Μια
φορά κι έναν καιρό, ένα παιδάκι είχε επισκεφθεί τους παππούδες του στο χωριό.
Του είχαν δώσει και μια σφεντόνα να παίζει στο δάσος. Εξασκούνταν στο δάσος
αλλά ποτέ δεν μπορούσε να βρει τον στόχο. Κάπως απογοητευμένος έκανε να γυρίσει
για το δείπνο.
Καθώς
επέστρεφε, είδε την πάπια της γιαγιάς. Χωρίς να το σκεφτεί, έριξε με τη
σφεντόνα, χτύπησε την πάπια ακριβώς στο κεφάλι και την σκότωσε. Σοκαρίστηκε και
στεναχωρήθηκε πολύ. Στον πανικό του έκρυψε την πάπια στον σωρό με τα ξύλα, όταν
κατάλαβε την αδερφή του να τον παρακολουθεί. Η Σοφία τα είχε δει όλα, αλλά δεν
είπε τίποτα. Μετά το μεσημεριανό την επόμενη μέρα η γιαγιά είπε: «Σοφία, ο
Γιάννης μου είπε ότι αυτός ήθελε να βοηθήσει στην κουζίνα». Και του ψιθύρισε
στο αυτί: «Θυμάσαι την πάπια;», υπονοώντας με τον τρόπο αυτό στον αδελφό της
ότι αν έπλενε αυτός τα πιάτα αντί γι’ αυτήν, τότε εκείνη δεν θα το μαρτυρούσε
στη γιαγιά. Έτσι, ο Γιάννης έπλυνε τα πιάτα.
Αργότερα,
εκείνη τη μέρα ο παππούς ρώτησε αν τα παιδιά ήθελαν να πάνε για ψάρεμα και η
γιαγιά είπε: «Λυπάμαι, αλλά χρειάζομαι τη Σοφία για να με βοηθήσει να ετοιμάσω
το βραδινό». Η Σοφία απλά χαμογέλασε και είπε: «Δεν υπάρχει πρόβλημα, γιατί ο
Γιάννης μου είπε ότι ήθελε να βοηθήσει!» Και ξανά του ψιθύρισε: «Θυμάσαι την
πάπια;» Έτσι η Σοφία πήγε για ψάρεμα και ο Γιάννης έκανε και τις δικές του τις
δουλειές και της αδερφής του, τελικά δεν μπόρεσε να το υποφέρει άλλο. Πήγε στη
γιαγιά και της εξομολογήθηκε ότι είχε σκοτώσει την πάπια. Η γιαγιά γονάτισε,
τον αγκάλιασε και του είπε: «Καρδιά μου, το ξέρω. Βλέπεις, στεκόμουν στο
παράθυρο και είδα τι έγινε. Επειδή σ’ αγαπάω, σε συγχώρεσα. Απλώς αναρωτιόμουν
για πόσο καιρό ακόμα θα άφηνες τη Σοφία να σ’ έχει σκλάβο της!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου