Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Πως ο Αη Βασίλης μπορεί να κάνει ένα παιδί χαρούμενο



Πως θα αντιδρούσε το παιδί σας αν έβλεπε ότι ο Αϊ Βασίλη  υπάρχει; Ένας πατέρας έκανε την έκπληξη στον γιο του καταγράφοντας τον Αϊ Βασίλη την ώρα που του άφηνε τα δώρα. Πως να αντέδρασε άραγε ο γιος του;

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Μια διαφορετική χριστουγεννιάτικη ιστορία







Πριν τρία χρόνια, όπως οι περισσότερες μαμάδες- και οι περισσότεροι γενικά- η Arlene Clark είχε χαθεί μέσα στην εορταστική φρενίτιδα, ανησυχούσε για τα έξοδα, αγόραζε δώρα και προσπαθούσε να τα έχει όλα έτοιμα για τη μεγάλη μέρα.
Λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, η ζωή της 31χρονης από τη Σκωτία ήρθε πάνω- κάτω, όταν έχασε τον 5χρονο γιο της  Jack. Τότε συνειδητοποίησε πως το μόνο που είχε σημασία ήταν οι αναμνήσεις που είχε φτιάξει μαζί του.
Σε μήνυμά της προς όλους τους γονείς, στο Facebook, η Arlene τους καλεί να ξεχάσουν το άγχος των Χριστουγέννων και να επικεντρωθούν στο να περάσουν χρόνο με τα παιδιά τους.
«Τέτοιες μέρες πριν από τρία χρόνια η ζωή μου ήταν σαν πολλών από εσάς», έγραψε, «ήμουν η μαμά ενός πανέμορφου 5χρονου αγοριού που ήταν ενθουσιασμένο με τα Χριστούγεννα. Έκανα όλα αυτά που κάνετε κι εσείς τώρα με τα παιδιά σας, στολίζαμε το σπίτι, γράφαμε γράμματα στον Άγιο Βασίλη, βλέπαμε Χριστουγεννιάτικες ταινίες, κάναμε χριστουγεννιάτικα ψώνια, προγραμματίζαμε πώς θα περάσουμε τη μέρα των Χριστουγέννων και έκανα τα πάντα για να προσφέρω στον γιο μου τα καλύτερα Χριστούγεννα.
Δεν ήξερα πως η ζωή μου θα άλλαζε για πάντα, πως ο γιος μου δεν θα ζούσε εκείνη τη χριστουγεννιάτικη μέρα και καμία άλλη».
Ο 5χρονος Τζακ, ο μονάκριβος γιος της Arlene, πέθανε ξαφνικά στις 19 Δεκεμβρίου 2012, έξι ημέρες πριν τα έκτα του γενέθλια, που ήταν ανήμερα τα Χριστούγεννα, εξαιτίας αδενοϊού που έπληξε την καρδιά του.
Έκτοτε εκείνη έστησε την οργάνωση Brightest Star με στόχο την υποστήριξη των γονιών, στη μνήμη του.
Περιγράφοντας τις τελευταίες στιγμές του μικρού Jack, έγραψε:  «Η εγκεφαλική βλάβη που είχε υποστεί σήμαινε πως δεν μπορούσε πια να παλέψει. Στις 23:50 αποφάσισε πως είχε έρθει η στιγμή να γίνει το πιο λαμπρό αστέρι στον ουρανό και αποκοιμήθηκε μέσα στην αγκαλιά της μαμάς του, με τον μπαμπά του δίπλα του και γύρω του όλους τους ανθρώπους που τον αγαπούσαν».
Δύο ημέρες πριν πεθάνει, η Arlene του είχε δώσει ένα φιλί αποχαιρετώντας τον ενώ έφευγε για το σχολείο. Θα περνούσε το βράδυ στο σπίτι του πατέρα του.
«Δεν θα τον έβλεπα ποτέ να κατεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά για να δει αν είχε έρθει ο Άγιος Βασίλης. Δεν θα τον έβλεπα ποτέ να ανοίγει τα δώρα του, να παίζει με τα παιχνίδια του και να κάνουμε όλα αυτά που κάνουν όλες οι οικογένειες τα Χριστούγεννα», γράφει και υπενθυμίζει στους γονείς πως η ζωή μπορεί να αλλάξει μέσα σε μια στιγμή.
«Κανείς δεν ξέρει τι θα φέρει το αύριο και δυστυχώς το αύριο δεν είναι εγγυημένο για κανέναν μας», σημείωσε. «Όπως όλοι με είχε καταβάλει το άγχος των Χριστουγέννων, ανησυχούσα για τα λεφτά, για τα δώρα, έτρεχα στα μαγαζιά, εδώ κι εκεί, ήθελα να τους ευχαριστήσω όλους. Θα ήταν πραγματικά τόσο φοβερό αν δεν έπαιρνα ό,τι χρειαζόμουν από τα μαγαζιά; Ήταν τόσο σημαντικό που έπρεπε να περιμένω στην ουρά; Που δεν έβρισκα πάρκινγκ; Που δεν έστειλα ευχετήριες κάρτες; Που δεν ήξερα τι δώρα να πάρω; Μόνο όταν έφυγε ο Jack συνειδητοποίησα πως όλες αυτές οι έγνοιες ήταν ανόητες. Το μόνο που ήταν σημαντικό ήταν ο χρόνος που πέρασα με τον Jack και οι αναμνήσεις που φτιάξαμε μαζί. Είμαι τόσοι ευγνώμων για όλα τα πράγματα που κάναμε μαζί ενώ πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, καθώς ξέρω πως πολλοί άνθρωποι δεν έχουν ποτέ την ευκαιρία να βιώσουν το δώρο του να είσαι γονιός. Τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή των παιδιών και των αναμνήσεων που έχεις μαζί τους, όχι των χρημάτων που ξοδεύεις γι’ αυτά. Μέσα στη χριστουγεννιάτικη φρενίτιδα, τα πολύβουα μαγαζιά, τις εορταστικές εξόδους, βρείτε τι χρόνο να δημιουργήσετε μικρές αλλά πολύτιμες αναμνήσεις με τα παιδιά σας. Δείτε μια χριστουγεννιάτικη ταινία μαζί, παίξτε ένα παιχνίδι, φτιάξτε κάρτες ή διαβάστε ένα χριστουγεννιάτικο βιβλίο».
Η 31χρονη αφηγείται και την τελευταία ανάμνησή της από τον γιο της.
«Ένα από τα πράγματα που του άρεσαν πολύ εκείνα τα τελευταία Χριστούγεννα ήταν να του τραγουδώ το Twelve Days of Christmas κάνοντας αστείες φωνές. Στο τελευταίο του τηλεφώνημα μου είπε: μαμά, τραγουδήσαμε αυτό το τραγούδι στο σχολείο σήμερα. Όταν ρώτησα ποιο τραγούδι, μου απάντησε: αυτό που τραγουδάς με αστεία φωνή. Ήταν κάτι μικρό αλλά τώρα ξέρω πως ήταν μια ιδιαίτερη ανάμνηση».
«Μην ξεχνάτε να βγάζετε φωτογραφίες από τις αναμνήσεις αυτές. Εγώ δε ήξερα την πραγματική αξία των φωτογραφιών μέχρι που αυτές ήταν ό,τι μου έμεινε από το γιο μου…»

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Θα ευχόμουν να ήμουν ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο



Αυτή η υπέροχη ιστορία θα αγγίξει τις καρδιές σας. Θα ήταν απλά υπέροχο να μοιραστείς γιατί ειναι μια δυνατή μαρτυρία συμπάθια και φιλίας.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Tα τρία είδη των ανθρώπων






Μια φορά, στον βασιλιά της Ινδίας Ακμπάρ, έστειλαν ως δώρο τρία μικρά αγαλματάκια ανθρώπων από χρυσό και μια επιστολή. Η επιστολή έλεγε ότι το κάθε αγαλματάκι κάτι συμβολίζει και ότι έχουν διαφορετική τιμή.
Ο βασιλιάς φώναξε τους συμβούλους του και τους διέταξε να βρουν τον συμβολισμό. Πολύ καιρό οι σοφοί μελετούσαν τα αγαλματάκια. Τα ζύγισαν, τα μέτρησαν, βρήκαν τον βαθμό του χρυσού, αλλά δεν κατάφεραν να βρουν ούτε εξωτερικές, ούτε εσωτερικές διαφορές. Στο τέλος, όλοι οι σύμβουλοι αναγνώρισαν την αδυναμία τους να λύσουν το πρόβλημα.
Μόνο ο σοφός Μπιρμπάλ δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές του. Τελικά, βρήκε κάτι πολύ μικροσκοπικές τρύπες στ” αυτιά και των τριών αγαλματιδίων και βάζοντας ένα πολύ λεπτό χρυσό σύρμα στ” αυτί του πρώτου αγαλματίδιου,  το σύρμα βγήκε από το άλλο αυτί. Στο δεύτερο αγαλματάκι το σύρμα βγήκε από το στόμα, ενώ στο τρίτο από τον αφαλό. Ο Μπιρμπάλ σκέφτηκε λίγο και μετά είπε: 
- Η λύση βρέθηκε.
Το πρώτο αγαλματάκι συμβολίζει τον άνθρωπο στο αυτί του οποίου μπαίνουν τα λόγια και από το άλλο βγαίνουν.
Το δεύτερο δείχνει τον άνθρωπο ο οποίος ακούει κάτι και αμέσως σπεύδει να το πει σε άλλους, χωρίς να σκεφτεί για αυτά που άκουσε.
Το τρίτο δείχνει τον άνθρωπο που κρατάει αυτά που άκουσε και τα περνάει από την καρδιά του. Αυτό το αγαλματάκι είναι το πιο πολύτιμο.




Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

H αθωότητα των παιδιών και η απανθρωπιά των μεγάλων






Με ιδιαίτερη συγκίνηση και προβληματισμό διάβαζα για την σκληρή μάχη που έδινε ένα μικρό παιδί προκειμένου να κρατηθεί στη ζωή.
Ο άνισος αγώνας με τον καρκίνο δεν έκαμψε το θάρρος, τη θέληση του να ζήσει. Αντιθέτως με αισιοδοξία και σθένος μεγάλου ανθρώπου αντιμετώπιζε την σκληρή πραγματικότητα, ώσπου έκλεισαν τα ματάκια του.

Ένα μικρό παιδί αντιστέκεται και αντλεί δύναμη από την καθαρή, αγνή ψυχούλα του. Παλεύει να ζήσει, να χαρεί τον κόσμο. Αγνοεί ότι όλοι εμείς, οι μεγαλύτεροι του, βρισκόμαστε σε μια ακατάπαυτη διαμάχη για την επιβίωση, όπου η κακοβουλία, η ραδιουργία, η δολοπλοκία και ο ανταγωνισμός έχουν κατεδαφίσει αρχές, αξίες και ιδανικά. Τα αθώα παιδικά χαμόγελα, η ζωντάνια και οι χαρούμενες φωνές των μικρών, φαίνεται να μη συγκινούν ιδιαίτερα όλους αυτούς τους «μεγάλους» που ρυθμίζουν και αποφασίζουν για τις τύχες της ανθρωπότητας χωρίς συνάμα να μεριμνούν για όλα τα παιδιά του κόσμου, που αποτελούν το μέλλον του.
Με ανησυχητικούς ρυθμούς, τα τελευταία χρόνια, αυξάνεται παγκοσμίως ο αριθμός των παιδιών που χάνουν τη ζωή τους από ασιτία. Η παιδεραστία και η κακοποίηση των παιδιών κατέχει σταθερή θέση στην επικαιρότητα. Οι απαγωγές και εξαφανίσεις μικρών αγγελουδιών ταράσσουν την ομαλότητα ακόμη και των ήσυχων τοπικών κοινωνιών. Στη λωρίδα της Γάζας, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και όπου υπάρχουν εμπόλεμες ζώνες, ένας μεγάλος αριθμός από τα θύματα του άμαχου πληθυσμού είναι αθώα, μικρά παιδιά που θυσιάζονται άδικα στο βωμό συμφερόντων των παρανοϊκών πλανηταρχών και λοιπών αρχόντων του πλανήτη.
Όταν πάλι κάποιοι άλλοι άρχοντες διαπληκτίζονται διαρκώς και αδυνατούν να συνάψουν μια συμφωνία ακόμη και για τη διανομή νερού, ποια μπορεί να είναι η πρόνοια, η φροντίδα τους για το παρόν και το μέλλον των νέων μας;
Ποιος θα απολογηθεί στα παιδιά που νοσούν καθημερινά από ασθένειες που προέρχονται από την ατμοσφαιρική ρύπανση, από τα χημικά και πυρηνικά οπλοστάσια, από την ραδιενέργεια και από το φαινόμενο του θερμοκηπίου;
Ποια είναι τα διδάγματα με τα οποία καλούμαστε να γαλουχήσουμε τα βλαστάρια μας μέσα στην κοινωνία της διαφθοράς, της αναξιοπιστίας και της εγκληματικότητας και πως θα μπορέσουμε να τους μεταδώσουμε τα ιδανικά με τα οποία μας προίκισαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες, οι πατεράδες και οι μανάδες μας;
Εάν δεν θεραπευτεί το άρρωστο μυαλό των «μεγαλοκαρχαριών» της υφηλίου, πως θα αποκατασταθεί η παγκόσμια οικονομική, κοινωνική και πολιτική ισορροπία από την οποία εξαρτάται η ζωή των παιδιών;
Εάν δεν σεβόμαστε τους εαυτούς μας και τους συνανθρώπους μας, γιατί να περιμένουμε την τιμή και το σεβασμό από τα παιδιά μας. Ότι σπέρνουμε, θα θερίσουμε.
Εάν αγαπούμε τα παιδιά και νοιαζόμαστε για το μέλλον τους οφείλουμε με τον τρόπο μας να δράσουμε άμεσα, υψώνοντας το ανάστημα μας, όσο είναι εφικτό, καταδικάζοντας τα τερατουργήματα που συντελούνται και έχουν τον αντίκτυπο τους στις αγνές ψυχές των παιδιών. Η συνδρομή σε ανθρωπιστικούς, κοινωφελείς οργανισμούς, όπως για παράδειγμα το Χαμόγελο του Παιδιού, η ανάληψη εθελοντικής πρωτοβουλίας και η παροχή οποιασδήποτε βοήθειας χρειάζονται τα παιδιά του πλανήτη, κρίνεται απαραίτητη από όλους μας.
Μας περιμένει ένας δύσκολος και σκληρός αγώνας και πρέπει να παλέψουμε για να βγούμε νικητές και να πετύχουμε κάτι πολύ ουσιαστικό. Να παραμείνουμε άνθρωποι.


Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Αν είχα την ευκαιρία να μεγαλώσω το παιδί μου από την αρχή







* θα φρόντιζα να χτίσω πρώτα την αυτοεκτίμησή του και μετά θα φρόντιζα για το σπίτι
* θα χρησιμοποιούσα τα δάχτυλά μου για να ζωγραφίζω κι όχι για να μαλώνω
* θα το διόρθωνα λιγότερο
και θα συνδεόμουν μαζί του περισσότερο
* θα έπαιρνα τα μάτια μου από το ρολόι
και θα κοίταζα περισσότερο το ίδιο το παιδί μου
* θα φρόντιζα να λέω «εγώ ξέρω» λιγότερο
και να νοιάζομαι περισσότερο
* θα έκανα μαζί του πιο πολλές βόλτες
και θα πετούσα περισσότερους χαρταετούς.
* θα σταματούσα να προσποιούμαι τη σοβαρή
και θα έπαιρνα πιο σοβαρά το παιχνίδι
* θα έτρεχα σε περισσότερους αγρούς
και θα κοίταζα πιο πολύ τα αστέρια τη νύχτα
* θ΄ αγκάλιαζα περισσότερο
και θα αποτραβιόμουν λιγότερο
* θα μπορούσα να δω την ομορφιά της βελανιδιάς
με αφορμή ένα μικρό βελανίδι
* θα ήμουν λιγότερο άκαμπτη
και περισσότερο υποστηρικτική
* θα του μάθαινα λιγότερα για την αγάπη της δύναμης
και περισσότερα για τη δύναμη της αγάπης.


Diane Loomas



Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Η ιστορία του χριστουγεννιάτικου δέντρου






Μπορεί το χριστουγεννιάτικο δέντρο να αποτελεί διεθνώς σύμβολο της γιορτινής αυτής περιόδου, όμως πόσα αλήθεια γνωρίζουμε για την ιστορία του εθίμου;

Στην αναζήτηση της ιστορίας του χριστουγεννιάτικου δέντρου θα συναντήσει κανείς περιόδους κατά τις οποίες το δέντρο αποτελούσε αντικείμενο λατρείας το οποίο στόλιζαν διάφοροι λαοί προς τιμήν των Θεών τους.

Οι Βίκινγκς χρησιμοποιούσαν το δέντρο στις τελετές τους ως σύμβολο αναγέννησης το οποίο σηματοδοτούσε το τέλος του χειμώνα και τον ερχομό της άνοιξης και της αναγέννησης της μητέρας Φύσης. Μάλιστα οι Δρυίδες, στόλιζαν βελανιδιές με φρούτα και κεριά προς τιμήν των Θεών τους.

Από εκείνη την περίοδο και μετά έχουν ακουστεί διάφορες απόψεις για το ποιός καθιέρωσε το έλατο ως «τιμώμενο» δέντρο και πώς φτάσαμε στο λεγόμενο «χριστουγεννιάτικο δέντρο». Μάλιστα, υπάρχει η άποψη ότι κανείς δεν είναι σίγουρος πότε τα έλατα άρχισαν να χρησιμοποιούνται ως χριστουγεννιάτικα δέντρα και πότε ακριβώς άρχισαν να στολίζονται.

Λέγεται ότι ένας εκ των οποίων - κατά πολλούς και ο πρώτος - που συνέδεσε το έλατο με τα Χριστούγεννα ήταν ο Άγγλος ιερομόναχος Άγιος Βονιφάτιος τον 8ο αιώνα μ.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση για να εξαλείψει την ιερότητα που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στη δρυ, έβαλε στη θέση του το έλατο σαν σύμβολο χριστιανικό και ειδικότερα σαν σύμβολο των Χριστουγέννων. Ωστόσο, υπάρχουν απόψεις ότι το χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι ένα «μείγμα» διαφόρων δοξασιών που συνδέθηκαν με τον Χριστιανισμό με την πάροδο των ετών αργότερα. dentro4

Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, ο ιδρυτής του Προτεσταντισμού Μαρτίνος Λούθηρος καθιέρωσε το στόλισμα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου. Χριστουγεννιάτικα δέντρα συναντάμε τον 15ο αιώνα στην Εσθονία και τον 16ο αιώνα στην Γερμανία. Από τον 18o αιώνα και μετά σταδιακά εισάγεται το έθιμο του στολισμού του δέντρου σε όλες τις χώρες και της Ευρώπης αλλά και την εξάπλωση του εθίμου στην Αμερική. Το 1882 στην Νέα Υόρκη στολίστηκε το πρώτο ηλεκτρικά φωτισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο από ένα συνάδελφο του Τόμας Έντισον.

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Ελλάδα

Το πρώτο δέντρο στην Ελλάδα - πιθανότατα ένα έλατο - στολίστηκε το 1833, στα ανάκτορα του βασιλιά Όθωνα, στο Ναύπλιο. Παρόλα αυτά, μόλις την δεκαετία του 1950 κατάφερε να μπει μαζικότερα στα ελληνικά σπίτια.

Είναι γνωστό ότι για πολλά χρόνια και πριν επικρατήσει το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου στα ελληνικά σπίτια το στολισμένο καραβάκι αποτελούσε την κλασική εικόνα την περίοδο των γιορτών.

Αν και το έθιμο με το καραβάκι έχει ατονήσει σήμερα, έχει ακόμη πολλούς υποστηρικτές στην Ελλάδα.


Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Κοιτάζοντας τον εαυτό σου στον καθρεύτη

 




Σε ποια φάση της ζωής σου ξυπνάς ένα πρωί και απλά δεν σε νοιάζει τίποτα; 
Πότε έρχεται εκείνη η στιγμή που δεν σκέφτεσαι κανέναν, δεν θες να πάρεις κανένα τηλέφωνο, δεν ανυπομονείς να δεις κάποιον;

Δεν είναι ότι είσαι μόνος σου και δεν έχεις ανθρώπους να τους νοιάζεσαι και να σε νοιάζονται, αλλά έρχεται εκείνη η στιγμή που απλά βαρέθηκες, βαρέθηκες να είσαι το στοργικό παιδί, ο φιλότιμος εργαζόμενος, ο φίλος με κατανόηση, ο σύντροφος ο τρελά ερωτευμένος. Κάνεις ένα pause, τους βάζεις όλους στην αναμονή, θες λίγο χρόνο για σένα.

Κάπου ανάμεσα σε οικογενειακά τραπέζια, σε πολύωρα meetings, σε ατελείωτα τηλέφωνα με τους κολλητούς και σε άγρυπνα βράδια αγκαλιά με τον έναν, σταματάς και παρατηρείς. Βγαίνεις από έξω, βλέπεις τη ζωή σου σαν ταινία και ναι είσαι ευγνώμων για όλα αυτά που έχεις, αλλά νιώθεις ότι κάπου στη πορεία έχασες τον εαυτό σου.

Ξεκίνησες να προσφέρεις από πολύ νωρίς, έδινες χωρίς να περιμένεις αντάλλαγμα και ποτέ δεν σε ένοιαξε, ούτε θα σε νοιάξει, γιατί με τον έναν τρόπο ή τον άλλο πάντα έπαιρνες και εσύ το μερίδιο αγάπης, ενδιαφέροντος, προσοχής και φροντίδας που σου αναλογούσε. Ίσως και να σου άξιζε παραπάνω σε σχέση με αυτά που προσέφερες εσύ, αλλά δεν σε απασχόλησε ποτέ ιδιαίτερα, χαιρόσουν μόνο με το γέλιο του άλλου, με την ικανοποίηση τη δική του.

Απλά όμως, τόσο απλά όπως ξυπνάς αυτό το πρωί, καταλαβαίνεις ότι έχεις πάψει από καιρό να σκέφτεσαι τον εαυτό σου. Ότι κάποιες ανάγκες σου μπορούν να καλυφθούν μόνο από εσένα, ότι κάπου έχασες την έννοια σου ως άτομο, μέσα από τους πολλούς ρόλους που είτε σου όρισε η κοινωνία που ζεις, είτε εσύ επέλεξες, είτε σε επιλέξανε.

Κάνεις ένα βήμα πίσω, απομονώνεσαι, αξιολογείς, ξανασυστήνεσαι με εσένα, βλέπεις το είδωλο σου στον καθρέφτη, ατόφιο, γυμνό και βλέπεις πως σε έχουν αλλάξει όλοι αυτοί οι ρόλοι. Άλλοι είναι πιο απαιτητικοί και άλλοι πιο βατοί, όλοι τους όμως παίρνουν ένα κομμάτι από εσένα, το οποίο εσύ καλείσαι να αναπληρώσεις, κανείς δεν σε ρωτάει που βρίσκεις τη δύναμη να ανταπεξέρχεσαι με επιτυχία σε όλους, απλά περιμένουν τη καλύτερη παράσταση από εσένα κάθε μέρα και κάθε λεπτό.

Για αυτό σου λέω, ξύπνησε ένα πρωί και μη σε νοιάζει τίποτα. Μην σκεφτείς κανένα και καμιά ξένη ανάγκη να ικανοποιήσεις, ξύπνα και βγες έξω, πήγαινε μια βόλτα μόνος σου, θυμήσου όλα αυτά που αγαπάς σε εσένα αλλά και όλα που δεν σου αρέσουν. Κάνε μια ανασκόπηση, μια αυτοαξιολόγηση και αυτοκριτική ειλικρινή. Μια εσωτερική εξομολόγηση εκ βαθέων, χωρίς να κρύβεσαι πίσω από το δάκτυλο σου, ο μεγαλύτερος κριτής είναι ο εαυτός μας, για αυτό και τον φοβόμαστε.

Σκέψου όμως ότι αν εσύ ο ίδιος δεν δώσεις τον χρόνο στον εαυτό σου να ξεκουραστεί, να αποστασιοποιηθεί από όλους και από όλα, θα έρθει ένα άλλο πρωί που απλά δεν θα μπορείς να ξυπνήσεις, θα έχεις εξαντληθεί και θα έχεις χαθεί κάπου στις υποχρεώσεις και τις καθημερινές απαιτήσεις.

Σταμάτα και θυμήσου πως είναι να είσαι μόνο εσύ, πάρε μια βαθιά ανάσα και άκου τους χτύπους της καρδιάς σου, άδειασε το μυαλό σου, προσπάθησε να σε αντιληφθείς ως μονάδα μέσα στον κόσμο, όρισε τον εαυτό σου όπως θες εσύ και θυμήσου ξανά πως είναι να είσαι μόνο εσύ χωρίς καμιά άλλη ιδιότητα, εσύ ως άνθρωπος, εσύ ως ψυχή.



Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Ο ελέφαντας κι η πεταλούδα





Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ελέφαντας που όλη μέρα καθόταν και δεν έκανε τίποτα.
Ζούσε μόνος του σ’ ένα σπιτάκι πέρα ψηλά στην κορφή ενός στριφογυριστού δρόμου.
Από το σπίτι του ελέφαντα, ο στριφογυριστός δρόμος κατέβαινε, όλο κατέβαινε γεμάτος στροφές κι έφτανε σε μία πράσινη κοιλάδα, όπου ήταν ένα άλλο σπιτάκι. Στο σπιτάκι εκείνο ζούσε μία πεταλούδα.
Μια μέρα, εκεί που ο ελέφαντας καθόταν στο σπιτάκι του πλάι στο παράθυρο και κοίταζε έξω και δεν έκανε τίποτα (κι ήταν πολύ χαρούμενος, γιατί αυτό ακριβώς του άρεσε να κάνει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο), είδε κάποιον ν’ ανεβαίνει, ολοένα ν’ ανεβαίνει το στριφογυριστό δρόμο κατά το σπιτάκι του∙ κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και σάστισε πολύ. «Ποιος να ‘ναι αυτός που ανεβαίνει κι ολοένα κι ανεβαίνει το στριφογυριστό δρόμο κατά το σπιτάκι μου;» αναρωτήθηκε ο ελέφαντας.

Και μια στιγμή αργότερα, είδε πως ήταν μία πεταλούδα που πετάριζε χαρούμενα στο στριφογυριστό δρόμο∙ κι ο ελέφαντας είπε: «Απίστευτο! Θα περάσει άραγε απ’ το σπιτάκι μου να μου κάνει επίσκεψη;» Όσο πλησίαζε η πεταλούδα, τόσο η αγωνία του ελέφαντα μεγάλωνε – ώσπου η πεταλούδα ανέβηκε τα σκαλιά του μικρού σπιτιού και χτύπησε πολύ απαλά με το φτερό της την πόρτα. «Είναι κανείς εδώ;» ρώτησε.
Ο ελέφαντας ήταν ενθουσιασμένος, μα δεν είπε λέξη.
Η πεταλούδα χτύπησε ακόμη μια φορά με το φτερό της, λίγο πιο δυνατά αλλά πάλι πολύ απαλά, και είπε: «Μένει κανείς σ’ αυτό το σπίτι;»
Ούτε και τότε ο ελέφαντας είπε τίποτα, γιατί απ’ τη χαρά του δεν μπορούσε να μιλήσει.
Την τρίτη φορά η πεταλούδα χτύπησε την πόρτα αρκετά δυνατά και ρώτησε: «Είναι κανείς μέσα;» Αυτήν τη φορά ο ελέφαντας είπε με φωνή που έτρεμε: «Εγώ». Η πεταλούδα κοίταξε δειλά απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα και είπε: «Ποιος είσαι εσύ που ζεις σ’ αυτό το σπιτάκι;» Κι ο ελέφαντας κοίταξε δειλά από τη μισάνοιχτη πόρτα και είπε: «Είμαι ο ελέφαντας που δεν κάνει τίποτα όλη μέρα». «Ω» είπε η πεταλούδα. «Να περάσω;» «Κόπιασε» είπε ο ελέφαντας μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο, γιατί ήταν τρισευτυχισμένος. Η πεταλούδα έσπρωξε απαλά την πόρτα με το φτερό της, την άνοιξε και μπήκε.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν εφτά δέντρα που ζούσαν πλάι στο στριφογυριστό δρόμο. Κι όταν η πεταλούδα έσπρωξε την πόρτα με το φτερό της και μπήκε στο σπιτάκι του ελέφαντα, ένα από τα δέντρα είπε σ’ ένα από τα δέντρα: «Μου φαίνεται πως θα βρέξει».
«Ο στριφογυριστός δρόμος θα γίνει μούσκεμα και θα μοσχοβολάει», είπε ένα άλλο δέντρο σ’ ένα άλλο δέντρο.
Ένα από τ’ άλλα δέντρα είπε τότε σ’ ένα από τ’ άλλα δέντρα: «Τι τυχερή που είναι η πεταλούδα που είναι ασφαλής στο σπιτάκι του ελέφαντα. Έτσι δεν θα πάθει τίποτα απ’ τη βροχή».
Μα το μικρότερο απ’ τα δέντρα είπε: «Άρχισε κιόλας να βρέχει, το νιώθω». Και πράγματι, την ώρα που η πεταλούδα κι ο ελέφαντας συζητούσαν μες στο σπιτάκι του ελέφαντα, πάνω ψηλά στην κορφή του στριφογυριστού δρόμου, άρχισε παντού να πέφτει μια απαλή βροχή∙ κι η πεταλούδα με τον ελέφαντα κάθισαν μαζί πλάι στο παράθυρο και κοίταζαν έξω κι ένιωθαν ασφαλείς και χαρούμενοι, ενώ ο στριφογυριστός δρόμος είχε μουσκέψει κι είχε αρχίσει να μοσχοβολάει, όπως ακριβώς είχε πει το τρίτο δέντρο.
Δεν πέρασε πολλή ώρα κι η βροχή σταμάτησε. Ο ελέφαντας αγκάλιασε πολύ απαλά τη μικρή πεταλούδα και είπε: «Μ’ αγαπάς λιγάκι;»
Κι η πεταλούδα χαμογέλασε και είπε: «Όχι, σ’ αγαπώ πάρα πολύ».
Ο ελέφαντας τότε είπε: «Είμαι πολύ χαρούμενος, νομίζω πως πρέπει να πάμε να κάνουμε μια βόλτα μαζί εσύ κι εγώ: η βροχή σταμάτησε πια κι ο στριφογυριστός δρόμος μοσχοβολάει».
Η πεταλούδα είπε: «Ναι, αλλά πού να πάμε εσύ κι εγώ;»
Ας κατεβούμε το στριφογυριστό δρόμο κι ας πάμε πέρα μακριά, εκεί που δεν έχω πάει ποτέ» είπε ο ελέφαντας στη μικρή πεταλούδα. Κι η πεταλούδα χαμογέλασε και είπε: «Πολύ θέλω να κατεβώ μαζί σου το στριφογυριστό δρόμο και να πάμε πέρα μακριά – ας βγούμε απ’ την πορτούλα του σπιτιού σου κι ας κατεβούμε τα σκαλιά μαζί – τι λες;»
Βγήκαν λοιπόν μαζί απ’ το σπιτάκι, και το χέρι του ελέφαντα αγκάλιαζε πολύ απαλά την πεταλούδα. Το μικρότερο απ’ τα δέντρα είπε τότε στους έξι φίλους του: «Μου φαίνεται πως η πεταλούδα αγαπάει τον ελέφαντα όσο κι ο ελέφαντας αγαπάει την πεταλούδα, και χαίρομαι πάρα πολύ, γιατί θα μείνουν αγαπημένοι για πάντα».

Κι ο ελέφαντας με την πεταλούδα κατέβαιναν, ολοένα και κατέβαιναν το στριφογυριστό δρόμο.
Μετά τη βροχή είχε βγει ένας υπέροχος λαμπερός ήλιος.
Στο στριφογυριστό δρόμο τα λουλούδια μοσχοβολούσαν.
Ένα πουλί άρχισε να τραγουδάει σ’ ένα θάμνο και τα σύννεφα χάθηκαν απ’ τον ουρανό κι ήταν παντού Άνοιξη.
Όταν έφτασαν στο σπίτι της πεταλούδας κάτω στην πράσινη κοιλάδα, που ήταν πράσινη όσο ποτέ, ο ελέφαντας είπε: «Αυτό είναι το σπίτι σου;»
Κι η πεταλούδα είπε: «Ναι, αυτό είναι».
«Να περάσω;» είπε ο ελέφαντας.
«Ναι» είπε η πεταλούδα. Ο ελέφαντας λοιπόν έσπρωξε ελαφρά την πόρτα με την προβοσκίδα του και μπήκαν στο σπίτι της πεταλούδας. Τότε ο ελέφαντας φίλησε την πεταλούδα πολύ απαλά κι η πεταλούδα είπε: «Γιατί δεν είχες έρθει ποτέ μέχρι τώρα εδώ κάτω στην κοιλάδα που μένω;» Κι ο ελέφαντας απάντησε: «Γιατί δεν έκανα τίποτα όλη μέρα. Τώρα όμως που ξέρω πού μένεις, θα κατεβαίνω κάθε μέρα το στριφογυριστό δρόμο για να σε βλέπω, αν δεν σε πειράζει – σε πειράζει;» Τότε η πεταλούδα φίλησε τον ελέφαντα και είπε: «Σ’ αγαπώ και θέλω πολύ να έρχεσαι».
Κι από τότε ο ελέφαντας κατέβαινε κάθε μέρα το στριφογυριστό δρόμο που μοσχοβολούσε (περνώντας πλάι απ’ τα εφτά δέντρα και το πουλί που κελαηδούσε μες στο θάμνο) για να πάει στη μικρή του φίλη την πεταλούδα.
Κι έμειναν αγαπημένοι για πάντα.


e.e.cummings, Παραμύθια (εκδ. Νεφέλη).

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Να μετανιώνεις για τις αποφάσεις που δεν πήρες, όχι για τα λάθη σου…





Προσπαθώντας να απαντήσουμε στο καίριο ερώτημα του «Ποιοι Είμαστε», συνειδητοποιώ πως χαθήκαμε στο δρόμο της επίλυσης αυτού του μπλεγμένου κουβαριού και κάναμε τη ζωή μας πιο δύσκολη απ’ όσο είναι.

Οι νεότεροι –κυριολεκτικά- εαυτοί μας θα γελούσαν αν τους δείχναμε τη τωρινή ψυχοσωματική κατάστασή μας.

Αλήθεια, έχετε βάλει ποτέ το νεότερο εαυτό σας, ως κριτή αυτού που είστε τώρα;

Σίγουρα, η εμπειρία, η πνευματική εξέλιξη και τα καθημερινά βιώματα έχουν διαμορφώσει μια πιο στέρεα και δυνατή ύλη για να αντιμετωπίσουμε τη καθημερινότητά μας.

Όμως, μήπως, ο τρόπος που χρησιμοποιούμε αυτά τα αποκτήματα είναι κατά ένα μέρος «ανώριμος», με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε διαρκώς σε ένα δρόμο με αρκετές αδιέξοδες διεξόδους; Ακούγεται οξύμωρο, αλλά τις περισσότερες φορές βρίσκουμε προβλήματα στις λύσεις και όχι λύσεις σε –πιθανά- προβλήματα.

Ως μικρά παιδιά αποφεύγαμε όσους ήταν μουτρωμένοι, ενώ πλησιάζαμε όσους χαμογελούσαν. Αντίθετα, ως «ενήλικες» θεωρούμε παράλογο και ύποπτο το χαμόγελο κάποιου, κάνοντας τα πάντα για να φιλτράρουμε, να διυλίσουμε, να απομυζήσουμε και τελικά να σπαταλήσουμε άσκοπα όση θετική ενέργεια θα μπορούσαμε, διαδραστικά, να εκμεταλλευτούμε αμφότεροι, ενώ θεωρούμε ενδιαφέρον και ευπρεπές ένα πρόσωπο αγέλαστο και ανέκφραστο, ευελπιστώντας να κερδίσουμε κάτι από τη σοβαροφάνειά του.

Κατά κάποιο τρόπο, αρχίσαμε να διστάζουμε και να αμφισβητούμε το ένστικτό μας. Το μυαλό μας βαθμιαία ποτίστηκε από αλλεπάλληλες απογοητεύσεις και θέσαμε τον εγκέφαλό μας σε αυτόματη λειτουργία, με στόχο την αποφυγή και όχι την επίλυση.

Επιλέγουμε να καταφύγουμε σε ανθυγιεινές συνήθειες για το σώμα και το μυαλό μας, μουδιάζοντας βραχυπρόθεσμα και προσωρινά τις αισθήσεις μας.

Δουλεύουμε κάπου, για κάποιον και σε κάτι που δε μας καλύπτει, καταναλώνουμε υπέρμετρα ψυχολογικό φαγητό, δεν εξελισσόμαστε πνευματικά, δε φροντίζουμε το σώμα μας, δεν ασκούμαστε, δε θέτουμε τα όριά μας και όπως είναι επόμενο, δε καταλήγουμε ποτέ στην απάντηση της ερώτησης που προαναφέρθηκε σχετικά με την υπαρξιακή μας υπόσταση, αλλά αντιθέτως απομακρυνόμαστε με γεωμετρική πρόοδο από αυτή, (αυτό) υπονομεύοντάς τη.

Έτσι, καλύπτουμε αυτό το κενό γκρινιάζοντας, κρατώντας κακίες, παίζοντας παιχνίδια μυαλού, εξαπατώντας τους άλλους και πρωτίστως τον εαυτό μας.

Αυτό συμβαίνει γιατί…

Ψάχνουμε να βρούμε από άλλους τις απαντήσεις που μπορούμε να δώσουμε μόνοι μας

Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι μεγαλώσαμε, εξαρτώμενοι από τους καθωσπρεπισμούς και τους κανόνες μιας κοινωνίας που κατά βάθος δεν αποδεχόμαστε. Ενδόμυχα και υποσυνείδητα κινούμαστε στη τροχιά μιας ιεροτελεστίας γύρω από το πώς πρέπει να σκεφτόμαστε, πώς να συμπεριφερόμαστε, τι είναι όμορφο, τι είναι επιτυχία και πάει λέγοντας. Το κακό είναι, ότι ενώ το αντιλαμβανόμαστε, δε το αλλάζουμε. Όταν σταματήσουμε να κάνουμε ό,τι κάνουν –ή ό,τι θέλουν- οι άλλοι και αρχίσουμε να σκεφτόμαστε και να ακούμε σύμφωνα με τα θέλω και τα πιστεύω μας, θα βρούμε ακριβώς αυτό που ψάχνουμε νοερά και πραγματικά.

Αισθανόμαστε ένοχοι που ζούμε για εμάς

Ελευθερία για μένα είναι να ζεις τη ζωή που επιλέγεις, αρκεί να μη παρεμβαίνεις και να μη ξεπερνάς τα όρια της ζωής του άλλου. Πολλές φορές, χανόμαστε σε ταυτότητες τρίτων, προσπαθώντας να καλύψουμε τις προσδοκίες τους, κάνοντας διάφορα για να τους εντυπωσιάσουμε. Παίρνω την ευθύνη, λοιπόν, να δηλώσω κατηγορηματικά το πόσο λάθος είναι η στάση αυτή. Επομένως, αναθεωρούμε, καταγράφουμε τους στόχους, τα όνειρα και τις επιθυμίες μας και παραμένουμε ακλόνητοι και ανεπηρέαστοι από κάθε τυχόν τοξικό εξωτερικό παράγοντα.

Περιβαλλόμαστε από στάσιμους ανθρώπους

Δεν έχει σημασία αν κάποιος είναι παλιός μας φίλος, σύντροφος, συγγενής ή απλά ένας γνωστός. Ακούγεται σκληρό, αλλά αν κάποιος από τους προαναφερθέντες μας προκαλούν δυσάρεστα συναισθήματα και έχουν αφήσει πάνω μας φορτίο που αρνούνται να διαχειριστούν μόνοι τους, καλύτερα να κρατηθούν σε μια απόσταση. Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να μένει πίσω για να κουβαλήσει «ξένα» βάρη.

Ανταγωνιζόμαστε χωρίς λόγο

Προσωπικά, βρίσκω αρκετό ενδιαφέρον στην έννοια του ανταγωνισμού, αλλά αν ανταγωνιζόμαστε τους πάντες, χρησιμοποιώντας τον ως αυτοσκοπό και όχι ως μέσο, θα ξεχάσουμε ποιον θέλουμε να ξεπεράσουμε και το που θέλουμε να φτάσουμε. Από την άλλη, αν ανταγωνιζόμαστε καθημερινά τη προηγούμενη έκδοση του εαυτού μας, θα γίνουμε αναπόφευκτα καλύτεροι.

Παίρνουμε χωρίς να δίνουμε

Είναι λυπηρό να είμαστε παρατηρητές της ζωής μας και να μην εμπλακούμε σε αυτή στο μέγιστο. Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό, είναι να σταματήσουμε να «λαμβάνουμε», χωρίς να «επιστρέφουμε». Η ζωή βασίζεται στο σύστημα «δούναι και λαβείν» και λειτουργεί εύρυθμα μόνο αν γίνεται ανιδιοτελώς. Ένα ειλικρινές και καλοπροαίρετο σχόλιο είναι ένα πρώτο και «ανέξοδο» βήμα.

Επικεντρωνόμαστε στην εικόνα και όχι στην ουσία

Λανθασμένα επιζητούμε προσοχή και όχι σεβασμό. Θέλουμε να είμαστε αρεστοί από τους πολλούς, αντί να ψάχνουμε τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητα. Φοράμε μάσκες για να συμβιβαστούμε στην εικόνα που θεωρούμε ότι προσδοκούν οι άλλοι και κυνηγάμε μπουσουλώντας τη ματαιοδοξία μας, καταλήγοντας δουλοπάροικοί της.

Αποφεύγουμε την αλήθεια

Ποτέ κανείς δε βγήκε κερδισμένος από ψέματα και ημιαλήθειες. Η απόκρυψη και η αποφυγή της αλήθειας από τους άλλους και κυρίως από τον εαυτό μας, είναι το χειρότερο και μακροβιότερο βασανιστήριο. Η αντιμετώπιση της αλήθειας πονάει, αλλά αξίζει στο έπακρο, διότι τα μακροπρόθεσμα οφέλη της μας αποζημιώνουν πάντα.

Αναβάλλουμε τη λήψη αποφάσεων

Είναι προτιμότερο να πάρεις μια απόφαση, η οποία θα αποδειχθεί «κακή επιλογή», παρά να μη πάρεις καμία. Η αναποφασιστικότητα απλώς καθυστερεί καταστάσεις, ενώ μια κακή απόφαση θα μας διδάξει να κάνουμε καλύτερες μελλοντικές επιλογές. Είναι γνωστό ότι, στο τέλος, μετανιώνουμε για κάτι που δεν κάναμε, για σχέσεις που φοβηθήκαμε να τολμήσουμε γιατί ξεπερνούσαν τα συναισθήματα που ξέραμε πως είχαμε ως τότε, για αποφάσεις που περιμέναμε πολύ και αργήσαμε να πάρουμε…

Της Ελευθερίας Καρακατσίνα

Πηγή

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Ο γέρος, το παιδί και ο γάιδαρος




Μια φορά κι έναν καιρό ένας γέρος καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι, που το έσερνε ένα αγόρι, διέσχιζε ένα κεφαλοχώρι.

Κάποιοι που τον είδαν είπαν: «Για κοίτα το γέρο, μάλλον ξεκούτιανε απολαμβάνει τον περίπατο χωρίς να υπολογίζει το φτωχό αγόρι που μόλις το κρατούν τα πόδια του!»

Ύστερα από λίγο ο γέρος κατέβηκε από το γαϊδούρι και ανέβασε το αγόρι, ενώ εκείνος προπορευόταν σέρνοντάς το από το καπίστρι του. Δεν πρόφτασαν να διανύσουν ούτε εκατό μέτρα και κάποιος τολμηρός σχολίασε μεγαλόφωνα: «Συγχαρητήρια! Οι γέροι να τρεκλίζουν και τα παλιόπαιδα καβάλα. Δεν υπάρχει πλέον σεβασμός στον κόσμο!» Το μικρό αγόρι το άκουσε και έγινε κατακόκκινο σαν την παπαρούνα από την ντροπή του. Παρακάλεσε το γέρο να ανεβεί και εκείνος στο γαϊδούρι και έτσι καβάλα κι οι δυο συνέχισαν την πορεία.

Προτού φτάσουν στην πηγή να ξεδιψάσουν και να ποτίσουν το ζωντανό, τους συνάντησαν κάποιο καραβάνι. Αντί για χαιρετισμό από τους ανθρώπους του καραβανιού δέχτηκαν ομοβροντία επιπλήξεων: «Έχετε σκοπό να ξεκάμετε το ζωντανό; Μήπως θα θέλατε να το φορτώσετε και κανένα αγκωνάρι για να ξεμπερδεύει μια ώρα γρηγορότερα;» είπαν. Χωρίς να μιλήσουν, το παιδί και ο γέρος ξεκαβαλίκεψαν αμέσως και συνέχισαν την πορεία τους αμίλητοι.

Φτάνοντας στην άκρη της άλλης πόλης κουρασμένοι και κάθιδροι ακούνε κάποιον να περνά δίπλα τους ψιθυρίζοντας: «Με τέτοια ζέστη και πάνε με τα πόδια! Τι τον έχουν το γάιδαρο, μόνο για να τον ταΐζουν;». Ο γέρος και το αγόρι αλληλοκοιτάχτηκαν.

- Αγόρι μου, είπε ο γέρος, οργάνωσε τη ζωή σου όπως εσύ νομίζεις ότι είναι ο καλύτερος τρόπος, επιλέγοντας εκείνο που δεν θα βλάψει το συνάνθρωπό σου ή τουλάχιστον που θα προκαλέσει τη μικρότερη ζημιά σε όλους. Έχε υπόψη σου ότι με τον τρόπο που θα ενεργήσεις ποτέ δεν θα συμφωνήσουν οι πάντες. Κάποιοι θα σε αποδεχθούν και κάποιοι όχι. Πάντα όμως θα υπάρχουν εκείνοι που θα σε κριτικάρουν!!!



Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Το πλοίο των ηλιθίων





Μια φορά και έναν καιρό, ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί ενός πλοίου έγιναν τόσο ματαιόδοξοι από την ικανότητά τους στην ναυτική τέχνη, τόσο ανόητα ασεβείς και τόσο εντυπωσιασμένοι με τους εαυτούς τους που οδηγήθηκαν στην τρέλα.

Έστρεψαν το πλοίο βόρεια και προχώρησαν μέχρι που συνάντησαν παγόβουνα και επικίνδυνους ογκόπαγους. Συνέχισαν να πηγαίνουν βόρεια σε όλο και περισσότερο επικίνδυνα νερά με μόνο σκοπό να δώσουν στους εαυτούς τους ευκαιρίες να πραγματοποιήσουν ακόμα περισσότερα λαμπρά κατορθώματα στην ναυσιπλοΐα.

Καθώς το πλοίο έφτανε σε όλο και υψηλότερα γεωγραφικά πλάτη, οι επιβάτες και το πλήρωμα γίνονταν όλο και περισσότερο δυσαρεστημένοι. Άρχισαν καυγάδες μεταξύ τους και παράπονα για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν.

«Τρέμω από το κρύο», είπε ένας ρωμαλέος ναυτικός. «Αυτό είναι το χειρότερο ταξίδι που έχω βρεθεί. Το κατάστρωμα είναι γλιστερό από τον πάγο. Όταν είμαι στο παρατηρητήριο ο αέρας περνά το πανωφόρι μου σαν μαχαίρι. Κάθε φορά που δένω το πανί της πλώρης τα δάχτυλά μου πάνε να παγώσουν. Και γι’ όλα αυτά παίρνω μόνο πέντε πενιχρά σελίνια το μήνα».

«Νομίζεις ότι εσύ μόνον την έχεις άσχημα;», είπε μια γυναίκα επιβάτης. «Εγώ δεν μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ από το κρύο. Οι κυρίες σε αυτό το πλοίο δεν παίρνουν όσες κουβέρτες παίρνουν οι άντρες. Αυτό δεν είναι δίκαιο».

Ένας μεξικανός ναύτης παρεμβαίνει στην συζήτηση. «Εγώ παίρνω μόνο τον μισό μισθό από ότι παίρνουν οι άγγλοι ναύτες. Χρειαζόμαστε αρκετή ποσότητα φαγητού για να είμαστε ζεστοί σε αυτό το κλίμα και δεν παίρνω το μερίδιό μου. Οι Άγγλοι παίρνουν περισσότερο. Και το χειρότερο από όλα είναι ότι οι αξιωματικοί μου δίνουν διαταγές στα αγγλικά αντί στα ισπανικά».

«Εγώ έχω περισσότερους λόγους να διαμαρτύρομαι από οποιονδήποτε άλλο», είπε ένας Ινδιάνος ναύτης. «Αν τα χλωμά πρόσωπα δεν μου είχαν κλέψει την προγονική μου γη, δε θα ήμουν καν σε αυτό το πλοίο μέσα στα παγόβουνα και τους αρκτικούς ανέμους. Θα ήμουν σε ένα κανό και θα κωπηλατούσα σε μια ωραία γαλήνια λίμνη. Μου αξίζει αποζημίωση. Τουλάχιστον ο καπετάνιος πρέπει να με αφήσει να παίζω ζάρια για να βγάζω μερικά λεφτά».

Ο λοστρόμος τότε φώναξε: «Χτες ο πρώτος αξιωματικός με αποκάλεσε «πούστη» μόνο και μόνο επειδή παίρνω πίπες. Έχω το δικαίωμα να παίρνω πίπες χωρίς να μου αποδίδουν τέτοιους χαρακτηρισμούς».

«Δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που έχουν κακή μεταχείριση σ’ αυτό το πλοίο…», παρενέβη μια φιλόζωη από τους επιβάτες, με φωνή τρεμάμενη από αγανάκτηση, «…γιατί την τελευταία εβδομάδα είδα τον δεύτερο αξιωματικό να κλοτσά τον σκύλο του πλοίου δύο φορές».

Ένας από τους επιβάτες ήταν καθηγητής κολεγίου. Σηκώνει τα χέρια και κραυγάζει: «Ρατσισμός, σεξισμός, ειδισμός, ομοφοβία και εκμετάλλευση της εργατικής τάξης!Είναι διακρίσεις! Πρέπει να έχουμε κοινωνική δικαιοσύνη: ίσους μισθούς για τους μεξικανούς ναύτες, υψηλότερους μισθούς για όλους τους ναύτες, αποζημίωση για τον Ινδιάνο, ίσο αριθμό κουβερτών για τις κυρίες, εγγυημένο δικαίωμα το να παίρνει πίπες κανείς και όχι άλλες κλωτσιές στον σκύλο».

«ΝΑΙ-ΝΑΙ», φωνάζουν οι επιβάτες. «ΝΑΙ-ΝΑΙ», φωνάζει και το πλήρωμα. «Είναι διακρίσεις πρέπει να απαιτήσουμε τα δικαιώματά μας».

Ο μικρός καμαρότος καθάρισε το λαιμό του :

«Χμ. Χμ. Όλοι έχετε καλούς λόγους για να παραπονιέστε. Αλλά εμένα μου φαίνεται ότι αυτό που πρέπει πραγματικά να κάνουμε είναι να γυρίσουμε αυτό το πλοίο προς τα πίσω και να πάμε νότια. Γιατί αν συνεχίσουμε να πηγαίνουμε βόρεια σίγουρα θα ναυαγήσουμε αργά ή γρήγορα και τότε οι μισθοί σας, οι κουβέρτες σας και το δικαίωμα να παίρνεται πίπες δε θα προσφέρουν τίποτα γιατί θα έχουμε πνιγεί όλοι».

Αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία γιατί ήταν ένας μικρός καμαρότος.

Ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί από την βάση τους στο πρυμναίο κατάστρωμα, έβλεπαν και άκουγαν. Τώρα αυτοί χαμογελούν και κλείνουν το μάτι ο ένας στον άλλο. Με ένα νεύμα του καπετάνιου ο τρίτος αξιωματικός κατέβηκε από το πρυμναίο κατάστρωμα, σουλατσάρισε μέχρι εκεί που είχαν συγκεντρωθεί οι επιβάτες και το πλήρωμα και σπρώχνοντας με τον ώμο του μπήκε ανάμεσά τους. Πήρε μια πολύ σοβαρή έκφραση στο πρόσωπό του και μίλησε έτσι: «Εμείς οι αξιωματικοί πρέπει να παραδεχτούμε ότι κάποια πραγματικά ασυγχώρητα πράγματα συμβαίνουν σε αυτό το πλοίο. Δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πόσο άσχημα ήταν τα πράγματα μέχρι που ακούσαμε τα παράπονά σας. Εμείς είμαστε άντρες με καλή θέληση και θέλουμε να είμαστε σωστοί μαζί σας. Αλλά όμως ο καπετάνιος είναι σχετικά συντηρητικός και επιβάλει τους δικές του θέσεις, Μάλλον χρειάζεται ένα μικρό σκούντημα πριν κάνει οποιαδήποτε απτή αλλαγή. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αν διαμαρτύρεστε έντονα –αλλά πάντα ειρηνικά και χωρίς να παραβιάζετε τους κανόνες του πλοίου– θα ταρακουνήσετε τον καπετάνιο που αδρανεί και θα τον αναγκάσετε να καταπιαστεί με τα προβλήματα για τα οποία τόσο δίκαια διαμαρτύρεστε».

Αφού είπε αυτά ο τρίτος αξιωματικός γύρισε πίσω στο πρυμναίο κατάστρωμα. Καθώς πήγαινε, το πλήρωμα και οι επιβάτες του φώναζαν: «Μετριοπαθή! Ρεφορμιστή! Ψευτοπροοδευτικέ! Τσιράκι του καπετάνιου!»

Όμως, παρ’ όλα αυτά, έκαναν όπως αυτός τους είπε. Μαζεύτηκαν μπροστά από το πρυμναίο κατάστρωμα φωνάζοντας βρισιές προς τους αξιωματικούς και ζητώντας τα δικαιώματά τους. «Θέλω υψηλότερο μισθό και καλύτερες συνθήκες εργασίας», φώναξε ο ρωμαλέος θαλασσοπόρος. «Ίσες κουβέρτες για τις γυναίκες», φώναξε η γυναίκα επιβάτης. «Θέλω να λαμβάνω τις διαταγές μου στα ισπανικά», κραύγασε ο μεξικάνος ναύτης. «Θέλω το δικαίωμα να παίζω ζάρια», φώναξε ο ινδιάνος ναύτης. «Δεν θέλω να με λένε πούστη», φώναξε ο λοστρόμος. «Όχι άλλες κλοτσιές στον σκύλο», φώναξε η φιλόζωη. «Επανάσταση τώρα», φώναξε ο καθηγητής.

Ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί μαζεύονται και συσκέπτονται για μερικά λεπτά, κλείνοντας το μάτι ο ένας στον άλλο, γνέφοντας καταφατικά και γελώντας. Τότε ο καπετάνιος στάθηκε μπροστά στο πρυμναίο κατάστρωμα και με μια σπουδαία προσποίηση καλοσύνης, ανακοίνωσε ότι:

– Ο μισθός του ρωμαλέου ναυτικού θα ανέβει στα έξι σελίνια το μήνα.

– Ο μισθός του μεξικανού ναυτικού θα ανέλθει στα δύο τρίτα του μισθού των άγγλων.

– Η διαταγή για δέσιμο του πανιού της πλώρης θα δίνεται στα ισπανικά.

– Οι γυναίκες επιβάτες θα πάρουν άλλη μια κουβέρτα.

– Ο ινδιάνος ναύτης θα έχει το δικαίωμα να στήνει ένα παιχνίδι ζάρια τα σαββατόβραδα.

– Ο λοστρόμος δε θα αποκαλείται πούστης όσο κρατά την πεολειχία αυστηρά ιδιωτική.

– Και το σκυλί δεν θα τρώει κλωτσιές εκτός αν κάνει κάποια αταξία, όπως το να κλέψει φαγητό από το μαγειρείο.

Οι επιβάτες και το πλήρωμα γιόρτασαν αυτές τις παραχωρήσεις σαν μεγάλη νίκη, αλλά το επόμενο πρωί αισθάνονταν πάλι δυσαρεστημένοι.

«Έξι σελίνια το μήνα είναι πενταροδεκάρες και ακόμα παγώνουν τα δάκτυλά μου όταν δένω το πανί της πλώρης», γκρίνιαξε ο ρωμαλέος ναυτικός.

«Ακόμα δεν παίρνω τον ίδιο μισθό με τους άγγλους ή αρκετά τρόφιμα γι’ αυτό το κλίμα», είπε ο μεξικανός ναύτης.

«Εμείς οι γυναίκες δεν έχουμε ακόμα αρκετές κουβέρτες, που να μας κρατάν ζεστές», είπε η γυναίκα επιβάτης. Οι υπόλοιποι εξέφρασαν παρόμοια παράπονα και ο καθηγητής τους παρότρυνε.



Όταν τελείωσαν, ο μικρός καμαρότος μίλησε αυτή τη φορά αρκετά δυνατά ώστε οι υπόλοιποι να μην μπορούν εύκολα να τον αγνοήσουν: «Είναι πραγματικά τρομερό που το σκυλί τρώει κλωτσιές επειδή κλέβει ένα κομμάτι ψωμί από το μαγειρείο, και ότι η γυναίκες δεν έχουν ίσο αριθμό κουβερτών και ότι παγώνουν τα δάχτυλα του ναύτη και δεν βλέπω τον λόγο ο λοστρόμος να μη παίρνει πίπες αν το θέλει. Αλλά κοιτάτε πόσο χοντρά έχουν γίνει τα παγόβουνα και πόσο ο άνεμος φυσάει όλο και πιο άγρια.Πρέπει να γυρίσουμε το πλοίο προς τον νότο γιατί αν συνεχίσουμε να πηγαίνουμε βόρεια θα ναυαγήσουμε και θα πνιγούμε».

«Ω!, ναι», είπε ο λοστρόμος. «Είναι τόσο απαίσιο να συνεχίζουμε να πηγαίνουμε βόρεια, αλλά γιατί πρέπει εγώ να παίρνω πίπες κρυφά; Γιατί πρέπει να αποκαλούμαι πούστης; Δεν είμαι εγώ καλός όπως οι άλλοι;»

«Το να πλέουμε βόρεια είναι τρομερό», είπε η γυναίκα επιβάτης. «Αλλά δεν βλέπεις; Γι’ αυτό ακριβώς οι γυναίκες χρειάζονται περισσότερες κουβέρτες για να μένουν ζεστές. Απαιτώ ίσες κουβέρτες για τις γυναίκες τώρα».

«Είναι αλήθεια», είπε ο καθηγητής, «ότι το να πλέουμε προς τα βόρεια επιφέρει μεγάλες κακουχίες σε όλους μας. Αλλά το να αλλάξουμε πορεία προς το νότο είναι ουτοπικό. Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω το ρολόι. Πρέπει να βρούμε έναν ώριμο τρόπο για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση».

«Κοιτάτε» είπε ο μικρός καμαρότος. «Αν αφήσουμε αυτούς τους τέσσερις παράφρονες στο κατάστρωμα την πρύμνης να έχουν τη δική τους πορεία θα πνιγούμε όλοι. Αν καταφέρουμε κάποια στιγμή να απομακρύνουμε το πλοίο από τον κίνδυνο, τότε μπορούμε να ανησυχούμε για τις εργατικές συνθήκες, της κουβέρτες για τις γυναίκες, και το δικαίωμα στην πεολειξία. Αλλά πρώτα πρέπει να στρίψουμε προς τα πίσω το σκάφος. Αν κάποιοι από εμάς μαζευτούν, φτιάξουν ένα σχέδιο και δείξουν λίγο θάρρος, μπορούμε να σώσουμε τους εαυτούς μας. Δεν χρειάζονται πολλοί από εμάς, έξι με οχτώ φτάνουν. Μπορούμε να καταλάβουμε την πρύμνη, να πετάξουμε αυτούς τους τρελούς έξω από το πλοίο, και να πάμε προς το νότο».

Ο καθηγητής σήκωσε τη μύτη του και είπε αυστηρά: «Δεν πιστεύω στην βία. Είναι ανήθικο».

«Είναι αήθης η χρήση βίας πάντα», είπε ο λοστρόμος.

«Με τρομάζει η βία», είπε η γυναίκα επιβάτης.

Ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί έβλεπαν και άκουγαν όλη αυτή την ώρα. Με ένα σήμα από τον καπετάνιο ο τρίτος αξιωματικός κατέβηκε κάτω στο κυρίως κατάστρωμα. Μπήκε ανάμεσα στους επιβάτες και στο πλήρωμα, λέγοντάς τους ότι ακόμα υπάρχουν πολλά προβλήματα στο πλοίο.

«Έχουμε κάνει μεγάλη πρόοδο», είπε. «Αλλά, απομένουν ακόμα πολλά για να γίνουν. Οι συνθήκες εργασίας για τον ναύτη είναι ακόμα σκληρές, ο μεξικάνος δεν παίρνει ακόμα τα ίδια λεφτά με τον άγγλο, οι γυναίκες δεν έχουν ακόμα τις ίδιες κουβέρτες με τους άντρες, το παιχνίδι με ζάρια του ινδιάνου τα σαββατόβραδα είναι πενιχρή αποζημίωση για την χαμένη γη του, είναι άδικο για τον λοστρόμο να παίρνει πίπες στα κρυφά και ο σκύλος ακόμα να τρώει κλωτσιές πότε -πότε. Νομίζω ότι ο καπετάνιος χρειάζεται ακόμα ένα σκούντημα. Θα βοηθούσε αν όλοι εσείς πραγματοποιούσατε ακόμα μια διαμαρτυρία εφ’ όσον αυτή παραμένει μη βίαιη».

Καθώς ο τρίτος αξιωματικός πήγαινε πίσω στην πρύμνη, οι επιβάτες και το πλήρωμα του πλοίου τον έβριζαν αλλά μολαταύτα έκαναν αυτό που τους είπε και μαζεύτηκαν μπροστά στο πρυμναίο κατάστρωμα για ακόμα μια διαμαρτυρία. Φώναζαν με στόμφο και ενθουσιασμό κραδαίνοντας τη γροθιά τους και ακόμα πέταξαν ένα κλούβιο αυγό στον καπετάνιο (ο οποίος το απέφυγε με έναν επιδέξιο ελιγμό).

Αφού ακούσαν τα παράπονά τους, ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί, μαζεύτηκαν για μια κουβέντα κατά την οποία έκλειναν το μάτι ο ένας στον άλλο και γελούσαν πονηρά. Μετά ο καπετάνιος στάθηκε μπροστά στο πρυμναίο κατάστρωμα και ανακοίνωσε ότι:

– Ο ρωμαλέος ναύτης θα πάρει γάντια για να κρατά τα δάκτυλά του ζεστά.

– Ο μεξικάνος ναύτης θα παίρνει μισθό ίσο με τα τρία τέταρτα του άγγλου ναυτικού.

– Οι γυναίκες θα πάρουν μια ακόμα κουβέρτα.

– Ο ινδιάνος ναύτης θα μπορεί να στήνει το παιχνίδι του και το Σάββατο και την Κυριακή το βράδυ.

– Ο λοστρόμος θα μπορεί να παίρνει πίπες δημοσίως αφού νυχτώσει

– Και κανείς δε θα κλωτσά τον σκύλο χωρίς ειδική εντολή από τον καπετάνιο.

Οι επιβάτες και το πλήρωμα έμειναν εκστασιασμένοι από αυτή τη μεγάλη επαναστατική νίκη, αλλά το επόμενο πρωί πάλι αισθάνονταν δυσαρεστημένοι και άρχισαν να γκρινιάζουν για τις ίδιες παλιές κακουχίες.

Ο μικρός καμαρότος αυτή τη φορά άρχισε να οργίζεται:

«Βρε ηλίθιοι», φώναξε, «δεν βλέπετε τι κάνουν ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί; Σας κρατούν απασχολημένους με τα ασήμαντα παράπονά σας για κουβέρτες, μισθούς, και κλωτσιές στο σκύλο ώστε να μη σκέφτεστε τι πραγματικά πάει στραβά σε αυτό το πλοίο, το ότι δηλαδή πάει όλο και περισσότερο προς τα βόρεια και όλοι θα πνιγούμε. Αν κάποιοι από εσάς έρθετε στα συγκαλά σας, μαζευτούμε και καταλάβουμε το πρυμναίο κατάστρωμα, θα μπορούσαμε να στρέψουμε αυτό το πλοίο και να σώσουμε τις ζωές μας. Αλλά το μόνο που κάνετε είναι να κλαψουρίζετε για τόσο μικρά θέματα όπως οι συνθήκες εργασίας, παιχνίδια με ζάρια και το δικαίωμα να παίρνει κανείς πίπες».

Οι επιβάτες και το πλήρωμα εξαγριώθηκαν.

«Μικρό!!» φώναξε ο Μεξικανός. «Θεωρείς λογικό το να παίρνω μόνο τα τρία τέταρτα του μισθού του άγγλου; Είναι αυτό μικρό πράγμα;»

«Πώς μπορείς να λες το παράπονό μου ασήμαντο!!» φώναξε ο λοστρόμος. «Δεν ξέρεις πόσο υποτιμητικό είναι να σε φωνάζουν πούστη;»

«Το να κλωτσάς ένα σκύλο δεν είναι μικρό θέμα», φώναξε η φιλόζωη. «Είναι άκαρδο, αισχρό και κτηνώδες».

«Εντάξει τότε», απάντησε ο μικρός καμαρότος, «τα θέματα αυτά δεν είναι μικρά και ασήμαντα. το να κλωτσάς είναι αισχρό και κτηνώδες και υποτιμητικό να σε αποκαλούν πούστη. Αλλά σε σχέση με το πραγματικό μας πρόβλημα, σε σχέση με το ότι το πλοίο πηγαίνει ακόμα βόρεια, τα παράπονά σας είναι μικρά και επουσιώδη. Επειδή, αν δεν γυρίσουμε αυτό το πλοίο σύντομα, θα πνιγούμε όλοι».

«Φασίστα», είπε ο καθηγητής.

«Αντεπαναστάτη», είπε η γυναίκα επιβάτης.

Κι όλοι οι επιβάτες και το πλήρωμα μπαίνουν στην κουβέντα ο ένας μετά τον άλλο αποκαλώντας τον μικρό καμαρότο φασίστα και αντεπαναστάτη. Τον έσπρωξαν μακριά και συνέχισαν να γκρινιάζουν για μισθούς, κουβέρτες για τις γυναίκες, για το δικαίωμα στην πεολειχία και για τη συμπεριφορά στο σκύλο.

Το πλοίο συνέχισε να πλέει βόρεια και μετά από λίγο συντρίφτηκε ανάμεσα σε δύο παγόβουνα και πνίγηκαν όλοι.



(To κείμενο αυτό γράφτηκε το 1999 μέσα στην φυλακή από τον Ted Kaczynski γνωστότερο ως UNABOMBER και δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλο 9, Δεκέμβριος 2002)

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Χωρίς προσωπικότητα δεν υπάρχει αγάπη...





Το δημοφιλές παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Το Ασχημόπαπο, έχει ως ερμηνευτικό κλειδί για τον ενήλικο αναγνώστη την αναζήτηση του εαυτού.

Το ασχημόπαπο γεννιέται ανάμεσα σε άλλα παπάκια, όμως είναι διαφορετικό. Δεν το αναγνωρίζουν ως ίδιο με εκείνα και το απορρίπτουν. Προσπαθεί να τα κάνει να το αγαπήσουν, ελπίζει να γίνει σαν εκείνα, αλλά δε μπορεί, γιατί στο βάθος είναι διαφορετικό. Νιώθει κατώτερο και περιφρονημένο και πασχίζει να γίνει αποδεκτό. Αλλά, όσο το ασχημόπαπο δεν ανακαλύπτει την ταυτότητά του, δε βρίσκει την αγάπη -όσο δεν ανακαλύπτει πως είναι κύκνος και δεν αποδέχεται αυτό που είναι, δε μπορεί να αγαπήσει αληθινά, ούτε να αγαπηθεί.

Η αναζήτηση αποδοχής από το ασχημόπαπο ξεκινάει με κατεύθυνση προς τα έξω, καθώς προσπαθεί να ενταχθεί, θέλει να είναι κάτι που δεν είναι. Αλλά, στην περίπτωση του παραμυθιού, το ασχημόπαπο δεν ξεγελάει με τη θέλησή του, απλώς βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση χωρίς να ξέρει το γιατί. Πρέπει να ξεκινήσει μια πορεία που θα το οδηγήσει να ανακαλύψει ποιο είναι, και αυτό θα του επιτρέψει να βρει την αγάπη των άλλων.

Πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να δείχνουν κάτι που δεν είναι, είτε γιατί νομίζουν πως αυτό θέλουν οι άλλοι είτε γιατί δεν τους αρέσει το πώς είναι. Είναι εξαρτημένοι από τη γνώμη των άλλων και χρειάζονται απελπισμένα την επιδοκιμασία τους.

Όμως, η αληθινή αγάπη δε γεννιέται από τη στέρηση, με το να περιμένουμε να καλύψει ο άλλος τα εσωτερικά μας κενά ή να μας πει τι πρέπει να κάνουμε. Αγαπάμε κάτι αληθινά, μόνο αποδεχόμενοι αυτό που είναι. 

Μόνο αν αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είναι, συμπεριλαμβανομένων των πληγών μας, θα μπορέσουμε να είμαστε κύριοι της ζωής μας. Και γι’ αυτό πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Κι έτσι, οι άλλοι θα μπορέσουν να αγαπήσουν το πρόσωπο που πραγματικά είμαστε και όχι ένα προσωπείο που έχουμε δημιουργήσει.

Ένα γνωστό τάνγκο με στίχους του Κάρλος Αντρές Μπαρ λέει: «Δε θα μπορέσω να γίνω καλύτερος, αν και το θέλεις αφού με παροτρύνεις ν’ αλλάξω, δε θα μπορέσω να γίνω καλύτερος, αν και το θέλω, και για τη δική σου αγάπη και για τη δική μου. Αγάπα με όπως είμαι, με την αγάπη μου και τα πιστεύω μου, αγάπα με όπως είμαι, με την ενοχή μου και τη μνησικακία μου, μην περιμένεις από μένα, για να μ’ αγαπήσεις, να πάψω να είμαι εγώ».

ΠΗΓΗ