Σάββατο 30 Απριλίου 2016

Πλεονεκτήματα του βιβλίου για το παιδί Τα στάδια της επαφής του παιδιού με το βιβλίο





Το φορτωμένο πρόγραμμα του σχολείου και ο γρήγορος ρυθμός που επιβάλλει αυτό, συχνά στερούν από τα παιδιά τη χαρά που προσφέρει η ανάγνωση ενός παιδικού βιβλίου.

Το βιβλίο αποτελεί το παράθυρο στη φαντασία
αλλά και τη σκέψη του παιδιού.
Ο συνδυασμός της εικόνας με το κείμενο προσφέρει πολυαισθητική απόλαυση. Η δύναμη που έχουν οι εικόνες και οι λέξεις επιτρέπουν στο παιδί να ταξιδέψει στο χώρο της φαντασίας, να ονειρευτεί και να σκεφτεί.
Η ανάγνωση παιδικών βιβλίων, ήδη από τη βρεφική ηλικία, δίνει στο παιδί μια ακόμα δυνατότητα, ν’ αναπτύξει καλύτερα τις γλωσσικές του ικανότητες και να χτίσει γερά θεμέλια πάνω στα οποία στη συνέχεια θα στηριχθούν οι ικανότητές του για ανάγνωση και γενικότερα για μάθηση.
Ίσως, μια από τις σημαντικότερες λειτουργίες της ανάγνωσης παιδικών βιβλίων είναι το γεγονός ότι φέρνει το παιδί και το γονιό πιο κοντά. Όσο ο γονιός διαβάζει στο παιδί, δημιουργείται μια ζεστή και όμορφη σχέση, όπου τόσο η μητέρα ή ο πατέρας όσο και το παιδί απολαμβάνουν τη συντροφιά του άλλου και δένονται ακόμα περισσότερο μεταξύ τους.

10 πλεονεκτήματα για να διαβάζουμε βιβλία στα παιδιά μας:
  • Ενισχύεται η ακουστική ικανότητα
  • Αυξάνεται το λεξιλόγιο αφού ακούγονται όλο και περισσότερες λέξεις
  • Αναπτύσσεται η προσοχή και η μνήμη
  • Βοηθάμε το παιδί να μάθει ασυνήθιστες λέξεις
  • Βοηθάμε το παιδί να καταλάβει την σημασία των λέξεων
  • Βοηθάμε το παιδί να αντιληφθεί την έννοια του βιβλίου
  • Βοηθάμε το παιδί να μάθει να αντλεί πληροφορίες μέσα από την εικονογράφηση
  • Προωθείται η ηρεμία και ο δεσμός μεταξύ του γονιού και παιδιού
  • Διεγείρεται η φαντασία του αλλά και όλες οι αισθήσεις
  • Ενισχύεται η αγάπη του προς τα βιβλία και την μάθηση
Παρακάτω παρατίθενται τα στάδια που δείχνουν τις περιόδους όπου το παιδί έρχεται σε επαφή με το βιβλίο και την ανταπόκριση του.
Ακρόασης: 0-8 Μήνες
  • Ανταποκρίνεται περισσότερο στα ποιήματα και ιστορίες.
  • Αναγνωρίζει τη φωνής της μητέρας
Προσοχής: 8-12 μηνών
  • Το παιδί δείχνει ενδιαφέρον για τα βιβλία που περιέχουν οικεία σε αυτό εικόνες.
  • Κοιτάει εικόνες σε βιβλία για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, όταν κατονομάζονται από έναν ενήλικα.
Έκφρασης: 1 Έτους
  • Το παιδί κοιτάει τις εικόνες ενός βιβλίου, όταν κατονομάζονται από έναν ενήλικα και ίσως τις δείχνει ή παράγει ήχους.
  • Ανταποκρίνεται σε τραγούδια και μελωδίες παράγοντας ήχους ή μουρμουρίζοντας μόνο του.
Συμμέτοχης: 1-2 Ετών
  • Γυρνάει τις σελίδες του βιβλίο περισσότερες από μια φορές.
  • Χτυπά ελαφρά με το δάκτυλο του ή δείχνει μερικές εικόνες από ένα βιβλίο, ειδικά όταν κατονομάζονται από έναν ενήλικα.
  • Δείχνει ενδιαφέρον σε απλές και σύντομες ιστορίες.
  • Αρχίζει να κατονομάζει έγχρωμες εικόνες.
Χρήσης και αναζήτησης: 2-3 Ετών
  • Γνωρίζει τη λειτουργία και τη χρήση του γραπτού λόγου – οι λέξεις αποκτούν σημασία και σκοπό.
  • Δείχνει και κατονομάζει πολλές συνήθεις εικόνες από βιβλία.
  • Αποκτάει κάποια αγαπημένα βιβλία και απολαμβάνει να του τα διαβάζουν ξανά και ξανά.
  • Αρχίζει να κάθεται μόνο του και να κοιτάει βιβλία.
  • Γυρνάει μια σελίδα τη φορά.
  • Γνωρίζει ότι τα βιβλία έχουν μπροστινή και πίσω όψη.
  • Γνωρίζει πώς να ανοίγει και να κρατάει τα βιβλία.
  • Γνωρίζει την κατεύθυνση της εκτύπωσης των βιβλίων (από αριστερά προς τα δεξιά).
  • Απολαμβάνει να του διαβάζουν βιβλία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (5-15 λεπτά).
Συμβολικής ανάγνωσης: 3-4 Ετών
  • Αναγνωρίζει γνωστά λογότυπα, όπως ονόματα κουτιών από φαγητά, ταμπέλες καταστημάτων, σήματα οδικής κυκλοφορίας, και ίσως τα κατονομάζει (π.χ. «Εδώ λέει ΝΟΥΝΟΥ!»).
  • Προσποιείται ότι διαβάζει βιβλία κρατώντας τα, γυρνώντας τις σελίδες και λέγοντας μερικές λέξεις.
  • Αναγνωρίζει και ίσως λέει λέξεις που είναι μελωδικές και λέξεις που αρχίζουν από το ίδιο γράμμα.
  • Απολαμβάνει να του διαβάζουν βιβλία και να συμμετέχει στην ανάγνωση συμπληρώνοντας γνωστά κομμάτια.
Συμβολικής ανάγνωσης: 4 Ετών
  • Λέει μελωδικές λέξεις και βάζει σε σειρά λέξεις που αρχίζουν από το ίδιο γράμμα.
  • Καταλαβαίνει ότι ο γονιός του διαβάζει τις λέξεις μέσα από το κείμενο του βιβλίου και δεν κάνει περιγραφή των εικόνων.
  • Αναγνωρίζει τα όρια των λέξεων δείχνοντας τα κενά-διαστήματα μεταξύ των λέξεων.
  • Προσποιείται ότι διαβάζει από ένα βιβλίο μια ιστορία συνήθως απομνημονεύοντας την.
Γνωστικής επεξεργασίας:5 Ετών
  • Κατανοεί ότι οι λέξεις μπορούν να χωριστούν σε μικρότερα τμήματα και το αποδεικνύει μετρώντας των αριθμό των συλλαβών σε μια λέξη.
  • Κατονομάζει τα γράμματα της αλφαβήτα και τους αριθμούς 1-10.
  • Γνωρίζει ίσως ότι τα γράμματα έχουν ήχους και τους ήχους που αντιστοιχούν σε μερικά γράμματα.
  • Αναγνωρίζει πρώτα τους ήχους των προφορικών λέξεων (π.χ. η «μαμά ξεκινάει από το /μ/)
  • Αρχίζει να δείχνει συγκεκριμένα γράμματα σε μια σελίδα.
  • Ίσως διαβάζει μερικές γνωστές λέξεις μέσω οπτικής αναγνώρισης.
Δρ. Λίζα Βάρβογλη Ph.D. Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια 
ΣΟΦΙΑ Μ. ΚΟΥΛΟΥΡΗ ΕΡΓΟΘΕΡΑΠΕΥΤΡΙΑ S.I. 


Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Παραμύθι για παιδιά: Η χρυσή Μηλιά




Μια φορά κι έναν καιρό στο περιβόλι του Πέτρου και του Μάνθου φύτρωσε ένα μικρό τοσοδούλη κλαράκι μηλιάς. Τα φύλλα του έλαμπαν στις χρυσοκόκκινες ακτίνες του ήλιου.
«Μπα…», αναρωτιόντουσαν τα δύο παλικάρια,
«Πως φύτρωσε εδώ, στα καλά καθούμενα
Μια μηλιά και μάλιστα χρυσή;»
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε το ροζ συννεφάκι που τους γλίτωσε από την αμηχανία τους. Και έτσι όπως ήταν φουσκωμένο με νεράκι πότισε το χρυσό κλαράκι και να τι τους είπε:
Παλικάρια μου καλά,
Στον κήπο σας εφύτρωσε μια χρυσή μηλιά
Ποτίστε την, κλαδέψτε την
Λίγο να μεγαλώσει
Και τα κλαριά της γρήγορα
Για σας θε να φουντώσει
Ο Πέτρος κι ο Μάνθος αν και είχαν μείνει άναυδοι και συνειδητοποίησαν ότι είναι ξύπνιοι και όχι σε όνειρο, αποφάσισαν να κάνουν
Ότι τους είπε το ροζ συννεφάκι
Ένας μήνας πέρασε και το μικρό χρυσό κλαράκι έγινε ένα όμορφο φουντωτό δεντράκι. Ένα όμορφο, χρυσό φουντωτό δεντράκι γεμάτο κοκκινόχρυσα μήλα! Ο Πέτρος και ο Μάνθος το φρόντιζαν και το περιποιούνταν γεμάτοι καμάρι και αγάπη. Μια μέρα είδαν ανάμεσα στα κλαριά του ένα αηδόνι να γλυκοτραγουδά!
Ήταν τόσο όμορφα παράξενο που αποφάσισαν να το πιάσουν.
Εκείνο δεν αντιστάθηκε καθόλου και κρατώντας το στα χέρια τους το παρακολουθούσαν και θαύμαζαν τα χιλιάδες χρώματα που λαμπύριζαν κάτω από τις χρυσές ανταύγειες που σκορπούσε η μηλιά γύρω γύρω.
Ο Πέτρος και ο Μάνθος το άφησαν ελεύθερο και τώρα ήταν το πιο παράξενο απ’όλα. Το αηδόνι τους κελάηδησε γλυκά και πήγε και κούρνιασε ξανά μέσα στα κλαράκια της χρυσής μηλιάς! Εκείνοι, συνηθισμένοι απ’όλα τα παράξενα που τους είχαν συμβεί, το άφησαν εκεί κι έφυγαν.
Ένα απόγευμα, που ο ήλιος είχε βασιλέψει, τα δύο παλικάρια ξεκίνησαν για το περιβόλι τους. είχαν να μαζέψουν τους καρπούς από όλα τα δέντρα τους! Ένα δυνατό φως, όμως, γέμισε την γύρω περιοχή και στην ρίζα της χρυσής μηλιάς εμφανίστηκε μια πολύ όμορφη κοπέλα. Που στα χέρια της κρατούσε...
ένα αδράχτι και μια ανέμη.
Τα παλικάρια την πλησίασαν και την ρώτησαν ποια είναι και από πού έρχεται…;
«Ροδαυγή με λένε», είπε η κοπέλα, «και είμαι η μονάκριβη κόρη του ’ρχοντα της Γαλάζιας πολιτείας, μα η κακιά μου μητριά θέλησε να μου κάνει κακό για να εκδικηθεί τον πατέρα μου και σύζυγό της»
«Μα γιατί;» ρώτησαν απορημένα τα δυο παλικάρια
«Γιατί ο πατέρας μου κατάλαβε πόσο άσχημο χαρακτήρα έχει καινούρια του γυναίκα και αποφάσισε να την διώξει μακριά μας. Μ' έκανε λοιπόν αηδόνι και τα δειλινά γίνομαι άνθρωπος, περιμένοντας εκείνον που θα με βοηθήσει να λύσει τα μάγια, ώστε να πάρω πάλι την ανθρώπινη μορφή μου. Όσο για τη χρυσή μηλιά, ήταν αγαπημένο μου δέντρο και η αγάπη μου είναι τόσο μεγάλη, όπου κάθε βράδυ κόβω ένα μήλο και του ψιθυρίζω το μήνυμά μου και εκείνο βγάζει φτερά και πετάει στον Πύργο του λυπημένο μου πατέρα για να το ανακοινώσει.»
Τα παλικάρια της είπαν πως θέλουν να ακούσουν όλη την ιστορία καθώς και πως θα λύσουν τα μάγια. Η Ροδαυγή, τότε, τους έδειξε το αδράχτι και την ανέμη του ’ρχοντα πατέρα της, για να γνέσουν νήμα και να πλέξουν μ αυτό ένα φόρεμα. Τα κουβάρια θα τα έβρισκαν στο υπόγειό του Παλατιού της Γαλάζιας Πολιτείας μέχρι το χάσιμο του φεγγαριού!
Όταν το φόρεμα ετοιμαστεί θα πρέπει, να διαλέξουν ένα ηλιόλουστο πρωινό, να το πάρουν και με πολύ απαλές κινήσεις να το ρίξουν πάνω στις φτερούγες της. Αφού ξαναγίνει άνθρωπος τότε θα πρέπει να φωνάξουν τρεις φορές το όνομά της.
Ο Πέτρος ρώτησε τι θα έπρεπε να κάνουν στη συνέχεια αλλά η Ροδαυγή του απάντησε πως σιγά σιγά θα γίνουν όλα…
Πράγματι ο Πέτρος και ο Μάνθος ξεκίνησαν για τη Γαλάζια Πολιτεία. Βρήκαν στα υπόγεια τα κουβάρια με το μαλλί και όταν γύρισαν σπίτι τους έφτιαξαν το φόρεμα που έπρεπε να ρίξουν πάνω στη κοπέλα!
Το πρωινό που διάλεξαν ήταν το πιο φωτεινό πρωινό του μήνα αλλά η περιοχή έλαμψε πραγματικά μόλις η Ροδαυγή πήρε την ανθρώπινη μορφή της. Όσο για την χρυσή μηλιά…χάρηκε τόσο πολύ που φούντωσε και πέταξε περισσότερα κλαράκια με χιλιάδες χρυσά μήλα. Η Ροδαυγή έκοψε μερικά και γέμισε ένα καλαθάκι. Το έδεσε με ένα μεγάλο ροζ φιόγκο και το έδωσε στο φίλο της, το ροζ συννεφάκι, να το πάει στον πολυαγαπημένο της πατέρα. Τον άρχοντα της Γαλάζιας Πολιτείας.
Όταν έφτασε στον πύργο, το ροζ συννεφάκι μπήκε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο και ακούμπησε το καλάθι με τα χρυσά μήλα πάνω σε ένα μεγάλο κρυστάλλινο τραπέζι. Το ροζ συννεφάκι έψαξε στον πύργο και βρήκε τον άρχοντα πατέρα και τον οδήγησε στο δωμάτιο με το κρυστάλλινο τραπέζι. Εκεί τα χρυσά μήλα του διηγήθηκαν όλη την ιστορία της κόρης του και πως περνούσε όσο ήταν μαγεμένο αηδόνι.
Η κακιά μητριά, που έμενε ακόμα στον Πύργο, κρυφακούγοντας τα γεγονότα, θύμωσε, μπήκε στην αίθουσα, άρπαξε το καλαθάκι με τα μήλα και τα πέταξε μακριά. Όμως τα μήλα μεταμορφώθηκαν σε πανέμορφα αετόπουλα που άρπαξαν την κακιά μητριά και την πήγαν πολύ μακριά στα πανύψηλα βουνά και έως και σήμερα ζει μόνη της.
Το ροζ συννεφάκι που περνά τακτικά από κει μας λέει, ότι τη βλέπει να κάνει την προσευχή της στο καλό μας Θεό ώστε να την συγχωρέσει για το κακό που έκανε. Εγώ όμως που ξέρω το τέλος κάθε παραμυθιού θα σας εκμυστηρευτώ την αλήθεια.
Ο καλός μας Θεούλης τη συγχώρεσε και την έκανε κουκουβάγια για να είναι πουλί της σοφίας και της γνώσης. Είχε πάρει ένα καλό μάθημα, που από τότε δίνει σοφία και γνώση στους ανθρώπους για να γίνουν και εκείνοι με τη σειρά τους χρήσιμοι στην κοινωνία.
Η πεντάμορφη Ροδαυγή παντρεύτηκε τον Πέτρο και ζούνε ευτυχισμένοι και πολύ πλούσιοι με τη χρυσή μηλιά στο περιβόλι τους.



Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Πανανθρώπινο μήνυμα τέχνης





Κάθε πολιτισμός έχει τα όρια και το στίγμα του στον ιστορικό χώρο και χρόνο. Μέσα ωστόσο στην ιστορία του κόσμου, το αρχαιοελληνικό αισθητικό επίτευγμα σημαδεύει την καταγωγή μιας τέχνης με πανανθρώπινο μήνυμα και με διαστάσεις παγκόσμιες, θα έλεγα σχεδόν εξωχρονικές. Πρώτη έκφραση της αποστασιοποίησης του ανθρώπου από την αναγκαιότητα της φύσης, χάρη στη μεταμόρφωση της ύλης σε πνεύμα, το ελληνικό πλαστικό κατόρθωμα δηλώνει την επίμονη και έλλογη προσπάθεια του καλλιτέχνη να δαμάσει το πάθος και τη μοίρα με τα έργα του νου και της καρδιάς, αυτά που φέρνουν τον άνθρωπο όλο και πιο κοντά στο Θεό, αυτά που τον οδηγούν δίπλα στο συνάνθρωπο.

Αποκρυστάλλωμα μιας ορθής και όρθιας σκέψης, το αρχαίο άγαλμα (μεμονωμένο ή ως αναπόσπαστο μέρος αρχιτεκτονικού συμπλέγματος) καθαγιάζει και αγλαΐζει τους χώρους της πόλης. Σήμα ανάτασης ψυχικής και ορόσημο πανάρχαιας μνήμης, θυμίζει στους πολίτες την αμέριστη ευθύνη τους για τη συνοχή της κοινωνικής ομάδας και ορθώνεται εγγυητής της ιστορικής αλληλεγγύης του συνόλου. Διαγράφει ο τεχνίτης τα πλαίσια μιας πάντα ευνομούμενης και ισορροπημένης πολιτείας, έτσι όπως την ονειρευόταν η νεογέννητη δημοκρατία και έτσι όπως την ορίζει η πλατιά ειρηνευτική κίνηση του θεϊκού βραχίονα στο αέτωμα του ολυμπιακού ναού. Κίνηση που αναδεικνύει τον Απόλλωνα ρυθμιστή στη διαμάχη του ανθρώπου με το ζώο, με το μυθικό Κένταυρο, στην Ολυμπία, και οργανωτή της ζωής μέσα στο φως του λόγου. Το πέρασμα από το μύθο στο λόγο έγινε, χάρη στην τέχνη, άγαλμα, θέαμα και θεωρία. […]

Το πέρασμα από το ζώο, την άγρια φύση και τους αγρούς, στο δομημένο άστυ και στην οργανωμένη πόλη, ας πούμε τη θεϊκή μετάβαση από την κυνηγέτιδα Άρτεμι στην πολιάδα Αθηνά, δηλώνει με κάθε της μορφή και σε κάθε της βήμα η αρχαία ελληνική τέχνη, πρώτη αυτή εγρήγορση του ανθρώπου στον κόσμο του ελεύθερου πνεύματος. Αυτό ίσως είναι το συνοπτικό μέγιστο μάθημα του αρχαιοελληνικού βιώματος, των ανθρώπων που πρώτοι σμίλευσαν στο ξύλο, στην πέτρα και στο μάρμαρο, τη μορφή της εσωτερικής ενατένισης, συνδυασμένη με την ιδεατή πληρότητα της φυσικής ομορφιάς. Μαρτυρεί για τα λεγόμενά μου το αινιγματώδες χαμόγελο του αρχαϊκού κούρου και η ανείπωτη έκπληξη στο βλέμμα της κόρης μέσα στην πολύπτυχη φορεσιά της.

Ιδού η απαρχή της προσπάθειας για γνώση και για αυτογνωσία, ιδού το πρώτο ερωτηματικό, το για πάντα αναπάντητο, ιδού η αυγή του μυστηρίου που οδήγησε τον άνθρωπο να γίνει πλάστης αθάνατου έργου, δημιουργός δηλαδή θεών. Δάμασε η ελληνική τέχνη το ζώο πριν ανακαλύψει τον τέλειο άνθρωπο. Το συντροφικό συναπάντημα του ανθρώπου με τους θεούς διδάσκει η αρχαία αισθητική, στην προσπάθειά της να αιχμαλωτίσει την τέλεια μορφή την πάντα μετέωρη και πάντα τεταμένη προς μια ιδεατή πληρότητα, προς ένα αέναο γίγνεσθαι. Να γιατί η αρχαία τέχνη θα μένει πάντα πρωτοποριακά επίκαιρη και ζωντανή: είναι η τέχνη πυξίδα και σταθερός προσανατολισμός, αυτή που δεν γνώρισε αμηχανίες και αγνοεί τα αδιέξοδα, γι’ αυτό και εμπνέει κάθε αναγέννηση, γι’ αυτό και μένει η βάση κάθε πνευματικής παλιννόστησης προς το ουσιώδες, δηλαδή τη δημιουργία ελευθερίας.

Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ
Πολιτισμός και Ελληνισμός
Προσεγγίσεις, Αθήνα 2007
(Διασκευή)




Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Το Ηλιοτρόπιο (που δεν ήθελε να κοιτάζει τον ήλιο)


 



Ήταν κάποτε ένα λιβάδι γεμάτο ηλιοτρόπια. Κι όλα αυτά τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν ολημερίς με θαυμασμό τον ήλιο. Όταν ο ήλιος ήταν από κει, γύριζαν από κει. Όταν ο ήλιος ήταν από δω, γυρνούσαν από δω. Εκτός από ένα.
«Αν έβγαινες μόνο για μένα, τότε ναι θα σε κοιτούσα»
Ένα μόνο ηλιοτρόπιο απ΄όλα τα ηλιοτρόπια του κάμπου δεν κοίταζε τον ήλιο. Όταν ο ήλιος ήταν από δω, το ηλιοτρόπιο αυτό κοιτούσε από κει. Όταν ο ήλιος ήταν από κει, το ηλιοτρόπιο κοιτούσε από δω
«Μα γιατί δεν κοιτάς κι εσύ τον ήλιο τον ακριβοθώρητο όπως εμείς;»ρωτούσαν τ΄άλλα ηλιοτρόπια απορημένα.
«Και γιατί να τον κοιτάω;»
«Επειδή είναι χρυσός. Επειδή λάμπει κι ανασαίνει φως».
«Ε και λοιπόν; Χαρά στο πράγμα! Ανασαίνει φως και κάτι έγινε»
«Τι θες να πεις; Δεν σ΄αρέσει δηλαδή;»
«Καλός είναι δεν λέω, αλλά όχι και να τον θαυμάζει κανείς απ΄το πρωί ίσαμε το βράδυ. Αλήθεια, δεν μπορώ να καταλάβω τι του βρίσκετε και τον κοιτάτε σαν χαζά, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει».
«Δεν είναι στα καλά του», σκέφτονταν τα ηλιοτρόπια «Ακούς εκεί, να μη θέλει να κοιτάζει τον ήλιο;»
Ευγένιος Τριβιζάς.
ας το ακούσουμε από τον ίδιο

Και περνούσαν οι μέρες. Και όλα τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν τον ήλιο, εκτός από κείνο το ηλιοτρόπιο το ένα, που κοιτούσε πάντα από την αντίθετη μεριά.
«Δε μου λες; Γιατί δεν με κοιτάς;» το ρωτάει μια μέρα ο ήλιος
«Άσε με ήσυχο» είπε το ηλιοτρόπιο
«Πες μου, γιατί δε με κοιτάς;» ξαναρωτάει ο ήλιος.
«Θέλεις αλήθεια να σου πω;»
«Ναι»
«Επειδή… θέλω να βγαίνεις μόνο για μένα. Μόνο για μένα να γελάς. Να λάμπεις μόνο για μένα. Εμένα μόνο να ζεσταίνεις» είπε το ηλιοτρόπιο. «Αν έβγαινες μόνο για μένα, τότε ναι θα σε κοιτούσα»
«Μα δεν γίνεται αυτό» αποκρίθηκε ο ήλιος. «Δεν γίνεται να βγαίνω μόνο για σένα, να γελάω μόνο για σένα, εσένα μόνο να ζεσταίνω. Δεν γίνεται»
«Τότε κι εγώ δεν θα σε κοιτάω» «Μα πρέπει μικρό ηλιοτρόπιο. Θα μαραθείς, αν δε με κοιτάς» «Και τι σε νοιάζει εσένα αν μαραθώ. Παράτα με» είπε το ηλιοτρόπιο. Δεν μίλησε ο ήλιος. Και το ηλιοτρόπιο κοιτούσε με πείσμα από την άλλη τη μεριά. Και περνούσαν οι μέρες και άρχισε να χλωμιάζει το ηλιοτρόπιο. «Είδατε;» ψιθύρισαν τ' άλλα ηλιοτρόπια μεταξύ τους «Δεν κοιτάζει τον ήλιο και ορίστε.. Ιδού τα αποτελέσματα. Δεν το βλέπω καθόλου καλά. Να το θυμηθείτε ότι έτσι που πάει αργά ή γρήγορα θα μαραθεί».
Είχε δίκιο. Κάθε μέρα που περνούσε το ηλιοτρόπιο γινόταν όλο και πιο χλωμό, ο μίσχος στα πέταλά του μαραινόταν, αλλά ούτε που γύριζε να κοιτάξει τον βασιλιά τον ήλιο.
Παραξενεμένα τα ηλιοτρόπια, το άκουγαν να μιλάει μόνο του. «Φύγε» έλεγε «δε θέλω να σε βλέπω. Φύγε»
Ώσπου ένα βράδυ, το τελευταίο κείνο βράδυ, όταν όλα τ΄άλλα ηλιοτρόπια είχαν αποκοιμηθεί, μέσα στη νύχτα, μέσα στη σιωπή, πρόβαλε ο ήλιος. Πρώτη φορά έβγαινε το βράδυ. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Βγήκε κι έδιωξε το σκοτάδι και πλημμύρισε μ΄ένα χρυσαφένιο φως, μαγευτικό φως τ΄όνειρό του.
«Ήρθες;» είπε το ηλιοτρόπιο. «Ήρθα» είπε ο ήλιος «Μόνο για μένα;»«Μόνο για σένα» αποκρίθηκε ο ήλιος «Έλα».
Ένιωσε ανάλαφρο το ηλιοτρόπιο, τόσο ανάλαφρο σαν να μη το έδενε η ρίζα του στο χώμα. Λες κι έγιναν φτερά τα φύλλα του, αφέθηκε ν΄ανεβαίνει.. Κι ανέβαινε, όλο ανέβαινε.. Ήταν τόσο μαγευτικός ο ουρανός, τόσο φωτεινός, δεν γίνεται πιο φωτεινός.. Κι έφτασε κοντά στον ήλιο. Κι από κει ψηλά είδε όλες τις θάλασσες, κι όλα τα λιβάδια, είδε λίμνες, είδε λειμώνες  είδε δάση, είδε ροδώνες και χώρες μαγικές και κόρφους μυστικούς και νησιά που ταξιδεύανε στο κύμα και πράσινα ποτάμια που στραφτάριζαν κι ολόλευκα πουλιά πάνω απ΄τα βουνά τ΄ασημένια.
«Έλα κοντά μου» είπε ο ήλιος. Το ηλιοτρόπιο πήγε κοντά. «Πιο κοντά» είπε ο ήλιος. Το ηλιοτρόπιο πήγε πιο κοντά. «Κοίτα με» είπε ο ήλιος «Κοίτα με ηλιοτρόπιο» Το ηλιοτρόπιο τον κοίταξε. «Εσένα μόνο» είπε ο ήλιος, και το άγγιξε με την ανάσα του.
Κι ένιωσε την ανάσα εκείνη να το καίει σαν πυρετός, σαν φλόγα να το αγκαλιάζει, σαν αστραπή θαμπωτική να το πονά κι ήταν όλα ένα χρυσάφι μέσα του, ολόγυρά του. Φλόγα θαμπωτική ο ουρανός απ΄άκρη σε άκρη. Κι ένιωσε τα φυλλοκάρδια του ν΄ανοίγουν, να γλιστράνε, να σκορπάν τα σπόρια του, να πέφτουν δάκρυ και βροχή στις θάλασσες του κόσμου κι όπως άγγιζαντον αφρό, όπως άγγιζαν το κύμα σπίθες ξένες να πηδούν, μυριάδες ηλιοτρόπια να βλασταίνουν στη στιγμή, κύματα κι άλλα κύματα από ηλιοτρόπια χρυσά, ήλιοι λουλουδένιοι που στραφτάριζαν ολούθε ονειρικά, θάλασσες απέραντες χωρίς αρχή και τέλος.
Είχε συννεφιά τ΄άλλο πρωί. Δεν βγήκε τη μέρα εκείνη ο ήλιος. Κατασκότεινος ο ουρανός, λες κι ήταν βουρκωμένος . Το ηλιοτρόπιο έγερνε στο μίσχο του ξερό, καψαλισμένο, δίχως δροσιά, χωρίς πνοή, ανάμεσα στα δροσά ηλιοτρόπια του κάμπου. «Τά΄θελε και τά΄παθε» είπε ένα ηλιοτρόπιο «Πήγαινε γυρεύοντας» είπε ένα άλλο. Έτσι είπαν.
Έτσι είπαν και το λυπήθηκαν. Το λυπήθηκαν επειδή κανένα τους δε μάντεψε, πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του, κανένας δεν έμαθε ποτέ το τελευταίο όνειρό του.


Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Το εργατικό μυρμήγκι





Ένα παραμύθι βγαλμένο από τον κόσμο των επιχειρήσεων.

Κάθε μέρα, ένα μικρό μυρμήγκι πήγαινε στη δουλειά του πολύ νωρίς και ξεκίναγε αμέσως να δουλεύει.

Ήταν πολύ παραγωγικό και χαρούμενο.

Το αφεντικό, το λιοντάρι, παραξενεύτηκε που το μυρμήγκι δούλευε χωρίς εποπτεία, και σκέφτηκε…
Αν το μυρμήγκι είναι τόσο παραγωγικό χωρίς εποπτεία, δεν θα ήταν ακόμη πιο παραγωγικό αν είχε κάποιον να τον επιβλέπει;

Έτσι προσέλαβε μια κατσαρίδα, η οποία είχε μεγάλη πείρα σε αυτή τη θέση και μάλιστα έγραφε καταπληκτικές αναφορές.

Η πρώτη απόφαση που πήρε η κατσαρίδα ήταν η δημιουργία ενός συστήματος ελέγχου της προσέλευσης των εργαζομένων.

Επίσης χρειαζόταν έναν υπάλληλο για να τη βοηθάει στη συγγραφή και δακτυλογράφηση των αναφορών της.

Γι’ αυτό προσέλαβε μια αράχνη για να τη βοηθάει με τις αναφορές και για να απαντάει στα τηλεφωνήματα.

Το λιοντάρι ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένο από τις αναφορές της κατσαρίδας, και τις ζήτησε να δημιουργήσει γραφήματα που να δείχνουν το ρυθμό και τις τάσεις παραγωγής, ώστε να τα τις χρησιμοποιήσει στις συναντήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου.

Έτσι η κατσαρίδα έπρεπε να αγοράσει έναν νέο ηλεκτρονικό υπολογιστή και εκτυπωτή laser.

…και γι’ αυτό προσέλαβε μια μύγα για να διευθύνει το τμήμα της τεχνολογίας (ΙΤ)

Το μυρμήγκι που ήταν τόσο παραγωγικό και ήρεμο, μισούσε την πληθώρα της γραφειοκρατίας και των συναντήσεων που έτρωγαν τον περισσότερο από το χρόνο του.

Το λιοντάρι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να ορίσει κάποιον υπεύθυνο στο τμήμα που εργαζόταν το μυρμήγκι.
Η θέση δόθηκε στον τζίτζικα, η πρώτη απόφαση του οποίου ήταν να αγοράσει καινούργια μοκέτα και καινούργια εργονομική πολυθρόνα για το γραφείο του.

Ο νέος υπεύθυνος του τμήματος, χρειάζονταν επίσης έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και έναν βοηθό, τον οποίο έφερε από την προηγούμενη θέση του, για να τον βοηθήσει να δημιουργήσει ένα πλάνο εργασίας, στρατηγικού ελέγχου του προϋπολογισμού και βελτιστοποίησης του τμήματος.

Το τμήμα στο οποίο δούλευε το μυρμήγκι ήταν τώρα ένα θλιμμένο μέρος, όπου κανένας δεν γελούσε πια και όλοι ήταν αναστατωμένοι.

Τότε ο τζίτζικας έπεισε το αφεντικό, το λιοντάρι, ότι ήταν απολύτως απαραίτητο να γίνει μια έρευνα για το εργασιακό περιβάλλον του τμήματος.
Κάνοντας μια επισκόπηση των αναφορών σχετικά με το τμήμα στο οποίο δούλευε το μυρμήγκι, το λιοντάρι παρατήρησε ότι η παραγωγικότητα είχε πέσει σε σχέση με παλιότερα.

Έτσι προσέλαβε την κουκουβάγια, μια επιφανής και πεφωτισμένη σύμβουλος, για να κάνει λογιστικό έλεγχο και να προτείνει λύσεις.
Η κουκουβάγια πέρασε τρεις μήνες στο τμήμα και κατέληξε με μια αναφορά πολλών τόμων που κατέληγε στο εξής: το τμήμα έχει υπερβολικό αριθμό προσωπικού.

Μαντέψτε ποιον απέλυσε πρώτο το λιοντάρι…

Το μυρμήγκι φυσικά, γιατί «παρουσίαζε έλλειψη κινήτρων και είχε αρνητική συμπεριφορά»

Υ.Γ. Οι χαρακτήρες του παραμυθιού είναι φανταστικοί και ουδεμία σχέση έχουν με πραγματικά πρόσωπα. Οποιαδήποτε ομοιότητα είναι απλή σύμπτωση…




Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Το γράμμα μιας πιτσιρίκας που συγκλονίζει!


Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που πραγματικά δεν περιγράφονται με λόγια και που σε κάνουν να μη μπορείς να συγκρατήσεις τα δάκρια σου. Το γράμμα που ακολουθεί στάλθηκε από μια δασκάλα στα social media και γράφτηκε από ένα μικρό παιδί, που πριν λίγο καιρό έχασε τον πατέρα του με τραγικό τρόπο.
«...Η δασκάλα μας σήμερα, μας ρώτησε πως περάσαμε το καλοκαίρι και όλα τα παιδιά είχαν να της πουν πολύ ωραία πράγματα από τα μέρη που πήγανε διακοπές φέτος, έκτος από κάνα δυο, που οι γονείς τους δεν είχανε λεφτά και δεν πήγανε διακοπές αλλά κάθισαν εδώ και παγαίνανε για μπάνιο με τα πούλμαν του Χαλουλου, με τα οποία πηγαίνει και η γιαγιά μου, όχι για να κάνει μπάνιο αλλά για να κάνει λέει αμμόλουτρα, να της περάσει η μέση της που την πονάει. Εμένα όμως η δασκάλα όταν ήρθε η σειρά μου δεν με ρώτησε γιατί ξέρει, όπως το ξέρουν όλοι στη γειτονιά μου, στου Γκυζη, ότι ο μπαμπάς μου έπεσε το καλοκαίρι από την ταράτσα της πολυκατοικίας μας και έφυγε πολύ-πολύ μακριά, πολύ πιο μακριά από εκεί που μπορούν να φτάσουν τα πούλμαν του Χαλουλου ή οποία άλλα πούλμαν.
Αν όμως με ρωτούσε θα είχα να της πω ένα σωρό πράγματα, γιατί πριν να φύγει ο μπαμπάς μου, μας είχαν κόψει το ρεύμα και η μαμά μαγείρευε τάχα μου στο πετρογκαζι, κάτι φαγητά που τα έφερνε κρυφά από την εκκλησία. Όμως ο χαζούλιακας ο αδελφός μου, που είναι μικρός ακόμα και δεν καταλαβαίνει τι πει να πει να ζητάς ελεημοσύνη, της είπε μια μέρα, γιατί μαμά μαγειρεύεις ξανά το φαγητό, αφού είναι μαγειρευμένο και η μαμά μου έβανε τα κλάματα, επειδή νόμιζε πως ούτε εγώ, ούτε ο αδελφός το είχαμε καταλάβει και νομίζαμε πως τα αγόραζε και τα μαγείρευε από μόνη της, όχι πως στεκότανε στην ουρά να πάρει ένα πιάτο φαί, σαν να ήταν ζητιάνα.
Τότε όμως εγώ έσωσα την κατάσταση και του εξήγησα του χαζού, πως η μαμά δούλευε κάπου σαν μαγείρισσα και πως μαγείρευε εκεί και τα δικά μας φαγητά αλλά επειδή κρύωναν μέχρι να μας τα φέρει, καθόταν και τα ξαναζέσταινε...
Και θα της έλεγα ακόμα της δασκάλας, ότι ο μπαμπάς μου ήταν ένας πολύ περήφανος και μορφωμένος άνθρωπος κι όταν αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε στο σπίτι της γιαγιάς, επειδή μας έδιωξαν από το δικό μας το σπίτι, δεν μπορούσε να το αντέξει, που η γιαγιά τον κατηγορούσε διαρκώς ότι ήταν ανίκανος και ηλίθιος και τεμπέλης και γι αυτό έπαιρνε ένα από τα λίγα βιβλία που του είχαν απομείνει, αφού μετά που έκλεισε το μαγαζί μας, αναγκάστηκε να τα πουλήσει και πήγαινε στο πάρκο, να διαβάσει ολομόναχος.
Εγώ όμως που τον έβλεπα να γυρίζει αργά το βράδυ κατάκοπος, έπεφτα στην αγκαλιά του και τον παρακαλούσα να μου πει τις ιστορίες που ήξερε να αφηγείται όπως κανένας άλλος και του έλεγα, μπαμπά μην δίνεις σημασία που σε λέει αυτή τεμπέλη, γιατί εγώ δεν ξέρω κανέναν άλλον άνθρωπο που να φέρνει στο σπίτι του τόσες ιστορίες, αντίθετα όλοι οι μπαμπάδες των φιλενάδων μου, βαριούνται ακόμα και να χασμουρηθούν όταν τελειώνουν τα δελτία ειδήσεων.
Όμως κανένας δεν δίνει λεφτά για να ακούει ιστορίες και έτσι ο μπαμπάς μου δεν είχε να πληρώσει το κράτος που του εζήταγε ένα σωρό λεφτά και επιπλέον δεν του έδινε ούτε το ρεύμα, ούτε το νερό που φαίνεται ότι ανήκουν στο κράτος και έτσι ο μπαμπάς μου αναγκάστηκε να έρθει μαζί μας, να μείνουμε όλοι μαζί στη γιαγιά και μπορεί μεν να γλίτωσε από το κράτος, δεν γλίτωσε όμως από τη γιαγιά.
Κι ακόμα θα της έλεγα ότι την ημέρα του δεκαπενταύγουστου που φεύγουν όλοι από την Αθήνα για να πάνε σε κάποια παράλια, ο μπαμπάς μου έφυγε μια και καλή, για να ταξιδέψει στις παράλιες του Θεού, με εισιτήριο χωρίς επιστροφή, όπως βγάζουν οι αλβανίδες στα πούλμαν του Χαλουλου, επειδή μετά έρχονται οι άντρες τους και τις παίρνουν με τα αυτοκίνητα τους.
Και θα της έλεγα επίσης ότι λίγες ημέρες πριν να φύγει ο μπαμπάς μου διάβαζε ένα βιβλίο, που το λένε: «Ο Χριστός σταμάτησε στο Εμπολι» και από αυτό μου αφηγούνταν ένα σωρό ιστορίες, για παιδιά σαν εμάς, που ζούσαν σε κάποια άλλη χώρα του κόσμου αλλά που κι εκείνα σαν εμάς, άνηκαν σε έναν άλλο θεό, πολύ κατώτερο από τον Χριστουλη, ο οποίος δυστυχώς δεν έχει τη δύναμη να εξασφαλίσει στα δικά του παιδιά ούτε ένα μπουκάλι γάλα.
Όλα αυτά θα της έλεγα της δασκάλας, αν με ρωτάτε και είμαι βέβαιη ότι θα της φαίνονταν πολύ πιο ενδιαφέροντα από όσα της είπαν τα άλλα παιδιά, που έκαμαν κι αυτό το καλοκαίρι ότι κάμουν συνήθως τα καλοκαιριά όλα τα παιδιά του κόσμου αλλά που δεν τους παίρνει από το μυαλό πως το επόμενο καλοκαίρι ή κάποιο άλλο καλοκαίρι, μπορεί και αυτά να βρεθούν σε μια θέση σαν τη δική μου.
Όμως η δασκάλα δεν με ρώτησε και εγώ δεν της είπα τίποτα.
Αλλά μετά που τελειώσαμε το μάθημα με πήρε παράμερα και με αγκάλιασε, γιατί η δασκάλα μας είναι πολύ τρυφερή και μου είπε ότι ήθελε να μου δείξει κάτι που ήταν μόνο για μένα.
Κατεβήκαμε μαζί στο γραφείο των δάσκαλων και εκεί μου έδωσε μια ωραία καινούρια τσάντα που είχε μέσα όλα τα σχολικά είδη και μου εξήγησε ότι αυτά μου τα έκαμαν δώρο οι δάσκαλοι, επειδή ήμουν η πρώτη μαθήτρια της τάξης μου, την περασμένη χρόνια. Εγώ δεν την πίστεψα γιατί ξέρω καλά ότι η δασκάλα μου και οι άλλοι δάσκαλοι ως και η διευθύντρια του σχολειού, που είναι πολύ αυστηρή και της αρέσει το κράτος, με λυπόντουσαν και από λύπηση μου τα χάριζαν.
Γι αυτό γύρισα μετά και της είπα - κυρία άμα τα είχα ανάγκη πραγματικά θα τα έπαιρνα και δεν με πολύ νοιάζει εμένα αν με λυπούνται, ωστόσο να ξέρετε ότι τώρα πια έχουμε αρκετά χρήματα για να αγοράζουμε πράγματα και επιπλέον να πληρώνουμε και το κράτος, που μας ζητεί ολοένα και περισσότερα.
Αυτό της είπα και της γύρισα πίσω την ωραία τσάντα, για να τη δώσει σε κάποιο άλλο παιδί, που ίσως την είχε περισσότερη ανάγκη από μένα.
Φυσικά δεν έκατσα να της εξηγήσω πως μετά που έφυγε ο μπαμπάς μου, η μαμά μου που είναι πολύ όμορφη και τον αγαπούσε παρά-παρα πολύ, ούτε έκλαψε, ούτε παραπονέθηκε, ούτε έβγαλε μια κουβέντα, παρά μάζεψε λίγα πράγματα και αφού μας φίλησε εμένα και τον αδελφό μου, μας είπε ότι θα έφευγε να βρει κάποια δουλεία, για να μην ξανακούσει να της μιλεί η γιαγιά μου έτσι για τον μπαμπά.
Και ενώ ήταν ακόμα στην πόρτα, εμείς ακούσαμε τη γιαγιά που ωρύονταν και της φώναζε - τρελάθηκες μωροί, τι πας να κάνεις?
Όμως η μαμά μου ούτε που γύρισε να της απαντήσει και έκλεισε πίσω της την πόρτα με βρόντο.
Τώρα έρχεται που και που να μας δει και μας λέει πως έχει βρει μια πολύ καλή δουλεία σε μια άλλη πόλη και όποτε μας επισκέπτεται τα χεριά της είναι γεμάτα δώρα.
Λεφτά μας στέλνει συνεχεία και η γιαγιά μας αγοράζει αρκετά πράγματα και βάζει και κάποια στην άκρη, γιατί λέει ότι έτσι όπως πάμε, ούτε ο διάβολος δεν θα βρίσκει δουλεία σε λίγο καιρό.
Ο αδελφός μου ο μπούρδας τη ρώτησε, αν η μαμά είναι πιο έξυπνη από τον διάβολο και γι αυτό βρήκε δουλεία αλλά η γιαγιά έβαλε τα κλάματα και μουρμούρισε πως η μαμά μας αναγκάζεται να κάμει χειρότερα πράγματα κι από τον διάβολο, για να μας στέλνει αυτά τα λεφτά, να πληρώνουμε το κράτος, που είπαμε ότι τα θέλει όλα δικά του και δεν δίνει δεκάρα για το τι αναγκάζεται να κάμει ο κοσμάκης για να τα βρει...
Όχι, δεν της τα είπα αυτά, γιατί δεν μου αρέσει να κουβεντιάζουν τη μαμά μου, άνθρωποι που δεν έμαθαν ποτέ ποσό ερωτευμένη ήταν με τον μπαμπά μου και ποσό ξετρελαίνονταν να της αφηγείται και αυτηνής ιστορίες και πολλές νύχτες περίμενε να αποκοιμηθώ εγώ, για να πάρει αυτή τη σειρά της να τον ακούει...
Όμως νομίζω πως η δασκάλα μου τα ξέρει όλα αυτά, όπως τα ξέρουν όλοι στη γειτονιά του Γκύζη και ίσως να ξέρει και περισσότερα από μένα, γιατί όταν της είπα ότι χάρη στη μαμά μου έχουμε αρκετά λεφτά και δεν μου χρειάζεται η τσάντα, γύρισε αλλού το πρόσωπο της και δάκρυσε.
Κι εγώ την τράβηξα από το μανίκι και της είπα – μην κλαις κύρια, γιατί μπορεί ο Χριστός να σταμάτησε στου Γκύζη, εγώ όμως θα συνεχίσω και θα πάω παραπέρα.
Ακόμα και αν είναι να το κάνω σαν τη μαμά μου...»



Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Το γλύκισμα της γαλήνης



Υ Λ Ι Κ Α

1. Ένα κιλό απλή καρδιά.
2. Δύο κιλά ήσυχη συνείδηση.
3. Μισό κιλό χαρωπό πρόσωπο.
4. 300 γραμμάρια αγάπη.
5. Δύο φλιτζάνια γέλιο.
6. Δύο κουταλάκια εξοχή.

Ε Κ Τ Ε Λ Ε Σ Η

1. Ρίχνετε στην κατσαρόλα του εσωτερικού σας κόσμου την ήσυχη συνείδηση και την απλή καρδιά.
2. Τα δουλεύετε πολύ καλά, ώσπου ν
ʼ ασπρίσουν, να φουσκώσουν και να γεμίσει η κατσαρόλα.
3. Προσθέτετε τότε την αγάπη και το γλυκό σας παίρνει ένα ωραίο ρόδινο χρώμα.
4. Μετά ρίχνετε το χαρωπό πρόσωπο και το γέλιο.
5. Προσέχετε πολύ καλά στο δούλεμα, γιατί ένα κατσούφιασμα μπορεί να κόψει το γλυκό.
6. Αν έχετε λίγη εξοχή, βάζετε και δύο κουταλάκια για άρωμα.
7. Όταν δουλέψετε καλά όλα τα υλικά, δηλαδή: την συνείδηση, την απλή καρδιά, την αγάπη, το γέλιο, το χαρωπό πρόσωπο και την εξοχή, τα ρίχνετε στο ταψί της ψυχής, τα στρώνετε με την κουτάλα της θελήσεως και τα ψήνετε στο φούρνο της υπομονής.
8. Το σερβίρετε ζεστό, ραντισμένο με την εμπιστοσύνη στον Θεό!

Όσοι έφαγαν αυτό το γλύκισμα
ομολογούν ότι το κύριο χαρακτηριστικό
της γεύσεώς του είναι η ψυχική γαλήνη.
Δοκιμάστε το λοιπόν!
Loykas Polygenis

Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Μύθος του Αίσωπου: Το γέρικο λιοντάρι και η αλεπού





Γέρασε τ λιοντάρι κι χασε τ δύναμή του κα δν μποροσε πι ν κυνηγήσει, γι᾿ ατ σκέφτηκε κάποιο κόλπο.
κανε τάχα τ ρρωστο κα δν βγαινε π᾿ τ σπηλιά του. να-να τ ζα πήγαιναν ν τ πισκεφθον κι κενο τ᾿ ρπαζε κα τ καταβρόχθιζε. Βλέποντας λεπο τν πάτη που σκαρφίστηκε, δν λεγε ν πλησιάσει· καθόταν κάπου μακρι κα τ ρωτοσε γι τν γεία του.
«Μά, γιατ δν ρχεσαι ν τ πομε π κοντά;» πόρησε τ λιοντάρι.
«Γιατί βλέπω πολλές πατημασις ν μπαίνουν στ σπηλιά σου, λλ καμι ν βγαίνει» πάντησε κείνη.

Λέει λοιπν μύθος πς πρέπει ν κρατιόμαστε μακριά π τος πικίνδυνους νθρώπους κα ν φυλαγόμαστε π τν ποκριτικ φιλία τους πο σκοπεύει στν ξόντωσή μας.

Και στη γλώσσα μας, όπως τη μιλούσαν χιλιάδες χρόνια πριν...

Λέων γηράσας τις κα τονήσας κα αυτν μ δυνάμενος διατρέφειν, πειρτο μηχανικς διαζν.
Νοσεν ον προσποιούμενος κατέκλινεν αυτν ν τινι σπηλαί· ετα τν λλων θηρίων ες πίσκεψιν ατο παραγινομένων, εθς καστον ατν ρπάζων κατήσθιε. Γνοσα δ λώπηξ τν ατο πανουργίαν οκ θελε πρς ατν νελθεν, λλ μακρόθεν στσα πηρώτα τν λέοντα πως δθεν τ κατ᾿ ατν χει. δ πρς ατν λεγε:
«Τίνος χάριν οκ εσέρχ πρός με;»
δ λώπηξ ντέφησεν ς:
«Πολλν χνη νταθα ώρακα εσελθόντων μέν, μ ξελθόντων δέ».
Οτος δηλο ς κα τος νθρώπους φορσθαι δε τ τν πρακτέων πικίνδυνα κα ξ ατν ποδιδράσκειν, σφαλίζεσθαι δ κα απ τν δόλ κα ποκρίσει φιλίας πειρωμένων ταίρους λυμαίνεσθαι.