Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Εσωτερική ομορφιά





Ήταν ένα κακοντυμένο και απεριποίητο παιδάκι που πήγαινε σχολείο. Ήταν Σεπτέμβρης και τα παιδιά είχαν κιόλας αρχίσει να ψιθυρίζουν τα σχέδιά τους για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, και αυτό έκανε τους μήνες του χειμώνα μέχρι τα Χριστούγεννα να φαίνονται ατελείωτοι. Κάθε μέρα που περνούσε τα παιδιά γίνονταν όλο και πιο ανυπόμονα, προσμένοντας το τελικό χτύπημα του κουδουνιού. Και μόλις αυτό χτυπούσε, καθένα έτρεχε να βάλει το παλτό του και να πάει σπίτι του.
Όλα, εκτός από τον Νίκο. Ένα αγοράκι με ανάκατα σκούρα μαλλιά και τριμμένα ρούχα. Ο δάσκαλος συχνά απορούσε για το τι είδους οικογενειακή ζωή περνούσε ο μικρός, κι αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατό μια μάνα να στέλνει το παιδί της σχολείο χειμωνιάτικα χωρίς παλτό, μπότες και γάντια.
Υπήρχε όμως κάτι που έκανε τον Νίκο ξεχωριστό. Ο Νίκος ήταν πάντα χαμογελαστός. Πάντα πρόθυμος να βοηθήσει και δεν πέρασε μέρα χωρίς να μείνει μετά το σχόλασμα για να ισιώσει τα καθίσματα και να καθαρίσει τα σκουπίδια που είχαν μείνει στην τάξη. Ποτέ δεν μιλούσε με τον δάσκαλό του όταν έμενε να καθαρίσει, απλά του χαμογελούσε και ρωτούσε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Μετά του έλεγε και ένα «ευχαριστώ» επειδή τον άφηνε να κάτσει κι αναχωρούσε αργά για το σπίτι του.
Πέρασαν οι βδομάδες, κι η ανυπομονησία για τα ερχόμενα Χριστούγεννα είχε εξελιχθεί σε αναταραχή, μέχρι την τελευταία σχολική μέρα πριν από τις διακοπές. Καθώς χτύπησε το κουδούνι, ο δάσκαλος χαμογέλασε με ανακούφιση βλέποντας και το τελευταίο παιδί που έτρεχε να φύγει. Γύρισε πίσω το κεφάλι του και είδε τον Νίκο να στέκεται ήσυχα κοντά του.
«Δεν βιάζεσαι να πας σπίτι σου;», τον ρώτησε.
«Όχι» του απάντησε ήσυχα.
Κι ενώ ετοιμαζόταν να πάει κι εκείνος στο σπίτι του, του είπε «Έλα τώρα, θα έλεγα πως οι καρέκλες και τα σκουπίδια μπορούν να περιμένουν. Γιατί δεν πας γρήγορα σπίτι σου;»
«Έχω κάτι για σας», είπε κι έφερε μπροστά του ένα κουτάκι τυλιγμένο σε κοινό χαρτί και δεμένο με σπάγκο, κι ενώ του το έδινε, είπε με βιασύνη, «Ανοίξτε το». Ο δάσκαλος πήρε το κουτί, τον ευχαρίστησε και το ξετύλιξε αργά – αργά. Προς πολύ μεγάλη του έκπληξη, δεν είδε τίποτε μέσα. Γύρισε στον Νίκο, το άδειο κουτί, και του είπε «Ωραίο το κουτί, Νίκο, αλλά είναι άδειο».
«Όχι, όχι, δεν είναι άδειο», είπε ο Νίκος. «Είναι γεμάτο αγάπη. Η μάνα μου μού είχε πει, πριν πεθάνει, ότι η αγάπη είναι κάτι που δεν μπορούμε να το δούμε και να το αγγίξουμε, εκτός αν είμαστε βέβαιοι ότι βρίσκεται εδώ… δεν την βλέπετε;»
Ο δάσκαλος συγκινήθηκε καθώς κοιτούσε αυτό το περήφανο βρώμικο πρόσωπο, που τόσο σπάνια πρόσεχε παλαιότερα. «Ναι Νίκο, την βλέπω» απάντησε, «και σ’ ευχαριστώ».
Από εκείνη την μέρα και μετά, ο δάσκαλος με τον Νίκο έγιναν πολύ καλοί φίλοι και από τότε ο δάσκαλος πήρε ένα σπουδαίο μάθημα.

Ποτέ πια δεν άφησε να παρασυρθεί από τα αχτένιστα μαλλιά κάποιου άλλου ανθρώπου. Πάντα θυμόταν το βαθύ νόημα που έκρυβε εκείνο το μικρό άδειο κουτί που από τότε διακοσμούσε για πολλά χρόνια την έδρα του.

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Το πετράδι της σοφής γυναίκας





Μια φορά κι έναν καιρό, μια σοφή γυναίκα που ταξίδευε στα βουνά βρήκε έναν πολύτιμο λίθο σ’ ένα ρυάκι. Την επόμενη μέρα συνάντησε έναν άλλον ταξιδιώτη που πεινούσε και η σοφή γυναίκα άνοιξε την τσάντα της για να μοιραστεί το φαγητό της μαζί του. Ο πεινασμένος ταξιδιώτης είδε τον πολύτιμο λίθο και ζήτησε από τη γυναίκα να του τον δώσει. Αυτή το έκανε χωρίς να διστάσει. Ο ταξιδιώτης έφυγε χαρούμενος για την καλή του τύχη. Ήξερε πως ο λίθος άξιζε τόσα που θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια όλη του τη ζωή.
Όμως, λίγες μέρες αργότερα, γύρισε πίσω για να επιστρέψει τον λίθο στη σοφή γυναίκα. «Αναρωτιέμαι…», της είπε. «Γνωρίζω πόσο πολύτιμη είναι αυτή η πέτρα, αλλά στην δίνω πίσω με την ελπίδα ότι μπορείς να μου δώσεις κάτι ακόμα πιο πολύτιμο. Δώσε μου αυτό που έχεις, που σου έδωσε τη δυνατότητα να μου δώσεις αυτήν την πέτρα».



Η γενναιοδωρία είναι η δύναμη των αδυνάτων….

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Η πραγματική ευτυχία και ευημερία





Κάποιος πλούσιος παρακάλεσε έναν δάσκαλο του Ζεν να γράψει κάτι που να προωθήσει την ευημερία της οικογένειας του για τα επόμενα χρόνια. Θα έπρεπε να είναι κάτι που τα μέλη της οικογένειας θα μπορούσαν να έχουν σε εκτίμηση και να το θεωρούν σαν καθοδήγηση για τις επόμενες γενιές.
Και τότε ο δάσκαλος έγραψε πάνω σ’ ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί, «Ο πατέρας πεθαίνει, ο γιος πεθαίνει, ο εγγονός πεθαίνει».
Ο άνθρωπός μας έγινε έξαλλος όταν το διάβασε. «Σου ζήτησα να γράψεις κάτι που θα έφερνε ευτυχία και ευημερία στην οικογένειά μου, γιατί μου δίνεις κάτι τόσο καταθλιπτικό;»

«Αν ο γιος σου πεθάνει πριν από σένα», είπε ο δάσκαλος, «αυτό θα αποτελέσει ανυπέρβλητη θλίψη για την οικογένειά σου. Αν πεθάνει ο εγγονός σου πριν από τον γιο σου, κι αυτό επίσης θα φέρει μεγάλη λύπη. Αν όμως η οικογένειά σου, γενιά μετά τη γενιά, φεύγει με τη σειρά που σου γράφω, αυτό θα αποτελέσει τη φυσική πορεία της ζωής. Κι αυτό αποτελεί την αληθινή ευτυχία και ευημερία».

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Ένας μεγάλος ζωγράφος





Ζούσε κάποτε ένας μεγάλος ζωγράφος. Οι ζωγραφιές του άρεσαν σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά. Ο βασιλιάς της χώρας τον είχε επίσης τιμήσει με το κρατικό βραβείο τελειότητας.
Ο ζωγράφος αυτός είχε διαμορφώσει με τα χρόνια ένα ξεχωριστό στυλ ζωγραφικής, το οποίο αποτελούσε μαρτυρία της τελειότητας του στον τομέα αυτόν. Η σκληρή δουλειά του, η αφοσίωση και η αφιέρωσή του πάνω στο αντικείμενο ήταν παράδειγμα για όλους. Είχε ανοίξει μια σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδασκε τις πιο λεπτές πτυχές της τέχνης του στους εκλεκτούς μαθητές του. Δεν υπήρχε προκαθορισμένος οδηγός σπουδών ή διάρκεια φοίτησης σ’ αυτήν τη σχολή. Είχε αναπτύξει δικές του μεθόδους αξιολόγησης, οι οποίες ήταν μοναδικές, όπως μοναδικό ήταν και το στυλ της ζωγραφικής του.
Ένας από τους μαθητές του στη σχολή Καλών Τεχνών, ήταν άνδρας ανυπόμονος. Είχε ταλαντούχο χέρι και είχε προοδεύσει πολύ πιο γρήγορα από τους άλλους μαθητές με πραγματικά σκληρή δουλειά, αφοσίωση και φαντασία. Ο δάσκαλος ήταν επίσης πολύ ευχαριστημένος με την πρόοδο του μαθητή του.
Έχοντας κερδίσει πολλούς επαίνους και εκτίμηση για τη δουλειά του, ο μαθητής πρόσμενε ανυπόμονα τη μέρα που ο δάσκαλος θα τον αναγνώριζε σαν απόφοιτο και θα μπορούσε έτσι να αρχίσει το ταξίδι του ως καλλιτέχνης.
Μια μέρα ρώτησε πολύ ευγενικά τον δάσκαλο πότε θα ήταν σε θέση να δώσει και τις τελευταίες εξετάσεις στη Σχολή. Εκείνος του χαμογέλασε και είπε: «Είσαι ένας από τους πιο πολλά υποσχόμενους και αγαπητούς μαθητές μου. Τα έχεις πάει καλά, έχεις μάθει όλες τις πλευρές της τέχνης της ζωγραφικής σε πολύ λίγο χρόνο. Νομίζω ότι είναι ώρα να δώσεις και τις τελευταίες σου εξετάσεις».
«Υπόδειξέ μου, αν έχεις την καλοσύνη, ποιο είναι το αντικείμενο των εξετάσεων, δάσκαλε!» Του ήταν δύσκολο να κρύψει τη χαρά και την ανυπομονησία του.
Ο δάσκαλος του είπε: «Θέλω να ετοιμάσεις έναν πίνακα, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ο καλύτερός σου πίνακας και ο οποίος θα κέρδιζε τις καρδιές όλων. Με την ησυχία σου φτιάξε ένα πραγματικό αριστούργημα».
Ο μαθητής δούλεψε μέρα και νύχτα για πολλές μέρες, ετοίμασε έναν από τους καλύτερος πίνακές του και τον υπέβαλε στον δάσκαλο. Εκείνος με τη σειρά του του υπέδειξε: «Τώρα πήγαινέ τον στην κεντρική πλατεία της πόλης, ώστε να βρίσκεται σε δημόσια θέα. Άφησε τους άλλους να δουν το έργο σου. Γράψε κάτω από τον πίνακα με μεγάλα γράμματα ότι το έργο εκτίθεται στην κρίση των πολιτών και ότι ο καλλιτέχνης θα ήταν υπόχρεος, αν αυτοί που έβλεπαν το έργο σημείωναν τα λάθη που θα έβρισκαν πάνω στον πίνακα βάζοντας ένα ‘Χ’.
Ο μαθητής έκανε ακριβώς όπως του υπέδειξε ο δάσκαλός του. Έβαλε το έργο σε θέση περίβλεπτη στην κεντρική αγορά της πόλης με το μήνυμα ώστε να το βλέπουν όλοι.
Δυο μέρες αργότερα ο δάσκαλος του ζήτησε να φέρει τον πίνακα για αποτίμηση.
Ο μαθητής στον δρόμο για την κεντρική πλατεία ήταν ενθουσιασμένος, απογοητεύτηκε όμως, όταν είδε το έργο του παραμορφωμένο έτσι καθώς ήταν γεμάτα ‘Χ’. Η αποτυχία του φάνταζε επικείμενη, καθώς ξεκίνησε για τη Σχολή.
Έδειξε τον πίνακα στον δάσκαλο με βαριά καρδιά. Αλλά ο δάσκαλος ήταν ήρεμος και συγκρατημένος. Τον συμβούλεψε να μην αποκαρδιώνεται και να ξανακάνει άλλη μια προσπάθεια.
Εκείνος έφτιαξε άλλο ένα αριστούργημα και ο δάσκαλος επανέλαβε τις οδηγίες που είχε δώσει και την προηγούμενη φορά αλλά με μια διαφορά στην τελευταία γραμμή. Αυτή τη φορά του ζήτησε να τοποθετήσει χρώματα και πινέλα δίπλα στον πίνακα. Το μήνυμα ζητούσε από τους θεατές να βρουν λάθη, αλλά και να τα διορθώσουν με τη βοήθεια του ζωγραφικού υλικού.
Μετά από δυο ημέρες, όταν ο μαθητής έφτασε στην κεντρική πλατεία για να πάρει πίσω τον πίνακα, μια ευχάριστη έκπληξη τον περίμενε, καθώς διαπίστωσε ότι ούτε ένα λάθος δεν είχε σημειωθεί στο έργο, ενώ το ζωγραφικό υλικό βρισκόταν στο πλάι ανέπαφο.
Γεμάτος σιγουριά και χαρά παρουσίασε τον πίνακα στον δάσκαλό του. Εκείνος χαμογέλασε ξανά και είπε: «Η εκπαίδευσή σου ολοκληρώθηκε τώρα από όλες τις απόψεις, με το τελευταίο μάθημα που πήρες σήμερα».
Ο μαθητής άκουγε προσεκτικά γεμάτος έκσταση, καθώς ο δάσκαλος συνέχισε: «Αγαπητό μου παιδί, δεν είναι αρκετό να γίνεις κύριος της τέχνης μόνο, αν φιλοδοξείς να γίνεις μεγάλος και τρανός σ’ αυτόν τον χώρο. Σου είναι απαραίτητο να μάθεις επίσης ότι οι άνθρωποι, γενικά, έχουν την τάση να ασκούν κριτική στους άλλους με την πρώτη ευκαιρία, ακόμα κι αν δεν γνωρίζουν τίποτα σχετικά με το θέμα.
Αν επιλέξεις να σε κρίνει ο κόσμος, πάντα θα απογοητεύεσαι. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να κρίνουν και να κάνουν παρατηρήσεις στους άλλους, χωρίς γνησιότητα και σοβαρότητα.
Ο κόσμος γέμισε τον πρώτο πίνακα με ‘Χ’, καθώς δεν είχαν τίποτα να χάσουν. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς αποδεδειγμένα δεν είχαν την ικανότητα ή τη γνώση να εκτιμήσουν το έργο σου. Και όμως έκαναν χρήση της ευκαιρίας που τους παρουσιάστηκε.
Αλλά, όταν ζητήθηκε απ’ αυτούς τους ίδιους όχι μόνο να αποτιμήσουν και να βρουν λάθη, αλλά και να τα διορθώσουν, κανείς απ’ αυτούς δεν έκανε μπροστά. Αυτή τη φορά διακινδύνευαν τις γνώσεις του και τις ικανότητές τους. Δεν τόλμησαν να υποστούν την απώλεια των μεν ή των δε. Γι’ αυτό και επέλεξαν να μείνουν μακριά».
Συνέχισε: «Έτσι, αγαπημένο μου παιδί, το έργο σου, οι δεξιότητες σου, η γνώση σου, η επένδυσή σου στον χώρο της Τέχνης είναι ένα σημαντικό προϊόν της σκληρής δουλειάς και της ειλικρινούς προσπάθειάς σου. Μην το δώσεις στους άλλους χωρίς αντάλλαγμα. Αλλιώς θα του φερθούν, όπως φέρθηκα και στον πρώτο πίνακα.
Γίνε κριτής του εαυτού σου και παζάρεψε τις αρετές σου με τον κόσμο με τρόπο ακριβοδίκαιο και σωστό. Σε διαβεβαιώνω ότι ποτέ δεν θα απογοητευθείς από τον εαυτό σου ή τη δουλειά σου.
Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό: Αυτό σημαίνει ότι κι εσύ δεν θα κρίνεις τη δουλειά των άλλων! Ο Θεός να σε ευλογεί, παιδί μου!»
Ο μαθητής ήταν συγκινημένος και πλημμυρισμένος από ευγνωμοσύνη για τον δάσκαλό του. Είχε καταλάβει ότι η εκπαίδευση και η εξάσκησή του θα ήταν ημιτελείς χωρίς αυτό το τελευταίο μάθημα.


Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Ο λαθρέμπορος





Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πονηρός λαθρέμπορος που έμπαινε στα σύνορα με ένα γάιδαρο. Το γαϊδούρι ήταν φορτωμένο με άχυρο. Ο τελωνειακός υπάλληλος υποπτευόμενος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, έψαχνε εξονυχιστικά το άχυρο για να βρει τα λαθραία. Δεν κατάφερνε όμως να βρει κάτι, παρά τα συνεχόμενα ταξίδια του υπόπτου.
Κάθε φορά που έμπαινε με το γαϊδούρι στα σύνορα, ο τελωνειακός έψαχνε, έψαχνε αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αυτή η δουλειά γινόταν για περισσότερα από δέκα χρόνια!
Όταν ο τελωνειακός συνταξιοδοτήθηκε, έτυχε να συναντήσει στον δρόμο τον λαθρέμπορο και τον ρώτησε: «Σε παρακαλώ, πες μου. Σε ικετεύω! Τι ήταν αυτό που έφερνες λαθραία στη χώρα όλα αυτά τα χρόνια;»
«Γαϊδούρια», του απάντησε ο λαθρέμπορος.



Ένα σφάλμα που κάνουμε στη ζωή μας εμείς οι άνθρωποι είναι ότι βλέποντας το δέντρο, χάνουμε το δάσος….

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Ο βράχος






Ένας γέρος γεωργός για χρόνια όργωνε κοντά σε έναν μεγάλο βράχο σε κάποιο από τα χωράφια του. Είχε σπάσει πολλά υνιά και ένα τρακτέρ και είχε μάλλον απογοητευτεί με τον βράχο.
Αφού έσπασε άλλο ένα υνί μια μέρα και αφού θυμήθηκε όλους τους μπελάδες που του προξένησε ο βράχος όλα αυτά τα χρόνια, τελικά πήρε την απόφαση να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Όταν έβαλε τον λοστό κάτω από τον βράχο, εξεπλάγη καθώς ανακάλυψε ότι είχε μόνο έξι πόντους πάχος και ότι θα μπορούσε εύκολα να τον σπάσει με μια βαριοπούλα. Καθώς μετέφερε με την καρότσα τα κομμάτια του βράχου χαμογέλασε φέρνοντας στο μυαλό του όλους τους μπελάδες που του είχε προκαλέσει ο βράχος τόσα χρόνια και το πόσο εύκολο θα ήταν να είχε απαλλαγεί νωρίτερα απ’ αυτόν.


Στη ζωή αυτή τίποτα δεν διαρκεί για πάντα…

Επιλέγω να θεωρήσω οριστικό το προσωρινό ή επιλέγω να θεωρήσω προσωρινό το προσωρινό….

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Το τραπέζι





Ένας φουκαράς γέρος πήγε να μείνει με τον γιο του, τη νύφη του και τον τετράχρονο εγγονό του. Τα χέρια του γεροντάκου έτρεμαν, τα μάτια του δεν έβλεπαν καλά κι η περπατησιά του ήταν διστακτική. Η οικογένεια έτρωγε όλη μαζί στο τραπέζι, όμως τα πράγματα τα έκαναν δύσκολα τα τρεμουλιάρικα χέρια και η αδύνατη όραση του παππού. Απ’ το κουτάλι του έπεφτε στο πάτωμα φαγητό, όταν έπιανε το ποτήρι με το νερό πιτσίλιζε το τραπεζομάντιλο κι ο γιος κι νύφη ταράζονταν με όλη αυτή την ανακατωσούρα.
«Πρέπει να κάνουμε κάτι με τον παππού» είπε ο γιος. «Φτάνει πια το λερωμένο τραπεζομάντιλο, το μάσημα όλο σαματά και το φαγητό στο πάτωμα». Κι έτσι το ζευγάρι έβαλε ένα μικρό τραπεζάκι σε μια γωνιά όπου ο παππούς έτρωγε μόνος του την ώρα που η υπόλοιπη οικογένεια απολάμβανε το φαγητό της. Κι όταν πια ο παππούς έσπασε ένα – δύο πιάτα, του σερβίριζαν το φαγητό του σ’ ένα ξύλινο μπολ. Όταν οι υπόλοιποι έριχναν καμιά ματιά προς τη μεριά του παππού έβλεπαν μερικές φορές ένα δάκρυ στα μάτια του παππού που καθόταν μονάχος. Παρόλα αυτά τα μόνα λόγια που έλεγαν του παππού ήταν παρατηρήσεις για το πεσμένο πιρούνι ή τα σκόρπια στο πάτωμα φαγητά. Ο τετράχρονος μικρός τα έβλεπε όλα αυτά σιωπηλός.
Μια βραδιά, πριν από το δείπνο, ο πατέρας παρατήρησε τον μικρό να παίζει στο πάτωμα με κάτι μικρά κομμάτια ξύλο. Ρώτησε γλυκά τον γιο του, «Τι φτιάχνεις εκεί;» Το ίδιο γλυκά ο γιος απάντησε, «Φτιάχνω ένα μπολ για σένα και τη μαμά μου για να τρώτε όταν θα μεγαλώσω» και με ένα χαμόγελο ξανάπεσε στη δουλειά του. Οι γονείς έχασαν τη μιλιά τους και μετά από τα μάτια τους άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. Αν και δεν άλλαξαν κουβέντα, κατάλαβαν κι οι δυο τους τι έπρεπε να γίνει.

Το ίδιο βράδυ ο πατέρας πήρε ευγενικά τον παππού απ’ το χέρι και τον οδήγησε στο τραπέζι της οικογένειας. Για την υπόλοιπη ζωή του έτρωγε μαζί με την οικογένεια σε όλα τα γεύματα. Και μάλιστα για κάποιο μυστηριώδη λόγο, ούτε ο ένας, ούτε η άλλη ενδιαφέρθηκαν πια για το πεσμένο πιρούνι, τα φαγητά που έπεφταν στο πάτωμα ή το λερωμένο τραπεζομάντιλο.

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Τα νέα παπούτσια





Ήταν μια παγωμένη μέρα του Δεκέμβρη κι ένα αγοράκι κοντά στα 10 του χρόνια στάθηκε μπροστά στη βιτρίνα ενός καταστήματος που πουλούσε παπούτσια στην κεντρική λεωφόρο. Το παιδάκι ήταν ξυπόλητο, έτρεμε απ’ το κρύο και κοιτούσε τα παπούτσια στη βιτρίνα, όταν μια κυρία το πλησίασε και του είπε «Γιατί κοιτάζεις τόσο έντονα, μικρέ μου, τη βιτρίνα;»
«Παρακαλούσα τον Θεό να μου δώσει ένα ζευγάρι παπούτσια», απάντησε το αγόρι. Η κυρία το πήρε απ’ το χέρι, μπήκαν στο κατάστημα και ζήτησε απ’ τον υπάλληλο να της φέρει έξι ζευγάρια κάλτσες για το παιδί. Μετά ρώτησε αν μπορούσαν να της παραχωρήσουν κάποια λεκάνη και μια πετσέτα κι ο υπάλληλος της τα έφερε πρόθυμα. Εκείνη πήρε τον μικρό στο πίσω μέρος του μαγαζιού, έβγαλε τα γάντια της, γονάτισε κι έπλυνε τα παγωμένα ποδαράκια του κι ύστερα τα σκούπισε με την πετσέτα.
Πάνω στην ώρα ο υπάλληλος ήρθε με τις κάλτσες. Αφού του φόρεσε το ένα ζευγάρι κάλτσες, του παρήγγειλε κι ένα ζευγάρι παπούτσια και του τα φόρεσε. Του έκανε δέμα κι όλες τις υπόλοιπες κάλτσες και του τις έδωσε. Έπειτα, χαϊδεύοντας το παιδί τρυφερά στο κεφάλι, το ρώτησε «Είμαι βέβαιη ότι τώρα θα αισθάνεσαι καλύτερα, έτσι δεν είναι;»
Καθώς η γυναίκα έκανε να φύγει, κατάπληκτος ο μικρός την έπιασε απ’ το χέρι, την κοίταξε κατάματα και με δάκρυα απάντησε στην ερώτησή της μ’ αυτά τα λόγια:

«Μήπως είστε η Γυναίκα του Θεού;»

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Δες το θετικά...





Κάποτε, στην κορυφή ενός λόφου στέκονταν τρία μικρά δέντρα και ονειρεύονταν τι ήθελαν να γίνουν όταν μεγαλώσουν. Το πρώτο κοίταξε ψηλά τα αστέρια και είπε: «Θέλω να φυλάω έναν θησαυρό. Θέλω να είμαι καλυμμένο με χρυσάφι και γεμάτο πολύτιμους λίθους. Θα είμαι το πιο όμορφο θησαυροφυλάκιο στον κόσμο!»
Το δεύτερο κοίταξε μακριά ένα μικρό ποταμάκι που αργοκυλούσε στον δρόμο του για τη θάλασσα. «Εγώ θέλω να ταξιδεύω τις μεγάλες θάλασσες και να μεταφέρω δυνατούς βασιλιάδες. Θα είμαι το πιο δυνατό καράβι στον κόσμο!»
Το τρίτο δέντρο κοίταξε χαμηλά στην κοιλάδα από κάτω, όπου δραστήριοι άνδρες και γυναίκες δούλευαν σε μια πόλη γεμάτη ζωντάνια. «Εγώ δεν θέλω να αφήσω την κορφή του βουνού. Θέλω να γίνω τόσο ψηλό που, όταν σταματούν οι άνθρωποι για να με κοιτάξουν, θα σηκώσουν τα μάτια τους στον ουρανό και θα σκέφτονται τον Θεό. Θα είμαι το ψηλότερο δέντρο στον κόσμο».
Τα χρόνια πέρασαν. Ήρθε η βροχή, βγήκε ο ήλιος και τα μικρά δέντρα ψήλωσαν. Μια μέρα τρεις ξυλοκόποι ανέβηκαν στο βουνό. Ο πρώτος κοίταξε το πρώτο δέντρο και είπε: «Αυτό το δέντρο είναι όμορφο. Είναι ακριβώς αυτό που θέλω», και με μια κίνηση του αστραφτερού τσεκουριού του το δέντρο έπεσε. «Τώρα θα με κάνουν ένα όμορφο μπαούλο και θα φυλάω θαυμάσιους θησαυρούς!», είπε το πρώτο δέντρο.
Ο δεύτερος ξυλοκόπος κοίταξε το δεύτερο δέντρο και είπε: «Αυτό το δέντρο είναι δυνατό. Είναι ακριβώς αυτό που θέλω», και με μια κίνηση του αστραφτερού του τσεκουριού έπεσε το δεύτερο δέντρο. «Τώρα θα ταξιδέψω τις μεγάλες θάλασσες!», σκέφτηκε εκείνο, «Θα γίνω δυνατό καράβι για δυνατούς βασιλιάδες!»
Το τρίτο δέντρο απογοητεύτηκε, όταν ο τελευταίος ξυλοκόπος κοίταξε κατά το μέρος του. Στεκόταν ευθύ και ψηλό και σημάδευε γενναία τον ουρανό. Ο ξυλοκόπος κοίταξε ψηλά και μουρμούρισε «Οποιοδήποτε δέντρο μου κάνει». Με μια κίνηση του αστραφτερού του τσεκουριού έπεσε και το τρίτο δέντρο.
Το πρώτο δέντρο χάρηκε, όταν ο ξυλοκόπος το πήγε στον ξυλουργό. Αλλά εκείνος το έκανε παχνί για τα ζώα. Το άλλοτε όμορφο δέντρο δεν καλύφθηκε με χρυσό ούτε με θησαυρό. Το επένδυσαν με πριονίδια και το γέμισαν σανό για να τρώνε τα πεινασμένα ζώα μέσα σε έναν στάβλο.
Το δεύτερο δέντρο χαμογέλασε, όταν ο ξυλοκόπος το πήγε στο ναυπηγείο, όμως κανένα δυνατό καράβι δεν φτιάχτηκε εκείνη τη μέρα. Αντί γι’ αυτό το άλλο δέντρο με το σφυρί και το πριόνι έγινε μια βάρκα για ψάρεμα. Παραήταν μικρή και αδύναμη για να περάσει τους ωκεανούς ή ακόμα και ένα ποτάμι. Παρά μονάχα το πήγαν σε μια μικρή λίμνη.
Το τρίτο δέντρο μπερδεύτηκε, όταν ο ξυλοκόπος το έκοψε σε δυνατά δοκάρια και το άφησε στο ξυλουργείο. «Τι έγινε;», αναρωτήθηκε το ψηλό αυτό δέντρο, «Αυτό που ήθελα πάντα ήταν να στέκομαι στην κορφή του βουνού και να δείχνω τον Θεό…»
Πολλές μέρες και νύχτες πέρασαν. Τα τρία δέντρα σχεδόν ξέχασαν τα όνειρά τους. Αλλά μια νύχτα, χρυσό φεγγαρόφως ξεχύθηκε πάνω στο πρώτο δέντρο καθώς μια νεαρή γυναίκα απόθεσε το νεογέννητο μωρό της μέσα στη φάτνη. «Μακάρι να μπορούσα να του φτιάξω μια κούνια», ψιθύρισε ο άνδρας της. Η μητέρα έσφιξε το χέρι του και χαμογέλασε καθώς το φεγγαρόφωτο έλαμψε πάνω στο λείο και στιβαρό ξύλο. «Αυτή η φάτνη είναι όμορφη», είπε. Και ξαφνικά το πρώτο δέντρο κατάλαβε ότι κρατούσε τον μεγαλύτερο θησαυρό του κόσμου.
Ένα βράδυ, ένας κουρασμένος ταξιδιώτης και οι φίλοι του μπήκαν σε μια παλιά ψαρόβαρκα. Ο ταξιδιώτης αποκοιμήθηκε καθώς το δεύτερο δέντρο άνοιξε ήσυχα τα πανιά του μέσα στη λίμνη. Γρήγορα σηκώθηκε σφοδρή καταιγίδα γεμάτη κεραυνούς. Το μικρό δέντρο λύγισε απ’ τον φόβο. Ήξερε ότι δεν είχε τη δύναμη να μεταφέρει τόσους πολλούς επιβάτες με ασφάλεια μες στον αέρα και στη βροχή.
Ο κουρασμένος άνδρας ξύπνησε. Σηκώθηκε, άπλωσε το χέρι του και είπε: «Ησύχασε…!» Η καταιγίδα σταμάτησε τόσο γρήγορα όσο ξεκίνησε. Και ξαφνικά το δεύτερο δέντρο κατάλαβε ότι μετέφερε τον βασιλιά του ουρανού και της γης.
Μια Παρασκευή πρωί, το τρίτο δέντρο ξαφνιάστηκε, όταν τράβηξαν το δοκάρι του από τον ξεχασμένο σωρό με τα ξύλα. Δείλιασε, καθώς το μετέφεραν μέσα από τους χλευασμούς του αγριεμένου πλήθους. Τρόμαξε, όταν οι στρατιώτες κάρφωσαν τα χέρια ενός άντρα πάνω του. Ένιωσε άσχημο, τραχύ και σκληρόκαρδο. Αλλά την Κυριακή το πρωί, όταν ανέτειλε ο ήλιος και η γη κάτω απ’ το δέντρο άρχισε να τρέμει με χαρά, το τρίτο δέντρο ήξερε ότι η αγάπη του Θεού είχε αλλάξει τα πάντα. Είχε κάνει το τρίτο δέντρο δυνατό. Και κάθε φορά που οι άνθρωποι σκέφτονταν το τρίτο δέντρο, σκέφτονταν τον Θεό. Αυτό ήταν καλύτερο από το να είναι το ψηλότερο δέντρο στον κόσμο…



Την επόμενη φορά που θα νιώσετε θλίψη επειδή δεν γίνατε αυτό που θέλατε, απλά μείνετε στη θέση σας και νιώστε ευτυχισμένοι γιατί κάποιος, κάπου αλλού ίσως, σκέφτεται κάτι καλύτερο να σας δώσει… 


Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Έχεις δύο επιλογές...





Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι με το όνομα Λευτέρης. Είχε πάντα καλή διάθεση και πάντα είχε κάτι θετικό να πει. Όταν κάποιος τον ρωτούσε τι έκανε, αυτός απαντούσε: «Αν ήμουν καλύτερα, θα ήμουν δίδυμος!»
Ο Λευτέρης εργαζόταν ως μάνατζερ σε κάποιο εστιατόριο και είχε μερικά γκαρσόνια που τον είχαν ακολουθήσει από εστιατόριο σε εστιατόριο. Ο λόγος για τον οποίο τον είχαν ακολουθήσει, ήταν η συμπεριφορά του. Από τη φύση του ήταν παρακινητικός. Αν κάποιος υπάλληλος είχε μια κακή μέρα, ο Λευτέρης του συμπαραστεκόταν λέγοντάς του πώς να βλέπει τη θετική πλευρά των πραγμάτων.
Η συμπεριφορά αυτή του Λευτέρη κίνησε την περιέργεια ενός φίλου του κι έτσι μια μέρα τον πλησίασε και τον ρώτησε: «Δεν μπορώ να καταλάβω! Πώς γίνεται να είσαι θετικός όλη την ώρα;»
Εκείνος αποκρίθηκε: «Κάθε πρωί ξυπνάω και λέω στον εαυτό μου: ¨Λευτέρη, έχεις δύο επιλογές σήμερα. Μπορείς να επιλέξεις να έχεις καλή διάθεση και μπορείς να επιλέξεις να έχεις κακή διάθεση¨. Εγώ επιλέγω να έχω καλή διάθεση. Κάθε φορά που συμβαίνει κάτι άσχημο, μπορώ να επιλέξω να είμαι θύμα ή μπορώ να επιλέξω να μάθω απ’ αυτό. Εγώ επιλέγω να μάθω. Κάθε φορά που μου παραπονιέται κάποιος, μπορώ να επιλέξω να δεχτώ τα παράπονά του ή μπορώ να τονίσω την θετική πλευρά της ζωής. Εγώ επιλέγω τη θετική πλευρά της ζωής».
«Ναι, αλλά δεν είναι τόσο εύκολο», διαμαρτυρήθηκε ο φίλος του.
«Κι όμως, είναι», είπε ο Λευτέρης. «Η ζωή δεν είναι παρά επιλογές. Όταν διώχνεις όλα τα άχρηστα από τη ζωή σου, κάθε κατάσταση είναι και μια επιλογή. Εσύ επιλέγεις πώς να αντιδράς στις καταστάσεις. Εσύ επιλέγεις τον βαθμό που οι άλλοι άνθρωποι θα επηρεάσουν την διάθεσή σου. Εσύ επιλέγεις να είσαι είτε σε καλή είτε σε κακή διάθεση. Βασικά, εσύ επιλέγεις πώς ζεις τη ζωή σου».
Ο άλλος αναλογίστηκε αυτά που του είπε. Μετά από λίγο καιρό ο Λευτέρης άφησε το εστιατόριο για να ανοίξει τη δική του επιχείρηση. Οι δυο φίλοι έχασαν την επαφή τους, όμως τα λόγια του Λευτέρη έμειναν βαθιά χαραγμένα στο μυαλό του φίλου του.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Λευτέρης έκανε κάτι που ποτέ δεν πρέπει να κάνεις σε μια επιχείρηση εστιατορίων: άφησε την πίσω πόρτα ανοιχτή ένα πρωί και βρέθηκε με το πιστόλι στον κρόταφο από τρεις ένοπλους ληστές. Ενώ προσπαθούσε να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο κι ενώ έτρεμε ολόκληρος έκανε λάθος στον συνδυασμό. Οι ληστές πανικοβλήθηκαν και τον πυροβόλησαν.
Ευτυχώς τον βρήκαν σχετικά γρήγορα και τον μετέφεραν εσπευσμένα στο τοπικό νοσοκομείο. Μετά από χειρουργική επέμβαση 18 ωρών και εβδομάδων εντατικής θεραπείας, ο Λευτέρης πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο παρόλο που είχε θραύσματα από σφαίρες ακόμα στο σώμα του.
Οι δύο φίλοι συναντήθηκαν ξανά έξι μήνες μετά το ατύχημα. Όταν ο φίλος του τον ρώτησε πως ήταν, εκείνος του αποκρίθηκε: «Αν ήμουν καλύτερα, θα ήμουν δίδυμος! Θες να δεις τις ουλές μου;». Ο φίλος του αρνήθηκε, όμως τον ρώτησε τι είχε περάσει από το μυαλό του όταν ήταν υπό την απειλή του πιστολιού.
«Το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό μου ήταν ότι έπρεπε να είχα κλειδώσει την πίσω πόρτα», απάντησε. «Μετά, καθώς ήμουν πεσμένος στο πάτωμα, θυμήθηκα ότι είχα δύο επιλογές: Μπορούσα να επιλέξω να ζήσω ή μπορούσα να επιλέξω να πεθάνω. Εγώ επέλεξα να ζήσω».
«Δεν φοβήθηκες; Έχασες τις αισθήσεις σου;» τον ρώτησε ο φίλος του.
Ο Λευτέρης συνέχισε: «Οι γιατροί ήταν φοβεροί. Μου έλεγαν συνέχεια ότι θα γίνω καλά. Όταν όμως με μετέφεραν στα επείγοντα και είδα την έκφραση στο πρόσωπο των γιατρών και των νοσοκόμων, φοβήθηκα πραγματικά. Στα μάτια τους διάβαζα: ¨Είμαι νεκρός¨. Ήξερα ότι έπρεπε να αναλάβω δράση».
«Τι έκανες;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο φίλος του.

«Να, ήταν εκεί μια μεγαλόσωμη, στιβαρή νοσοκόμα που μου έκανε ερωτήσεις φωνάζοντας», απάντησε ο Λευτέρης. «Με ρώτησε αν ήμουν αλλεργικός σε κάτι και της είπα ότι ήμουν. Οι γιατροί και οι νοσοκόμες σταμάτησαν περιμένοντας την απάντησή μου. Πήρα μια βαθιά αναπνοή και ξεφώνισα ¨Στις σφαίρες!¨ Ενώ αυτοί γελούσαν, τους είπα: ¨Επιλέγω να ζήσω. Χειρουργήστε με σαν να είμαι ζωντανός και όχι νεκρός¨»

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Καλοσύνη





Πριν πολλά χρόνια ζούσε ένας φτωχός Σκωτσέζος αγρότης που λεγόταν Φλέμινγκ. Μια μέρα, την ώρα που δούλευε για το ψωμάκι τους, άκουσε μια κραυγή που ζητούσε βοήθεια από ένα κοντινό έλος.
Πέταξε τα εργαλεία του και όρμησε στο έλος. Κι εκεί, χωμένο μέχρι το στήθος του μέσα στη λάσπη, βρισκόταν ένα κατατρομαγμένο αγόρι που ούρλιαζε και πάλευε για να γλιτώσει από ένα σίγουρο αργό και τρομαχτικό θάνατο. Ο αγρότης έσωσε τον νεαρό.
Την άλλη μέρα ένα αστραφτερό αμάξι έφτασε στην αυλή του αγρότη κι ένας κομψοντυμένος ευγενής κατέβηκε και συστήθηκε ως ο πατέρας του παιδιού που έσωσε ο φτωχός αγρότης.
«Θα ήθελα να σας προσφέρω κάτι», είπε ο ευγενής, «Σώσατε τη ζωή του παιδιού μου!»
«Όχι, δεν μπορώ να δεχτώ αμοιβή για ότι έκανα», απάντησε ο Σκωτσέζος αγρότης και δεν δέχτηκε την προσφορά.
Τη στιγμή εκείνη ο γιος του αγρότη πρόβαλε από το σπιτάκι τους. «Ο γιος σας είναι;» ρώτησε ο ευγενής.
«Μάλιστα», απάντησε ο γεωργός γεμάτος περηφάνια.
«Έχω να σας προτείνω κάτι. Επιτρέψτε μου να τον πάρω μαζί μου και να του προσφέρω μια καλή μόρφωση. Αν ο νεαρός μας μοιάζει έστω και λίγο του πατέρα του, θα γίνει κάποιος για τον οποίο θα μπορούμε όλοι να είμαστε περήφανοι!»
Και τελικά έτσι έγινε.
Τα χρόνια πέρασαν, ο γιος του αγρότη αποφοίτησε από την Πανεπιστημιακή Ιατρική Σχολή St. Marys του Λονδίνου και προχώρησε μέχρι που έγινε πασίγνωστος σε όλο τον κόσμο με το όνομα Σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ, διότι ανακάλυψε την Πενικιλίνη.
Μερικά χρόνια αργότερα ο γιος του ευγενούς αρρώστησε από πνευμονία και σώθηκε από την Πενικιλίνη.
Το όνομα του ευγενούς; Λόρδος Ράντολφ Τσώρτσιλ, πατέρας τους Σερ Ουίνστον Τσώρτσιλ.
Πέταξε τα εργαλεία του και όρμησε στο έλος. Κι εκεί, χωμένο μέχρι το στήθος του μέσα στη λάσπη, βρισκόταν ένα κατατρομαγμένο αγόρι που ούρλιαζε και πάλευε για να γλιτώσει από ένα σίγουρο αργό και τρομαχτικό θάνατο. Ο αγρότης έσωσε τον νεαρό.
Την άλλη μέρα ένα αστραφτερό αμάξι έφτασε στην αυλή του αγρότη κι ένας κομψοντυμένος ευγενής κατέβηκε και συστήθηκε ως ο πατέρας του παιδιού που έσωσε ο φτωχός αγρότης.
«Θα ήθελα να σας προσφέρω κάτι», είπε ο ευγενής, «Σώσατε τη ζωή του παιδιού μου!»
«Όχι, δεν μπορώ να δεχτώ αμοιβή για ότι έκανα», απάντησε ο Σκωτσέζος αγρότης και δεν δέχτηκε την προσφορά.
Τη στιγμή εκείνη ο γιος του αγρότη πρόβαλε από το σπιτάκι τους. «Ο γιος σας είναι;» ρώτησε ο ευγενής.
«Μάλιστα», απάντησε ο γεωργός γεμάτος περηφάνια.
«Έχω να σας προτείνω κάτι. Επιτρέψτε μου να τον πάρω μαζί μου και να του προσφέρω μια καλή μόρφωση. Αν ο νεαρός μας μοιάζει έστω και λίγο του πατέρα του, θα γίνει κάποιος για τον οποίο θα μπορούμε όλοι να είμαστε περήφανοι!»
Και τελικά έτσι έγινε.
Τα χρόνια πέρασαν, ο γιος του αγρότη αποφοίτησε από την Πανεπιστημιακή Ιατρική Σχολή St. Marys του Λονδίνου και προχώρησε μέχρι που έγινε πασίγνωστος σε όλο τον κόσμο με το όνομα Σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ, διότι ανακάλυψε την Πενικιλίνη.
Μερικά χρόνια αργότερα ο γιος του ευγενούς αρρώστησε από πνευμονία και σώθηκε από την Πενικιλίνη.

Το όνομα του ευγενούς; Λόρδος Ράντολφ Τσώρτσιλ, πατέρας τους Σερ Ουίνστον Τσώρτσιλ.

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Οι ταξιδευτές άγγελοι





Ήταν κάποτε δύο άγγελοι που ταξίδευαν και σταμάτησαν για να περάσουν τη νύχτα τους στο σπίτι μιας πλούσιας οικογένειας. Τα μέλη της οικογένειας ήταν αγενή και δεν ήθελαν να τους φιλοξενήσουν σε κάποιο από τα δωμάτια του αρχοντικού τους. Αντίθετα, οι άγγελοι έμειναν σε έναν μικρό χώρο στο υπόγειο του σπιτιού.
Καθώς έστρωναν για να κοιμηθούν πάνω στο κρύο πάτωμα, ο γηραιότερος άγγελος είδε μια τρύπα στον τοίχο και την επισκεύασε, καλύπτοντάς την. Όταν ο νεαρότερος άγγελος τον ρώτησε γιατί το έκανε αυτό, ο άλλος του απάντησε ότι «Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως δείχνουν».
Την επόμενη νύχτα, οι δύο άγγελοι θέλησαν να ξεκουραστούν στο σπίτι μιας πολύ φτωχής αλλά φιλόξενης οικογένειας αγροτών. Αφού μοιράστηκαν με την οικογένεια το φτωχικό φαγητό τους, το ζευγάρι των αγροτών τους παραχώρησε το κρεβάτι τους για να ξαπλώσουν και να ξεκουραστούν. Μόλις βγήκε ο ήλιος το άλλο πρωί, οι άγγελοι είδαν τον αγρότη και τη γυναίκα του να κλαίνε γιατί η μοναδική τους αγελάδα είχε ψοφήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Ο νεαρός άγγελος θύμωσε πολύ και ρώτησε τον γηραιότερο γιατί να συμβαίνει αυτή η αδικία στους καλούς και φτωχούς αυτούς ανθρώπους. «Η πρώτη οικογένεια είχε τα πάντα και την βοήθησες», τον κατηγόρησε. «Η δεύτερη οικογένεια είχε τόσα λίγα και ήταν τόσο πρόθυμη να τα μοιραστεί και εσύ άφησες την αγελάδα τους να ψοφήσει». «Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως δείχνουν», του απάντησε ο γηραιότερος άγγελος.

«Όταν μείναμε στο υπόγειο του πλούσιου αρχοντικού, παρατήρησα ότι υπήρχε χρυσάφι μέσα σε εκείνη την τρύπα που είχε ανοίξει στον τοίχο. Επειδή, όμως, ο ιδιοκτήτης ήταν τόσο φιλάργυρος, άπληστος και δεν ήθελε να μοιραστεί την καλοτυχία του με άλλους, εγώ σφράγισα τον τοίχο για να μην μπορεί να ανακαλύψει το χρυσάφι. Τη χθεσινή νύχτα που κοιμηθήκαμε στο κρεβάτι των φτωχών αγροτών, ήρθε ο άγγελος του θανάτου για να πάρει τη γυναίκα. Εγώ του έδωσα την αγελάδα για αντάλλαγμα. Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως δείχνουν».

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Ο δρόμος της επιτυχίας





Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος που έψαχνε απεγνωσμένα να βρει την επιτυχία. Σε κάποιο σημείο της αναζήτησής του συναντάει στον δρόμο του έναν γκουρού. Ο άνθρωπος ρωτάει τον γκουρού:
«Κατά που πέφτει η επιτυχία;»
Ο ρασοφόρος σοφός με τη μακριά γενειάδα δεν μιλάει, αλλά δείχνει με το δάχτυλό του προς μια κατεύθυνση πέρα μακριά.
Ο άνθρωπος, κατενθουσιασμένος με την προοπτική μιας γρήγορης και εύκολης επιτυχίας, τρέχει γρήγορα προς την κατεύθυνση αυτή. Ξαφνικά, ακούγεται ένα ηχηρό «Πλατς!!!»
Ο άνθρωπος επιστρέφει λασπωμένος, βρεγμένος, κουτσαίνοντας και ζαλισμένος, έχοντας την υποψία ότι δεν κατάλαβε καλά την απάντηση. Επαναλαμβάνει την ερώτησή του στον γκουρού, ο οποίος και πάλι δείχνει σιωπηλά προς την ίδια κατεύθυνση.
Υπάκουος ο άνθρωπος ξαναφεύγει προς το ίδιο μέρος. Τούτη τη φορά το «πλατς» ξεκουφαίνει, κι όταν πια εκείνος σέρνεται πίσω είναι καταματωμένος, διαλυμένος και εξοργισμένος. «Σε ρώτησα πώς πάνε στην επιτυχία», ουρλιάζει στον γκουρού, «Ακολούθησα την κατεύθυνση που μου έδειξες και αυτό που πέτυχα είναι τα χάλια που έχω! Τέρμα οι υποδείξεις με το δάχτυλο! Μίλα!»

Και τότε μόνο, πράγματι, μιλάει ο γκουρού, και λέει: «Ξ επιτυχία είναι προς τα εκεί. Ακριβώς λίγο μετά το πλατς».

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Η επιμονή κάνει θαύματα





Ήταν μια φορά ένα οκτάχρονο κοριτσάκι, που άκουσε τους γονείς της να μιλάνε για τον μικρό της αδερφό και να λένε πως ήταν πολύ άρρωστος και δεν είχαν καθόλου χρήματα. Μετακόμιζαν σε μικρότερο σπίτι για οικονομία, αφού τα έξοδα του γιατρού ήταν πολλά. Μόνο μια πολύ δαπανηρή εγχείρηση θα μπορούσε να τον σώσει και δεν υπήρχε κανείς να τους δανείσει λεφτά.
Όταν άκουσε τον πατέρα της να λέει ψιθυριστά και με απόγνωση στη γεμάτη δάκρυα μητέρα της, ότι «ένα θαύμα μόνο μπορεί να τον σώσει», το κοριτσάκι πήγε στο δωμάτιό του και έβγαλε από την κρυψώνα που είχε στην ντουλάπα του τον κουμπαρά του. Έβαλε όλα τα ψιλά στο πάτωμα και τα μέτρησε προσεκτικά.
Κρατώντας σφιχτά τον πολύτιμο κουμπαρά της, γλίστρησε από την πίσω πόρτα του σπιτιού και πήγε στο φαρμακείο, έξι τετράγωνα παρακάτω. Πήρε είκοσι πέντε λεπτά από τις οικονομίες της και τα άφησε πάνω στο γκισέ.
«Τι θέλεις;» ρώτησε ο φαρμακοποιός. «Είναι για τον μικρό μου αδερφό», απάντησε το κοριτσάκι. «Είναι πολύ – πολύ άρρωστος και θέλω να αγοράσω ένα θαύμα».
«Ορίστε;» είπε ο φαρμακοποιός.
«Τον λένε Νίκο και έχει κάτι κακό μέσα στο κεφάλι του. Ο μπαμπάς μου λέει, ότι το μόνο που μπορεί να τον σώσει, είναι ένα θαύμα. Λοιπόν, πόσο κάνει ένα θαύμα;»
«Δεν πουλάμε θαύματα εδώ, παιδί μου, λυπάμαι», είπε ο φαρμακοποιός, χαμογελώντας λυπημένα στο κοριτσάκι.
«Ακούστε, έχω λεφτά για να πληρώσω. Αν δεν είναι αρκετά, θα προσπαθήσω να βρω κι άλλα. Πείτε μου μονάχα πόσο κάνει».
Τη συζήτηση άκουσε ένας καλοντυμένος πελάτης. Έσκυψε και ρώτησε τη μικρή: «Τι είδους θαύμα χρειάζεται ο αδερφός σου;»
«Δεν ξέρω», απάντησε και τα μάτια της άρχισαν να βουρκώνουν. «Είναι πολύ άρρωστος  και χρειάζεται εγχείρηση. Αλλά δεν έχουμε τόσα λεφτά, γι’ αυτό κι εγώ έφερα τις οικονομίες μου».
«Πόσα έχεις;» ρώτησε ο άνδρας. «Ένα ευρώ, όμως μπορώ να προσπαθήσω να φέρω και μερικά ακόμα», απάντησε το κορίτσι χωρίς σχεδόν να ακούγεται.
«Μα, τι σύμπτωση», χαμογέλασε ο άνδρας. «Ένα ευρώ – ακριβώς όσο κάνει ένα θαύμα για μικρούς αδερφούς».
Πήρε τα λεφτά της στο ένα χέρι του και την κράτησε με το άλλο. Της είπε: «Πήγαινέ με εκεί που μένεις. Θέλω να δω τον αδερφό σου και να συναντήσω τους γονείς σου. Για να δούμε αν έχω το θαύμα που χρειάζεσαι».
Εκείνος ο καλοντυμένος κύριος ήταν χειρουργός, ειδικευόμενος στην νευροχειρουργική. Η εγχείρηση έγινε χωρίς χρέωση και ο Νίκος δεν άργησε να γυρίσει στο σπίτι του υγιής.
«Εκείνη η εγχείρηση», ψιθύρισε η μαμά της, «ήταν ένα αληθινό θαύμα. Αναρωτιέμαι πόσο να κόστιζε».

Το μικρό κορίτσι χαμογέλασε. Ήξερε ακριβώς πόσο έκανε το θαύμα… ένα ευρώ… συν την πίστη του μικρού κοριτσιού.

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Ένα περίεργο παραμύθι





Μια φορά κι ένα καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο ήταν ένας βασιλιάς με τη βασίλισσα του.
Ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί τέτοιο έρωτα αλλά τα χρόνια περνούσαν και τα κουτσομπολιά και οι μουρμούρες αυξάνονταν συνεχώς διότι δε μπορούσαν να κάνουν παιδί.
Άρχισαν να μαραζώνουν ακούγοντας τα όλα αυτά μέχρι που τελικά η βασίλισσα έμεινε έγκυος.
(ας πούμε ότι η καλή νεράιδα βοήθησε)
Μετά από μερικούς μήνες ένα πανέμορφο αγοράκι
είδε το φως του βασιλείου… χωρίς να γνωρίζει ότι αυτός θα κυβερνάει σε λίγα χρόνια, χωρίς να ξέρει ότι θέλοντας και μη έχει ήδη ένα βάρος στους ώμους του… αυτό του ενός και μοναδικού πρίγκιπα, διαδόχου του στέμματος.
Ο βασιλιάς ήταν πανευτυχής.
Η βασίλισσα ένιωθε τόσο μεγάλη ανακούφιση αφού θα τελείωναν τα λόγια πίσω από την πλάτη της για το αν τελικά μπορεί ή όχι να κάνει παιδί.
Όλο το βασίλειο γιόρταζε για μέρες μέχρι που ο βασιλιάς είχε τη φαεινή ιδέα να καλέσει τις 7 μοίρες για να δώσουν δώρα στο παιδί (λες κι ο πρίγκιπας δεν είχε τα πάντα εκεί
κι έπρεπε να περιμένει αυτές να του τα δώσουν).
Κατέφτασαν με χαρά και οι 7 μοίρες κι άρχισαν να δίνουν τα δώρα τους…
Καλοσύνη
Ευγένεια
Αρετή
Εργατικότητα
Γλυκύτητα
Ομορφιά και…
Πριν προλάβει η έβδομη και καταϊδρωμένη μοίρα να δώσει το δώρο της, η γριά μάγισσα, την οποία δεν είχε καλέσει ο βασιλιάς, εμφανίστηκε και έδωσε μια κατάρα στο πριγκιπόπουλο ώστε να εκδικηθεί το βασιλιά που δεν την προσκάλεσε.
«Προτού κλείσει τα δεκάξι του χρόνια θα τρυπήσει το δάχτυλο του με ένα αδράχτι και θα πεθάνει» είπε η μάγισσα και γέλασε χαιρέκακα..
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ταράχτηκα, ικέτευσαν τη μάγισσα να πάρει την κατάρα αλλά η μάγισσα ορκιζόταν πως δε μπορούσε να την πάρει πίσω (δε ξέρω τη διαδικασία ακύρωσης κατάρας αλλά μάλλον τους δούλεψε η μάγισσα). Το μόνο που κατάφερε κι αυτό διότι το «μετάνιωσε», αφού ήταν εν βρασμώ ψυχής όπως έλεγε,
ήταν να αλλάξει την κατάρα κι αντί να πεθάνει ο πρίγκιπας, να κοιμηθεί για 100 χρόνια.
Περνούσαν τα χρόνια ανέμελα, ο βασιλιάς εννοείται ότι έδωσε εντολή να καταστραφούν όλα τα αδράχτια στο βασίλειο του αλλά ο πρίγκιπας δεν ήταν και το πιο ήσυχο παιδί.
Δραστήριος, εργατικός, ευγενικός, ήθελε να γνωρίσει όλο το λαό και να μάθει την κάθε γωνία του μελλοντικού του βασιλείου. Έτσι λίγο πριν φτάσει στα δεκαέξι του, τριγυρνούσε στην εξοχή ώσπου ανέβηκε σε ένα ξεχασμένο πύργο. Εκεί ήταν ένας γέρος γυρισμένος με πλάτη προς την πόρτα που, με περίσσια χάρη, έγνεθε με το αδράχτι του. (Παίζει πολύ σοβαρά να ήταν η γριά μάγισσα μεταμορφωμένη αλλά ακόμα δεν έχουν επιβεβαιωθεί οι φήμες αυτές). Του πρίγκιπα του φάνηκε περίεργο που δεν γνώριζε τον παππού αλλά είχε γοητευθεί με την κίνηση αυτού του περιέργου εργαλείου και ρώτησε τον ευγενικό γέρο να δοκιμάσει κι αυτός. Δεν πήρε καμία απάντηση όμως. Ο γέρος είχε αφοσιωθεί τόσο πολύ στην τέχνη του που δεν είχε καταλάβει καν ότι υπήρχε κάποιος άλλος στο δωμάτιο.
«Μάλλον πρέπει να φωνάξω πιο δυνατά» σκέφτηκε ο πρίγκιπας.
Έτσι τον ξαναρώτησε αφού πρώτα έβηξε δυνατά για να του τραβήξει την προσοχή. Ο γέρος σάστισε και ο πρίγκιπας πίστεψε για μια στιγμή ότι θα μείνει στον τόπο από την τρομάρα του. Αφού ηρέμισε και ξανάρχισε να αναπνέει κανονικά, ο γέρος συμφώνησε και έδωσε στον πρίγκιπα το αδράχτι. Το κράτησε στα χέρια του κι εφόσον πρώτα το περιεργάστηκε σχολαστικά, άρχισε να γνέθει και μετά από αρκετή ώρα εννοείται ότι τρυπήθηκε διότι ήταν λιγάκι ατσούμπαλος κι έτσι ευθύς αμέσως έπεσε σε λήθαργο. Ο γέρος βλέποντας τον πρίγκιπα με το ματωμένο δάχτυλο, να έχει χάσει τις αισθήσεις του, εξαφανίστηκε για να γλυτώσει το κεφάλι του από τον εξαγριωμένο βασιλιά.
Όλο το βασίλειο έπεσε σε ένα μεγάλο πένθος, χωρίς βέβαια να έχει πεθάνει το πριγκιπόπουλο. Η καλή νεράιδα βλέποντας τη στεναχώρια όλων των υπηκόων και θέλοντας να προστατέψει το βασίλειο από τον πόνο, κοίμισε τους πάντες για 100 χρόνια και έβαλε τον πρίγκιπα στο ψηλότερο πύργο. Κάλυψε με μεγάλους ακανθωτούς θάμνους το βασίλειο ώστε να μη μπορεί να περάσει εύκολα κάποιος άνθρωπος.
Μάλιστα έβαλε κι ένα δράκο για να προστατεύει όλη την περίμετρο και τα επόμενα 100 χρόνια να κυλήσουν ήσυχα
μέχρι να ξυπνήσει ξανά ο πρίγκιπας και το υπόλοιπο βασίλειο.
Αρκετά χρόνια πέρασαν…
Όλοι κοιμόντουσαν του καλού καιρού, ώσπου μια πριγκίπισσα σκέφτηκε να μπει και διασχίσει όλο το βασίλειο για να δει αν αληθεύουν οι φήμες για τον πρίγκιπα. Ο δράκος με το που την είδε άνοιξε τα μεγάλα φτερά του και κατευθύνθηκε προς το μέρος της.
Αφού κάθισε μπροστά της με χάρη, της εξήγησε ότι δε μπορεί να περάσει αλλά αυτή ήταν ξεροκέφαλη. Ήθελε πάση θυσία να μπει και να δει τον πρίγκιπα. Την απείλησε να την σκοτώσει αν τολμούσε να περάσει, αλλά η πριγκίπισσα δεν το έβαζε κάτω με τίποτα. Έτσι αφού δεν του έδωσε άλλες επιλογές πολέμησε μαζί της. Τεράστιες κατακόκκινες φλόγες έβγαιναν από το στόμα του, μαύροι καπνοί από τη μύτη του, αλλά η πριγκίπισσα ήταν από τις μεγαλύτερες πολεμίστριες που είχε δει ολόκληρος ο κόσμος. Μετά από πολλές ώρες μάχης κατάφερε να τον σκοτώσει και πια ο δρόμος για να δει τον πρίγκιπα ήταν ανοικτός. Αφού πέρασε κι άλλες δοκιμασίες και όλα τα αγκάθια χωρίς να πάθει ούτε γρατζουνιά (αφού αυτή δεν ήταν ατσούμπαλη σαν τον πρίγκιπα) έφτασε επιτέλους στο ψηλότερο πύργο που βρισκόταν ο πρίγκιπας.
Παρόλη την κούραση της, έτρεχε ανεβαίνοντας δύο-δύο τα σκαλιά του πύργου. Έφτασε στο ψηλότερο δωμάτιο με την περίτεχνα σκαλισμένη βαριά πόρτα. Μόνο αυτή η πόρτα χώριζε την πριγκίπισσα με τον πρίγκιπα. Το τρεμάμενο χέρι της την άνοιξε και τότε τον είδε. Δε μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Όλες οι φήμες που είχε ακούσει ήταν πέρα για πέρα αληθινές. Ένας πρίγκιπας πανέμορφος που άξιζε κάθε δυσκολία που πέρασε η πριγκίπισσα μέχρι να τον βρει. Τον ήθελε για αυτήν και μόνο… αλλά κοιμόταν. Δεν ήξερε τι να κάνει. Προσπάθησε να τον ξυπνήσει. Τον ταρακούνησε με όλη της τη δύναμη (έριξε και μερικά χαστούκια), του πέταξε νερό, του φώναξε μέχρι που δεν είχε άλλο αέρα στα πνευμόνια της. Είχε δοκιμάσει τα πάντα αλλά τίποτα. Οι ώρες περνούσαν και ο πρίγκιπας ακόμα κοιμόταν. Η πριγκίπισσα δε μπορούσε να το πιστέψει ότι δε μπορεί να κάνει τίποτε άλλο. Απογοητευμένη και αποδεχόμενη την ήττα της, την πρώτη της ήττα από την ώρα που γεννήθηκε,
σκέφτηκε να δώσει ένα φιλί στον πρίγκιπα, να τον χαιρετήσει και να φύγει. Το πρώτο και το τελευταίο που θα του έδινε ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Και αυτό γιατί η έβδομη μοίρα είχε βάλει το χεράκι της. Χωρίς να το καταλάβει η γριά μάγισσα όταν άλλαξε την κατάρα, η έβδομη μοίρα έβαλε στα ψιλά γράμματα ότι μόνο μια πριγκίπισσα μπορεί να τον ξυπνήσει αν τον φιλήσει.
Έτσι όταν τα χείλη της πριγκίπισσας άγγιξαν τα χείλη του πρίγκιπα, τότε ο πρίγκιπας ξύπνησε. Με το που είδε την πριγκίπισσα, την ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα. Δεν τον ενδιέφερε που ήταν ταλαιπωρημένη, βρώμικη και ιδρωμένη, χωρίς καμία δύναμη μετά από τόσες δοκιμασίες. Ήξερε βαθιά μέσα του ότι με αυτή τη γυναίκα θα είναι ευτυχισμένος,  ασφαλής, θα είναι το στήριγμα του
και θα μπορεί να κάνει μαζί της την οικογένεια που ονειρευόταν όλα αυτά τα χρόνια τα οποία κοιμόταν.
Έτσι αφού όλο το βασίλειο ξύπνησε πάλι, έγινε ο γάμος και επιτέλους στο βασίλειο ήρθαν πολλά χρόνια γαλήνης, ευημερίας, ευτυχίας και ειρήνης. Και εζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

Λοιπόν… Θα μου πείτε τώρα ότι αυτό κάτι σας θυμίζει… Αλλά και κάτι σας ξενίζει… Όμως το νόημα δεν είναι αν είναι γνωστό ή άγνωστο το παραμύθι. Αν είναι πρωτότυπο κι αυθεντικό ή παραφρασμένο. Αλλά σκεφτείτε λοιπόν να μεγαλώναμε με παραμύθια όπου η γυναίκα δεν ήταν η αδύναμη της υπόθεσης. Ότι μπορεί να σκοτώσει δράκους, να ταλαιπωρηθεί για όλα όσα θέλει. Ότι δεν χρειάζεται να περιμένει τον πρίγκιπα με το λευκό άλογο. Ότι η μέρα του γάμου και το πολυπόθητο νυφικό δεν είναι το όνειρο της από την παιδική της ηλικία. Κι όλα αυτά χωρίς να νιώθει ενοχές μήπως και την πουν σκληρή και άκαρδη ή να τα κάνει μόνο και μόνο για να δείξει την ανωτερότητα της προς τον άντρα. Σκεφτείτε λοιπόν να μεγαλώναμε με παραμύθια όπου ο άντρας είναι και ευαίσθητος και θέλει αγάπη και φροντίδα. Ότι μπορεί να είναι ευάλωτος, Ότι μπορεί και να πληγωθεί, Ότι μπορεί να ονειρεύεται όχι μόνο μια καριέρα, λεφτά, δόξα αλλά και τον έρωτα και την οικογένεια. Κι όλα αυτά χωρίς να νιώθει ενοχές μήπως και τον πουν αδύναμο ή να τα κάνει μόνο και μόνο για να δείξει την ανωτερότητα του προς τη γυναίκα.
Σκεφτείτε το…

Πόσο διαφορετικά θα μεγαλώναμε;;

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

Ο κουφός βάτραχος





Κάποτε οι βάτραχοι διοργάνωσαν έναν αγώνα αναρρίχησης. Στόχος τους ήταν να ανέβουν στην ψηλότερη κορυφή ενός πύργου. Πολλοί άνθρωποι μαζεύτηκαν εκεί να τους υποστηρίξουν.
Ο αγώνας ξεκίνησε…
Στην πραγματικότητα, ο κόσμος δεν πίστευε ότι ήταν εφικτό, να ανέβουν οι βάτραχοι στην κορυφή του πύργου και το μόνο που άκουγες ήταν:
«Τι κόπος! Ποτέ δεν θα τα καταφέρουν…»
Οι βάτραχοι άρχισαν να αμφιβάλλουν για τους εαυτούς τους…
Ο κόσμος συνέχιζε να φωνάζει:
«Τι κόπος! Πoτέ δεν θα τα καταφέρουν…»
Τότε οι βάτραχοι, ο ένας μετά τον άλλο, παραδέχονταν την ήττα τους, εκτός από έναν, που συνέχισε να σκαρφαλώνει…
Στο τέλος, μόνο αυτός, και μετά από τρομερή προσπάθεια, κατόρθωσε να φθάσει στην κορυφή!
Ένας από τους χαμένους βατράχους, πλησίασε να τον ρωτήσει πως τα κατάφερε να ανέβει στην κορυφή… Τότε συνειδητοποίησε ότι…
Ο νικητής βάτραχος ήταν κουφός!!!


Ποτέ να μην ακούμε ανθρώπους που έχουν την κακή συνήθεια να είναι αρνητικοί… γιατί μας κλέβουν τις μεγαλύτερες λαχτάρες και πόθους της καρδιάς μας!
Πάντοτε να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας τη δύναμη της φράσης: «Σκέψου θετικά!»