρούμενο.

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Ο πεισματάρης ξυλοκόπος






Ήταν μια φορά ένας ξυλοκόπος που πήγε να δουλέψει σ’ ένα ξυλουργείο. Ο μισθός ήταν καλός και οι συνθήκες δουλειάς ακόμα καλύτερες. Έτσι, ο ξυλοκόπος αποφάσισε να δώσει τον καλύτερο εαυτό του.
Την πρώτη μέρα πήγε στον εργοδηγό κι αυτός του έδωσε ένα τσεκούρι και του έδειξε μια περιοχή στο δάσος.
Ο ξυλοκόπος, ενθουσιασμένος, έφυγε για να κόψει δέντρα. Σε μια μόνο μέρα έκοψε δεκαοχτώ δέντρα.
«Τα συγχαρητήριά μου» του είπε ο εργοδηγός. «Συνέχισε έτσι».
Ενθαρρυμένος από τα λόγια του εργοδηγού, ο ξυλοκόπος αποφάσισε να βελτιωθεί την επόμενη μέρα. Έτσι, το βράδυ εκείνο πλάγιασε νωρίς.
Το επόμενο πρωί σηκώθηκε πρώτος απ’ όλους και πήγε στο δάσος.
Παρόλη την προσπάθειά του δεν κατάφερε να κόψει πάνω από δεκαπέντε δέντρα.
«Μάλλον είμαι κουρασμένος» σκέφτηκε. Και αποφάσισε να πέσει για ύπνο με τη δύση του ηλίου.
Το ξημέρωμα σηκώθηκε αποφασισμένος να κόψει περισσότερα από δέκα οχτώ δέντρα. Ωστόσο, εκείνη τη μέρα δεν έφτασε ούτε τα μισά.
Την επόμενη μέρα έκοψε εφτά, ύστερα πέντε και την τελευταία μέρα πάσχιζε όλο το απόγευμα να κόψει το δεύτερο δέντρο.
Ανησυχούσε τι θα πει ο εργοδηγός και πήγε να του εξηγήσει τι συνέβαινε. Του ορκίστηκε ότι είχε δώσει όλες τις δυνάμεις του μέχρι εξάντλησης.
Ο εργοδηγός τον ρώτησε: «Πότε ακόνισες το τσεκούρι σου για τελευταία φορά;»
«Να το ακονίσω; Δεν πρόλαβα να το ακονίσω καθόλου. Ήμουν πολύ απασχολημένος προσπαθώντας να κόψω δέντρα».
Τι χρησιμεύει να κάνεις τεράστια προσπάθεια αν ξαφνικά γίνεσαι αναποτελεσματικός; Αν κάνεις κάτι με το ζόρι, θα έρθει η στιγμή που θα προσπαθείς ματαίως να αντικαταστήσεις την αναποτελεσματικότητά σου με τη θέληση.


ΠΗΓΉ: http://www.musicsociety.gr/τοθεώρηματουξυλοκόπου/

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

Τα δώρα του Μαχαραγιά






Μια φορά, ένας μαχαραγιάς που ήταν διάσημος για τη μεγάλη σοφία του, έκλεινε τα εκατό χρόνια. Το γεγονός έγινε δεκτό με μεγάλη χαρά διότι όλοι αγαπούσαν πολύ τον κυβερνήτη τους. Στο παλάτι οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή για τη βραδιά εκείνη, και προσκάλεσαν τους ισχυρούς των άλλων βασιλείων.
Ήρθε η μέρα, κι ένα βουνό από δώρα στήθηκε στην είσοδο της σάλας όπου ο μαχαραγιάς θα πήγαινε να χαιρετήσει τους καλεσμένους του.
Στο δείπνο, ο μαχαραγιάς ζήτησε από τους υπηρέτες του να ξεχωρίσουν τα δώρα σε δύο ομάδες. Σ’ αυτά που έγραφαν αποστολέα και σ’ αυτά που κανένας δεν ήξερε ποιος τα είχε στείλει.
Την ώρα του επιδορπίου, ο βασιλιάς έβαλε να φέρουν τις δύο στοίβες με τα δώρα. Από τη μία ήταν εκατοντάδες μεγάλα και ακριβά δώρα, κι από την άλλη καμιά δεκαριά.
Ο μαχαραγιάς άρχισε να ανοίγει τα δώρα που είχαν αποστολέα και καλούσε αυτούς που τα είχαν στείλει. Έναν έναν, τον έβαζε ν’ ανέβει στο θρόνο και του έλεγε:
«Σ’ ευχαριστώ για το δώρο σου. Σου το επιστρέφω και είμαστε όπως πριν». Και του έδινε πίσω το δώρο, ότι κι αν ήταν.
Όταν τελείωσε με την πρώτη στοίβα, πήγε στη δεύτερη και είπε: «Αυτά τα δώρα που δεν έχουν αποστολέα θα τα δεχτώ, γιατί δεν μου δημιουργούν καμία υποχρέωση και στην ηλικία μου δεν είναι καλό να δημιουργείς χρέη».



Όταν νιώθεις ικανός να δίνεις χωρίς να περιμένεις πληρωμή και να παίρνεις δίχως να νιώθεις υποχρέωση, τότε μπορείς να δίνεις ή όχι, να παίρνεις ή όχι, αλλά ποτέ δεν θα μείνεις χρεωμένος….


ΠΗΓΉ: http://thesspress.gr/index.php/perierga/item/58110-ta-dοra-tou-macharagia.html

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

Τα φτερά είναι για να πετάς






Μια μέρα ο πατέρας είπε στο παιδί του:
«Παιδί μου, δε γεννιόμαστε όλοι με φτερά. Μπορεί να μην είσαι υποχρεωμένος να πετάξεις, νομίζω όμως πως είναι κρίμα να μείνεις μόνο στο περπάτημα αφού έχεις τα φτερά που ο καλός Θεός σου έδωσε».
«Μα, δεν ξέρω να πετάω» απάντησε ο γιος.
«Σωστά…» είπε ο πατέρας. Και περπατώντας, τον πήγε ως το χείλος του γκρεμού, στο βουνό.
«Βλέπεις, γιε μου; Το κενό. Όταν θελήσεις να πετάξεις, θα έρθεις εδώ, θα πάρεις βαθιά ανάσα, θα πηδήξεις στην άβυσσο και απλώνοντας τα φτερά σου θα πετάξεις».
Ο γιος αμφέβαλλε.
«Κι αν πέσω;»
«Ακόμα κι αν πέσεις, δε θα σκοτωθείς. Οι λίγες γρατζουνιές θα σε κάνουν πιο δυνατό στην επόμενη προσπάθεια» αποκρίθηκε ο πατέρας.
Το παιδί γύρισε στο χωριό να δει τους φίλους του, τις παρέες του, όλους εκείνους που είχε συντρόφους στην πορεία της ζωής του.
Οι πιο στενόμυαλοι του είπαν:
«Είσαι τρελός; Για ποιο λόγο; Ο πατέρας σου είναι μισότρελος… Για ποιο λόγο να πετάξεις; Τι σου χρειάζεται; Γιατί δεν αφήνεις τις ανοησίες; Τι νόημα έχει να πετάξεις;»
Οι καλύτεροι φίλοι του τον συμβούλεψαν:
«Κι αν είναι αλήθεια; Μα σίγουρα δεν είναι επικίνδυνο; Γιατί δεν αρχίζεις σιγά-σιγά; Δοκίμασε να πηδήξεις από μια σκάλα ή από την κορυφή ενός δέντρου. Αλλά, από τον γκρεμό, βρε παιδί μου;…»
Ο νεαρός άκουσε τις συμβουλές όσων τον αγαπούσαν. Ανέβηκε στην κορυφή του δέντρου και με όλο του το θάρρος, πήδηξε. Άνοιξε τα φτερά του, τα κούνησε στον αέρα με όλη του τη δύναμη αλλά, δυστυχώς, έπεσε στο έδαφος.
Μ’ ένα καρούμπαλο στο κεφάλι συνάντησε τον πατέρα του.
«Μου είπες ψέματα! Δεν μπορώ να πετάξω. Το δοκίμασα και κοίτα πως χτύπησα! Δεν είμαι σαν κι εσένα. Τα φτερά μου είναι μόνο για στολίδι».
«Παιδί μου» είπε ο πατέρας, «για να πετάξεις, πρέπει να έχεις τον απαραίτητο ελεύθερο χώρο στον αέρα, ώστε τα φτερά σου να ξεδιπλωθούν. Είναι σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο: χρειάζεσαι κάποιο ελάχιστο ύψος για να πηδήξεις. Για να πετάξεις πρέπει ν’ αρχίσεις να ριψοκινδυνεύεις. Αν δε θέλεις να το κάνεις, καλύτερα να συμβιβαστείς και να μείνεις για πάντα στο περπάτημα»….