Μια
φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας αγρότης που είχε ένα γέρικο μουλάρι. Μια μέρα το
μουλάρι έπεσε στο πηγάδι. Ο αγρότης το άκουσε να γκαρίζει ζητώντας βοήθεια.
Αφού
εξέτασε προσεχτικά την κατάσταση, ο αγρότης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ούτε το
μουλάρι, ούτε το πηγάδι άξιζαν τον κόπο της διάσωσης. Φώναξε τους γείτονες και
τους είπε τι είχε συμβεί. Μετά τους ζήτησε να τον βοηθήσουν να ρίξει χώμα και
να θάψει το γέρικο μουλάρι στο πηγάδι, ώστε να το απαλλάξει από τη δυστυχία
του.
Αρχικά
το γέρικο μουλάρι είχε πάθει υστερία! Αλλά, καθώς ο αγρότης και οι γείτονες του
συνέχισαν να ρίχνουν χώμα με τα φτυάρια και το χώμα χτυπούσε την πλάτη του… του
ήρθε μια ιδέα. Ξαφνικά σκέφτηκε ότι κάθε φορά που μια φτυαριά χώμα έπεφτε στην
πλάτη του… θα έπρεπε να την πετάξει από την πλάτη του και να πατήσει επάνω της!
Αυτό και έκανε.
«Διώξ’το
και πάτα πάνω… διώξ’ το και πάτα πάνω… διώξ’ το και πάτα πάνω!», επαναλάμβανε
για να ενθαρρύνει τον εαυτό του. Όσο οδυνηρά κι αν φαίνονταν τα χτυπήματα, όσο
αποκαρδιωτική κι αν ήταν η κατάσταση, το γέρικο μουλάρι πολέμησε τον «πανικό»
του κι έκανε ακριβώς αυτό: Έδιωχνε το χώμα και πατούσε επάνω του!
Σε
λίγο, το γέρικο μουλάρι πήδηξε θριαμβευτικά το τοίχωμα του πηγαδιού! Αυτό που
φαινόταν ότι θα το έθαβε, στην πραγματικότητα ήρθε σαν ευλογία… και όλα αυτά
χάρη στον τρόπο που χειρίστηκε την αντίξοη κατάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου