Ήταν
ένα κακοντυμένο και απεριποίητο παιδάκι που πήγαινε σχολείο. Ήταν Σεπτέμβρης
και τα παιδιά είχαν κιόλας αρχίσει να ψιθυρίζουν τα σχέδιά τους για τα
Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, και αυτό έκανε τους μήνες του χειμώνα μέχρι
τα Χριστούγεννα να φαίνονται ατελείωτοι. Κάθε μέρα που περνούσε τα παιδιά
γίνονταν όλο και πιο ανυπόμονα, προσμένοντας το τελικό χτύπημα του κουδουνιού.
Και μόλις αυτό χτυπούσε, καθένα έτρεχε να βάλει το παλτό του και να πάει σπίτι
του.
Όλα,
εκτός από τον Νίκο. Ένα αγοράκι με ανάκατα σκούρα μαλλιά και τριμμένα ρούχα. Ο
δάσκαλος συχνά απορούσε για το τι είδους οικογενειακή ζωή περνούσε ο μικρός, κι
αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατό μια μάνα να στέλνει το παιδί της σχολείο
χειμωνιάτικα χωρίς παλτό, μπότες και γάντια.
Υπήρχε
όμως κάτι που έκανε τον Νίκο ξεχωριστό. Ο Νίκος ήταν πάντα χαμογελαστός. Πάντα
πρόθυμος να βοηθήσει και δεν πέρασε μέρα χωρίς να μείνει μετά το σχόλασμα για
να ισιώσει τα καθίσματα και να καθαρίσει τα σκουπίδια που είχαν μείνει στην
τάξη. Ποτέ δεν μιλούσε με τον δάσκαλό του όταν έμενε να καθαρίσει, απλά του
χαμογελούσε και ρωτούσε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Μετά του έλεγε και ένα
«ευχαριστώ» επειδή τον άφηνε να κάτσει κι αναχωρούσε αργά για το σπίτι του.
Πέρασαν
οι βδομάδες, κι η ανυπομονησία για τα ερχόμενα Χριστούγεννα είχε εξελιχθεί σε
αναταραχή, μέχρι την τελευταία σχολική μέρα πριν από τις διακοπές. Καθώς
χτύπησε το κουδούνι, ο δάσκαλος χαμογέλασε με ανακούφιση βλέποντας και το
τελευταίο παιδί που έτρεχε να φύγει. Γύρισε πίσω το κεφάλι του και είδε τον
Νίκο να στέκεται ήσυχα κοντά του.
«Δεν
βιάζεσαι να πας σπίτι σου;», τον ρώτησε.
«Όχι»
του απάντησε ήσυχα.
Κι
ενώ ετοιμαζόταν να πάει κι εκείνος στο σπίτι του, του είπε «Έλα τώρα, θα έλεγα
πως οι καρέκλες και τα σκουπίδια μπορούν να περιμένουν. Γιατί δεν πας γρήγορα
σπίτι σου;»
«Έχω
κάτι για σας», είπε κι έφερε μπροστά του ένα κουτάκι τυλιγμένο σε κοινό χαρτί
και δεμένο με σπάγκο, κι ενώ του το έδινε, είπε με βιασύνη, «Ανοίξτε το». Ο
δάσκαλος πήρε το κουτί, τον ευχαρίστησε και το ξετύλιξε αργά – αργά. Προς πολύ
μεγάλη του έκπληξη, δεν είδε τίποτε μέσα. Γύρισε στον Νίκο, το άδειο κουτί, και
του είπε «Ωραίο το κουτί, Νίκο, αλλά είναι άδειο».
«Όχι,
όχι, δεν είναι άδειο», είπε ο Νίκος. «Είναι γεμάτο αγάπη. Η μάνα μου μού είχε
πει, πριν πεθάνει, ότι η αγάπη είναι κάτι που δεν μπορούμε να το δούμε και να
το αγγίξουμε, εκτός αν είμαστε βέβαιοι ότι βρίσκεται εδώ… δεν την βλέπετε;»
Ο
δάσκαλος συγκινήθηκε καθώς κοιτούσε αυτό το περήφανο βρώμικο πρόσωπο, που τόσο
σπάνια πρόσεχε παλαιότερα. «Ναι Νίκο, την βλέπω» απάντησε, «και σ’ ευχαριστώ».
Από
εκείνη την μέρα και μετά, ο δάσκαλος με τον Νίκο έγιναν πολύ καλοί φίλοι και
από τότε ο δάσκαλος πήρε ένα σπουδαίο μάθημα.
Ποτέ
πια δεν άφησε να παρασυρθεί από τα αχτένιστα μαλλιά κάποιου άλλου ανθρώπου.
Πάντα θυμόταν το βαθύ νόημα που έκρυβε εκείνο το μικρό άδειο κουτί που από τότε
διακοσμούσε για πολλά χρόνια την έδρα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου