Ήταν
κάποτε δυο φίλοι και γείτονες, ο Νταγκάρ κι ο Ναμπέκ, κι ο δεύτερος είχε ένα
καταπληκτικό άλογο. Ο Νταγκάρ ζήλευε και συνεχώς είχε τον πόθο να αποκτήσει
αυτό το άλογο που ο Ναμπέκ αρνιόταν να του πουλήσει. Τέλος, ο Νταγκάρ συνέλαβε
ένα σχέδιο πώς να εξαπατήσει τον φίλο του και να του πάρει το άλογο.
Μεταμφιέστηκε λοιπόν σε ζητιάνο, πήγε στην άκρη ενός δρόμου από όπου περνούσε
τακτικά ο Ναμπέκ, ο Νταγκάρ του φώναξε ότι πεινούσε και διψούσε, κι ο Ναμπέκ
τον ανέβασε στο άλογο για να τον μεταφέρει κοντά στην αγορά.
Μόλις
ο Νταγκάρ πήρε τα ινία στα χέρια του ίσιωσε την πλάτη του, χτύπησε το άλογο και
όρμησε μακριά, φωνάζοντας δυνατά στον γείτονα του «Εγώ είμαι ο Νταγκάρ και ποτέ
δεν πρόκειται να πάρεις πίσω το άλογό σου!»
Ο
Ναμπέκ αντί να τον κυνηγήσει, του φωνάζει να σταματήσει μια στιγμή, κι ο άλλος
κρατάει το άλογο σε κάποια απόσταση. Ο Ναμπέκ λέει τότε «Κατά το θέλημα του
Αλλάχ, έγινες τώρα κάτοχος του υπέροχου αλόγου μου. Σε παρακαλώ, όμως, μην πεις
ποτέ και σε κανέναν τον τρόπο που το απέκτησες».
«Και
γιατί;» ρώτησε ο Νταγκάρ
«Αν
οι άνθρωποι μάθουν το πώς με κορόιδεψες, τότε θα φοβηθούν και δεν πρόκειται να
σταματήσουν στην άκρη του δρόμου να βοηθήσουν κάποιο ζητιάνο που έχει ανάγκη.
Ίσως αφήσουν κάποια φτωχή ψυχή να πεθάνει αβοήθητη. Αν μαθευτεί αυτή η ιστορία,
το κακό που θα γίνει θα είναι μεγάλο!»
Ο
Νταγκάρ άκουσε προσεχτικά, δεν είπε τίποτε για λίγη ώρα, και μετά ξεπέζεψε απ’
το άλογο και το έδωσε πίσω στο αφεντικό του. Γύρισαν παρέα στις σκηνές τους,
έκαναν τη συμφωνία της ειρήνης και ορκίστηκαν αιώνια μεταξύ τους φιλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου