Υπάρχει
ένα αγγλικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, που εκτυλίσσεται σε μια
μικρή πόλη της Ουαλίας στην οποία κάθε χρόνο στα τελευταία πεντακόσια χρόνια,
όλος ο κόσμος μαζεύεται στην εκκλησία τη νύχτα των Χριστουγέννων και
προσεύχεται. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, ανάβουν φανάρια με κεριά και, ψάλλοντας
χριστουγεννιάτικα άσματα, διανύουν πεζοί μερικά χιλιόμετρα ακολουθώντας έναν
αγροτικό δρόμο που οδηγεί σε μια παλιά, εγκαταλειμμένη, πέτρινη καλύβα. Εκεί
φτιάχνουν το σκηνικό της γέννησης και, φυσικά, μια φάτνη. Και με απλότητα και
ευσέβεια, γονατίζουν και προσεύχονται. Οι ύμνοι τους ζεσταίνουν τον παγωμένο
αέρα του Δεκέμβρη. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης που μπορούν να περπατήσουν,
βρίσκονται εκεί.
Υπάρχει
κάποιος μύθος σ’ εκείνη την πόλη, που λέει ότι αν είναι όλοι οι κάτοικοι
παρόντες τη νύχτα των Χριστουγέννων κι αν προσευχηθούν όλοι με απόλυτη πίστη,
τότε, και μόνο τότε, με το που θα σημάνει το ρολόι δώδεκα, θα έρθει η Δευτέρα
Παρουσία. Και για πεντακόσια χρόνια έρχονται σ’ αυτό το πέτρινο ερείπιο και
προσεύχονται. Η Δευτέρα Παρουσία όμως δε φάνηκε.
Στο
μυθιστόρημα, γίνεται η εξής ερώτηση σ’ έναν από τους ήρωες: «Πιστεύεις ότι ο
Κύριος θα έρθει ξανά, τη νύχτα των Χριστουγέννων, στην πόλη μας;»
«Όχι¨,
απαντά εκείνος, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι δεν το πιστεύω».
«Τότε
γιατί πας κάθε χρόνο;»
«Α»,
λέει, «δε θα ‘θελα να είμαι ο μόνος απών σε περίπτωση που θα συνέβαινε».
Πρόκειται
για πολύ αδύνατη πίστη, έτσι δεν είναι; Δεν παύει όμως να είναι πίστη. Όπως
λέει η Καινή Διαθήκη, χρειαζόμαστε μόνο ¨πίστιν ως κόκκον σινάππεως¨ για να
κερδίσουμε τη βασιλεία των ουρανών. Και μερικές φορές, όταν έχουμε να κάνουμε
με προβληματικά παιδιά, με εφήβους σε διαταραγμένη ψυχολογική κατάσταση, με
αλκοολικούς ή βίαιους ή καταθλιπτικούς και με τάσεις αυτοκτονίας συντρόφους, με
φίλους ή πελάτες… σ’ αυτές τις περιπτώσεις, χρειαζόμαστε έστω κι εκείνη τη λίγη
πίστη που έκανε αυτόν τον άντρα να πηγαίνει κάθε χρόνο στην ερειπωμένη καλύβα,
τη νύχτα των Χριστουγέννων. Μια ακόμα φορά. Αυτή τη φορά ίσως καταφέρω να κάνω
κάτι.
Καλούμαστε
καμιά φορά να δουλέψουμε με ανθρώπους για τους οποίους οι άλλοι έχουν χάσει
κάθε ελπίδα. Ίσως έχουμε ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει
δυνατότητα αλλαγής ή εξέλιξης. Σ’ αυτές τις στιγμές είναι που, αν μπορούμε να
βρούμε εκείνο το ψίχουλο της ελπίδας, μπορεί να πάρουμε τη στροφή, να πετύχουμε
κάποια αισθητή πρόοδο, να σώσουμε κάποιον που αξίζει να σωθεί. Σε παρακαλώ
δοκίμασε φίλε μου, μια φορά ακόμα.
Hanoch McCarty
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου