Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Δύο νούμερα μικρότερα





Ένας άντρας μπαίνει σ’ ένα κατάστημα υποδημάτων κι ένας ευγενικός υπάλληλος τον πλησιάζει:
«Τι θα θέλατε, παρακαλώ;»
«Θα ήθελα ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια σαν εκείνα στη βιτρίνα».
«Βεβαίως. Τι νούμερο φοράτε; Για να δω… Σαράντα ένα;»
«Όχι. Θέλω τριάντα εννιά, παρακαλώ».
«Συγνώμη, κύριε. Πάνε είκοσι χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά. Το νούμερό σας μάλλον είναι σαράντα ένα ή σαράντα. Αποκλείεται να είναι τριάντα εννιά».
«Το τριάντα εννιά, παρακαλώ».
«Συγνώμη πάλι, αλλά επιτρέψτε μου να σας μετρήσω το πόδι».
«Μετρήστε όσο θέλετε, όμως, εγώ θέλω ένα ζευγάρι παπούτσια νούμερο τριάντα εννιά».
Ο πωλητής βγάζει ένα περίεργο εργαλείο για τη μέτρηση του ποδιού και με ικανοποίηση δηλώνει:
«Βλέπετε; Όπως σας το έλεγα: σαράντα ένα!»
«Δεν μου λέτε, εσείς θα πληρώσετε τα παπούτσια ή εγώ;»
«Εσείς».
«Λοιπόν, τότε μπορείτε να μου φέρετε το τριάντα εννιά νούμερο, σας παρακαλώ;»
Ο πωλητής, έκπληκτος αλλά συμβιβασμένος, πάει να φέρει το νούμερο τριάντα εννιά. Στο δρόμο καταλαβαίνει τι είχε συμβεί. Τα παπούτσια μάλλον δεν είναι για τον ίδιον, θα θέλει να τα κάνει δώρο.
«Ορίστε, κύριε, μαύρο χρώμα, τριάντα εννιά νούμερο».
«Μου δίνετε το κόκαλο;»
«Μα, θα τα φορέσετε;»
«Φυσικά»
«Είναι για εσάς;»
«Ναι για μένα είναι. Μου δίνετε το κόκαλο;»
Το κόκαλο είναι απαραίτητο για να καταφέρει να χώσει το πόδι του μέσα σ’ εκείνο το παπούτσι. Ύστερα από πολλή προσπάθεια και γελοίες στάσεις, ο πελάτης καταφέρνει να χώσει τα πόδια του στα παπούτσια.
Με μορφασμούς πόνου κάνει μερικά βήματα πάνω στο χαλί, με αυξανόμενη δυσκολία.
«Ωραία. Θα τα πάρω.»
Ο πωλητής και μόνο που σκέφτεται τα δάχτυλα του πελάτη στριμωγμένα μέσα στο τριάντα εννιά νούμερο, νιώθει να πονάνε τα δικά του πόδια.
«Να σας τα τυλίξω;»
«Όχι, ευχαριστώ. Θα τα φορέσω.»
Ο πελάτης βγαίνει από το κατάστημα και περπατάει όπως όπως τα τρία οικοδομικά τετράγωνα ως τη δουλειά του. Είναι ταμίας σε μια τράπεζα.
Στις τέσσερις το απόγευμα, ύστερα από έξι ώρες και βάλε όρθιος μέσα σ’ εκείνα τα παπούτσια, το πρόσωπό τους είναι παραμορφωμένο, τα μάτια του κατακόκκινα και τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι από τα μάτια του.
Ο συνάδελφος του στο διπλανό ταμείο τον παρακολουθεί όλο το απόγευμα και ανησυχεί.
«Μα τι έχεις; Δεν αισθάνεσαι καλά;»
«Μην ανησυχείς, είναι τα παπούτσια».
«Τι συμβαίνει με τα παπούτσια;»
«Με σφίγγουν»
«Γιατί; Βράχηκαν;»
«Όχι, είναι δύο νούμερα μικρότερα από αυτά που φοράω».
«Ποιανού είναι;»
«Δικά μου».
«Δεν σε καταλαβαίνω. Δεν σε πονάνε τα πόδια;»
«Με έχουν πεθάνει στον πόνο».
«Τότε;»
«Θα σου εξηγήσω» λέει, ξεροκαταπίνοντας. «Εγώ στη ζωή μου δεν έχω μεγάλες απολαύσεις. Στην πραγματικότητα, τον τελευταίο καιρό, οι ευχάριστες στιγμές μου είναι ελάχιστες».
«Και λοιπόν;»
«Με αυτά τα παπούτσια υποφέρω. Πονάω φρικτά, είναι αλήθεια… Όμως σε λίγες ώρες, όταν θα φτάσω σπίτι μου και θα τα βγάλω… Φαντάζεσαι τι ηδονή θα νιώσω; Απόλαυση, αδερφέ μου, απόλαυση!»


Τελικά αξίζει μόνο ότι επιτυγχάνεται με κόπο ή όχι..;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου