Ο Δαμοκλής, ένας από τους κόλακες του Διονυσίου, μιλούσε
συνεχώς για τη στρατιωτική υπεροχή του τυράννου, τον πλούτο του, το μεγαλείο
της ισχύος του, την αφθονία στην οποία ζούσε, τη χλιδή των βασιλικών ανακτόρων
του. Και επέμενε πως κανείς δεν ήταν ποτέ πιο ευτυχισμένος.
«Θα ήθελες, Δαμοκλή,» είπε ο τύραννος, «αφού αυτός ο τρόπος
ζωής σε ενθουσιάζει, να τον γευθείς και εσύ ο ίδιος και να δοκιμάσεις κι εσύ
πώς είναι να ζεις μέσα σε τόση ευτυχία;»
Και όταν ο Δαμοκλής απάντησε ότι θα το ήθελε πάρα πολύ, ο
Διονύσιος διέταξε να τον βάλουν να ξαπλώσει σε ένα χρυσό ανάκλιντρο, πάνω στο
οποίο απλώθηκε ένα εξαίσιο υφαντό κάλυμμα κεντημένο με τα πιο θαυμάσια σχέδια.
Γύρω στο ανάκλιντρο διέταξε να τοποθετήσουν χρυσά και αργυρά τραπέζια περίτεχνα
διακοσμημένα και σκαλισμένα με σχέδια κάλλους απείρου. Και ύστερα διέταξε να
φέρουν τους πιο ωραίους, τους πιο θεσπέσιους νέους για σερβιτόρους, να
στέκονται πλάι στο Δαμοκλή και να υποτάσσονται σε κάθε νεύμα του και να του
προσφέρουν ότι επιθυμεί.
Και μόλις όλα ετοιμάστηκαν, ο Διονύσιος διέταξε να φέρουν
ένα λαμπερό σπαθί και να το κρεμάσουν από το ταβάνι δεμένο σε μία λεπτή τρίχα
αλόγου, ώστε το σπαθί να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του ευτυχούς Δαμοκλή.
Και ο Δαμοκλής δεν ξανακοίταξε τους όμορφους σερβιτόρους,
δεν ξανακοίταξε τα περίτεχνα σκεύη, δεν ξανάγγιξε κανένα από τα φαγητά, μόνο
παρακαλούσε τον τύραννο να τον αφήσει να φύγει, διότι δεν είχε πια καμιά
επιθυμία να γεύεται την ευτυχία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου