Κάποτε
ήταν ένας στρατιώτης που επέστρεφε στην πατρίδα του μετά το τέλος κάποιου
πολέμου. Τηλεφώνησε στους γονείς του από το αεροδρόμιο και τους είπε: «Μαμά,
μπαμπά, έρχομαι σπίτι, αλλά θέλω να σας ζητήσω μια χάρη. Έχω έναν φίλο που θέλω
να φέρω μαζί μου». «Φυσικά», του απάντησαν, «θα θέλαμε πολύ να τον γνωρίσουμε».
«Υπάρχει
κάτι που θα ‘πρεπε να μάθετε», συνέχισε ο γιος. «Τραυματίστηκε βαριά στη μάχη.
Πάτησε σε μια νάρκη και έχασε το ένα χέρι και το ένα πόδι του. Δεν έχει πού
αλλού να πάει και θέλω να έρθει μείνει μαζί μας».
«Λυπάμαι
πολύ, παιδί μου. Ίσως μπορέσουμε να του βρούμε κάπου να μείνει».
«Όχι,
μαμά, θέλω να μείνει μαζί μας».
«Γιε
μου», είπε ο πατέρας, «δεν ξέρεις τι ζητάς. Κάποιος με τόσο σοβαρό πρόβλημα, θα
μας ήταν ένα τρομερό βάρος. Έχουμε τη δική μας ζωή και δεν μπορούμε να αφήσουμε
κάτι τέτοιο να παρέμβει. Νομίζω ότι θα πρέπει να γυρίσεις σπίτι και να τον
ξεχάσεις αυτόν τον τύπο. Θα βρει κάποιον τρόπο να ζήσει μόνος του». Σ’ αυτό το
σημείο, ο γιος έκλεισε το τηλέφωνο.
Οι
γονείς του δεν είχαν άλλα νέα του. Μερικές μέρες αργότερα, όμως, έλαβαν ένα
τηλεφώνημα από την αστυνομία. Ο γιος τους σκοτώθηκε πέφτοντας από ένα κτίριο,
τους είπαν. Η αστυνομία πίστευε ότι ήταν αυτοκτονία. Οι χαροκαμένοι γονείς
πήγαν στο αστυνομικό τμήμα και οδηγήθηκαν στο νεκροτομείο για να αναγνωρίσουν
το πτώμα του γιου τους.
Τον
αναγνώρισαν, αλλά με τρόμο ανακάλυψαν κάτι που δεν γνώριζαν. Ο γιος τους είχε
μόνο ένα χέρι και ένα πόδι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου