Κάποτε,
στην κορυφή ενός λόφου στέκονταν τρία μικρά δέντρα και ονειρεύονταν τι ήθελαν
να γίνουν όταν μεγαλώσουν. Το πρώτο κοίταξε ψηλά τα αστέρια και είπε: «Θέλω να
φυλάω έναν θησαυρό. Θέλω να είμαι καλυμμένο με χρυσάφι και γεμάτο πολύτιμους
λίθους. Θα είμαι το πιο όμορφο θησαυροφυλάκιο στον κόσμο!»
Το
δεύτερο κοίταξε μακριά ένα μικρό ποταμάκι που αργοκυλούσε στον δρόμο του για τη
θάλασσα. «Εγώ θέλω να ταξιδεύω τις μεγάλες θάλασσες και να μεταφέρω δυνατούς
βασιλιάδες. Θα είμαι το πιο δυνατό καράβι στον κόσμο!»
Το
τρίτο δέντρο κοίταξε χαμηλά στην κοιλάδα από κάτω, όπου δραστήριοι άνδρες και
γυναίκες δούλευαν σε μια πόλη γεμάτη ζωντάνια. «Εγώ δεν θέλω να αφήσω την κορφή
του βουνού. Θέλω να γίνω τόσο ψηλό που, όταν σταματούν οι άνθρωποι για να με
κοιτάξουν, θα σηκώσουν τα μάτια τους στον ουρανό και θα σκέφτονται τον Θεό. Θα
είμαι το ψηλότερο δέντρο στον κόσμο».
Τα
χρόνια πέρασαν. Ήρθε η βροχή, βγήκε ο ήλιος και τα μικρά δέντρα ψήλωσαν. Μια
μέρα τρεις ξυλοκόποι ανέβηκαν στο βουνό. Ο πρώτος κοίταξε το πρώτο δέντρο και
είπε: «Αυτό το δέντρο είναι όμορφο. Είναι ακριβώς αυτό που θέλω», και με μια
κίνηση του αστραφτερού τσεκουριού του το δέντρο έπεσε. «Τώρα θα με κάνουν ένα
όμορφο μπαούλο και θα φυλάω θαυμάσιους θησαυρούς!», είπε το πρώτο δέντρο.
Ο
δεύτερος ξυλοκόπος κοίταξε το δεύτερο δέντρο και είπε: «Αυτό το δέντρο είναι
δυνατό. Είναι ακριβώς αυτό που θέλω», και με μια κίνηση του αστραφτερού του
τσεκουριού έπεσε το δεύτερο δέντρο. «Τώρα θα ταξιδέψω τις μεγάλες θάλασσες!»,
σκέφτηκε εκείνο, «Θα γίνω δυνατό καράβι για δυνατούς βασιλιάδες!»
Το
τρίτο δέντρο απογοητεύτηκε, όταν ο τελευταίος ξυλοκόπος κοίταξε κατά το μέρος
του. Στεκόταν ευθύ και ψηλό και σημάδευε γενναία τον ουρανό. Ο ξυλοκόπος
κοίταξε ψηλά και μουρμούρισε «Οποιοδήποτε δέντρο μου κάνει». Με μια κίνηση του
αστραφτερού του τσεκουριού έπεσε και το τρίτο δέντρο.
Το
πρώτο δέντρο χάρηκε, όταν ο ξυλοκόπος το πήγε στον ξυλουργό. Αλλά εκείνος το
έκανε παχνί για τα ζώα. Το άλλοτε όμορφο δέντρο δεν καλύφθηκε με χρυσό ούτε με
θησαυρό. Το επένδυσαν με πριονίδια και το γέμισαν σανό για να τρώνε τα
πεινασμένα ζώα μέσα σε έναν στάβλο.
Το
δεύτερο δέντρο χαμογέλασε, όταν ο ξυλοκόπος το πήγε στο ναυπηγείο, όμως κανένα
δυνατό καράβι δεν φτιάχτηκε εκείνη τη μέρα. Αντί γι’ αυτό το άλλο δέντρο με το
σφυρί και το πριόνι έγινε μια βάρκα για ψάρεμα. Παραήταν μικρή και αδύναμη για
να περάσει τους ωκεανούς ή ακόμα και ένα ποτάμι. Παρά μονάχα το πήγαν σε μια
μικρή λίμνη.
Το
τρίτο δέντρο μπερδεύτηκε, όταν ο ξυλοκόπος το έκοψε σε δυνατά δοκάρια και το
άφησε στο ξυλουργείο. «Τι έγινε;», αναρωτήθηκε το ψηλό αυτό δέντρο, «Αυτό που
ήθελα πάντα ήταν να στέκομαι στην κορφή του βουνού και να δείχνω τον Θεό…»
Πολλές
μέρες και νύχτες πέρασαν. Τα τρία δέντρα σχεδόν ξέχασαν τα όνειρά τους. Αλλά
μια νύχτα, χρυσό φεγγαρόφως ξεχύθηκε πάνω στο πρώτο δέντρο καθώς μια νεαρή
γυναίκα απόθεσε το νεογέννητο μωρό της μέσα στη φάτνη. «Μακάρι να μπορούσα να
του φτιάξω μια κούνια», ψιθύρισε ο άνδρας της. Η μητέρα έσφιξε το χέρι του και
χαμογέλασε καθώς το φεγγαρόφωτο έλαμψε πάνω στο λείο και στιβαρό ξύλο. «Αυτή η
φάτνη είναι όμορφη», είπε. Και ξαφνικά το πρώτο δέντρο κατάλαβε ότι κρατούσε
τον μεγαλύτερο θησαυρό του κόσμου.
Ένα
βράδυ, ένας κουρασμένος ταξιδιώτης και οι φίλοι του μπήκαν σε μια παλιά
ψαρόβαρκα. Ο ταξιδιώτης αποκοιμήθηκε καθώς το δεύτερο δέντρο άνοιξε ήσυχα τα
πανιά του μέσα στη λίμνη. Γρήγορα σηκώθηκε σφοδρή καταιγίδα γεμάτη κεραυνούς.
Το μικρό δέντρο λύγισε απ’ τον φόβο. Ήξερε ότι δεν είχε τη δύναμη να μεταφέρει
τόσους πολλούς επιβάτες με ασφάλεια μες στον αέρα και στη βροχή.
Ο
κουρασμένος άνδρας ξύπνησε. Σηκώθηκε, άπλωσε το χέρι του και είπε: «Ησύχασε…!»
Η καταιγίδα σταμάτησε τόσο γρήγορα όσο ξεκίνησε. Και ξαφνικά το δεύτερο δέντρο
κατάλαβε ότι μετέφερε τον βασιλιά του ουρανού και της γης.
Μια
Παρασκευή πρωί, το τρίτο δέντρο ξαφνιάστηκε, όταν τράβηξαν το δοκάρι του από
τον ξεχασμένο σωρό με τα ξύλα. Δείλιασε, καθώς το μετέφεραν μέσα από τους
χλευασμούς του αγριεμένου πλήθους. Τρόμαξε, όταν οι στρατιώτες κάρφωσαν τα
χέρια ενός άντρα πάνω του. Ένιωσε άσχημο, τραχύ και σκληρόκαρδο. Αλλά την
Κυριακή το πρωί, όταν ανέτειλε ο ήλιος και η γη κάτω απ’ το δέντρο άρχισε να
τρέμει με χαρά, το τρίτο δέντρο ήξερε ότι η αγάπη του Θεού είχε αλλάξει τα
πάντα. Είχε κάνει το τρίτο δέντρο δυνατό. Και κάθε φορά που οι άνθρωποι
σκέφτονταν το τρίτο δέντρο, σκέφτονταν τον Θεό. Αυτό ήταν καλύτερο από το να
είναι το ψηλότερο δέντρο στον κόσμο…
Την επόμενη φορά που θα νιώσετε
θλίψη επειδή δεν γίνατε αυτό που θέλατε, απλά μείνετε στη θέση σας και νιώστε
ευτυχισμένοι γιατί κάποιος, κάπου αλλού ίσως, σκέφτεται κάτι καλύτερο να σας δώσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου