Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Το πλακάκι και το άγαλμα





Κάποτε, στη μέση της κεντρικής αίθουσας ενός μουσείου, που το δάπεδό της ήταν καλυμμένο με κάτι πανέμορφα μαρμάρινα πλακάκια, είχαν στήσει ένα τεράστιο άγαλμα, επίσης από μάρμαρο. Πολλοί ήταν οι επισκέπτες που ερχόταν απ’ όλο τον κόσμο για να δουν και να θαυμάσουν το υπέροχο άγαλμα.
Ένα βράδυ τα πλακάκια άρχισαν να μιλούν στο άγαλμα.
Μαρμάρινο πλακάκι: «Δεν είναι σωστό, μαρμάρινο άγαλμα, δεν είναι καθόλου σωστό! Γιατί δηλαδή όλοι αυτοί έρχονται απ’ όλο τον κόσμο, από τόσο δρόμο, και πατούν πάνω μου για να θαυμάσουν εσένα; Δεν είναι σωστό!»
Μαρμάρινο άγαλμα: «Καλέ μου φίλε, μαρμάρινο πλακάκι, θυμάσαι άραγε ότι είμαστε απ’ το ίδιο ορυχείο;»
Μαρμάρινο πλακάκι: «Ναι! Και γι’ αυτόν τον λόγο λέω ότι είναι ακόμη περισσότερο άδικο. Γεννηθήκαμε στο ίδιο ακριβώς μέρος, κι όμως η μεταχείριση που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι τελείως διαφορετική. Είναι άδικο!» ξαναφώναξε.
Μαρμάρινο άγαλμα: «Μήπως τότε θυμάσαι την ημέρα που αυτός που έκανε τη μελέτη μας, προσπάθησε να δουλέψει χρησιμοποιώντας σε, αλλά εσύ αντιστάθηκες στα εργαλεία του;»
Μαρμάρινο πλακάκι: «Βεβαίως και θυμάμαι. Τον μισώ αυτόν τον άνθρωπο! Πως μπόρεσε να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει πάνω μου αυτά τα εργαλεία που με πονούσαν τόσο!»
Μαρμάρινο άγαλμα: «Πολύ σωστά! Δεν γινόταν να δουλέψει πάνω σου, αφού εσύ δεν δεχόσουν να σε επεξεργάζονται.
Μαρμάρινο πλακάκι: «Και λοιπόν;»
Μαρμάρινο άγαλμα: «Όταν αποφάσισε να πάψει να ασχολείται μαζί σου, κι άρχισε πια να δουλεύει πάνω μου, ήξερα απ’ την αρχή ότι, όταν τέλειωναν οι κόποι του, θα ήμουν κάτι πολύ διαφορετικό. Δεν έφερα αντίσταση στα εργαλεία του, αντίθετα υπέμεινα καρτερικά τους πόνους που μου προξένησαν…»
Μαρμάρινο πλακάκι: «Μμμ… τέλος πάντων…»

Μαρμάρινο άγαλμα: «Καλέ μου φίλε, για όλα τα πράγματα υπάρχει μια τιμή σ’ αυτήν τη ζωή. Εφόσον αποφάσισες να τα παρατήσεις στην αρχή, δεν μπορείς να κατηγορείς κανέναν τώρα πια επειδή πατάει πάνω σου».

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Η δύναμη της ζωής





Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα παιδάκι που ζούσε στην εξοχή με τους γονείς του. Μια μέρα ο παππούς πήρε το παιδί μαζί του στη λίμνη που ψάρευε και του ζήτησε να ρίξει μια πέτρα στο νερό. Το παιδί ακολούθησε τη συμβουλή του και αμέσως μετά ο παππούς του ζήτησε να παρατηρήσει τους κύκλους που προκάλεσε η πέτρα λέγοντας «Τώρα μικρέ μου, θέλω να σκεφτείς ότι εσύ είσαι αυτή η πέτρα». Και συνέχισε λέγοντας, κύματα που προκαλούνται από αυτές τις βουτιές θ’ αναστατώνουν τη γαλήνη των πλασμάτων γύρω σου.

Να θυμάσαι ότι είσαι υπεύθυνος για ότι βάζεις μέσα στον κύκλο σου. Ο κύκλος αυτός θ’ αγγίξει πολλούς άλλους κύκλους. Θα πρέπει να ζεις με τρόπο που να επιτρέπει στο καλό που προβαίνει απ’ τον δικό σου κύκλο να στέλνει τη γαλήνη αυτής της καλοσύνης και στους άλλους. Η βουτιά που οφείλεται σε θυμό ή ζήλια, θα στείλει τα συναισθήματα αυτά και σε άλλους κύκλους. Είσαι υπεύθυνος για όλους τους κύκλους. Και για τους κάλους και για τους κακούς».

Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Το σπίτι με τους καθρέφτες





Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μικρό απομακρυσμένο χωριό ήταν ένα μέρος που το έλεγαν «το σπίτι με τους 1.000 καθρέφτες». Ένα χαρούμενο κι ευτυχισμένο σκυλάκι άκουσε για το μέρος αυτό κι αποφάσισε να πάει. Όταν έφτασε, πήδησε με κέφι ανεβαίνοντας τα σκαλιά μέχρι την εξώπορτα και κοίταξε μέσα απ’ αυτήν σηκώνοντας και κουνώντας τ’ αφτιά του όσο πιο πολύ μπορούσε. Με μεγάλη του έκπληξη βρέθηκε να κοιτάζει 1.000 άλλα ευτυχισμένα σκυλάκια, με τις ουρές τους να κουνιούνται όσο γρήγορα κι η δική του. Τους χαμογέλασε πλατιά, και του απάντησαν με 1.000 χαμόγελα το ίδιο θερμά και φιλικά. Φεύγοντας από το Σπίτι είπε μέσα του, «Να ένα θαυμάσιο μέρος, θα έρχομαι ξανά να το βλέπω!».
Απ’ το ίδιο χωριό, ένα άλλο σκυλί, που δεν ήταν και τόσο ευτυχισμένο όσο το πρώτο, αποφάσισε να πάει στο Σπίτι. Ανέβηκε αργά-αργά τα σκαλιά και κοίταξε μέσα από την πόρτα με σκυμμένο το κεφάλι. Όταν είδε 1.000 σκυλιά να το κοιτάζουν όλο έχθρα, τους γάβγισε άγρια, και με τρόμο είδε 1.000 σκυλιά να του γαβγίζουν. Φεύγοντας, είπε με τον νου του, «Αυτό είναι ένα τρομερό μέρος, δεν πρόκειται να ξανάρθω ποτέ μου!»


Μήπως αυτό που μας θυμώνει στους άλλους ανθρώπους είναι μια αντανάκλαση του δικού μας εαυτού; Μήπως αντιπαθούμε όλους εκείνους που μας θυμίζουν τις δικές μας αδυναμίες;

Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

Το επαναστατικό πουλί





Ήταν κάποτε ένα μικρό αποδημητικό πουλί που αποφάσισε να επαναστατήσει κατά της παράδοσης, κι όταν ήρθε η εποχή να πετάξει, μαζί με τα άλλα πουλιά, κατά τα νότια για ν’ αποφύγουν τον χειμώνα που ερχόταν, αυτό αποφάσισε να μείνει πίσω. Όλα τ’ άλλα πουλιά πέταξαν για τα θερμότερα κλίματα, και το παράτησαν μονάχο του.
Και βέβαια, μετά από λίγο καιρό ο φίλος μας ανακάλυψε ότι είχε κάνει ένα τρομερό λάθος. Ο χειμώνας στρώθηκε για τα καλά και το κρύο ήταν τσουχτερό. Έτσι, πήρε την απόφαση ότι θα ήταν καλύτερα να σηκωθεί να φύγει προς τα νότια, όπως είχαν κάνει όλοι οι φίλοι του.
Ξεκίνησε λοιπόν να πετάει, όμως δεν είχε προχωρήσει και πολύ όταν ο κρύος βοριάς άρχισε να του παγώνει τις φτερούγες και το καημένο άρχισε να πέφτει… και να πέφτει κατακόρυφα απ’ τον ουρανό… αλλά ευτυχώς μέσα από ένα άνοιγμα, στη στέγη μιας αχυραποθήκης, ήρθε και προσγειώθηκε κατευθείαν σ’ έναν σωρό από γελαδίσια κοπριά.
Η ζέστη της κοπριάς του ξεπάγωσε τα φτερά και σε λίγο άρχισε να αισθάνεται πάλι καλά. Όμως, μόλις τόλμησε να ξεμυτίσει το κεφαλάκι του από την κοπριά, ήρθε μια γάτα, που του ρίχτηκε και το έφαγε.



Όταν μας συμβεί να βρεθούμε μέσα σ’ έναν χείμαρρο από υποχρεώσεις και «πρέπει», αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι κακό. Επίσης, καθένας που προσφέρεται να μας απαλλάξει από όλα αυτά δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι μας κάνει καλό.

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Ο αντίχειρας





Υπάρχει μία ιστορία για έναν βασιλιά κάπου στην Αφρική, που είχε έναν πολύ στενό φίλο με τον οποίο μεγάλωσαν μαζί. Ο φίλος είχε τη συνήθεια, καθετί που συνέβαινε στη ζωή τους, θετικό ή αρνητικό, να το χαρακτηρίζει «πολύ καλό».
Μια μέρα, ο βασιλιάς και ο φίλος του πήγαν να κυνηγήσουν μακριά. Η δουλειά του φίλου ήταν να γεμίζει και να έχει έτοιμα τα τουφέκια για τον βασιλιά. Φαίνεται όμως ότι ο φίλος έκανε κάποιο λάθος στην ετοιμασία ενός όπλου, κι έτσι, όταν πυροβόλησε ο βασιλιάς, το όπλο του έκοψε τον αντίχειρα.
Εξετάζοντας την κατάσταση, ο φίλος παρατήρησε ως συνήθως «Πολύ καλά!».
Τότε ο βασιλιάς απάντησε, «Όχι, δεν είναι καθόλου καλά!» και τον έστειλε στη φυλακή.
Αφού πέρασε ένας περίπου χρόνος, ο βασιλιάς πήγε να κυνηγήσει σε κάποια περιοχή όπου, όπως τον είχαν ενημερώσει, δεν είχε ούτε εχθρός ούτε άγριους. Όμως είχε, κι αυτοί τον έπιασαν και τον πήγαν στο χωριό τους. Του έδεσαν τα χέρια, μάζεψαν κάμποσα ξύλα, έβαλαν ένα καζάνι, και τον πήγαν για να τον ψήσουν ζωντανό. Όταν πλησίασαν όμως να ανάψουν τη φωτιά, πρόσεξαν ότι του έλειπε ο αντίχειρας. Επειδή ήταν προληπτικοί, δεν έτρωγαν ποτέ κάποιον που δεν ήταν αρτιμελής. Έτσι τον έλυσαν και τον άφησαν να πάει στο καλό.
Μόλις γύρισε στα μέρη του, μην ξεχνώντας τον τρόπο που του κόπηκε ο αντίχειρας, αισθάνθηκε ένοχος για τη συμπεριφορά του απέναντι στον φίλο του. Πήγε τρέχοντας αμέσως στη φυλακή για να του μιλήσει. «Είχες δίκιο, φίλε μου», του είπε, «Ήταν καλό που τότε μου κόπηκε ο αντίχειρας». Και συνέχισε να του διηγείται όλα όσα συνέβησαν. «Λυπάμαι φυσικά πολύ που σε έκλεισα για τόσο καιρό στη φυλακή. Είναι πολύ κακό εκ μέρους μου!»
«Όχι, βέβαια!», απάντησε ο φίλος του, «Καλό είναι!»
«Τι θέλεις να πει; Πώς γίνεται να είναι καλό το γεγονός ότι έστειλα τον φίλο μου φυλακή για έναν ολόκληρο χρόνο;»
«Γίνεται, διότι αν δεν ήμουν φυλακή, θα ήμουν μαζί σου!».


Μερικές φορές τα βιαστικά συμπεράσματα που βγάζουμε μας οδηγούν στις λάθος αποφάσεις. Γι’ αυτό ας είμαστε πιο σκεπτικοί κάθε φορά που προσπαθούμε να εξηγήσουμε γιατί μας συμβαίνει αυτό… 

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

Καλοτυχία ή κακοτυχία;





Στο κτήμα ενός χωρικού ήρθε μια μέρα ένα θαυμάσιο άλογο αναπαραγωγής. Αμέσως όλοι οι χωρικοί έτρεξαν στον ιδιοκτήτη να του ευχηθούν για την καλή του τύχη. «Και ποιος σας είπε ότι πρόκειται για καλοτυχία;», είπε εκείνος. Σε λίγες εβδομάδες το άλογο το έσκασε, κι οι χωριανοί μίλησαν για την κακοτυχία του.
«Ποιος σας είπε ότι είναι κακοτυχία;», ξαναείπε ο χωρικός.
Σε έναν περίπου μήνα, το άλογο επέστρεψε φέρνοντας μαζί του μερικές φοράδες. Πάλι οι συγχωριανοί έτρεξαν να τον συγχαρούν για την καλοτυχία του. «Και ποιος σας είπε ότι πρόκειται για καλοτυχία;», πάλι εκείνος έδωσε την ίδια απάντηση.
Λίγο αργότερα, κι ενώ ο γιος του προσπαθούσε να δαμάσει τα άλογα, έπεσε κι έσπασε το πόδι του άσχημα. Στην παρατήρηση των χωρικών για την κακοτυχία του, αυτός και πάλι απάντησε «Και ποιος σας είπε ότι είναι κακοτυχία;».
Σε λίγες μέρες ο βασιλιάς έκανε πόλεμο με ένα γειτονικό βασίλειο για «συνοριακές διαφορές», και κήρυξε γενική επιστράτευση όλων των νέων, από την οποία, φυσικά, εξαιρέθηκε ο τραυματισμένος γιος. Κι όταν τελείωσε ο πόλεμος, σχεδόν κανένας από τους νέους του χωριού δεν γύρισε σπίτι του.

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Ο κλέφτης των μπισκότων





Κάποια νύχτα, μια γυναίκα περίμενε στο αεροδρόμιο για να πάρει την επόμενη πτήση. Καθώς περίμενε, αγόρασε ένα βιβλίο και ένα πακέτο μπισκότα για να περάσει την ώρα της. Έψαξε να βρει ένα ήσυχο μέρος να καθίσει και περίμενε. Είχε απορροφηθεί με το βιβλίο της, όταν ξαφνικά κατάλαβε ότι δίπλα της καθόταν ένας νεαρός που είχε απλώσει το χέρι του, χωρίς ούτε να νοιάζεται, και είχε αρπάξει το πακέτο με τα μπισκότα που βρισκόταν ανάμεσά τους.
Άρχισε να τα τρώει ένα – ένα. Επειδή δεν ήθελε να το κάνει θέμα, εκείνη αποφάσισε να τον αγνοήσει. Η γυναίκα, ελαφρώς ενοχλημένη, έφαγε τα μπισκότα και κοίταξε το ρολόι, ενώ ο νεαρός και ξεδιάντροπος κλέφτης των μπισκότων τα είχε κι αυτός αποτελειώσει.
Η γυναίκα άρχισε τώρα να θυμώνει πραγματικά και σκέφτηκε: «Αν δεν ήμουν τόσο καλή και καλλιεργημένη, θα του είχα μαυρίσει το μάτι αυτού του αναιδέστατου!». Κάθε φορά που έτρωγε αυτή ένα μπισκότο, έτρωγε κι εκείνος ένα.
Ο διάλογος των ματιών τους συνεχίστηκε και, όταν έμεινε μόνο ένα μπισκότο, ο νεαρός το πήρε και το έκοψε στη μέση. Άφησε το μισό στη γυναίκα, ενώ εκείνος έτρωγε το άλλο μισό. Αυτή πήρε γρήγορα το μπισκότο και σκέφτηκε: «Τι αυθάδεια! Τι ανάγωγος που είναι! Ούτε καν με ευχαρίστησε!»
Δεν είχε συναντήσει ποτέ κάποιον τόσο ασύστολο και αναστέναξε με ανακούφιση όταν άκουσε την ανακοίνωση της πτήσης της. Πήρε τις τσάντες της και πήγε προς τη θύρα επιβίβασης, αρνούμενη να κοιτάξει πίσω της, εκεί όπου καθόταν ο αυθάδης κλέφτης.
Αφού επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο και κάθισε αναπαυτικά στη θέση της, κοίταξε για το βιβλίο της που κόντευε πια να το τελειώσει. Ενώ έψαχνε μέσα στην τσάντα της, ξαφνιάστηκε βλέποντας το πακέτο με τα μπισκότα της ανέπαφο. Αν τα μπισκότα μου είναι εδώ, σκέφτηκε μουδιασμένα, τότε τα άλλα ήταν δικά του και τα μοιράστηκε μαζί μου!
Ήταν πολύ αργά για να ζητήσει συγγνώμη, και ήταν οδυνηρό να συνειδητοποιήσει πως ήταν αυτή η αυθάδης, η ανάγωγη και η κλέφτρα μπισκότων, όχι ο νεαρός.


Υπάρχουν φορές που η έλλειψη εμπιστοσύνη μέσα μας, μας κάνει να κρίνουμε άδικα τους άλλους βασισμένοι σε εντυπώσεις, που απέχουν πολύ μακριά από την αλήθεια…
Να θυμάστε ότι η κριτική επιστρέφει πάντα στον γεννήτορα της. Τόσο η κακή, όσο και η καλή κριτική...


Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Ο παγιδευμένος πίθηκος





Στις ζούγκλες της Αφρικής έχουν βρει ένα πολύ ενδιαφέροντα και πολύ «ζωόφιλο» τρόπο για να πιάνουν ζωντανές τις μαϊμούδες χωρίς να τις βασανίζουν, ή να τις κυνηγούν, και να τις στέλνουν γερές κι αλώβητες για τους ζωολογικούς κήπους και το τσίρκο.
Οι κυνηγοί χρησιμοποιούν βαριές μποτίλιες με στενόμακρο λαιμό, μέσα στις οποίες βάζουν μια χούφτα ζαχαρωμένα και μυρωδάτα καρύδια. Τις μποτίλιες τις αφήνουν στο χώμα, ή μερικές φορές τις δένουν, και την άλλη μέρα το πρωί βρίσκουν σε κάθε μια τους από έναν παγιδευμένο πίθηκο.
Ο πίθηκος έλκεται από το άρωμα των καρυδιών, πλησιάζει να δει τι συμβαίνει, βάζει το χέρι του, πιάνει με τη χούφτα του μερικά καρύδια κι αυτό ήταν, παγιδεύτηκε. Δεν καταλαβαίνει ο δυστυχής ότι για να ελευθερώσει το χέρι του πρέπει να παρατήσει τα γλυκά καρύδια και αρνείται να τα αφήσει. Κι η μποτίλια είναι πολύ βαριά, ή ακόμα και δεμένη, ώστε να μην μπορεί να την πάρει μαζί του και να φύγει.


Η παραπάνω ιστορία του πιθήκου μπορεί να φαίνεται αστεία, αλλά ας αναλογιστούμε πόσες και πόσες είναι οι φορές που εμείς οι ίδιοι είμαστε αιχμάλωτοι στα προβλήματά μας, στα συναισθήματά μας ή ακόμα και στα αγαθά μας. Και φυσικά τις περισσότερες φορές παίρνουμε τις μποτίλιες μας και κυκλοφορούμε, θρηνολογώντας για όλα όσα μας συμβαίνουν και ζητώντας την συμπαράσταση των άλλων, ή ακόμα και του Θεού, ενώ το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να ανοίξουμε την παλάμη μας και να αφήσουμε τα «καρύδια» της προσκόλλησης μας!

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Η ζωγραφιά της ευγνωμοσύνης





Κάποτε μια δασκάλα της πρώτης δημοτικού, έβαλε στην τάξη της μια εργασία. Ζήτησε από τους μαθητές της να ζωγραφίσουν κάτι για το οποίο αισθάνονταν ευγνωμοσύνη. Αν και τα περισσότερα παιδιά της τάξης προέρχονταν από φτωχές οικογένειες, το αναμενόμενο ήταν να έχουν στο μυαλό τους πολλά πράγματα για τα οποία να αισθάνονται ευγνωμοσύνη. Όμως ο Δημήτρης ζωγράφισε κάτι διαφορετικό.
Ο Δημήτρης ήταν ένα διαφορετικό παιδί. Ήταν για τη δασκάλα το αντιπροσωπευτικό δείγμα εκείνου που έχει χτυπηθεί από τη μοίρα, ήταν φιλάσθενο και δυστυχισμένο. Καθώς τα άλλα παιδιά έπαιζαν στο διάλειμμα, ο Δημήτρης πολλές φορές στεκόταν εκεί, δίπλα της. Από τα θλιμμένα μάτια του, εύκολα κανείς μπορούσε να καταλάβει τον πόνο που μπορεί να ένιωθε.
Ναι, η ζωγραφιά του ήταν διαφορετική. Όταν του ζήτησε η δασκάλα να ζωγραφίσει κάτι για το οποίο αισθάνεται ευγνωμοσύνη, εκείνος ζωγράφισε ένα χέρι. Τίποτε άλλο. Μόνο ένα άδειο χέρι. Η αφηρημένη εικόνα αιχμαλώτισε τη φαντασία των συμμαθητών του.
Τίνος χέρι θα μπορούσε να είναι; Ένα παιδί είπε ότι ήταν το χέρι ενός αγρότη, επειδή οι αγρότες παρήγαγαν τρόφιμα. Κάποιο άλλο πρότεινε τον αστυνομικό, επειδή η αστυνομία προστατεύει και νοιάζεται για τον κόσμο. Άλλοι πάλι είπαν ότι είναι το χέρι του Θεού. Και έτσι προχώρησε η κουβέντα – μέχρι που η δασκάλα ξέχασε τον ίδιο τον νεαρό καλλιτέχνη.
Όταν τα άλλα παιδιά είχαν προχωρήσει σε άλλες εργασίες, αυτή σταμάτησε στο θρανίο του Δημήτρη, έσκυψε και τον ρώτησε τίνος ήταν το χέρι. Το μικρό παιδί κοίταξε μακριά και ψέλλισε: «Είναι το δικό σας χέρι, κυρία».
Τότε θυμήθηκε εκείνη τις φορές που τον είχε πάρει απ’ το χέρι και περπατούσε μαζί του εδώ κι εκεί, όπως έκανε και με τα άλλα παιδιά. Πόσο συχνά δεν είχε πει: «Πάρε το χέρι μου, Δημήτρη. Πάμε έξω», ή «Άφησέ με να σου δείξε πώς να κρατάς το μολύβι», ή «Ας το κάνουμε μαζί αυτό». Ο Δημήτρης ένιωθε μεγάλη ευγνωμοσύνη για το χέρι της δασκάλας του. Σκουπίζοντας ένα δάκρυ της, συνέχισε τη δουλειά της.


-Απλώστε το χέρι σας σήμερα με ευγνωμοσύνη σε κάποιον που έκανε κάτι για σας κάποτε. Να είστε βέβαιοι, ότι την ίδια στιγμή κάπου άλλου, κάποιος άλλος θα απλώσει το χέρι του προς το μέρος σας γεμάτος ευγνωμοσύνη!

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

Το γουρούνι και η αγελάδα





Μια φορά κι έναν καιρό, ένας πλούσιος ρώτησε τον παπά της ενορίας του, «Γιατί οι άνθρωποι με λένε δύστροπο, την ώρα που ξέρουν ότι, όταν πεθάνω, αφήνω ότι έχω στην εκκλησία;»
«Κάτσε να σου πω την ιστορία του γουρουνιού και της αγελάδας», είπε ο παπάς. «Το γουρούνι δεν το αγαπούσαν οι άνθρωποι, ενώ λάτρευαν την αγελάδα. Το γουρούνι απορούσε. ¨Οι άνθρωποι μιλούν με τα καλύτερα λόγια για την ευγενική σου φύση και τα γλυκά σου μάτια¨, είπε η αγελάδα. ¨Νομίζουν ότι είσαι γενναιόδωρη επειδή κάθε μέρα τους δίνεις άφθονο το γάλα σου. Τι γίνεται τώρα με μένα; Τους δίνω όλα όσα έχω. Τους δίνω μπέικον και ζαμπόν, τους προσφέρω δέρμα και βούρτσες, ακόμα και τα πόδια μου τα καπνίζουν. Κι όμως κανείς δεν με αγαπάει. Γιατί;¨

Ξέρεις τι απάντησε η αγελάδα;» ρώτησε ο παπάς. «Η αγελάδα είπε: ¨Ίσως επειδή προσφέρω, ενώ είμαι ακόμα ζωντανή¨».

Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Το σακί με τις πατάτες





Κάποτε ένας δάσκαλος είπε σε καθέναν από τους μαθητές του να φέρει μια καθαρή πλαστική σακούλα και ένα σακί πατάτες στο σχολείο. Για κάθε πρόσωπο που αρνούνταν να συγχωρήσουν στη ζωή τους, διάλεγαν μια πατάτα, έγραφαν πάνω της όνομα και ημερομηνία και την έβαζαν στην πλαστική σακούλα. Μερικές από τις σακούλες έγιναν αρκετά βαριές.
Μετά τους είπε να κουβαλούν αυτή τη σακούλα μαζί τους κάθε μέρα για μια βδομάδα, να την βάζουν δίπλα στο κρεβάτι τους το βράδυ, στο αυτοκίνητο όταν οδηγούσαν, δίπλα στο θρανίο τους στο σχολείο.

Ο μπελάς του να σέρνουν μαζί τους το σακί όπου πήγαιναν, έκανε ξεκάθαρο το βάρος που κουβαλούσαν πνευματικά. Έπρεπε να προσέχουν διαρκώς για να μην το ξεχάσουν και να το έχουν μαζί τους σε μέρη που τους προκαλούσαν αμηχανία. Όπως ήταν φυσικό, η ίδια η σακούλα χειροτέρεψε την κατάσταση του περιεχομένου της, που κατέληξε σύντομα να μυρίζει άσχημα. Αυτό με τη σειρά του έκανε τον κάτοχό της δυσάρεστο στους γύρω. Δεν άργησαν να συμπεράνουν οι μαθητές, ότι ήταν πολύ πιο σημαντικό να απαλλαγούν απ’ τις πατάτες, παρά να τις κουβαλάνε όπου πήγαιναν.

Αυτή ένα πολύ καλό παράδειγμα για το τίμημα που πληρώνουμε όταν κρατάμε μέσα μας τον πόνο και τη βαριά αρνητικότητα! Πολύ συχνά νομίζουμε ότι η συγχώρεση είναι ένα δώρο στον άλλον. 
Η συγχώρεση είναι καθαρά για τον εαυτό μας!

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Η κουτσομπόλα...





Μια γυναίκα κάποτε επανέλαβε ένα κουτσομπολιά για κάποια γειτόνισσά της. Σε λίγες μέρες το ήξερε όλη η κοινωνία της περιοχής, και φυσικά το έμαθε και η γυναίκα για την οποία ειπώθηκε. Η γυναίκα αυτή πόνεσε και προσβλήθηκε. Λίγο αργότερα η γυναίκα εκείνη που είχε κάνει την κριτική και είχε σπείρει την φήμη, έμαθε ότι η φήμη αυτή ήταν ψεύτικη. Στενοχωρήθηκε πολύ και πήγε σ’ έναν γέρο σοφό να την καθοδηγήσει για το πώς θα μπορούσε να αποκαταστήσει το κακό που έκανε.
«Κατέβα την αγορά», είπε ο γέρος, «αγόρασε ένα κοτόπουλο και σφάξε το. Μετά βγες στον δρόμο, μάδησε τα φτερά του και πέτα τα ένα – ένα καθώς θα προχωράς». Αν και η συμβουλή έκανε εντύπωση στη γυναίκα, εν τούτοις την ακολούθησε κατά γράμμα.
Την άλλη μέρα ο σοφός της είπε «Τώρα πήγαινε να μαζέψεις όλα τα φτερά που σκόρπισες χθες και να μου τα φέρεις».
Η γυναίκα πήγε από τον ίδιο δρόμο, αλλά προς μεγάλη της απελπισία, ο αέρας είχε σκορπίσει τα φτερά πολύ μακριά. Αφού έψαξε για πολλές ώρες, γύρισε με τρία μόνο φτερά στο χέρι.

«Βλέπεις τώρα», είπε ο γέρο σοφός, «είναι εύκολο να πετάξεις φτερά στον δρόμο, αλλά αδύνατο να τα ξαναμαζέψεις. Το ίδιο συμβαίνει και με το κουτσομπολιά. Δεν θέλει πολύ προσπάθεια για να σκορπίσεις τη φήμη, αλλά αφού το κάνεις, ποτέ δεν μπορείς να διορθώσεις απόλυτα το κακό».

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Ποιος κοιμάται στην καταιγίδα;





Ήταν κάποτε ένας νεαρός που στην αναζήτησή του για να βρει δουλειά, ζήτησε να εργαστεί σ’ ένα αγρόκτημα. Όταν τον ρώτησε ο ιδιοκτήτης τι ήξερε να κάνει, εκείνος του απάντησε, «Μπορώ να κοιμάμαι όταν ο άνεμος λυσσομανάει». Η απάντηση αυτή μπέρδεψε τον αγρότη, αλλά συμπάθησε τον νεαρό και τον κράτησε στο κτήμα να δουλέψει.
Μετά από λίγες μέρες, ο αγρότης κι η γυναίκα του πετάχτηκαν στον ύπνο τους από μια δυνατή καταιγίδα. Αμέσως άρχισαν να κάνουν έλεγχο για την ασφάλεια της περιουσίας τους. Είδαν, λοιπόν, ότι τα εξώφυλλα των παραθύρων ήταν καλά ασφαλισμένα και ότι κοντά στο τζάκι υπήρχε ποσότητα από καυσόξυλα. Κι ο νεαρός κοιμόταν βαθιά.
Το ζευγάρι προχώρησε στην επιθεώρηση. Βρήκαν όλα τα εργαλεία τους καλά και γερά τακτοποιημένα στην αποθήκη, απόλυτα ασφαλισμένα από τα στοιχεία της φύσης. Το τρακτέρ ήταν τραβηγμένο στο γκαράζ, ο στάβλος και το άχυρο καλά κλεισμένα, ακόμα και τα ζωντανά ήταν ήσυχα. Όλα έδειχναν καλά.
Και τότε ο νοικοκύρης κατάλαβε τη σημασία των λόγων του νεαρού, «Μπορώ να κοιμάμαι όταν ο άνεμος λυσσομανάει».
Όσο ο ουρανός ήταν καθαρός, ο εργάτης έκανε σωστά και πιστά τη δουλειά του. Έτσι, ήταν προετοιμασμένος για τη θύελλα, οποτεδήποτε κι αν ερχόταν. Κι όταν τελικά ξέσπασε, αυτός δεν είχε λόγο να φοβάται. Μπορούσε να κοιμάται τον ύπνο του δικαίου.


Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

Η δύναμη της επιθυμίας





Ένας αυτοκράτορας έβγαινε για την πρωινή του βόλτα, όταν συνάντησε έναν ζητιάνο. Ρώτησε τον ζητιάνο: «Τι θέλεις;»
Ο ζητιάνος γέλασε και είπε: «Με ρωτάς, λες και μπορείς να ικανοποιήσεις την επιθυμία μου!»
Ο αυτοκράτορας προσβλήθηκε: «Φυσικά και μπορώ να εκπληρώσω την επιθυμία σου. Δεν έχεις παρά να μου πεις!»
Και ο ζητιάνος είπε: «Σκέψου δυο φορές προτού υποσχεθείς οτιδήποτε». Ο ζητιάνος δεν ήταν ένας συνηθισμένος ζητιάνος, ήταν ο διδάσκαλος του αυτοκράτορα στην προηγούμενη ζωή του. Είχε υποσχεθεί σ’ εκείνη τη ζωή: «Θα έρθω και θα προσπαθήσω να σε ξυπνήσω στην επόμενη ζωή σου. Έχασες αυτήν τη ζωή σου, αλλά θα έρθω ξανά».
Αλλά ο αυτοκράτορας είχε ξεχάσει ολότελα – ποιος θυμάται τις προηγούμενες ζωές; Γι αυτό επέμεινε: «Θα κάνω ότι μου ζητήσεις. Είμαι ένας αυτοκράτορας πολύ δυνατός, τι είναι αυτό που μπορείς να επιθυμήσεις, που δεν μπορώ να στο δώσω;»
Ο ζητιάνος είπε: «Είναι μια πολύ απλή επιθυμία. Βλέπεις αυτό το κουτί για τα λεφτά που κρατάω; Μπορείς να το γεμίσεις με κάτι;»
Ο αυτοκράτορας είπε: «Φυσικά! Φώναξε έναν από τους βεζίρηδες και του είπε: «Γέμισε το κουτί αυτού εδώ του ζητιάνου με λεφτά». Ο βεζίρης πήγε, πήρε μερικά λεφτά, τα έριξε στο κουτί του ζητιάνου, αλλά αμέσως εξαφανίστηκαν. Έριξε κι άλλα κι άλλα, αλλά τη στιγμή που τα έριχνε μέσα, αυτά εξαφανίζονταν. Και το κουτί έμενε συνέχεια αδειανό.
Μαζεύτηκε ολόκληρο το παλάτι. Σε λίγο η φήμη έγινε γνωστή σε όλη την πρωτεύουσα και ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρώθηκε. Διακυβευόταν το κύρος του αυτοκράτορα. Είπε στους βεζίρηδές του: «Αν είναι να χαθεί ολόκληρο το βασίλειο, είμαι έτοιμος να το χάσω, μα δεν μπορώ να νικηθώ απ’ αυτόν τον ζητιάνο».
Διαμάντια και πέρλες και σμαράγδια, τα θησαυροφυλάκια του αυτοκράτορα άδειασαν. Το κουτί του ζητιάνου φαινόταν να είναι απύθμενο. Ότι έπεφτε μέσα – οτιδήποτε – αμέσως εξαφανιζόταν και έπαυε να υπάρχει. Τελικά ήρθε το απόγευμα και ο κόσμος συνέχιζε να στέκεται εκεί αμίλητος. Ο αυτοκράτορας έπεσε στα πόδια του ζητιάνου και παραδέχτηκε την ήττα του. Είπε: «Πες μου μόνο ένα πράγμα. Νίκησες – αλλά προτού φύγεις, απλά ικανοποίησε την περιέργειά μου. Από τι είναι φτιαγμένο το κουτί σου;»

Ο ζητιάνος γέλασε και είπε: «Είναι φτιαγμένο από το ανθρώπινο μυαλό. Δεν υπάρχει μυστικό. Απλά είναι φτιαγμένο από την ανθρώπινη επιθυμία!»

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Ακόμα πέντε λεπτά...





Μια φορά κι έναν καιρό, σε κάποιο πάρκο, μια γυναίκα κάθισε δίπλα σ’ έναν άντρα, στο παγκάκι κοντά σε μια παιδική χαρά. «Αυτός εκεί πέρα, είναι ο γιος μου», είπε, δείχνοντας ένα μικρό αγόρι που φορούσε μια κόκκινη μπλούζα και έκανε τσουλήθρα.
«Πολύ όμορφο αγόρι», είπε ο άνδρας. «Αυτός εκεί με τη μπλε μπλούζα στην κούνια, είναι ο δικός μου γιος». Και μετά κοιτάζοντας το ρολόι του, φώναξε τον γιο του. «Τι λες, μικρέ, πάμε να φύγουμε;»
Το παιδάκι τον παρακάλεσε: «Σε παρακαλώ, μπαμπά, άλλα πέντε λεπτά. Μόνο πέντε λεπτά». Ο άνδρας έγνεψε καταφατικά και το αγοράκι συνέχισε να χαίρεται το παιχνίδι του. Τα λεπτά πέρασαν και ο πατέρας σηκώθηκε και ξαναφώναξε στον γιο του: «Ώρα να πηγαίνουμε».
Ξανά, το παιδάκι τον παρακάλεσε: «Πέντε λεπτά ακόμα, μπαμπά. Μόνο πέντε λεπτά». Ο άνδρας χαμογέλασε και είπε: «Εντάξει».
«Μα σίγουρα είστε ένας υπομονετικός πατέρας», παρατήρησε η γυναίκα. Ο άνδρας χαμογέλασε και έπειτα είπε: «Τον μεγαλύτερο γιο μου τον σκότωσε ένας μεθυσμένος οδηγός πέρυσι, ενώ έκανε βόλτα με το ποδήλατό του εδώ γύρω. Ποτέ δεν είχα περάσει πολύ χρόνο με τον μεγαλύτερο και τώρα θα έδινα τα πάντα για να ήμουν πέντε μόνο λεπτά μαζί του. Έχω πάρει όρκο να μην ξανακάνω το ίδιο λάθος. Αυτός νομίζει ότι έχει μόνο πέντε λεπτά για να κάνει κούνια, ενώ εγώ έχω ακόμα πέντε λεπτά να τον βλέπω να παίζει».


Το καλύτερο δώρο που ένας γονιός μπορεί να χαρίσει στα παιδιά του, είναι η ποιότητα του χρόνου που του αφιερώνει. Είναι η αμέριστη προσοχή του για όση ώρα είναι μαζί. Είναι η απόλυτη συμμετοχή του στη ροή της επικοινωνίας μεταξύ τους. Όλα αυτά, δίνουν την αληθινή ποιότητα στον χρόνο μας με τα παιδιά μας... Η ποιότητα… Έστω, κι αν πρόκειται για ένα πεντάλεπτο.


Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

Η αγκαλιά ενός μωρού





Μια φορά κι έναν καιρό, σε κάποιο φθηνό εστιατόριο μιας πόλης, ανάμεσα στα τραπέζια καθόταν και μια οικογένεια. Η μητέρα έβαλε το μωρό να καθίσει σε μια ψηλή καρέκλα και παρατήρησε ότι όλοι έτρωγαν ήσυχα και μιλούσαν. Ξαφνικά, το μωράκι άρχισε να φωνάζει από χαρά και να λέει «Γεια σου!». Χτυπούσε τα παχιά παιδικά του χέρια στο προστατευτικό της ψηλής καρέκλας στην οποία καθόταν. Τα μάτια του έκλειναν από ευχαρίστηση καθώς γελούσε και κινούνταν πέρα δώθε. Το μωράκι χαιρετούσε έναν άνδρα, που φορούσε φαρδιά παντελόνια, με μισοκλεισμένο φερμουάρ, ενώ τα δάχτυλα των ποδιών του πετάγονταν έξω από τα πολυκαιρισμένα παπούτσια του.
Το πουκάμισό του ήταν βρώμικο. Τα μαλλιά του ήταν αχτένιστα και βρώμικα. Ήταν αξύριστος, όχι τόσο όμως ώστε να έχει γένια, ενώ η μύτη του ήταν τόσο πρησμένη, που έμοιαζε με οδικό χάρτη. Ήταν άπλυτος και απεριποίητος. Τα χέρια του κινούνταν και χτυπούσαν με τους καρπούς χαλαρούς. «Γεια σου, φίλε, γεια σου μεγάλε, σε βλέπω μάγκα!», είπε ο άνδρας στο μωράκι.
Οι γονείς αμήχανοι αντάλλαξαν ματιές. Το μωρό απτόητο συνέχισε να γελάει και απάντησε «Γεια, γεια!». Όλοι στο εστιατόριο γύρισαν και κοίταξαν την οικογένεια και μετά τον άνδρα. Ο μυστήριος αυτός γέρος έκανε φασαρία με το μωρό. Το φαγητό ήρθε και ο άνδρας άρχισε να φωνάζει από την άλλη άκρη του εστιατορίου «Θα φάει γλυκό; Κου-κου!». Κανείς δεν έβρισκε τον γέρο χαριτωμένο. Ήταν εμφανώς μεθυσμένος. Το ανδρόγυνο ήταν σε αμηχανία.
Συνέχισαν να τρώνε σιωπηλά. Όλοι, εκτός από το μωράκι, που συνέχιζε το ρεπερτόριό του για τον άστεγο, που με τη σειρά του ανταπέδιδε με τα χαριτωμένα του σχόλια. Τελικά, αφού η οικογένεια ολοκλήρωσε το γεύμα της, ο σύζυγος σηκώθηκε να πληρώσει τον λογαριασμό και ζήτησε από τη γυναίκα του να συναντηθούν έξω που είχαν αφήσει το αυτοκίνητό τους. Αφού σηκώθηκε η μητέρα με το μωρό, ο γέρος στάθηκε ακίνητος ανάμεσα σ’ αυτήν και στην πόρτα. Καθώς η γυναίκα έφτασε πιο κοντά στον άνδρα, γύρισε την πλάτη της προσπαθώντας να τον προσπεράσει αποφεύγοντας τα χνώτα του. Καθώς το έκανε, το μωρό της έσκυψε πάνω από τον ώμο της, ανοίγοντας τα χέρια του σαν να ήθελα να αγκαλιάσει κάποιον. Προτού προλάβει να τον σταματήσει, το μωρό είχε γλιστρήσει από τα χέρια της προς τα χέρια του άνδρα.
Ξαφνικά, ο γέρος που μύριζε και το μωρό αγκαλιάστηκαν. Το μωράκι σε μια πράξη ολοκληρωτικής εμπιστοσύνης, αγάπης και υποταγής ακούμπησε το μικρό του κεφάλι πάνω στον κουρελιασμένο ώμο του άνδρα. Τα μάτια του άνδρα έκλεισαν και φάνηκαν δάκρυα στις άκρες των βλεφάρων του. Τα γέρικα χέρια του γεμάτα βρώμα, πόνο και σκληρή δουλειά έγιναν κούνια για το μωρό και χάιδευαν την πλάτη του. Ποτέ ξανά δυο πλάσματα δεν αγαπήθηκαν τόσο βαθιά σε τόσο μικρό διάστημα.
Η μητέρα έμεινε αποσβολωμένη να παρατηρεί αυτήν την εικόνα. Ο γέρος κουνούσε και λίκνιζε το μωράκι στα χέρια του. Τότε τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Κοίταξε μέσα στα δικά της και γύρισε και της είπε με ύφος έντονα προστακτικό: «Να προσέχεις αυτό το μωρό!»
«Εντάξει», βιάστηκε να του απαντήσει. Απομάκρυνε το μωρό από το στήθος του, ενώ εκείνο δεν ήθελε κι έκανε σαν να πονούσε. Πήρε το μωρό και ο άνδρας είπε: «Ο Θεός να σ’ ευλογεί, κυρία μου, μου έκανες το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μου κάνει κάποιος». Η γυναίκα ψέλλισε ένα «ευχαριστώ». Με το μωρό της στα χέρια της έτρεξε προς το αυτοκίνητο.
Ο άνδρας της αναρωτήθηκε γιατί έκλαιγε και κρατούσε το μωρό τόσο σφιχτά και γιατί έλεγε «Θεέ μου, Θεέ μου, συγχώρεσε με!»

Είχε μόλις γίνει μάρτυρας της αγάπης, έτσι όπως φανερώθηκε μέσα από την αθωότητα του μωρού, που δεν ήξερε καμιά αμαρτία, που δεν έκανε καμιά κριτική. Ένα παιδί, που είδε μια ψυχή και μια μητέρα που είδε μόνο τα ρούχα. Και τότε κατάλαβε ακόμα ένα από τα μυστηριώδη θαύματα της ζωής. Τότε κατάλαβε ότι μπορούμε να διακρίνουμε τον αληθινό χαρακτήρα ενός ανθρώπου, από τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται σε εκείνον που δεν μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτόν.

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Ποιος είδε το κράτος λιγοστό





Ποιός είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά’χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ’χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;

Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια,
κλέφτες χωρίς μια πήχυ γη και κλέφτες με παλάτια,
ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί
ο άλλος το έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή.

Όλα σ’αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

Ο Έλληνας δυό δίκαια ασκεί πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε και ουρείν εις όποιο θέλει μέρος.

Χαρά στους χασομέρηδες! χαρά στους αρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Γι’ αυτό το κράτος, που τιμά τα ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτίρ στα χρόνια τα παλιά, σικτίρ και στα καινούργια!

Και των σοφών οι λόγοι θαρρώ πως είναι ψώρα,
πιστός εις ό,τι λέγει κανένας δεν εφάνη...
αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα,
δεν κάνει ό,τι λέγει, δεν λέγει ό,τι κάνει.

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας.
Θέλει ακόμα  -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που’χει
στο ’να λουστρίνι, στ’αλλο τσαρούχι.

ΠΗΓΉ: Γεώργιος Σουρής (1853-1919)


Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

Βρες λόγους να αγαπήσεις την κρίση.






Μία χιουμοριστική προσέγγιση και εναγώνια προσπάθεια να βρούμε λόγους για να μας αρέσει η οικονομική κρίση. Λεφτά μπορεί να μην υπάρχουν, λόγοι όμως υπάρχουν για να μας αρέσει η οικονομική κρίση, αρκεί να έχουμε αίσθηση του χιούμορ.
 1.   Μου αρέσει που όταν λέω για αύξηση στο αφεντικό μου δε με αγριοκοιτάζει αλλά λιώνει στα γέλια. Άσε που έδιωξε κανένα δυο που δε μου άρεσε η μούρη τους.
2.  Μου αρέσει που πολλοί φίλοι μου μετανάστευσαν για καλύτερο μέλλον, γιατί θα έχω extra προορισμούς διακοπών στο εξωτερικό. Άσε που όλο και κάτι θα στέλνουν τις γιορτές.
3.   Μου αρέσει που ακρίβυνε η βενζίνη και είναι απλησίαστη, και κουνάω λιγότερο το αμάξι γιατί αυτό σημαίνει ότι θα το έχω για περισσότερα χρόνια, κάνω καλό στην καρδιά μου και είμαι και πολύ μούρη όταν προτείνω σε φίλους να πάμε τσάρκα με το αμάξι στην εθνική. Ασε που όταν πάμε για μπάνιο το καλοκαίρι τσοντάρουν πια όλοι για βενζίνη ενώ παλιά κάναν τον Κινέζο.
4.   Μου αρέσει που τα καφενεία έχουν γεμίσει άνεργους επιστήμονες με 2 μεταπτυχιακά. Πλέον πας για ουζάκι και αντί για μπάλα συζητάς για μαύρες τρύπες τουλάχιστον.
5.   Επιπλέον για τις γκόμενες, είσαι σίγουρος πια 100% ότι δε σε θέλει για τα λεφτά σου.
6.  Μου αρέσει που ο κουλουρτζής έξω από τα μπουζούκια έχει πιο πολύ δουλειά από τη λουλουδού μέσα στα μπουζούκια.
7.   Μου αρέσει ο καφές που κερδίζω στο τάβλι με φιλαράκια αποτελεί το 2%του μισθού μου που σημαίνει ότι σε 50 παρτίδες έχω βγάλει ένα μισθό.
8.   Μου αρέσει που θα κόψουν τα επιδόματα. Δεν άντεχα να περιμένω σε ουρές όρθιος.
9.   Μου αρέσει που το μέλλον της χώρας είναι αβέβαιο, γιατί σε όλους μας έλειπε λίγο πολύ η περιπέτεια στη ζωή μας.
10.  Μου αρέσει που μπορώ να έχω κατάθλιψη ελεύθερα. Παλιά μου τα είχαν πρήξει όλοι “Τι σου λείπει ρε μαλάκα ; Τη δουλειά σου την έχεις, το αμαξάκι σου,τι άλλο θες ;”
11.  Μου αρέσει που στο σούπερ μάρκετ σπάνια περιμένεις πια τον μπροστά να χτυπήσει 2 καρότσια ψώνια, και αν πέσεις σε τέτοιον, του λες να σε καλέσει και σένα στο πάρτι.
12.  Μου αρέσει που βλέπω αυτούς που αποταμίευαν τόσα χρόνια, να χάνουν τα λεφτά τους, γιατί νιώθω καλύτερα που εγώ τα χάλαγα πάντα μέχρι τελευταίο ευρώ και τώρα από “σπάταλος” έγινα “προνοητικός” γιατί τουλάχιστον πρόλαβα και τα χάρηκα.
13.  Μου αρέσει που γίνονται πιο πολλοί πολιτικοί γάμοι, γιατί σε αυτούς τουλάχιστον δε χρεώνουν για τους πολυέλαιους.
14.  Μου αρέσει που την έχουν δει ξαφνικά όλοι οικολόγοι, και καλά ότι κάνουν οικονομία γιατί προστατεύουν το περιβάλλον.
15.  Μου αρέσει που λένε ότι θα ξαναγυρίσουμε στη δραχμή, γιατί επιτέλους θα ξοδέψω τις δραχμές που είχα φυλάξει για ενθύμιο και μου έσπαγαν τα νεύρα όταν δεν είχα μία και υπολόγιζα ότι αντιστοιχούν σε 60-70 ευρώ αλλά δεν τις άλλαζε πια η τράπεζα.
16.  Μου αρέσει που αν πω ότι δουλεύω 2 φορές τη βδομάδα με κοιτούν με συμπάθεια και μου λένε κουράγιο, ενώ πιο παλιά σκεφτόντουσαν “Ρε τον τεμπέλη”…
17. Μου αρέσει που θα έχω και εγώ μία ιστορία πόνου και δυστυχίας να λέω στις επόμενες γενιές για το παρελθόν της χώρας, όπως εμείς ακούγαμε για χούντα και κατοχή. Αλλιώς θα με πέρναγαν για πολύ φλώρο.



Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

Να έχουμε πάντα άνοιξη μέσα μας κι ας παίζει ο χρόνος μαζί μας.








Δεν θα αργήσει να έρθει χειμώνας στο πρόσωπό μου,
τα χρόνια τα πίνεις σαν το νερό και δεν καταλαβαίνεις
για πότε άδειασε το ποτήρι.
Τα χρόνια μου να τα αγαπήσεις
γιατί όσα σημάδια και να αφήνουν,
αφήνουν και στιγμές που χαϊδεύουν
το δικό σου πρόσωπο.
Για την καρδιά μου φυσικά… ούτε λόγος.
Δεν την αγγίζει τίποτα άλλο,
παρά μόνο η λατρεία σου που την κρατάει πάντα νέα.
Αυτό δεν είναι το ζητούμενο;
Να έχουμε πάντα άνοιξη μέσα μας κι ας παίζει ο
χρόνος μαζί μας.
Δώσε μου τώρα ένα φιλί στο μέτωπο,
κλείσε τα μάτια σου
και κράτα την ομορφιά μου μέσα σου αθάνατη.

Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Ο μύθος των ινδιάνων Σιου





Ένας πανάρχαιος μύθος των ινδιάνων Σιου λέει πως ήρθαν κάποτε στη σκηνή του γέρου μάγου της φυλής, πιασμένοι χέρι χέρι, ο Άγριος Ταύρος, ο πιο γενναίος και τιμημένος νέος πολεμιστής, και το Ψηλό Σύννεφο, η κόρη του αρχηγού, μία από τις ωραιότερες γυναίκες της φυλής.
«Αγαπιόμαστε» αρχίζει ο νέος.
«Και θα παντρευτούμε» λέει εκείνη.
«Και αγαπιόμαστε τόσο που φοβόμαστε…»
«Θα θέλαμε κάποιο μαγικό, ένα χαϊμαλί, ένα φυλαχτό…»
«Κάτι που θα μας εγγυάται ότι θα είμαστε για πάντα μαζί.»
«Που θα μας εξασφαλίσει ότι θα είμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου ώσπου να συναντήσουμε τον Μανιτού, την ημερομηνία του θανάτου.»
«Σε παρακαλούμε» ικετεύουν, «πες μας τι μπορούμε να κάνουμε…»
Ο μάγος τους κοιτάζει και συγκινείται που τους βλέπει τόσο νέους, τόσο ερωτευμένους, να λαχταρούν τόσο μια του λέξη.
«Υπάρχει κάτι…» λέει τελικά ο σοφός μάγος μετά από αρκετή ώρα. «Αλλά δεν ξέρω… είναι ένα έργο πολύ δύσκολο και απαιτεί θυσίες.»
«Δεν μας πειράζει» λένε κι οι δύο.
«Ότι και να ‘ναι» επιβεβαιώνει ο Άγριος Ταύρος.
«Ωραία» λέει ο μάγος. «Ψηλό Σύννεφο, βλέπεις το βουνό που είναι βόρεια από το χωριό μας; Πρέπει να το ανέβεις μόνη σου, χωρίς τίποτε άλλο εκτός από ένα δίχτυ και τα χέρια σου, και να κυνηγήσεις το πιο όμορφο και δυνατό γεράκι του βουνού. Αν το πιάσεις, πρέπει να το φέρεις εδώ ζωντανό την τρίτη μέρα μετά την πανσέληνο. Κατάλαβες;». Η νεαρή κοπέλα συγκατανεύει σιωπηλά.
«Κι εσύ, Άγριε Ταύρε» συνεχίζει ο μάγος, «πρέπει να ανέβεις το βουνό του κεραυνού, κι όταν φτάσεις στην κορυφή να βρεις τον πιο άγριο απ’ όλους τους αετούς, και με τα χέρια σου μόνο κι ένα δίχτυ να τον πιάσεις χωρίς να τον τραυματίσεις και να τον φέρεις μπροστά μου, ζωντανό, την ίδια μέρα που θα έρθει και το Ψηλό Σύννεφο… Πηγαίνετε τώρα.»
Οι δύο νέοι κοιτάζονται με τρυφερότητα, κι ύστερα από ένα φευγαλέο χαμόγελο φεύγουν για να εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανατέθηκε. Εκείνη πάει προς τον βορρά, εκείνος προς το νότο…
Την καθορισμένη ημέρα, μπροστά στη σκηνή του μάγου, περιμένουν οι δύο νέοι, ο καθένας με μια πάνινη τσάντα που περιέχει το πουλί που του ζητήθηκε.
Ο μάγος τους λέει να βγάλουν τα πουλιά από τις τσάντες με μεγάλη προσοχή. Οι νέοι κάνουν αυτό που τους λέει, και παρουσιάζουν στον γέρο για να τα εγκρίνει τα πουλιά που έπιασαν. Είναι πανέμορφα. Χωρίς αμφιβολία, τα καλύτερα του είδους τους.
«Πετούσαν ψηλά;» ρωτάει ο μάγος.
«Ναι, βέβαια. Κι εμείς, όπως μας ζητήσατε… Και τώρα;» ρωτάει ο νέος. «Θα τα σκοτώσουμε και θα πιούμε την τιμή από το αίμα τους;»
«Όχι» λέει ο γέρος.
«Να τα μαγειρέψουμε και να φάμε τη γενναιότητα από το κρέας τους;» προτείνει η νεαρή.
«Όχι» ξαναλέει ο γέρος. «Κάντε ότι σας λέω. Πάρτε τα πουλιά και δέστε τα μεταξύ τους από τα πόδια με αυτές τις δερμάτινες λωρίδες… Αφού τα δέσετε, αφήστε τα να φύγουν να πετάξουν ελεύθερα.»
Ο πολεμιστής και η νεαρή κοπέλα κάνουν ότι ακριβώς τους έχει πει ο μάγος, και στο τέλος ελευθερώνουν τα πουλιά.
Ο αετός και το γεράκι προσπαθούν να πετάξουν, αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να στριφογυρίζουν και να ξαναπέφτουν κάτω. Σε λίγο λεπτά, εκνευρισμένα που δεν καταφέρνουν να πετάξουν, τα πουλιά επιτίθενται με τσιμπήματα το ένα εναντίον του άλλου μέχρι που πληγώνονται.

«Αυτό είναι το μαγικό. Μην ξεχάσετε ποτέ αυτό που είδατε σήμερα. Τώρα, είστε κι εσείς ένας αετός κι ένα γεράκι. Αν δεθείτε ο ένας με τον άλλον, ακόμη κι αν το κάνετε από αγάπη, όχι μόνο θα σέρνεστε στη ζωή σας, αλλά επιπλέον, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσετε να πληγώνετε ο ένας τον άλλον. Αν θέλετε η αγάπη σας να κρατήσει για πάντα, να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι.»

Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

Αν...





Αν αύριο δεν πρόκειται να ξαναξυπνήσω, θα ήθελα να πω ότι λυπάμαι. Λυπάμαι για ότι έκανα και για ότι δεν έκανα. Θα μπορούσα να είχα κάνει περισσότερα, θα έπρεπε να είχα κάνει περισσότερα. Αν σ’ έβλαψα, αν σου’ βαλα τις φωνές, αν σ’ αγνόησα ή αν δε νοιάστηκα για σένα… Λυπάμαι.
Κι αν δεν ξυπνήσω αύριο, θέλω να πω «Ευχαριστώ».
Αν συ κι εγώ υπήρξαμε οι καλύτεροι φίλοι, σ’ ευχαριστώ που ήσουν πάντοτε εκεί. Αν συ κι εγώ μιλούσαμε κάποτε κάποτε και δεν πηγαίναμε στα ίδια πάρτι, και δεν είμαστε κι οι πιο καλοί φίλοι, σ’ ευχαριστώ που με ταπείνωνες.
Δεν είσαι τέλειος, αλλά ούτε κι εγώ είμαι τέλειος, όμως σ’ευχαριστώ που έπαιξες ένα ρόλο στη ζωή μου.

Κι αν αύριο δεν ξυπνήσω καθόλου, θέλησα να εκφράσω όλα όσα ποτέ μου δεν είχα το χρόνο να πω.