Πριν πολλά-πολλά χρόνια, στις αρχές των πρώτων Εποχών του Κόσμου, οι
Άνθρωποι ζούσαν ελεύθεροι χωρίς το βάρος της Σκιάς μοίρας. Κάποια σκοτεινή
στιγμή, οι Δυνάμεις του Ουρανού αποφάσισαν πως ο κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να
έχει μια άϋλη οντότητα που θα τον συνοδεύει σε κάθε του βήμα και που θα
καθορίζει την ζωή του από την γέννηση ως τον θάνατο. Αυτές οι αόρατες οντότητες
ονομάστηκαν Μοίρες οι οποίες καθόριζαν πλέον την κάθε στιγμή των Ανθρώπων. Κι
έτσι οι Άνθρωποι έχασαν την ελευθερία τους και ήρθαν χρόνια σκοτεινά και
άβουλα.
Ώσπου, ένας Άνθρωπος αποφάσισε να τα βάλει με την Μοίρα του...
Καθισμένος σε έναν βράχο να ατενίζει τον μακρινό ορίζοντα, δεν μπορούσε να
βρεί ηρεμία στην ψυχή του. Ήταν ο πρώτος από τους Ανθρώπους που προβληματίστηκε
για την τύχη της πορείας της ζωής του. Δεν μπορούσε να ησυχάσει στην γνώση ότι
κάτι άλλο καθόριζε την τύχη του και τα βήματα του πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Έτσι
λοιπόν αποφάσισε να τα βάλει με τις Δυνάμεις του Ουρανού αλλάζοντας την Μοίρα
του.
Ο καιρός μετά την απόφαση του πέρασε με σκέψεις και σχέδια που θα τον
βοηθούσαν να φτάσει στο κατόρθωμα που επιζητούσε. Κι έτσι, μια μέρα, έπλασε το
καλύτερο σχέδιο που θα μπορούσε να σκεφτεί θνητός. Να ξεγελάσει την Μοίρα...
Μια όμορφη νύχτα ξάπλωσε δίπλα σε μια λίμνη κι έκλεισε τα μάτια μένοντας
ακίνητος σα να κοιμάται. Ήρθε ο ήλιος, ήρθε ξανά το φεγγάρι, ξαναήρθε ο ήλιος
ξανά μανά το φεγγάρι... Ήταν ζωντανός αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση. Έμενε
ακίνητος κι έτσι η Μοίρα δεν μπορούσε να ελέγξει τα βήματα και τις κινήσεις
στην ζωή του. Έκανε υπομονή... Έφτασε στα όρια του θανάτου από την πείνα και το
κρύο αλλά το πείσμα του και το πάθος του στόχου του υπερνικούσαν κάθε εμπόδιο
και απειλή. Έτσι, δύο φεγγάρια μετά, εμφανίστηκε δίπλα του μια πανέμορφη
κοπέλα. Γονάτισε δίπλα του και τον κοίταξε καλά. Τα μάτια της καθρέφτιζαν τον
έναστρο ουρανό και οι κόρες της το φεγγάρι. Τα μαλλιά της ήταν η νύχτα...
Άπλωσε τα χέρια της και άγγιξε το πρόσωπο του ανθρώπου. Προσπαθούσε να
καταλάβει τους σκοπούς της ακινησίας που επέβαλε στον εαυτό του. Δεν μιλούσε,
δεν μπορούσε να μιλήσει, απλά τον κοίταζε και προσπαθούσε να καταλάβει.
Τότε ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
Έμοιαζε πραγματικά σα να κατέβηκε ο νυχτερινός ουρανός στην γη με μορφή θνητής
γυναίκας. Της κράτησε απαλά το χέρι και την στιγμή που προσπάθησε να της πει
κάτι, έχασε τις αισθήσεις του από την εξάντληση.
Πέρασαν μέρες πολλές και ο άνθρωπος ζούσε μέσα στο σκοτάδι ενός μεγάλου
ύπνου. Όταν συνήλθε ο καιρός είχε περάσει μα για εκείνον ήταν σα να πέρασε
μονάχα μια στιγμή της μέρας. Με έκπληξη είδε την κοπέλα να στέκεται δίπλα του
και να του χαμογελά. Τον φρόντισε έτσι ώστε να γεμίσει ξανά με δυνάμεις και
υγεία. Πέρασαν μέρες μαζί εκεί κοντά στην λίμνη και πολλές ήταν εκείνες οι
νύχτες που ο άνθρωπος σαν μαγεμένος την κοιτούσε μέσα στα αστροφωτισμένα μάτια
της. Της έπλεξε τραγούδια αγάπης και ομορφιάς κι εκείνη τα δεχόταν σαν ουράνιο
δώρο.
Όλα κυλούσαν όμορφα και μοναδικά για τους δυο νέους, μέχρι που ο άνθρωπος
θυμήθηκε τον σκοπό του...
Τότε θέλησε να τον αποκαλύψει στην κοπέλα που τον συντρόφευε και αυτό
έκανε.
Εκείνη δάκρυσε και μελαγχόλισε. Άκουσε τους λόγους που τον έφεραν να
πάρει τέτοια απόφαση και αναστέναξε με κατανόηση. Δεν ήξερε ότι οι Μοίρες στην
ουσία σκλάβωναν την ελευθερία των Ανθρώπων. Πήρε στα χέρια της τα χέρια του
νέου και κοιτόντας τον στα μάτια του μίλησε μέσα στις σκέψεις του.
" Είμαι η Μοίρα σου, σταλμένη από τον Ουρανό. Τα βήματα σου καθόριζα
όπως μου πρόσταξαν οι Άρχοντες μου. Δεν ένοιωθα για σένα τίποτα, μόνο κοιτούσα
να κάνω καλά το έργο που μου ανέθεσαν. Όπως και η κάθε Μοίρα, έτσι κι εγώ, δεν
γνώριζα πόσο πολύτιμη είναι η ελευθερία στα βήματα της ζωής σας. Αυτή είναι η
μορφή μου κι εσύ με ανάγκασες να της δώσω ύλη. Μένοντας ακίνητος για τόσες
μέρες, δεν μπορούσα να καθορίσω την συνέχεια της ζωής σου, των στιγμών σου. Μα
τώρα έμαθα και τα λόγια σου κρύβουν μόνο αλήθειες. Άϋλη δεν θα ξαναγίνω και
Μοίρα της ζωής σου δεν θα ξανασταθώ. Όμως... αν δίπλα σου με θέλεις σαν γυναίκα
της καρδιάς με χαρά μου θα σταθώ. Γιατί κοντά σου έμαθα να αγαπώ και να
ακούω..."
Ο νέος έκπληκτος, έμεινε σιωπηλός. Θυμός και Αγάπη μέσα του συγκρούονταν
αλλά επικράτησε η σκέψη της γαλήνιας νύχτας. Διπλά κερδισμένος ήταν. Και την
Μοίρα νίκησε αλλά και ελεύθερος πλέον είναι, μα και την αγάπησε και με την
σειρά του την ελευθέρωσε από τα δικά της δεσμά. Και μάλιστα την αγάπησε πολύ.
Κι έτσι έζησαν μαζί για πολύ καιρό. Τα χρόνια πέρασαν από πάνω τους και
άγγιξαν τα σώματα τους, μα όχι την αγάπη τους. Πολλές Μοίρες παρακολουθούσαν,
αόρατες, την περίεργη αυτή αγάπη και άλλες την καταλάβαιναν άλλες πάλι όχι. Μα
καμιά δεν θέλησε από όσες ποθούσαν μια τέτοια αγάπη να φανερωθούν στους
Ανθρώπους που καθόριζαν τις τύχες τους.
Η ζωή συνεχίστηκε... Οι Μοίρες συνέχισαν να καθορίζουν τους Ανθρώπους και
μερικές από αυτές άφηναν κάποιες χαραμάδες ελευθερίας στος Ανθρώπους που
ονομάστηκαν " Ελπίδες ".
Κι έτσι επικράτησε μέχρι σήμερα στις Νέες Εποχές του Κόσμου που ζούμε.
Ο Άνθρωπος και η Μοίρα που ένωσαν τις ζωές του με την αγάπη τους, άϋλοι
πλέον, ζούνε σε έναν Κόσμο μακρινό που αναπνέει σε έναστρο νυχτερινό ουρανό.
Ήταν ο Πρώτος Άνθρωπος μετά τις σκοτεινές εποχές που κατάφερε να κερδίσει
την ελευθερία του και να αλλάξει την Μοίρα του, έχοντας την στην αγκαλιά του
για πάντα...
Ο επόμενος δεν έχει έρθει ακόμη. Και ελπίζουμε ο Πρώτος να μην είναι και ο
Τελευταίος.
Ίσως στον καιρό μας να υπάρξει ο Δεύτερος.
Ελπίζουμε σε αυτό. Ελπίζουμε γιατί κάποιες Μοίρες μας χάρισαν κάποιες μικρές
χαραμάδες ελευθερίας.
Όπως ένα αστέρι καταφέρνει να ξεπροβάλει μέσα από μια μικρή χαραμάδα ενός
σκοντεινά συννεφαισμένου ουρανού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου