Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Το ακατόρθωτο



Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ ήταν γνωστός για τις ασυνήθιστες και συχνά φαινομενικά ακατόρθωτες ιδέες του.Και ακόμα πιο γνωστός για την επιμονή του να τις πραγματοποιεί.
Σε μία ταινία του λοιπόν, είχε την ιδέα να γυρίσει μία σκηνή ΜΟΝΟ με το φώς των κεριών. Ο υπεύθυνος φωτογραφίας αντέδρασε χαρακτηρίζοντας την αδύνατη και παράλογη. Και σε μία προσπάθεια να τον μεταπείσει το παραλλήλισε με την ιστορία του Ίκαρου που λιώνουν τα φτερά που του κατασκεύασε ο πατέρας του Δαίδαλος, καθώς πλησιάζει πιο κοντά στον ήλιο.
Και απαντάει ο Κιούμπρικ: "Η ιστορία αυτή δεν δείχνει πως είναι αδύνατον να πλησιάσεις τον ήλιο, αλλά πως το κερί είναι ένα πολύ κακό υλικό για να κατασκευάσεις φτερά".

Έτσι λοιπόν μην δέχεστε τις απόψεις των ανθρώπων που προσπαθούν να σας κόβουν τα φτερά απλά βάλτε συχνά ακατόρθωτους στόχους και αφήστε τους άλλους να σας βλέπουν να τους πετυχαίνεται.

To νησί των συναισθημάτων


Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Το πηγάδι του κρίνου



Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό. Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την πρώτη του αγάπη, κοντούλα κ στρουμπουλή. Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις αναμνήσεις του. Η ελιά κάθε μέρα και πιο όμορφη.
Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά κι άρχισε να την ραβδίζει. Πάνε οι ελιές, πάνε τα φύλλα, πάει η ομορφιά. Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε:
-Μ αγαπούσε και με χάλασε; Πως εννοεί ο άνθρωπος την αγάπη; Έλεγε και ξανάλεγε. Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει:

-Άκουσε να σου πω! Ο άνθρωπος δεν ξέρει την αγάπη. Μην τον παρεξηγείς. Κοίταξε εμένα που μια ζωή με μαδάει για να μάθει.




Από "Το πηγάδι του κρίνου" του Λουδοβίκου των Ανωγείων

Τρίτη 26 Μαΐου 2015

Ο Έρως και η Ψυχή






Οι μύθοι που εμπλέκουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τον θεό Έρωτα είναι πολλοί και παλιοί. Η ιστορία, όμως, του Έρωτα και της Ψυχής καταγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λούκιο Απουλήιο, λατίνο συγγραφέα του 2ου μεταχριστιανικού αιώνα. Το βίντεο αυτό αποτελεί μια ελεύθερη και σύντομευμένη περίληψη της ιστορίας αυτής. Πλαισιώνεται από 19 έργα τέχνης διαφόρων εποχών με θέμα την ερωτική ιστορία των δύο ηρώων, πράγμα που δείχνει την απήχηση που είχε ο μύθος και στις εικαστικές τέχνες.

Για ποιο λόγο να ξεχάσεις;
Έχεις τόσο πολύ φόβο.
Για ποιο λόγο να ξεχάσεις,
αν θέλω μονάχα την αγάπη σου;

Είναι η ψυχή αυτή που μου λέει,
μου λέει να σε ακολουθήσω
Θέλω να σου δώσω,
να σου δώσω όλη, όλη, όλη, όλη 
τη συγχώρεσή σου
Αλλά ξέρω από αγάπη, καρδιά μου,
Εγώ ξέρω από αγάπη,
ξέρω, αγάπη μου,
καρδιά μου, καρδιά μου...

Θέλω να δώσω τη συγχώρεσή μου

Το ξέρω, αγάπη μου.

Για ποιο λόγο να φύγεις;
Κατάλαβέ με, σ' αγαπώ,
και το να μάχεσαι για μια ζωή μου αξίζει τον κόπο
αυτό θα πει αγάπη,
κατάλαβέ το, αγάπη μου.
Κι εγώ συγχωρώ, εγώ σε συγχωρώ
εγώ μπορώ να κάνω περισσότερα από αυτό.
Εγώ σ' αγαπώ,
θέλω να σου δώσω όλα όσα επιθυμήσεις
Γίνε η αγάπη μου, καρδιά μου.
Ξέρω από αγάπη,
Είσαι, είσαι η καρδιά μου,
είσαι η καρδιά μου,
θέλω να σου δώσω αγάπη
Κατάλαβέ το...

Θέλω να σε συγχωρέσω

Γίνε η αγάπη μου

Είναι η ψυχή αυτή που μου λέει,
μου λέει να σε ακολουθήσω...

Είναι η ψυχή αυτή που μου λέει,
μου λέει να σε ακολουθήσω....

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Η συνέχεια



- Αυτό το ταξίδι του Λυκαβηττού δε μου το είχες πει ποτέ, λέει αργότερα το αγόρι στο κορίτσι.
Ναι, δεν του το είχε πει. Ζούσε πάντα ζωηρά τα παράξενα όνειρά της, και του τα έλεγε μʼ έναν τρόπο σα να μιλούσε για τα πιο οικεία και φιλικά πράγματα. Όμως το ταξίδι του Λυκαβηττού ερχόταν από πολύ βαθιά, απʼ τις μυστικές πηγές των παιδικών χρόνων, κι έπρεπε νάρθει η επίσημη ώρα για να εξομολογηθεί.
- Κι εγώ δεν ξέρω γιατί το θυμήθηκα σήμερα, του είπε. Δεν ξέρω…, είπε τρέμοντας, σαν κάτι να προαισθανόταν.
Φτάξαν στο Μπάφι, τραβήξαν προς το Κανταλίδι, κι έστριψαν το μικρό μονοπάτι με τα κόκκινα βέλη που οδηγούσε στην κορφή.
Τότε, άξαφνα, χύθηκαν και τους τυλίξαν μέσα τους. Αγέρι φυσούσε λίγο, και το πούσι έσταζε σιγά-σιγά στα κορμιά τους, ενώ τα μεγάλα θολά έλατα γύρω τους σωπαίνανε. Δε βλέπαν πια μήτε λίγα βήματα τόπο μπροστά τους. Γιʼ αυτό πιάστηκαν απʼ το χέρι.
- Μη μʼ αφήνεις και φοβάμαι…, του ψιθύρισε. Μη μʼ αφήνεις.
Ψυχή δεν ακουόταν στο δάσος, καν ένα πουλί. Τα κόκκινα βέλη ήταν η μόνη ήρεμη φωνή του βουνού. Του έσφιγγε το χέρι κάθε φορά που τα βρίσκανε, έρημα, μές στο πούσι.
- Μη φοβάσαι, της έλεγε. Τίποτα δε μπορεί να μας πειράξει.
Ο αγέρας, όσο ανέβαιναν, ολοένα γινόταν πιο αραιός. Ανάσαιναν με δυσκολία.
Ώσπου κάποτε νόμισαν πως φτάσαν στην κορφή, γιατί από μπρος κιʼ απʼ τα πλάγια τους η γη άρχιζε να χαμηλώνει. Για μια στιγμή εκείνος προχώρησε μονάχος μές στο πούσι να κοιτάξει καλύτερα, για να βρει το υψόμετρο. Το πούσι τον ρούφηξε. Άκουσε τη φωνή της να έρχεται, σαν από πολύ βάθος, σπαρακτικά:
- Γύρισε πίσω! Γύρισε πίσω! ολόλυζε.
Τη βρήκε να τον περιμένει χλωμή, με μάτια γεμάτα τρόμο!
- Φοβήθηκα πως πια δε θα γύριζες απʼ το πούσι! του είπε τρέμοντας. Και τώρα πια δεν μπορώ να σε χάσω.
Ένα μεγάλο έλατο ήταν κοντά τους. Τα κλαδιά του άπλωναν σα να τους καλούσαν για να τους προφυλάξουν. Παραμέρισαν με τα χέρια τους το σύννεφο και πήγαν προς τα εκεί. Εκεί αγαπηθήκαν. Μια αράχνη μες στα φύλλα του δέντρου σιωπηλή τους κοίταζε, υφαίνοντας τον ιστό της, ενώ το σύννεφο κυλούσε πλάι τους σα θάλασσα.
«Τώρα πια είμαι έτοιμη για το Λυκαβηττό, του είπε όταν κατέβαιναν απʼ την Καραμπόλα. Αύριο θʼ ανεβούμε μαζί στο Λυκαβηττό.»
Ήρθε η άλλη μέρα και δεν πήγαν στο Λυκαβηττό. Κάτι έτυχε και δεν πήγαν. Ήρθε και η άλλη μέρα - πάλι κάτι έτυχε και δεν πήγαν. Έπειτα η πολιτεία τους πήρε μες στο ρυθμό της. Γίνανε πραχτικοί άνθρωποι. Πέρασε πολύς καιρός. Και ο Λυκαβηττός, που είναι δύναμη ιερή, τους χτύπησε σκληρά γιατί τον προδώσανε. Έτσι, όταν κάποτε ο καθένας τους γύρεψε νʼ ανεβεί μοναχός του στο Λυκαβηττό είδε πως πια ο Λυκαβηττός δεν υπήρχε. Οι μυστικές πηγές του είχαν χαθεί μες στο πούσι.

Η παραπάνω ιστορία είναι συνέχεια της προηγούμενης .

Ηλίας Βενέζης - συλλογή διηγημάτων από το "ΑΙΓΑΙΟ"

Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Ο λυκαβηττός




Όταν, ανεβαίνοντας, κοιτάζανε ψηλά, προς την κορυφή της Πάρνηθας, ήταν κατακάθαρος ο ουρανός. Κάν ένα άσπρο σύννεφο δεν ταξίδευε.
- Α! Θα δούμε τη θάλασσα πέρα απʼ το Σούνιο! της έλεγε χαρούμενα.
- Θα δούμε τη λίμνη του Μαραθώνα, θα φαίνεται κι όλος ο Ευβοϊκός! Δε θα φαίνεται;
- Μα βέβαια! Θα φαίνεται όλος ο Ευβοϊκός και η λίμνη του Μαραθώνα!
Οι μικροί λόφοι, της έλεγε, κοιταγμένοι από τόσο ψηλά που θα πήγαιναν, ενώνουνται με την ίσια γηʼ μόλις μπορείς να ξεχωρίσεις τους αλαφρούς όγκους σαν παιχνίδι από φως και σκιά. Ο Λυκαβηττός…
Δεν τον άφησε να αποτελιώσει.
- Για όνομα του Θεού: Μην πεις τίποτα για το Λυκαβηττό, μην πεις τίποτα! τον παρακάλεσε και τα μάτια της λάμπανε. Ξέρω τόσο πολύ…
Και τότε, ενώ ανέβαιναν προς την υψηλή κορφή της Πάρνηθας, την Καραμπόλα, εκείνη του μίλησε για το Λυκαβηττό. Στις ρίζες του βράχου φυτρώνουν παράξενα δέντρα με χρυσό φύλλωμα και κόκκινους κορμούς. Είναι και άλλα δένδρα με στιλπνούς γαλάζιους κορμούς και γαλάζια φύλλα. Περνάς και σαλεύουν οι κορμοί και τα φύλλα. Ρωτούν συναμεταξύ τους:
«Ποιος είναι ο ξένος;»
«Είναι το κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά, λέει ο ένας μικρός κορμός. Κι άλλη φορά ήρθε στα μέρη μας και με φίλησε.»
«Είσαι σίγουρος πως είναι φίλος μας;» ρωτούν τα κόκκινα δέντρα δύσπιστα.
«Μα βέβαια είμαι σίγουρος!» λέει ο μικρός κορμός. «Κοιτάξτε στο κορμί μου!»
Τρέχουν, τότε, όλα τα δέντρα και κοιτάνε το μικρό γαλάζιο σύντροφό τους: πάνω στον κορμό του βλέπουν τα σημάδια απʼ το φίλημα του κοριτσιού.
«Ε, τότε ας περάσει!» συμφωνούνε όλα τα δέντρα.
Παραμερίζουν τότε τα κλωνιά, και το νέο κορίτσι μπαίνει μέσα στο βασίλειο του Λυκαβηττού. Στον ουρανό ο ήλιος της Αθήνας λάμπει φοβερά, ψυχή δεν ακούγεται. Η γη εδώ είναι γυμνή, και το νέο κορίτσι πολύ θα ήθελε να ήταν τρόπος να βρεθεί λίγη δροσιά να φυλαχτεί. Μάντεψε την επιθυμία του το μικρό γαλάζιο δέντρο, παρακάλεσε τη γη να το αφήσει λεύτερο. Και η γη το άκουσε και το άφησε, το δέντρο, να φύγει. Έτρεξε με τα μικρά του βήματα να προφτάξει το κορίτσι και, όταν επιτέλους τόφταξε λαχανιασμένο, το παρακάλεσε θερμά:
«Μην τρέχεις τόσο κιʼ είμαι άμαθο. Για σένα έρχουμαι.»
«Για μένα, αλήθεια;» λέει το κορίτσι χαρούμενα.
Μα ναι, για σένα αλήθεια! Τα φύλλα μου γινήκανε πλατιά και περίμεναν εσένα για να σε προστατέψουν απʼ τον ήλιο.»
Χέρι-χέρι, τότε, το κορίτσι και το γαλάζιο δέντρο προχωρούν στο βασίλειο του Λυκαβηττού. Τα φύλλα τρέμουν από πάνω τους καθώς μαζεύουν τον πυκνόν ήλιο, τρέμουν από πάθος και χαρά επειδή για έναν τέτοιο σκοπό ήρθαν στη γη. Σε λίγο φτάξανε στη θάλασσα του λόφου.
«Πρόσεχε! Λέει το γαλάζιο δέντρο στο κορίτσι. Από δω και πέρα είναι θάλασσα.»
«Είναι, αλήθεια, θάλασσα στο Λυκαββητό;»
«Μα βέβαια είναι θάλασσα! Για κοίταξε!»
Κοίταξε το κορίτσι επίμονα με εμπιστοσύνη. Και τότε, στο βάθος του χώρου, άρχισαν να φαίνονται καθαρά και να πορεύονται τα κύματα. Ανέβαιναν σιγά, περνούσαν μέσα απʼ τις ρίζες των δέντρων, τις σκέπαζαν και ανέβαιναν. Ώσπου πια δεν έμεινε γη και δέντρα και φύλλωμα, όλα γίνανε νερό - κόκκινο, χρυσό και γαλάζιο νερό.
«Τι παράξενη θάλασσα που είναι! λέει το κορίτσι μαγεμένο. Τι ζει μέσα κει;»
«Α, τίποτα δε στάθηκε ακόμα στη γη άξιο να ζήσει τόση χαρά. Μονάχα τα κλαδιά μας και τα φύλλα μας μπορούν να πλένε έρημα και να περιμένουν.»
Τότε το κορίτσι παρακάλεσε θερμά το μικρό φίλο της του Λυκαβηττού:
«Πάρε με μαζί σου, δεντράκι, σʼ αυτή τη θάλασσα. Πάρε με στη θάλασσά σας…»
«Αλήθεια, το θέλεις;» είπε το δέντρο χαρούμενο.
Κι ύστερα πρόσθεσε, λυπημένα:
«Δε θα το θέλεις πια αν μάθεις πως έτσι θα πρέπει να μείνεις για πάντα μαζί μας, πάνταʼ να γίνεις κιʼ εσύ ένα δέντρο με χρυσό φύλλωμα και κλωνιά γαλάζια…»
Τότε το κορίτσι, που τόσον καιρό περίμενε την ιερή ώρα, είπε:
«Πάρε με μαζί σου δεντράκι, στο νερό. Εγώ είμαι έτοιμη. Για ό,τι λες είμαι έτοιμη.»
Κι ενώ τα μαλλιά της και τα χέρια της γίνονταν φύλλα και κλωνιά γαλάζια, κατέβηκε σιγά μές στο νερό, ώσπου τη σκέπασαν τα χρυσά και τα κόκκινα κύματα.


Ηλίας Βενέζης - συλλογή διηγημάτων από το "ΑΙΓΑΙΟ"

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Ο βασιλιάς και ο ψαράς




Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς και ταξίδευε με το προσωπικό του σκάφος. Όμως, σε μια κακοκαιρία, το σκάφος βούλιαξε και ο βασιλιάς κινδύνεψε να πνιγεί. Τούτο και θα γινόταν, εάν δεν έβλεπε τη σκηνή ένας ταπεινός ψαράς και με κίνδυνο της ζωής του δεν έσωζε τη ζωή του βασιλιά.
Ο βασιλιάς θέλησε να ευχαριστήσει τον ψαρά και του έταξε το εξής: "Βγες με τη βάρκα σου για ψάρεμα και όσα ψάρια πιάσεις θα σου δώσω το βάρος τους σε χρυσάφι", του είπε.
Χαρούμενος ο ψαράς, φόρτωσε στο καΐκι του το πιο μεγάλο του δίχτυ και ανοίχτηκε για να ψαρέψει. Ωστόσο, η τύχη δεν ήταν με το μέρος του. Όταν τράβηξε τα δίχτυα του, για πρώτη φορά στη ζωή του δεν είχε πιάσει ούτε ένα ψάρι. Μόνο ένα μάτι από ψάρι είχε πιαστεί σε ένα από τα άγκιστρα του διχτυού.
Απογοητευμένος ο ψαράς πήρε τη μηδαμινή ψαριά του και κίνησε για το παλάτι. Εκεί ο βασιλιάς είχε ετοιμάσει την αίθουσα του θρόνου για την τελετή της ανταμοιβής. Στο κέντρο της αίθουσας είχε στηθεί μια μεγάλη ζυγαριά ακριβείας, με δύο τάσια: στο ένα θα έβαζαν την ψαριά και στο άλλο το χρυσάφι. Δίπλα στη ζυγαριά είχε στηθεί ένας σωρός από μικρά τσουβάλια χρυσού.  Όταν ο ψαράς έδειξε το μάτι που του είχε αποφέρει η ψαριά εκείνης της ημέρας, ο βασιλιάς γέλασε. "Είσαι πολύ άτυχος αγαπητέ μου", του είπε, "ωστόσο ας τηρήσουμε τη συμφωνία κι ας ζυγίσουμε την ψαριά σου". Έβαλε λοιπόν το μάτι του ψαριού στο ένα τάσι της ζυγαριάς κι έριξε ένα τσουβαλάκι χρυσού στο άλλο, σκοπεύοντας να φανεί όσο το δυνατόν γενναιόδωρος. Προς μεγάλη έκπληξη όλων των παρευρισκομένων, η ζυγαριά δεν έγειρε προς το μέρος του χρυσού, παρά το γεγονός ότι ένα τσουβάλι χρυσάφι είναι σίγουρα πιο βαρύ από ένα μάτι ψαριού.
Γεμάτος περιέργεια ο βασιλιάς, έριξε κι ένα δεύτερο τσουβαλάκι χρυσάφι στη ζυγαριά, ξανά όμως αυτή δεν κινήθηκε καθόλου και το μάτι έδειχνε να είναι και πάλι πιο βαρύ. Έριξε τρίτο, έριξε τέταρτο και το αποτέλεσμα δεν άλλαζε. Στο τέλος είχε ρίξει όλο το χρυσάφι που υπήρχε στην αίθουσα κι όμως το μάτι ακόμη έδειχνε βαρύτερο.
Γεμάτος απορία ο βασιλιάς, έστειλε τον αγγελιοφόρο του να φωνάξει στο παλάτι το σοφό του βασιλείου, έναν γέροντα ερημίτη που είχε τη σκήτη του στο βουνό. Μετά από αρκετή αναμονή, ο σοφός έφτασε στην αίθουσα του θρόνου. Ο βασιλιάς του εξήγησε το τι ακριβώς είχε συμβεί και του ζήτησε να του δώσει μια εξήγηση για το θαυμαστό αυτό γεγονός.
Ο σοφός περιεργάστηκε για λίγο τη ζυγαριά με το μάτι και το χρυσάφι, χωρίς να μιλήσει και ξαφνικά πήγε στο τζάκι, πήρε μια χούφτα στάχτη και με αυτήν κάλυψε το μάτι. Άξαφνα η ζυγαριά ανατράπηκε με πάταγο που έκανε όλους τους αυλικούς αλλά και το βασιλιά να τιναχτούν έντρομοι από τη θέση τους. Η ισορροπία και η λογική είχαν επιτέλους αποκατασταθεί.
Ο βασιλιάς ζήτησε εξηγήσεις από το σοφό, για το τι είχε στην πραγματικότητα συμβεί. "Βασιλιά μου", απάντησε ο γέροντας, "το μάτι δεν χορταίνει ποτέ, όσο χρυσάφι και να του δώσεις. Εάν δεν το κάλυπτα με τη στάχτη, θα έχανες όλο σου το βασίλειο και πάλι η ζυγαριά δεν θα είχε γύρει".
Εκείνη την ημέρα υπήρξαν δύο κερδισμένοι στο βασίλειο: Ο βασιλιάς που εκτός από τη σωτηρία της ζωής του είχε κερδίσει ένα γερό μάθημα και ο ψαράς που τελικά δέχτηκε να φύγει από το παλάτι με εκατό τσουβαλάκια χρυσού...



Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Ο ιεραπόστολος και η προσευχή





Ήταν κάποτε ένας ιεραπόστολος, ο οποίος τριγύριζε σε όλη την επικράτεια ενός μεγάλου βασιλείου, μετά από εντολή του βασιλιά να μιλήσει για το Θεό σε όλους του τους υπηκόους. Κάποια μέρα, έμαθε, ότι σ' ένα βουνό, που οι πρόποδές του άρχιζαν από την απέναντι όχθη μιας μεγάλης λίμνης, στα σύνορα του βασιλείου, υπήρχε ένας τσοπάνος, στον οποίο κανείς δεν έχει μιλήσει ποτέ για το Θεό.
Ο ιεραπόστολος πήρε μία βάρκα και κωπηλατώντας διέσχισε τη μεγάλη λίμνη. Έφτασε στην ερημική ακτή της κι άρχισε να σκαρφαλώνει την απόκρημνη πλαγιά του βουνού, με σκοπό να συναντήσει τον τσοπάνο και να τον μυήσει στη χριστιανική θρησκεία. Ανέβηκε στην κορυφή του βουνού και μετά άρχισε να κατηφορίζει, μετά άρχισε και πάλι ν' ανεβαίνει, μια ακόμη ψηλότερη κορυφή.
Σ' ένα υψίπεδο, κοντά στην ψηλότερη κορφή, συνάντησε τον τσοπάνο, να βόσκει τα αιγοπρόβατά του, παίζοντας τη φλογέρα του. Εκείνος παραξενεύτηκε, αφού σπάνια αντίκριζε άλλον άνθρωπο, εκτός από τον έμπορο που αγόραζε τα προϊόντα του.
"Ποιος είσαι του λόγου σου ξένε;" τον ρώτησε.
"Είμαι ιεραπόστολος και ήρθα να σου μιλήσω για το Θεό. Ξέρεις τίποτε γι' αυτόν;", αποκρίθηκε ο ιεραπόστολος που δεν είχε χρόνο για περιττές τσιριμόνιες.
"Η μανούλα μου, μου είχε μιλήσει για το Θεό, ότι έφτιαξε όλα τα πράγματα κι ότι αυτός αποφασίζει για όλα όσα συμβαίνουν, αλλά τίποτε άλλο δεν ξέρω", απάντησε ο βοσκός.

"Πιστεύεις σ' Αυτόν;"
"Ναι πιστεύω, γιατί είναι δυνατός και σοφός, όπως κατάλαβα κοιτώντας τον κόσμο γύρω μου".
"Ναι, αλλά προσεύχεσαι σ' Αυτόν;", επέμεινε ο ιεραπόστολος.
"Ναι, κάθε μέρα", απάντησε ο τσοπάνης.
"Και τι προσευχή του απευθύνεις τέκνον μου;"
"Δεν ξέρω καμιά προσευχή, γι' αυτό έφτιαξα μια δική μου".
"Μπορείς να μου την πεις να την ακούσω;"
"Αμέσως: Ω Θεούλη μου, εσύ που είσαι καλός κι αγαπάς τα προβατάκια, κάνε νά 'ναι τα τραγιά μου βαρβάτα, οι προβατίνες μου καρπερές, κάνε να βγάζουν μπόλικο γάλα κάθε μέρα, να πήζει ωραία το τυρί, να βγάζει πιο παχύ βούτυρο, να είναι νόστιμο και πλούσιο το γιαούρτι..."
Ο ιεραπόστολος έφριξε κι έβαλε τις φωνές στον τσοπάνη. "Μα τι είναι αυτά που λες αμαρτωλέ, ολόκληρο Θεό κι εσύ του μιλάς για τα τραγιά, τα τυριά και τα γιαούρτια, αναθεματισμένε; Ποιος νομίζεις πως είναι ο Θεός;", έκανε με το πρόσωπό του κατακόκκινο από το θυμό. Ο βοσκός τα έχασε και ντράπηκε. Με τρεμάμενη φωνή απολογήθηκε. "Συγνώμη πάτερ μου, όμως εγώ δεν πήγα στο σχολείο, δεν φταίω εγώ, δεν φταίω, δεν ήθελα να προσβάλω το θεούλη", έκανε έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
Ο ιεραπόστολος μαλάκωσε, αφού ο άνθρωπος ήταν αδαής κι όχι ασεβής. "Ο Θεός είναι πολύ μεγάλος και πρέπει να τον σέβεσαι", του είπε. "Τέτοιες άσχετες προσευχές δεν φτάνουν μέχρις Αυτόν. Το ξέρω πως δεν φταις εσύ, που ποτέ κανένας δεν σου μίλησε για το Θεό, εκτός από τα ελάχιστα που σου είπε η μάνα σου. Μην στεναχωριέσαι όμως, εγώ γι' αυτό ακριβώς ήρθα. Θα σου διδάξω μια σωστή προσευχή και θα τη λες κάθε πρωί μόλις ξυπνήσεις και κάθε βράδυ πριν κοιμηθείς".
"Και ο Θεός θα την ακούει αυτήν την προσευχή;", αναθάρρησε ο βοσκός.
"Φυσικά, είναι γραμμένη ειδικά για να την ακούει ο Θεός και να στέργει τους ανθρώπους", απάντησε με σιγουριά κι αυταρέσκεια ο ιερέας. "Αρχίζω λοιπόν κι εσύ να επαναλαμβάνεις μετά από εμένα: Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς..."
Ο βοσκός προσπάθησε να επαναλάβει αλλά δεν τα κατάφερε. "Ωραία και καλοσούσουμα τα λόγια που λες πάτερ, αλλά τι σημαίνουν, δεν τα καταλαβαίνω;"
Ο ιερέας άρχισε να το τα εξηγεί σε απλή γλώσσα και ο βοσκός τα βρήκε όλα πολύ όμορφα. Άρχισε να επαναλαμβάνει την προσευχή, ξανά και ξανά και ξανά, μέχρις ότου την έμαθε απ' έξω κι ανακατωτά. "Ευτυχώς που ήρθες πάτερ μου και μου έμαθες αυτήν την ωραία προσευχή, τώρα ο Θεός θα με ακούει και δεν θα είμαι μόνος μου πια", χάρηκε ο βοσκός, σαν μικρό παιδί.
Ο ιεροκήρυκας ήταν πολύ ευχαριστημένος με το έργο του. Αφού βεβαιώθηκε γι' άλλη μια φορά ότι ο τσοπάνος είχε μάθει καλά την προσευχή, αναχώρησε για να κηρύξει το λόγο του Θεού και στο υπόλοιπο βασίλειο. Έκανε αντίστροφα τη διαδρομή απ' την οποία είχε έρθει, και σιγά σιγά άρχισε να κατηφορίζει προς τους πρόποδες της οροσειράς, στις όχθες της λίμνης όπου τον περίμενε η βάρκα του.
Στο μεταξύ ο βοσκός κάθισε να προσευχηθεί, για πρώτη φορά μοναχός του. "Πάτερ ημών, ο εν... τοις... ουρανούς, άγια... τ' όνομά σου..." κόμπιασε. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως είχε κιόλας ξεχάσει την προσευχή που μόλις είχε αποστηθίσει. Τρομοκρατήθηκε! Τώρα πώς θα τον άκουγε ο Θεός; Τι θα έκανε από εδώ και πέρα χωρίς προσευχή; Άρχισε να τρέχει σαν να τον κυνηγούσαν χίλιοι διάβολοι, μήπως και προλάβει τον ιεροκήρυκα, να του ξαναπεί την προσευχή.
Ροβολούσε τις πλαγιές σαν κατσίκι ώσπου έφτασε στην όχθη της λίμνης, όμως είδε τον ιερέα να έχει απομακρυνθεί με τη βάρκα του και μόλις που φαινόταν στο βάθος του ορίζοντα. Ο βοσκός δεν είχε δει ποτέ μια τέτοια έκταση νερού, αφού όλη του τη ζωή την πέρασε στο οροπέδιο που έβοσκε τα ζώα του. Μέσα στην απελπισία του και στην άγνοιά του, όρμησε μέσα στη λίμνη και άρχισε να τρέχει επάνω στην επιφάνεια του νερού!
Κάποια στιγμή, πρόλαβε τον ιερέα, ο οποίος κωπηλατούσε αργά αργά. Εκείνος έμεινε αποσβολωμένος και με το στόμα να χάσκει από έκπληξη, όταν είδε το βοσκό να φτάνει τρέχοντας επάνω στο νερό.
"Πάτερ, πάτερ, περίμενέ με το φτωχό, περίμενέ με, ξέχασα την προσευχή που με δίδαξες και θέλω να μου την ξαναπείς", φώναξε ο βοσκός με κομμένη την ανάσα απ' το τρέξιμο και τη λαχτάρα.
Ο ιεροκήρυκας έπεσε στα γόνατα. "Μη δίνεις σημασία σ' αυτά που σε δίδαξα καλέ μου άνθρωπε. Σε παρακαλώ όμως ταπεινά να μου μάθεις κι εμένα να λέω εκείνη την προσευχή με τα τραγιά, τα τυριά και τα γιαούρτια"...

Ηθικό δίδαγμα: Μια προσευχή βγαλμένη από μια αθώα ψυχή και μια καθαρή καρδιά, είναι προτιμότερη από μια αποστηθισμένη και παπαγαλισμό, και μπορεί στ' αλήθεια να κάνει θαύματα.


http://www.e-steki.gr/

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Ο κουλουράς



Όταν ο Ωνάσης είχε την Ολυμπιακή, αγόραζε κάθε μέρa ένα κουλούρι από τον ίδιο κουλουρά. Πάει λοιπόν μια μέρα ο Ωνάσης και του λέει: αν βρω αν ο αριθμός των κουλουριών που έχεις είναι μονός ή ζυγός, θα μου δώσεις όλα τα κουλούρια σου. Αν όμως δεν το βρω, θα σου δώσω 5.000 ευρώ (την εποχή εκείνη με τόσα λεφτά αγόραζε διαμέρισμα). Και απαντάει ο κουλουράς ''μα θα χάσω όλα τα κουλούρια μιας μέρας...''
Και απαντάει ο Ωνάσης:
''Για αυτό θα μείνεις για πάντα κουλουράς...''



Το συμπέρασμα της παραπάνω ιστορία είναι ότι μερικές 

φορές αξίζει να πάρουμε ρίσκο καθότι μια απόφαση μπορεί 

να μας αλλάξει την ζωή. 


Η παραπάνω ιστορία είναι αληθινό περιστατικό

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα…






Όταν ο Θεός δημιουργούσε τη γυναίκα, δούλευε ως αργά το βράδυ της έκτης μέρας της Δημιουργίας.
Κάποια στιγμή, πέρασε ένας άγγελος και ρώτησε: «Γιατί ξοδεύεις τόσο χρόνο σʼ αυτό το δημιούργημά σου; »
Και ο Θεός, απάντησε : «Έχεις δει όλες τις προδιαγραφές που πρέπει να καλύψω σʼ αυτή τη μορφή; Θα πρέπει να είναι φτιαγμένη από εύπλαστο υλικό και να έχει πάνω από 200 κινούμενα μέρη, να θρέφεται με όλα τα είδη τροφίμων, να μπορεί να αγκαλιάζει κάμποσα παιδιά ταυτόχρονα και την ίδια στιγμή να δίνει ένα χάδι που να μπορεί να θεραπεύσει οτιδήποτε: από ένα τραυματισμένο γόνατο μέχρι μια ραγισμένη καρδιά. Και θα πρέπει να μπορεί να τα κάνει όλα αυτά με δύο χέρια μόνο».
Ο άγγελος εντυπωσιάστηκε: «Μόνο με δύο χέρια; Αδύνατον! Πολύ δουλειά για μια μέρα… Περίμενε Κύριε μέχρι αύριο, και τότε τέλειωσε την».
«Α, όχι», είπε ο Θεός. Είμαι τόσο κοντά στο να ολοκληρώσω αυτό το δημιούργημα, που το ʽχω μέσα στην καρδιά μου, ώστε δεν μπορώ να σταματήσω. Θα το ονομάσω, “γυναίκα”. Θα γιατρεύει τον εαυτό της όταν αρρωσταίνει, και θα μπορεί να εργάζεται 18 ώρες την ημέρα».
Ο άγγελος πλησίασε κοντύτερα και άγγιξε την γυναίκα. «Μα την έχεις κάνει πολύ τρυφερή, Κύριε».
«Είναι τρυφερή», είπε ο Θεός, «αλλά την έχω κάνει και πολύ ανθεκτική. Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να αντέξει και να ξεπεράσει»;
«Μπορεί να σκέφτεται;» ρώτησε ο άγγελος.
Ο Θεός απάντησε : «Όχι μόνο μπορεί να σκέφτεται, αλλά μπορεί να σκέφτεται πρακτικά και λογικά, να διαχειρίζεται πολλά διαφορετικά πράγματα».
Ο άγγελος άγγιξε το μάγουλο της γυναίκας. «Κύριε, μοιάζει σαν αυτό το δημιούργημά σου να στάζει κάτι»!
«Δεν στάζει… είναι ένα δάκρυ», διόρθωσε ο Θεός τον άγγελο.
«Και σε τί χρειάζεται », ρώτησε ο άγγελος .
Και ο Θεός είπε : «Τα δάκρυα είναι ο τρόπος της να εκφράζει την λύπη, τις αμφιβολίες της, την αγάπη της, την μοναξιά της, τα βάσανά της και την αξιοπρέπειά της».
Αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στον άγγελο : «Κύριε είσαι μεγαλοφυΐα! Σκέφτηκες τα πάντα! Η γυναίκα είναι πράγματι έξοχη»!
«Ναι, πράγματι είναι», είπε ο Θεός. «Η γυναίκα έχει δυνάμεις πού εντυπωσιάζουν τον άνδρα. Μπορεί να αντιμετωπίζει προβλήματα και να αντέχει βαριά φορτία. Αντέχει χαρά, αγάπη και γνώμες. Χαμογελάει όταν νοιώθει την ανάγκη να ουρλιάξει. Τραγουδάει όταν νοιώθει την ανάγκη να κλάψει. Κλαίει όταν είναι χαρούμενη και γελάει όταν φοβάται. Μάχεται γιʼ αυτό που πιστεύει. Αντιστέκεται στην αδικία. Δεν δέχεται το «όχι» σαν απάντηση, όταν μπορεί να δει καλύτερη λύση. Δίνει όλο της τον εαυτό ώστε η οικογένειά της να θριαμβεύσει. Παίρνει μια φίλη της ή ένα φίλο της μαζί στο γιατρό όταν φοβάται. Η αγάπη της είναι άνευ όρων. Κλαίει όταν τα παιδιά της πετυχαίνουν. Είναι χαρούμενη όταν οι φίλοι της τα καταφέρνουν. Χαίρεται όταν μαθαίνει για μια γέννα. Η καρδιά της ραγίζει όταν ένας συγγενής ή ένας φίλος πεθαίνει, αλλά βρίσκει την δύναμη να συνεχίζει στη ζωή. Ξέρει ότι ένα φιλί και ένα χάδι, μπορούν να θεραπεύσουν μια ραγισμένη καρδιά.

Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα μʼ αυτήν: Ξεχνάει τι αξίζει.





Από τον Νίκο Πιλάβιο

Σάββατο 16 Μαΐου 2015

H γοργόνα





Μια φορά κι έναν καιρό, ένας μικρός ψαράς είχε βγει για ψάρεμα με το καΐκι του. Κόντευε να ξημερώσει, μα η ψαριά του δεν ήταν καθόλου καλή.
- Πώς θα γυρίσω σπίτι, συλλογιζόταν, με άδεια δίχτυα;
Ξάφνου ο τόπος άστραψε και από τη θάλασσα ξεπρόβαλε μια γοργόνα. Πλησίασε το καΐκι του μικρού ψαρά και τον χαιρέτησε:
- Γεια σου παλικάρι, του είπε.
- Γεια σου και σένα γοργόνα, της απάντησε. Τι θέλεις από μένα;
- Σου φέρνω δύο σακούλια. Αν διαλέξεις το πρώτο, θα γυρίσεις σπίτι σου με την πιο καλή ψαριά που είχες ποτέ και όλοι θα τρίβουν τα μάτια τους για το κατόρθωμά σου.
- Κι αν διαλέξω το δεύτερο; ρώτησε το παλικάρι όλο περιέργεια.
- Αν διαλέξεις το δεύτερο, θα σου χαρίσω ένα φιλί.
Το παλικάρι απόμεινε σκεφτικό. Να γυρίσει πίσω με την πιο καλή ψαριά και όλοι να τον παινεύουν; Ή να δεχτεί το φιλί της γοργόνας; Ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που είχε αντικρίσει ποτέ του και τα μάτια της αστραποβολούσαν φως. Γρήγορα έβγαλε απόκριση:
- Διαλέγω το δεύτερο σακούλι, είπε αποφασισμένος.
- Ωραία λοιπόν, έκανε η γοργόνα και αμέσως πέταξε το πρώτο σακούλι στη θάλασσα. Μονομιάς σκόρπισαν εκατοντάδες αστραφτερά μαργαριτάρια που είχε μαζέψει από τα βάθη του ωκεανού.
- Μα τι κάνεις εκεί! Φώναξε το παλικάρι. Είναι κρίμα. Τόσα σπάνια μαργαριτάρια…
- Δεν είναι καθόλου κρίμα, απάντησε ψύχραιμη η γοργόνα. Μην παραπονιέσαι παλικάρι. Είναι το σακούλι που αρνήθηκες, του είπε κι αμέσως ανασηκώθηκε από τη θάλασσα. Τότε το παλικάρι έσκυψε και δέχτηκε το πιο γλυκό φιλί του κόσμου. Έμεινε με κλειστά μάτια για να κρατήσει μέσα του όλη αυτή την ομορφιά, που ποτέ άνθρωπος δεν είχε ξαναγευτεί.
Όταν τα άνοιξε πάλι, η γοργόνα είχε χαθεί στα νερά κι είχε πάρει πάλι να σκοτεινιάζει. Στα χέρια του είχε απομείνει το δεύτερο σακούλι.
- Μα τι μπορεί να είναι πιο ακριβό από τόσα σπάνια μαργαριτάρια του βυθού; Συλλογίστηκε και έλυσε το κορδόνι. Στα χέρια του κρατούσε ένα σακούλι με μύθους, μύθους του βυθού.

Χαμογέλασε και τότε μόνο κατάλαβε πως ούτε όλα τα μαργαριτάρια του κόσμου δεν άξιζαν όσο ένα ζωντανό, αληθινό παραμύθι.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Ο νούς



Κάποτε, ένας άνθρωπος ταξίδευε και μπήκε τυχαία στον παράδεισο.
Σύμφωνα με την ινδική αντίληψη του παραδείσου, υπάρχουν δέντρα που εκπληρώνουν ευχές.
Εσύ το μόνο που κάνεις είναι να καθίσεις κάτω από ένα τέτοιο δέντρο και να επιθυμήσεις κάτι, κι αυτό, αμέσως, γίνεται.

Ο άνθρωπος ήταν κουρασμένος και αποκοιμήθηκε κάτω από το δέντρο των ευχών.Όταν ξύπνησε
ένιωσε πολύ πεινασμένος και είπε:
- Πώς πεινάω! Αχ, και να έβρισκα λίγο φαγητό! Και αμέσως από
το πουθενά ,το φαγητό φάνηκε να πετάει στον αέρα. Πολύ νόστιμο φαγητό.
Πεινούσε τόσο πολύ, που δεν έδωσε σημασία από που ερχόταν το φαγητό. Όταν πεινάς, δεν το φιλοσοφείς.
Άρχισε αμέσως να τρώει και το φαί ήταν τόσο νόστιμο. Τώρα ένιωθε ικανοποιημένος.
Μια άλλη σκέψη γεννήθηκε μέσα του:
- Ας είχα κάτι να πιώ. Αμέσως εμφανίστηκε ένα θαυμάσιο κρασί.

Πίνοντας ήρεμα το κρασί, στη σκιά του δέντρου, άρχισε να αναρωτιέται: 
- Μα τι γίνεται? Τι συμβαίνει?
Ονειρεύομαι ή μήπως υπάρχουν φαντάσματα γύρω μου, που μου παίζουν παιχνίδια?
Και τότε εμφανίστηκαν τα φαντάσματα. Άρχισε να τρέμει και του γεννήθηκε η σκέψη:
- Τώρα σίγουρα θα με σκοτώσουν.....
Και τον σκότωσαν!
Το δέντρο που πραγματοποιεί τις ευχές, είναι ο νους.
Ότι και να σκεφτείς αργά ή γρήγορα εκπληρώνεται. 
Αν παρατηρήσεις βαθειά, θα ανακαλύψεις πως όλες οι σκέψεις σου, δημιουργούν εσένα και τη ζωή σου.
Αυτές δημιουργούν την κόλαση και τον παράδεισό σου. 
Δημιουργούν τη δυστυχία και τη χαρά σου.
Δημιουργούν το θετικό και το αρνητικό.

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Το ξημέρωμα




Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που τους έπλασε ο Θεός να μην προλαβαίνουν το ξημέρωμα. Η μέρα τους αρχίζει το δείλι και σβήνει την νύχτα.
Είναι όλοι εκείνοι που τα όνειρα τους δεν υλοποιούνται ποτέ. Χαϊδεύουν μόνο τις ελπίδες τους και μονολογούν αποφασιστικά: Αύριο!

Τους αναγνωρίζεις πολύ εύκολα: Είναι ο κύριος με το καρτερικό ύφος που στέκεται στην ουρά, ενώ πάντα θα βρεθεί κάποιος να χωθεί για να του πάρει την θέση.
Είναι εκείνη η κοπέλα που δεν τρέχει να προλάβει το λεωφορείο, αλλά προτιμά να περιμένει το επόμενο. Είναι όλοι αυτοί που δεν έχουν την τόλμη να κατακτήσουν τους στόχους τους...

Έτσι ήταν και η κοπέλα της ιστορίας μας. Μοναχική,  και απίστευτα ρομαντική, ένιωσε το πρώτο ερωτικό σκίρτημα πολύ νωρίς:
Στην πρώτη δημοτικού!
Ερωτεύθηκε λοιπόν ένα πιτσιρικά συμμαθητή της.
Ήταν ένα ροδοκόκκινο παχουλό αγοράκι, με πράσινα μάτια και καστανόξανθα μαλλιά. Τίποτα το εξαιρετικό, όμως στα δικά της μάτια φάνταζε ως άγγελος. Και έτσι τον αποκαλούσε κρυφά από μέσα της: Ο Άγγελος μου!
Όμως, μόνο από μέσα της. Διότι θα προτιμούσε να αντιμετωπίσει όλους τους δαίμονες τις κολάσεως, παρά να αποκαλύψει σ αυτόν ότι τον αγαπούσε.
Θα σου περάσει, της έλεγε η φίλη της που δεν άντεχε άλλο να ακούει τα ποιήματα για τον κρυφό ερωτά της.
Αλλά δεν της πέρασε.
Ο καιρός περνούσε και το αντικείμενο του πόθου της, της έγινε έμμονη ιδέα.
Πάντα αθόρυβα, άρχισε να τον παρακολουθεί. Ήξερε όλες τις κινήσεις του.
Το περίεργο ήταν, ότι εκείνος δεν κατάλαβε ποτέ τίποτα. Μα και να του το έλεγαν, δεν θα το πίστευε.
Διότι εκείνη, στην προσπάθεια της να μην αποκαλυφθεί, του μιλούσε πάντα ψυχρά. Και ας έλιωνε από αγάπη όποτε τον κοιτούσε.
Τα χρόνια πέρασαν. Η κοπέλα τέλειωσε το λύκειο, και χρειάστηκε να μετακομίσει σε άλλη πόλη.
Μα η σκέψη της ήταν πάντα σε εκείνον. Γνώρισε άλλους ανθρώπους, σχετίστηκε κατά περιόδους με διάφορους άντρες. Τώρα το πάθος της για την πρώτη της αγάπη μεταβλήθηκε σε ένα τρυφερό συναίσθημα που δεν την πόναγε πια.
Παντρεύτηκε μάλιστα, και λίγο αργότερα γέννησε ένα αγοράκι.
Το βάφτισε Άγγελο.
Κάποτε, τριαντάρα πια, έμαθε ότι η παλιά της τάξη, θα συγκεντρώνονταν κάπου.
Έτσι για να θυμηθούμε τα παλιά έγραφε η πρόσκληση.
Έφτασε εκεί συγκινημένη. Ήταν όλοι μαζεμένοι. Και εκείνος επίσης. Μίλησαν για όλα και για τίποτα, όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις συγκεντρώσεις
Εκείνος ήταν παντρεμένος, είχε μάλιστα και 3 παιδάκια.
Όλα ήταν μια χαρά.
Μέχρι που εκείνος, της είπε χαμογελώντας: "δεν θα το πιστέψεις, αλλά όταν ήμουν πιτσιρικάς, ήμουν άγρια τσιμπημένος μαζί σου. Αλλά πως να σου το έλεγα, ήσουνα πάντα τόσο ψυχρή μαζί μου!"

Yπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ποτέ δεν προλαβαίνουν το ξημέρωμα...

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Αδελφική αγάπη



Τρεις Αδελφοί συμφώνησαν να θερίσουν εξήντα στρέμματα χωράφι. Την πρώτη μέρα όμως που έπιασαν δουλειά έτυχε ν' αρρωστήσει ο ένας από τους τρεις και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στη σκήτη.
Οι άλλοι δύο που έμειναν είπαν μεταξύ τους:
-Δεν κάνουμε μια μικρή προσπάθεια να θερίσουμε κι εκείνο που αναλογεί στον Αδελφό; Με την ευχή του θα το κατορθώσουμε.
Το είπαν και το έκαναν. Όταν τέλειωσε το θέρισμα, κάλεσαν τον Αδελφό να πάρει το μισθό του.
-Ποιο μισθό; έλεγε εκείνος. Αφού δεν πρόλαβα να θερίσω
-Με την ευχή σου έγινε όπως πρέπει η δουλειά, του απαντούσαν οι δύο άλλοι. Έλα τώρα να πληρωθείς.
Επειδή εκείνος δεν δεχόταν να πάρει μισθό και οι άλλοι επέμεναν να του δώσουν, για να μη φιλονικούν πήγαν σ' ένα γείτονά τους Γέροντα να τους λύσει τη διαφορά.
-Αββά, άρχισε πρώτος ο Αδελφός που είχε αρρωστήσει, πήγαμε οι τρεις μας να θερίσουμε. Εγώ όμως, προτού πιάσω δρεπάνι στο χέρι, αρρώστησα και έφυγα. Οι Αδελφοί εδώ με αναγκάζουν τώρα να πάρω μισθό, που δεν εργάστηκα. Το βρίσκεις δίκαιο αυτό;
-Αββά, επενέβησαν οι άλλοι, οι τρεις μαζί αναλάβαμε εξήντα στρέμματα χωράφι. Αν θερίζαμε όλοι, είναι απίθανο να τελειώναμε στην ορισμένη προθεσμία. Όμως με την ευχή του Αδελφού οι δύο μας το βγάλαμε εις πέρας πολύ πιο γρήγορα. Δεν είναι λοιπόν δίκαιο να πάρει το μισθό του;
Ο Γέροντας θαύμασε την αγάπη των Αδελφών εκείνων. Πήρε ευθύς το ξύλο κι έκρουσε για να μαζευτούν όλοι οι Μοναχοί της σκήτης σε σύναξη.
-Ελάτε, Πατέρες και Αδελφοί, να κάνουμε σήμερα μια δίκη, τους είπε, όταν συγκεντρώθηκαν, και διηγήθηκε την υπόθεση.

Το αποτέλεσμα ήταν να αναγκάσουν τον Αδελφό να πάρει το μισθό του. Εκείνος τον πήρε κλαίγοντας κι έλεγε διαρκώς, πως την ημέρα εκείνη οι Αδελφοί τον είχαν αδικήσει.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

O φτωχός αγρότης



Mια φορά κι έναν καιρό ένας πάμπτωχος νεαρός αγρότης απεφάσισε να κάνει ένα δώρο στους υπέργηρους γονείς του: να τους πάει να λουστούν για πρώτη και στερνή φορά, στα ιερά νερά του Γάγγη. Παίρνει ένα χοντρό κλαρί, δένει στα άκρα του δύο ψάθινα καλάθια, βάζει τη μητέρα του στο ένα καλάθι, τον πατέρα του στο άλλο, φορτώνεται το ζυγό στον τράχηλο και ξεκινά για το προσκύνημα.  Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, φτάνει σε μια εύφορη κοιλάδα. Eκεί είχε βγει για κυνήγι τίγρη, μαζί με τους αυλικούς του, ο μαχαραγιάς της περιοχής, ο οποίος, βλέποντας κάτι να σαλεύει ανάμεσα στα φυλλώματα, σημαδεύει με το τόξο του και σκοτώνει το νεαρό αγρότη. Πλησιάζει αντικρίζει τον νεκρό και την παράξενη πατέντα του.
Mέσα από τα καλάθια ακούει αδύναμα κλαψουρίσματα. Eίναι τα σαστισμένα γεροντάκια που σηκώνουν τα κεφαλάκια τους σαν τις κόμπρες και του αφηγούνται όλη την ιστορία.
O μαχαραγιάς δε διστάζει. Aφήνει το τόξο και τη φαρέτρα, φορτώνεται στους ώμους του το ζυγό με τα καλάθια και συνεχίζει το μακρύ οδοιπορικό του νεκρού παλικαριού, αγνοώντας τους συμβούλους του, που του υπενθυμίζουν ότι μπορεί να εξασφαλίσει στους γέροντες ένα πολυτελές και άνετο ταξίδι μέχρι το Γάγγη.
O ινδός βασιλιάς δε ζήτησε προφορικά συγνώμη, δεν πρόσφερε χρηματική αποζημίωση, αλλά σήκωσε ο ίδιος το φορτίο που του αναλογούσε, όχι μόνο για την προσωπική του εξιλέωση, αλλά για να διδάξει τους υπηκόους του τι σημαίνει συντριβή και μετάνοια, τι σημαίνει δίκαιο και άδικο...

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Ο Ήλιος και η Σελήνη



Όταν ο Ήλιος και η Σελήνη συναντήθηκαν για πρώτη φορά, ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά και ξεκίνησε μια μεγάλη αγάπη. Ο κόσμος ακόμα δεν είχε δημιουργηθεί και την ημέρα που ο Θεός αποφάσισε να τον φτιάξει, τους έδωσε το φως τους.
Αποφασίστηκε ότι ο Ήλιος θα φώτιζε τη μέρα και η Σελήνη τη νύχτα. Και έτσι θα ζούσαν χώρια.
Με αυτή την απόφαση, πλημμύρισαν από στενοχώρια, γιατί κατάλαβαν πως θα ζούσαν χωριστά.
Η Σελήνη παρ' όλη τη λάμψη της άρχισε να απομονώνεται και ο Ήλιος από την πλευρά του, παρ' όλο που είχε κερδίσει τον τίτλο του "Βασιλιά των Αστέρων", δεν ήταν ευτυχισμένος.
Ο Θεός που έβλεπε τη θλίψη που είχαν, τους φώναξε και τους εξήγησε πως ο καθένας τους είχε μια ξεχωριστή λάμψη και δεν έπρεπε να είναι θλιμμένοι.
"- Εσύ Σελήνη θα φωτίζεις τα βράδυα και θα μαγεύεις τους ερωτευμένους. Εσύ Ήλιε θα δίνεις λάμψη στη Γη την ημέρα και ζέστη στους ανθρώπους και η παρουσία σου θα τους κάνει όλους πιο ευτυχισμένους."
Η Σελήνη λυπήθηκε για την τύχη της και έκλαψε πικρά...
Και ο Ήλιος βλέποντάς την να υποφέρει αποφάσισε να της δώσει δύναμη και να την βοηθήσει να δεχτεί την απόφαση του Θεού.
Παρ' όλα αυτά, αποφάσισε να ζητήσει μια χάρη από το Θεό:
"-Θεέ μου, βοήθησε τη Σελήνη γιατί είναι πιο ευαίσθητη από μένα και δεν αντέχει τη μοναξιά." Και τότε ο Θεός της χάρισε τ' αστέρια.
Όταν η Σελήνη αισθάνεται μοναξιά, καταφεύγει στ' άστρα, που κάνουν τα πάντα για να την παρηγορήσουν, αλλά ποτέ δεν το πετυχαίνουν.
Σήμερα ζούν χωριστά. Ο Ήλιος προσποιείται ότι είναι ευτυχισμένος και η Σελήνη προσπαθεί να κρύψει τη στενοχώρια τη Λένε ότι ο Θεός ήθελε η Σελήνη να είναι πάντα γεμάτη και φωτεινή, αλλά δεν τα κατάφερε...Γιατί είναι γυναίκα και καμμιά γυναίκα δεν μπορεί να ζει χωρίς αγάπη.
Όταν είναι ευτυχισμένη είναι γεμάτη και λάμπει. Όταν είναι δυστυχισμένη είναι μισή και ένα τέταρτο και τότε δεν είναι δυνατόν να φανεί η λάμψη της.
Η Σελήνη και ο Ήλιος ακολουθούν τη μοίρα τους. Αυτός, μόνος αλλά δυνατός. Η Σελήνη παρέα με τ' άστρα, αλλά, αδύναμη.
Πολλοί άντρες προσπάθησαν να την αποκτήσουν αλλά δεν μπόρεσαν. Μερικοί πήγαν να τη δουν από κοντά, αλλά και πάλι γύρισαν άπρακτοι. Ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να τη φέρει στη Γη ούτε και κανείς κατάφερε να την κάνει να ερωτευτεί.
Ο Θεός τότε αποφάσισε ότι κανένας έρωτας δεν θα είναι αδύνατος. Ούτε του Ήλιου και της Σελήνης. Τότε, δημιούργησε την έκλειψη.
Σήμερα ο Ήλιος και η Σελήνη, ζουν περιμένοντας αυτή τη στιγμή. Αυτή τη στιγμή που τους δόθηκε και που τόσο σπάνια συμβαίνει.
Όταν κοιτάζεις προς τον ουρανό από εδώ και μπρος και δεις τον Ήλιο να σκεπάζει τη Σελήνη, θα είναι γιατί ξαπλώνει πάνω της και κάνουν έρωτα.

Αυτό το έργο αγάπης ονομάστηκε "έκλειψη". Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι αυτη η λάμψη πάθους, είναι τόσο μεγάλη, που συνιστάται να μη βλέπουμε προς τον ουρανό εκείνη τη στιγμή, γιατί τα μάτια μας μπορεί να τυφλωθούν, αντικρύζοντας τόση αγάπη.

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

O δάσκαλος



Κάποτε Δάσκαλος και μαθητής έκαναν ένα μεγάλο ταξίδι.

Στο δρόμο συνάντησαν μια γυμνή γυναίκα να κλαίει στις όχθες ενός ποταμού.
3 μέρες και 3 νύχτες προσπαθούσε να περάσει απέναντι χωρίς επιτυχία.
Ο Δάσκαλος προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Την πήρε στους ώμους του, και με τη βοήθεια του μαθητή του, την περασαν απέναντι και συνέχισαν το δρόμο τους.
Έπειτα από πολλές ώρες και ενώ πλησίαζαν στον προορισμό τους, ο μαθητής ρώτησε:

-Μα Δάσκαλε, ήταν σωστό να μεταφέρεις μια γυμνή γυναίκα στους ώμους σου?
Και ο Δάσκαλος:
-Έγω την πέρασα απέναντι και την άφησα στις όχθες του ποταμού,

μα φαίνεται πως εσύ την κουβαλάς ακόμα...