Μια
φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μικρό απομακρυσμένο χωριό ήταν ένα μέρος που το
έλεγαν «το σπίτι με τους 1.000 καθρέφτες». Ένα χαρούμενο κι ευτυχισμένο σκυλάκι
άκουσε για το μέρος αυτό κι αποφάσισε να πάει. Όταν έφτασε, πήδησε με κέφι
ανεβαίνοντας τα σκαλιά μέχρι την εξώπορτα και κοίταξε μέσα απ’ αυτήν σηκώνοντας
και κουνώντας τ’ αφτιά του όσο πιο πολύ μπορούσε. Με μεγάλη του έκπληξη βρέθηκε
να κοιτάζει 1.000 άλλα ευτυχισμένα σκυλάκια, με τις ουρές τους να κουνιούνται
όσο γρήγορα κι η δική του. Τους χαμογέλασε πλατιά, και του απάντησαν με 1.000
χαμόγελα το ίδιο θερμά και φιλικά. Φεύγοντας από το Σπίτι είπε μέσα του, «Να
ένα θαυμάσιο μέρος, θα έρχομαι ξανά να το βλέπω!».
Απ’
το ίδιο χωριό, ένα άλλο σκυλί, που δεν ήταν και τόσο ευτυχισμένο όσο το πρώτο,
αποφάσισε να πάει στο Σπίτι. Ανέβηκε αργά-αργά τα σκαλιά και κοίταξε μέσα από
την πόρτα με σκυμμένο το κεφάλι. Όταν είδε 1.000 σκυλιά να το κοιτάζουν όλο
έχθρα, τους γάβγισε άγρια, και με τρόμο είδε 1.000 σκυλιά να του γαβγίζουν.
Φεύγοντας, είπε με τον νου του, «Αυτό είναι ένα τρομερό μέρος, δεν πρόκειται να
ξανάρθω ποτέ μου!»
Μήπως
αυτό που μας θυμώνει στους άλλους ανθρώπους είναι μια αντανάκλαση του δικού μας
εαυτού; Μήπως αντιπαθούμε όλους εκείνους που μας θυμίζουν τις δικές μας
αδυναμίες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου