Μια
φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωράφι ζούσε μια αράχνη, μια μεγάλη αράχνη με μια
ωραία φωλιά απλωμένη ανάμεσα στα στάχυα του σταριού. Και πάχαινε τρώγοντας όλα
τα έντομα που πιάνονταν στον ιστό της. Ένιωθε απόλαυση να κατοικεί στο χωράφι
εκείνο, και λογάριαζε να μείνει εκεί για πάντα.
Μια
μέρα στον ιστό πιάστηκε ένα κουνούπι, κι όταν η αράχνη πήγε να το φάει, εκείνο
της μίλησε. «Αν μ’ αφήσεις να φύγω», είπε, «θα σου πω κάτι πολύ ενδιαφέρον που
θα σώσει τη ζωή». Η αράχνη σταματάει για μια στιγμή και ακούει με προσοχή. Και
το κουνούπι της λέει, «Το καλό που σου θέλω είναι να σηκωθείς να φύγεις από
αυτό το χωράφι, γιατί ήρθε ο καιρός του θερισμού».
Η
αράχνη χαμογελάει και λέει, «Τι είναι αυτός ο καιρός του θερισμού που μου λες;
Θα’ λεγα ότι σκαρώνεις κάποια ιστορία!» Όμως το κουνούπι επέμεινε, «Όχι, όχι,
αλήθεια είναι! Το αφεντικό του χωραφιού θα έρθει όπου να ’ναι να θερίσει. Όλα
τα στάχυα θα κοπούν και το στάρι θα μαζευτεί. Αν μείνεις εδώ, μια τεράστια
μηχανή θα σε σκοτώσει!»
Η
αράχνη απαντάει, «Εγώ δεν πιστεύω ούτε στου θερισμού την ώρα, ούτε σε μια
τεράστια μηχανή που θα κόψει το στάρι. Μπορείς να μου το αποδείξεις;» Το
κουνούπι συνεχίζει, «Δες όλο αυτό το στάρι. Κοίταξε πώς είναι φυτεμένο σε
κανονικά αυλάκια. Αυτό είναι η απόδειξη ότι το χωράφι έχει σχεδιαστεί έτσι για
κάποιο λόγο».
Η
αράχνη γέλασε και είπε, «Το χωράφι αυτό ωριμάζει από μόνο του, χωρίς καμιά
σχέση με κάποιο δημιουργό. Έτσι πάντα τους μεγαλώνουν τα στάρια». Το έντομο
εξηγεί, «Όχι. Το χωράφι το έχει κάποιος ιδιοκτήτης που το φύτεψε, και κοντεύει
η ώρα του θερισμού!» Η αράχνη
στραβομουτσούνιασε κι είπε, «Δεν σε πιστεύω!» κι έφαγε το κουνούπι.
Μετά
από λίγες μέρες η αράχνη γελούσε με τη θύμηση της ιστορίας που της είπε το μικρό
έντομο, και σκέπτεται, «Θερισμός! Τι βλακεία! Μια ζωή ολόκληρη είμαι εδώ και
κανείς δεν με ενόχλησε. Είμαι εδώ από τότε που τα στάχυα είχαν το μισό τους
ύψος από το χώμα, και εδώ θα είμαι μέχρι το τέλος της ζωής μου, επειδή τίποτε
δεν αλλάζει στο χωράφι αυτό. Η ζωή είναι ωραία, κι εγώ έτσι θα την ζήσω!».
Η
επόμενη μέρα ήταν υπέροχη στο χωράφι, ο ουρανός ήταν φωτεινός και δεν φυσούσε
καθόλου. Προς το μεσημέρι, και την ώρα που η αράχνη κάνει τον περίπατό της,
ξαφνικά άρχισε να νιώθει πολύ σκόνη να σηκώνεται. Κι όταν ακούει τη φασαρία
μιας τεράστιας μηχανής αναρωτιέται, «Τι συμβαίνει;» Την επόμενη στιγμή, η
αράχνη μας δεν ζούσε.
Σε
μια δουλειά, μια φιλία, μια συνεργασία ή μια σχέση πάντα υπάρχουν σημάδια. Η
ίδια η φύση από μόνη της μας τροφοδοτεί με πληροφορίες, ώστε να μπορούμε να
είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό που έρχεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου