Κάποιος
που τον έλεγαν Γιάννη περπατούσε μια μέρα δίπλα σε έναν απότομο γκρεμό, όταν
ξαφνικά γλίστρησε. Καθώς έπεφτε, πιάστηκε από ένα κλαδί, το οποίο ανέκοψε την
πτώση του. Κοίταξε κάτω και τρομαγμένος είδε το φαράγγι που έφτανε σε βάθος
τριακόσια μέτρα. Δεν μπορούσε να μείνει κρεμασμένος από το κλαδί για πάντα και
του ήταν αδύνατο να σκαρφαλώσει τον απότομο γκρεμό. Έτσι ο Γιάννης άρχισε να
φωνάζει για βοήθεια με την ελπίδα ότι κάποιος που θα περνούσε από εκεί θα τον
άκουγε και θα του πέταγε κανένα σκοινί ή τίποτε άλλο.
«Βοήθεια!
Βοήθεια! Υπάρχει κανείς εκεί πάνω; Βοήθεια!»
Φωνάζω
για ώρες αλλά κανείς δεν τον άκουγε. Ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τις
προσπάθειες, όταν άκουσε μια φωνή.
«Γιάννη!
Γιάννη! Μ’ ακούς;»
«Ναι!
Ναι! Σ’ ακούω. Εδώ κάτω είμαι!»
«Σε
βλέπω, Γιάννη. Είσαι καλά;»
«Ναι,
αλλά… Ποιος είσαι; Και πού είσαι;»
«Είμαι
ο Κύριος, Γιάννη. Και είμαι παντού!»
«Ο
Κύριος; Εννοείς ο Θεός;»
«Αυτός
ακριβώς».
«Θεέ
μου, σε παρακαλώ βοήθησέ με! Σου υπόσχομαι, αν με κατεβάσεις από δω, θα γίνω
στ’ αλήθεια καλός άνθρωπος. Θα σε υπηρετώ για όλη μου τη ζωή!»
«Μην
το παρακάνεις με τις υποσχέσεις, Γιάννη! Να τι θέλω να κάνεις. Άκουσέ με
προσεκτικά».
«Θα
κάνω οτιδήποτε, Κύριε. Πες μου…»
«Εντάξει.
Άσε το κλαδί».
«Τι;»
«Είπα,
άφησε το κλαδί. Απλά έχε μου εμπιστοσύνη. Άφησέ το».
Ακολούθησε
μια σιωπή. Τελικά ο Γιάννης φώναξε, «Βοήθεια! Βοήθεια! Υπάρχει κανείς άλλος
εκεί πάνω;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου