Βρισκόμουν
μέσα στο νερό σε βάθος γύρω στα δώδεκα μέτρα, μόνος. Ήξερα ότι δεν έπρεπε να
είχα πάει μόνο αλλά ήμουν πολύ ικανός δύτης και το διακινδύνεψα. Δεν υπήρχε
δυνατό ρεύμα και το νερό ήταν τόσο ζεστό, καθαρό και δελεαστικό. ‘Όταν έπαθα
κράμπα, αντιλήφθηκα αμέσως πόσο ανόητος ήμουν. Δε φοβήθηκα πολύ αλλά διπλώθηκα
στα δυο, καθώς η κράμπα ήταν στο στομάχι. Προσπάθησα να βγάλω τη ζώνη μου με τα
βαρίδια αλλά ήμουν τόσο διπλωμένος ώστε δεν μπορούσα να πιάσω το κούμπωμα.
Βυθιζόμουν κι αυτό μ’ έκανε ν’ αρχίσω να νιώθω πιο φοβισμένος κι ανίκανος να
κινηθώ. Έβλεπα το ρολόι μου κι ήξερα ότι η φιάλη μου δε θ’ αργούσε ν’ αδειάσει
οπότε θα ξέμενα από αέρα. Προσπάθησα να κάνω μασάζ στην κοιλιά μου. Δε φορούσα
ειδική στολή αλλά δεν μπορούσα να ισιώσω και δεν μπορούσα να πιάσω τους
συσπασμένους μύες.
Τότε
σκέφτηκα: «Δε θα πεθάνω έτσι! Έχω πολλά να κάνω ακόμα!» Δεν ήθελα να πεθάνω
έτσι, ανώνυμος και χωρίς καν να ξέρει κανείς τι μου συνέβη. Φώναξα μέσα μου:
«Ας με βοηθήσει κάποιος!»
Αυτό
που συνέβη δεν το περίμενα. Ξαφνικά, ένιωσα κάτι από πίσω μου να με σπρώχνει
από τη μασχάλη. «Ω, όχι», σκέφτηκα, «καρχαρίες!» Καταλήφθηκα από πραγματικό
τρόμο κι απελπισία. Το χέρι μου σπρώχτηκε προς τα πάνω κι ανασηκώθηκε. Δίπλα
μου, μέσα στο οπτικό μου πεδίο ήρθε ένα μάτι – το ωραιότερο μάτι που θα
μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Ορκίζομαι ότι χαμογελούσε. Ήταν το μάτι ενός μεγάλου
δελφινιού. Κοιτάζοντας αυτό το μάτι, ήξερα πως ήμουν ασφαλής.
Κινήθηκε
προς τα μπρος, σπρώχνοντας με από κάτω προς το πάνω, με το ραχιαίο του πτερύγιο
κάτω από τη μασχάλη μου και το χέρι μου απλωμένο στη ράχη του. Χαλάρωσα
κρατώντας το αγκαλιά, πλημμυρισμένος με ανακούφιση. Ένιωθα ότι το ζώο μου
προσέφερε ασφάλεια, ότι με θεράπευε και συγχρόνων με ανέβαζε στην επιφάνεια. Οι
κράμπες μου, μου πέρασαν καθώς ανεβαίναμε κι ένιωθα χαλαρωμένος και ασφαλής,
αλλά είχα και μια δυνατή αίσθηση ότι με θεράπευε γενικά.
Αφού μ’ έβγαλε στην επιφάνεια, με τράβηξε μέχρι
την ακτή. Με πήγε σε τόσο ρηχά νερά που άρχισα ν’ ανησυχώ μήπως εξοκείλει, κι
άρχισα να το σπρώχνω προς τα πίσω, στα πιο βαθιά, όπου έμεινε και με
παρακολουθούσε για να βεβαιωθεί, υποθέτω, ότι ήμουν εντάξει.
Μου
φάνηκε σαν να ζούσα σε μια άλλη ζωή. Έβγαλα τη ζώνη με τα βαρίδια και τη φιάλη
οξυγόνου, μετά γδύθηκα ολότελα κι ξαναμπήκα στον ωκεανό πηγαίνοντας κοντά στο
δελφίνι. Ένιωθα τόσο ανάλαφρος, ελεύθερος και γεμάτος ζωντάνια κι ήθελα να
παίξω στον ήλιο και στο νερό, ελεύθερα. Το δελφίνι με ξαναπήγε πίσω κι έπαιξε
μαζί μου πηδώντας εδώ κι εκεί, μέσα στο νερό. Είδα πως υπήρχαν κι άλλα, πολλά
δελφίνια, σε κάποια απόσταση από μας.
Μετά
από λίγο με πήγε πίσω, στη στεριά. Ήμουν πολύ κουρασμένος, σχεδόν στα πρόθυρα
κατάρρευσης, όταν φτάσαμε στα ρηχά. Κοίταξε πάλι να βεβαιωθεί ότι ήμουν ασφαλής
και μετά γύρισε στο πλάι και το μάτι του καρφώθηκε στα δικά μου. Μείναμε εκεί
για ένα χρονικό διάστημα που μου φάνηκε μεγάλη, σε ύπνωση σχεδόν, με προσωπικές
σκέψεις από το παρελθόν να παρελαύνουν στο νου μου. Μετά έκανε ένα απλό ήχο κι
έφυγε να πάει να βρει τα άλλα. Κι έφυγαν όλα μαζί.
Elizabeth Gawain
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου