Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Εσωτερική ομορφιά





Ήταν ένα κακοντυμένο και απεριποίητο παιδάκι που πήγαινε σχολείο. Ήταν Σεπτέμβρης και τα παιδιά είχαν κιόλας αρχίσει να ψιθυρίζουν τα σχέδιά τους για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, και αυτό έκανε τους μήνες του χειμώνα μέχρι τα Χριστούγεννα να φαίνονται ατελείωτοι. Κάθε μέρα που περνούσε τα παιδιά γίνονταν όλο και πιο ανυπόμονα, προσμένοντας το τελικό χτύπημα του κουδουνιού. Και μόλις αυτό χτυπούσε, καθένα έτρεχε να βάλει το παλτό του και να πάει σπίτι του.
Όλα, εκτός από τον Νίκο. Ένα αγοράκι με ανάκατα σκούρα μαλλιά και τριμμένα ρούχα. Ο δάσκαλος συχνά απορούσε για το τι είδους οικογενειακή ζωή περνούσε ο μικρός, κι αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατό μια μάνα να στέλνει το παιδί της σχολείο χειμωνιάτικα χωρίς παλτό, μπότες και γάντια.
Υπήρχε όμως κάτι που έκανε τον Νίκο ξεχωριστό. Ο Νίκος ήταν πάντα χαμογελαστός. Πάντα πρόθυμος να βοηθήσει και δεν πέρασε μέρα χωρίς να μείνει μετά το σχόλασμα για να ισιώσει τα καθίσματα και να καθαρίσει τα σκουπίδια που είχαν μείνει στην τάξη. Ποτέ δεν μιλούσε με τον δάσκαλό του όταν έμενε να καθαρίσει, απλά του χαμογελούσε και ρωτούσε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Μετά του έλεγε και ένα «ευχαριστώ» επειδή τον άφηνε να κάτσει κι αναχωρούσε αργά για το σπίτι του.
Πέρασαν οι βδομάδες, κι η ανυπομονησία για τα ερχόμενα Χριστούγεννα είχε εξελιχθεί σε αναταραχή, μέχρι την τελευταία σχολική μέρα πριν από τις διακοπές. Καθώς χτύπησε το κουδούνι, ο δάσκαλος χαμογέλασε με ανακούφιση βλέποντας και το τελευταίο παιδί που έτρεχε να φύγει. Γύρισε πίσω το κεφάλι του και είδε τον Νίκο να στέκεται ήσυχα κοντά του.
«Δεν βιάζεσαι να πας σπίτι σου;», τον ρώτησε.
«Όχι» του απάντησε ήσυχα.
Κι ενώ ετοιμαζόταν να πάει κι εκείνος στο σπίτι του, του είπε «Έλα τώρα, θα έλεγα πως οι καρέκλες και τα σκουπίδια μπορούν να περιμένουν. Γιατί δεν πας γρήγορα σπίτι σου;»
«Έχω κάτι για σας», είπε κι έφερε μπροστά του ένα κουτάκι τυλιγμένο σε κοινό χαρτί και δεμένο με σπάγκο, κι ενώ του το έδινε, είπε με βιασύνη, «Ανοίξτε το». Ο δάσκαλος πήρε το κουτί, τον ευχαρίστησε και το ξετύλιξε αργά – αργά. Προς πολύ μεγάλη του έκπληξη, δεν είδε τίποτε μέσα. Γύρισε στον Νίκο, το άδειο κουτί, και του είπε «Ωραίο το κουτί, Νίκο, αλλά είναι άδειο».
«Όχι, όχι, δεν είναι άδειο», είπε ο Νίκος. «Είναι γεμάτο αγάπη. Η μάνα μου μού είχε πει, πριν πεθάνει, ότι η αγάπη είναι κάτι που δεν μπορούμε να το δούμε και να το αγγίξουμε, εκτός αν είμαστε βέβαιοι ότι βρίσκεται εδώ… δεν την βλέπετε;»
Ο δάσκαλος συγκινήθηκε καθώς κοιτούσε αυτό το περήφανο βρώμικο πρόσωπο, που τόσο σπάνια πρόσεχε παλαιότερα. «Ναι Νίκο, την βλέπω» απάντησε, «και σ’ ευχαριστώ».
Από εκείνη την μέρα και μετά, ο δάσκαλος με τον Νίκο έγιναν πολύ καλοί φίλοι και από τότε ο δάσκαλος πήρε ένα σπουδαίο μάθημα.

Ποτέ πια δεν άφησε να παρασυρθεί από τα αχτένιστα μαλλιά κάποιου άλλου ανθρώπου. Πάντα θυμόταν το βαθύ νόημα που έκρυβε εκείνο το μικρό άδειο κουτί που από τότε διακοσμούσε για πολλά χρόνια την έδρα του.

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Το πετράδι της σοφής γυναίκας





Μια φορά κι έναν καιρό, μια σοφή γυναίκα που ταξίδευε στα βουνά βρήκε έναν πολύτιμο λίθο σ’ ένα ρυάκι. Την επόμενη μέρα συνάντησε έναν άλλον ταξιδιώτη που πεινούσε και η σοφή γυναίκα άνοιξε την τσάντα της για να μοιραστεί το φαγητό της μαζί του. Ο πεινασμένος ταξιδιώτης είδε τον πολύτιμο λίθο και ζήτησε από τη γυναίκα να του τον δώσει. Αυτή το έκανε χωρίς να διστάσει. Ο ταξιδιώτης έφυγε χαρούμενος για την καλή του τύχη. Ήξερε πως ο λίθος άξιζε τόσα που θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια όλη του τη ζωή.
Όμως, λίγες μέρες αργότερα, γύρισε πίσω για να επιστρέψει τον λίθο στη σοφή γυναίκα. «Αναρωτιέμαι…», της είπε. «Γνωρίζω πόσο πολύτιμη είναι αυτή η πέτρα, αλλά στην δίνω πίσω με την ελπίδα ότι μπορείς να μου δώσεις κάτι ακόμα πιο πολύτιμο. Δώσε μου αυτό που έχεις, που σου έδωσε τη δυνατότητα να μου δώσεις αυτήν την πέτρα».



Η γενναιοδωρία είναι η δύναμη των αδυνάτων….

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Η πραγματική ευτυχία και ευημερία





Κάποιος πλούσιος παρακάλεσε έναν δάσκαλο του Ζεν να γράψει κάτι που να προωθήσει την ευημερία της οικογένειας του για τα επόμενα χρόνια. Θα έπρεπε να είναι κάτι που τα μέλη της οικογένειας θα μπορούσαν να έχουν σε εκτίμηση και να το θεωρούν σαν καθοδήγηση για τις επόμενες γενιές.
Και τότε ο δάσκαλος έγραψε πάνω σ’ ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί, «Ο πατέρας πεθαίνει, ο γιος πεθαίνει, ο εγγονός πεθαίνει».
Ο άνθρωπός μας έγινε έξαλλος όταν το διάβασε. «Σου ζήτησα να γράψεις κάτι που θα έφερνε ευτυχία και ευημερία στην οικογένειά μου, γιατί μου δίνεις κάτι τόσο καταθλιπτικό;»

«Αν ο γιος σου πεθάνει πριν από σένα», είπε ο δάσκαλος, «αυτό θα αποτελέσει ανυπέρβλητη θλίψη για την οικογένειά σου. Αν πεθάνει ο εγγονός σου πριν από τον γιο σου, κι αυτό επίσης θα φέρει μεγάλη λύπη. Αν όμως η οικογένειά σου, γενιά μετά τη γενιά, φεύγει με τη σειρά που σου γράφω, αυτό θα αποτελέσει τη φυσική πορεία της ζωής. Κι αυτό αποτελεί την αληθινή ευτυχία και ευημερία».

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Ένας μεγάλος ζωγράφος





Ζούσε κάποτε ένας μεγάλος ζωγράφος. Οι ζωγραφιές του άρεσαν σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά. Ο βασιλιάς της χώρας τον είχε επίσης τιμήσει με το κρατικό βραβείο τελειότητας.
Ο ζωγράφος αυτός είχε διαμορφώσει με τα χρόνια ένα ξεχωριστό στυλ ζωγραφικής, το οποίο αποτελούσε μαρτυρία της τελειότητας του στον τομέα αυτόν. Η σκληρή δουλειά του, η αφοσίωση και η αφιέρωσή του πάνω στο αντικείμενο ήταν παράδειγμα για όλους. Είχε ανοίξει μια σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδασκε τις πιο λεπτές πτυχές της τέχνης του στους εκλεκτούς μαθητές του. Δεν υπήρχε προκαθορισμένος οδηγός σπουδών ή διάρκεια φοίτησης σ’ αυτήν τη σχολή. Είχε αναπτύξει δικές του μεθόδους αξιολόγησης, οι οποίες ήταν μοναδικές, όπως μοναδικό ήταν και το στυλ της ζωγραφικής του.
Ένας από τους μαθητές του στη σχολή Καλών Τεχνών, ήταν άνδρας ανυπόμονος. Είχε ταλαντούχο χέρι και είχε προοδεύσει πολύ πιο γρήγορα από τους άλλους μαθητές με πραγματικά σκληρή δουλειά, αφοσίωση και φαντασία. Ο δάσκαλος ήταν επίσης πολύ ευχαριστημένος με την πρόοδο του μαθητή του.
Έχοντας κερδίσει πολλούς επαίνους και εκτίμηση για τη δουλειά του, ο μαθητής πρόσμενε ανυπόμονα τη μέρα που ο δάσκαλος θα τον αναγνώριζε σαν απόφοιτο και θα μπορούσε έτσι να αρχίσει το ταξίδι του ως καλλιτέχνης.
Μια μέρα ρώτησε πολύ ευγενικά τον δάσκαλο πότε θα ήταν σε θέση να δώσει και τις τελευταίες εξετάσεις στη Σχολή. Εκείνος του χαμογέλασε και είπε: «Είσαι ένας από τους πιο πολλά υποσχόμενους και αγαπητούς μαθητές μου. Τα έχεις πάει καλά, έχεις μάθει όλες τις πλευρές της τέχνης της ζωγραφικής σε πολύ λίγο χρόνο. Νομίζω ότι είναι ώρα να δώσεις και τις τελευταίες σου εξετάσεις».
«Υπόδειξέ μου, αν έχεις την καλοσύνη, ποιο είναι το αντικείμενο των εξετάσεων, δάσκαλε!» Του ήταν δύσκολο να κρύψει τη χαρά και την ανυπομονησία του.
Ο δάσκαλος του είπε: «Θέλω να ετοιμάσεις έναν πίνακα, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ο καλύτερός σου πίνακας και ο οποίος θα κέρδιζε τις καρδιές όλων. Με την ησυχία σου φτιάξε ένα πραγματικό αριστούργημα».
Ο μαθητής δούλεψε μέρα και νύχτα για πολλές μέρες, ετοίμασε έναν από τους καλύτερος πίνακές του και τον υπέβαλε στον δάσκαλο. Εκείνος με τη σειρά του του υπέδειξε: «Τώρα πήγαινέ τον στην κεντρική πλατεία της πόλης, ώστε να βρίσκεται σε δημόσια θέα. Άφησε τους άλλους να δουν το έργο σου. Γράψε κάτω από τον πίνακα με μεγάλα γράμματα ότι το έργο εκτίθεται στην κρίση των πολιτών και ότι ο καλλιτέχνης θα ήταν υπόχρεος, αν αυτοί που έβλεπαν το έργο σημείωναν τα λάθη που θα έβρισκαν πάνω στον πίνακα βάζοντας ένα ‘Χ’.
Ο μαθητής έκανε ακριβώς όπως του υπέδειξε ο δάσκαλός του. Έβαλε το έργο σε θέση περίβλεπτη στην κεντρική αγορά της πόλης με το μήνυμα ώστε να το βλέπουν όλοι.
Δυο μέρες αργότερα ο δάσκαλος του ζήτησε να φέρει τον πίνακα για αποτίμηση.
Ο μαθητής στον δρόμο για την κεντρική πλατεία ήταν ενθουσιασμένος, απογοητεύτηκε όμως, όταν είδε το έργο του παραμορφωμένο έτσι καθώς ήταν γεμάτα ‘Χ’. Η αποτυχία του φάνταζε επικείμενη, καθώς ξεκίνησε για τη Σχολή.
Έδειξε τον πίνακα στον δάσκαλο με βαριά καρδιά. Αλλά ο δάσκαλος ήταν ήρεμος και συγκρατημένος. Τον συμβούλεψε να μην αποκαρδιώνεται και να ξανακάνει άλλη μια προσπάθεια.
Εκείνος έφτιαξε άλλο ένα αριστούργημα και ο δάσκαλος επανέλαβε τις οδηγίες που είχε δώσει και την προηγούμενη φορά αλλά με μια διαφορά στην τελευταία γραμμή. Αυτή τη φορά του ζήτησε να τοποθετήσει χρώματα και πινέλα δίπλα στον πίνακα. Το μήνυμα ζητούσε από τους θεατές να βρουν λάθη, αλλά και να τα διορθώσουν με τη βοήθεια του ζωγραφικού υλικού.
Μετά από δυο ημέρες, όταν ο μαθητής έφτασε στην κεντρική πλατεία για να πάρει πίσω τον πίνακα, μια ευχάριστη έκπληξη τον περίμενε, καθώς διαπίστωσε ότι ούτε ένα λάθος δεν είχε σημειωθεί στο έργο, ενώ το ζωγραφικό υλικό βρισκόταν στο πλάι ανέπαφο.
Γεμάτος σιγουριά και χαρά παρουσίασε τον πίνακα στον δάσκαλό του. Εκείνος χαμογέλασε ξανά και είπε: «Η εκπαίδευσή σου ολοκληρώθηκε τώρα από όλες τις απόψεις, με το τελευταίο μάθημα που πήρες σήμερα».
Ο μαθητής άκουγε προσεκτικά γεμάτος έκσταση, καθώς ο δάσκαλος συνέχισε: «Αγαπητό μου παιδί, δεν είναι αρκετό να γίνεις κύριος της τέχνης μόνο, αν φιλοδοξείς να γίνεις μεγάλος και τρανός σ’ αυτόν τον χώρο. Σου είναι απαραίτητο να μάθεις επίσης ότι οι άνθρωποι, γενικά, έχουν την τάση να ασκούν κριτική στους άλλους με την πρώτη ευκαιρία, ακόμα κι αν δεν γνωρίζουν τίποτα σχετικά με το θέμα.
Αν επιλέξεις να σε κρίνει ο κόσμος, πάντα θα απογοητεύεσαι. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να κρίνουν και να κάνουν παρατηρήσεις στους άλλους, χωρίς γνησιότητα και σοβαρότητα.
Ο κόσμος γέμισε τον πρώτο πίνακα με ‘Χ’, καθώς δεν είχαν τίποτα να χάσουν. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς αποδεδειγμένα δεν είχαν την ικανότητα ή τη γνώση να εκτιμήσουν το έργο σου. Και όμως έκαναν χρήση της ευκαιρίας που τους παρουσιάστηκε.
Αλλά, όταν ζητήθηκε απ’ αυτούς τους ίδιους όχι μόνο να αποτιμήσουν και να βρουν λάθη, αλλά και να τα διορθώσουν, κανείς απ’ αυτούς δεν έκανε μπροστά. Αυτή τη φορά διακινδύνευαν τις γνώσεις του και τις ικανότητές τους. Δεν τόλμησαν να υποστούν την απώλεια των μεν ή των δε. Γι’ αυτό και επέλεξαν να μείνουν μακριά».
Συνέχισε: «Έτσι, αγαπημένο μου παιδί, το έργο σου, οι δεξιότητες σου, η γνώση σου, η επένδυσή σου στον χώρο της Τέχνης είναι ένα σημαντικό προϊόν της σκληρής δουλειάς και της ειλικρινούς προσπάθειάς σου. Μην το δώσεις στους άλλους χωρίς αντάλλαγμα. Αλλιώς θα του φερθούν, όπως φέρθηκα και στον πρώτο πίνακα.
Γίνε κριτής του εαυτού σου και παζάρεψε τις αρετές σου με τον κόσμο με τρόπο ακριβοδίκαιο και σωστό. Σε διαβεβαιώνω ότι ποτέ δεν θα απογοητευθείς από τον εαυτό σου ή τη δουλειά σου.
Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό: Αυτό σημαίνει ότι κι εσύ δεν θα κρίνεις τη δουλειά των άλλων! Ο Θεός να σε ευλογεί, παιδί μου!»
Ο μαθητής ήταν συγκινημένος και πλημμυρισμένος από ευγνωμοσύνη για τον δάσκαλό του. Είχε καταλάβει ότι η εκπαίδευση και η εξάσκησή του θα ήταν ημιτελείς χωρίς αυτό το τελευταίο μάθημα.


Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Ο λαθρέμπορος





Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πονηρός λαθρέμπορος που έμπαινε στα σύνορα με ένα γάιδαρο. Το γαϊδούρι ήταν φορτωμένο με άχυρο. Ο τελωνειακός υπάλληλος υποπτευόμενος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, έψαχνε εξονυχιστικά το άχυρο για να βρει τα λαθραία. Δεν κατάφερνε όμως να βρει κάτι, παρά τα συνεχόμενα ταξίδια του υπόπτου.
Κάθε φορά που έμπαινε με το γαϊδούρι στα σύνορα, ο τελωνειακός έψαχνε, έψαχνε αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αυτή η δουλειά γινόταν για περισσότερα από δέκα χρόνια!
Όταν ο τελωνειακός συνταξιοδοτήθηκε, έτυχε να συναντήσει στον δρόμο τον λαθρέμπορο και τον ρώτησε: «Σε παρακαλώ, πες μου. Σε ικετεύω! Τι ήταν αυτό που έφερνες λαθραία στη χώρα όλα αυτά τα χρόνια;»
«Γαϊδούρια», του απάντησε ο λαθρέμπορος.



Ένα σφάλμα που κάνουμε στη ζωή μας εμείς οι άνθρωποι είναι ότι βλέποντας το δέντρο, χάνουμε το δάσος….

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Ο βράχος






Ένας γέρος γεωργός για χρόνια όργωνε κοντά σε έναν μεγάλο βράχο σε κάποιο από τα χωράφια του. Είχε σπάσει πολλά υνιά και ένα τρακτέρ και είχε μάλλον απογοητευτεί με τον βράχο.
Αφού έσπασε άλλο ένα υνί μια μέρα και αφού θυμήθηκε όλους τους μπελάδες που του προξένησε ο βράχος όλα αυτά τα χρόνια, τελικά πήρε την απόφαση να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Όταν έβαλε τον λοστό κάτω από τον βράχο, εξεπλάγη καθώς ανακάλυψε ότι είχε μόνο έξι πόντους πάχος και ότι θα μπορούσε εύκολα να τον σπάσει με μια βαριοπούλα. Καθώς μετέφερε με την καρότσα τα κομμάτια του βράχου χαμογέλασε φέρνοντας στο μυαλό του όλους τους μπελάδες που του είχε προκαλέσει ο βράχος τόσα χρόνια και το πόσο εύκολο θα ήταν να είχε απαλλαγεί νωρίτερα απ’ αυτόν.


Στη ζωή αυτή τίποτα δεν διαρκεί για πάντα…

Επιλέγω να θεωρήσω οριστικό το προσωρινό ή επιλέγω να θεωρήσω προσωρινό το προσωρινό….

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Το τραπέζι





Ένας φουκαράς γέρος πήγε να μείνει με τον γιο του, τη νύφη του και τον τετράχρονο εγγονό του. Τα χέρια του γεροντάκου έτρεμαν, τα μάτια του δεν έβλεπαν καλά κι η περπατησιά του ήταν διστακτική. Η οικογένεια έτρωγε όλη μαζί στο τραπέζι, όμως τα πράγματα τα έκαναν δύσκολα τα τρεμουλιάρικα χέρια και η αδύνατη όραση του παππού. Απ’ το κουτάλι του έπεφτε στο πάτωμα φαγητό, όταν έπιανε το ποτήρι με το νερό πιτσίλιζε το τραπεζομάντιλο κι ο γιος κι νύφη ταράζονταν με όλη αυτή την ανακατωσούρα.
«Πρέπει να κάνουμε κάτι με τον παππού» είπε ο γιος. «Φτάνει πια το λερωμένο τραπεζομάντιλο, το μάσημα όλο σαματά και το φαγητό στο πάτωμα». Κι έτσι το ζευγάρι έβαλε ένα μικρό τραπεζάκι σε μια γωνιά όπου ο παππούς έτρωγε μόνος του την ώρα που η υπόλοιπη οικογένεια απολάμβανε το φαγητό της. Κι όταν πια ο παππούς έσπασε ένα – δύο πιάτα, του σερβίριζαν το φαγητό του σ’ ένα ξύλινο μπολ. Όταν οι υπόλοιποι έριχναν καμιά ματιά προς τη μεριά του παππού έβλεπαν μερικές φορές ένα δάκρυ στα μάτια του παππού που καθόταν μονάχος. Παρόλα αυτά τα μόνα λόγια που έλεγαν του παππού ήταν παρατηρήσεις για το πεσμένο πιρούνι ή τα σκόρπια στο πάτωμα φαγητά. Ο τετράχρονος μικρός τα έβλεπε όλα αυτά σιωπηλός.
Μια βραδιά, πριν από το δείπνο, ο πατέρας παρατήρησε τον μικρό να παίζει στο πάτωμα με κάτι μικρά κομμάτια ξύλο. Ρώτησε γλυκά τον γιο του, «Τι φτιάχνεις εκεί;» Το ίδιο γλυκά ο γιος απάντησε, «Φτιάχνω ένα μπολ για σένα και τη μαμά μου για να τρώτε όταν θα μεγαλώσω» και με ένα χαμόγελο ξανάπεσε στη δουλειά του. Οι γονείς έχασαν τη μιλιά τους και μετά από τα μάτια τους άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. Αν και δεν άλλαξαν κουβέντα, κατάλαβαν κι οι δυο τους τι έπρεπε να γίνει.

Το ίδιο βράδυ ο πατέρας πήρε ευγενικά τον παππού απ’ το χέρι και τον οδήγησε στο τραπέζι της οικογένειας. Για την υπόλοιπη ζωή του έτρωγε μαζί με την οικογένεια σε όλα τα γεύματα. Και μάλιστα για κάποιο μυστηριώδη λόγο, ούτε ο ένας, ούτε η άλλη ενδιαφέρθηκαν πια για το πεσμένο πιρούνι, τα φαγητά που έπεφταν στο πάτωμα ή το λερωμένο τραπεζομάντιλο.