Κι ο άντρας είπε: πεινώ.
Κι η γυναίκα του έβαλε ψωμί στο τραπέζι.
Κι ο άντρας απόφαγε.
Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.
Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.
Κι η γυναίκα είπε: είσαι
δυνατός, μα δεν σε τρομάζω.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη και όμως φοβάμαι.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη και όμως φοβάμαι.
Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι
τους.
Κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.
Κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.
Κι ο άντρας είπε: διψώ.
Κι εκείνη σήκωσε σαν πηγή τον μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθη.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθη.
Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά
το κεφάλι της στα πλευρά του.
Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.
Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.
Κι ο άντρας είπε: θα ΄θελα να
΄μαι θεός.
Κι η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο.
Κι η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο.
Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε.
Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.
Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.
Και μια μέρα καινούργια
ξημέρωσε.
»’Τάσος
Λειβαδίτης»”
Ο
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΙΩΝΙΟΣ
Η πόρτα έτριξε, κι ο άντρας
μπήκε στο σπίτι.
Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή.
Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή.
Χιόνιζε.
Ο άντρας σηκώθηκε κι αγνάντεψε
απ” το παράθυρο.
Η γυναίκα πήρε το πιάτο του
άντρα, κι αργά, άρχισε να τρώει το λίγο φαΐ που” χε απομείνει.
Όταν πλάγιασαν ο άντρας της
χούφτωσε τα στήθεια.
Ήθελε να ξεχάσει.
Ήθελε να ξεχάσει.
Η γυναίκα έκανε να τον
αποφύγει.
Μα ήταν νέα ακόμα.
Μα ήταν νέα ακόμα.
Τελείωσαν
Χωρίς κάν να φιληθούν.
Χωρίς κάν να φιληθούν.
Ο άντρας έμεινε λίγο με τα
μάτια ανοιχτά μές στο σκοτάδι
κι αποκοιμήθηκε .
Η γυναίκα σηκώθηκε αθόρυβα, και πηγαίνοντας στην άκρη της κάμαρας, απόμερα έκλαψε.
Έξω, όλο χιόνιζε.
»’Τάσος
Λειβαδίτης»”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου