Μια
φορά και έναν καιρό ήταν ένας αξιοσέβαστος ερημίτης που ζούσε στην σπηλιά ενός
βουνού. Όλη μέρα δεν έπινε ούτε σταγόνα νερό. Μόνο το βραδάκι ικανοποιούσε τη
δίψα του. Όταν νύχτωνε, έβλεπε ένα αστέρι να αστράφτει στο στερέωμα με εκθαμβωτική
λάμψη: ήταν οι θεοί που επιδοκίμαζαν την ταπεινότητά του.
Κάποια
μέρα, ένας νεαρός του ζήτησε να ζήσει κοντά του και να ακολουθήσει τον δικό του
τρόπο ζωής. Ο γέροντας δέχτηκε. Την επόμενη μέρα κατέβηκαν μαζί να βρουν νερό
στο ρυάκι που κυλούσε στη μέση της κοιλάδας. Ούτε ο γέρος ερημίτης ήπιε από το
κρυστάλλινο νερό, ούτε ο νεαρός, που ήθελε να τον μιμείται σε όλα.
Ένα
συννεφάκι στον ουρανό, χοροπηδούσε σαν τρελό γιατί πάνω του ήταν ένα αγγελάκι
που με τα παιχνιδάκια του και με τα καμώματά του απολάμβανε την βόλτα του πάνω
στο σύννεφο.
–
Μη χοροπηδάς τόσο πολύ!… του έλεγε ένα άλλο αγγελάκι από το διπλανό σύννεφο. Θα
γλιστρήσεις και θα πέσεις!
–
Μα έχω φτερά!… έλεγε αυτό και χοροπηδούσε ευτυχισμένο.
Δεν
άργησε όμως να βγει αληθινό αυτό που του έλεγε το άλλο αγγελάκι και γλίστρησε
από το σύννεφο. Από το φόβο του δεν πρόλαβε να ανοίξει τα φτερά του και
προσγειώθηκε απρόσμενα πάνω στα πέταλα ενός λουλουδιού.
–
Γειά σου! του λέει το λουλουδάκι. Πώς βρέθηκες εδώ;
–
Όπως χοροπηδούσα στα σύννεφα γλίστρησα και έπεσα, του απαντάει.
–
Εμένα με λένε λουλουδάκι. Εσένα;
–
Αγγελάκι, του απαντάει παραπονεμένα. Τι θα κάνω τώρα; Δεν μπορώ να πετάξω,
τραυματίστηκαν τα φτερά μου.
–
Θα μείνεις εδώ μέχρι να γίνεις καλά. Έχω πολλές ιστορίες να σου διηγηθώ
αγγελάκι μου, του λέει το λουλουδάκι και το σφίγγει στην αγκαλίτσα του. Μόνο σε
παρακαλώ, όταν θα ξαναπάς πάνω στον ουρανό, να ζητήσεις από τα σύννεφα να
ρίχνουν πιο συχνά βροχούλα για να ξεδιψάμε κι εμείς.
Οι
μέρες περνούσαν και το αγγελάκι έγινε φίλος με το λουλούδι. Κάθε βράδυ έλεγαν
διάφορες ιστορίες. Το αγγελάκι του μιλούσε για τον ουρανό και τα ταξίδια που
έκανε σ’ αυτόν και το λουλουδάκι του έλεγε ιστορίες από τη γη. Του μιλούσε για
τους ανθρώπους, για τις συζητήσεις που έκαναν μεταξύ τους, όταν περπατούσαν
στην εξοχή και αυτό τις άκουγε.
Τις
νύχτες κοιτούσαν τα άστρα μαζί. Το λουλούδι ήθελε να βρεθεί μια φορά στον
ουρανό για να δει πως φαίνεται η γη από ψηλά. Το αγγελάκι κάθε βράδυ έκλαιγε
και μούσκευε το λουλουδάκι.
–
Μου λείπουν τα άλλα αγγελάκια! έλεγε κάθε τόσο με παράπονο. Απόψε θα πω σ’
εκείνο το αστεράκι ψηλά, άμα τα δει να τους μιλήσει, να τους πει ότι είμαι εδώ
και θέλω να τα συναντήσω.
–
Θα με πάρεις κι εμένα μαζί σου άμα φύγεις; του έλεγε το λoυλoυδάκι. Μη με
αφήσεις, σ’ αγαπώ! Και το αγκάλιαζε με τα πέταλά του.
–
Κι εγώ σ’ αγαπώ λουλουδάκι μου, αλλά το φυσικό σου περιβάλλον είναι εδώ. Αν σε
κόψω, θα μαραθείς και δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Θα έρχομαι όμως συχνά να σε
βλέπω.
–
Πόσο θα ζήσω ακόμα; Του χρόνου θα έχει φυτρώσει άλλο λουλουδάκι στη θέση μου.
Άσε που μπορεί να με κόψει κάποιο αγόρι για να με προσφέρει στην κοπέλα του.
Πάρε με μαζί σου και φύτεψέ με σ’ ένα γλαστράκι. Έτσι θα είμαστε πάντα μαζί και
θα δω κι από ψηλά πως είναι η γη.
Ξαφνικά,
άρχισε μια βροχή πολύ δυνατή και το λουλουδάκι σκέπασε με τα φύλλα του το
αγγελάκι, για να μη βραχεί, και αυτό ένιωσε την αγάπη του λουλουδιού, που
έβγαινε μέσα απ’ την καρδιά του. Μετά τα σύννεφα πέρασαν και ο ήλιος βγήκε. Το
αγγελάκι τίναξε τα φτερά του και τότε ένιωσε δυνατό για να πετάξει.
–
Σ’ ευχαριστώ για την όμορφη παρέα σου όλες αυτές τις ημέρες. Όμως πρέπει να
φύγω, του είπε και του έδωσε μια υπόσχεση.
–
Θα βρω ένα γλαστράκι και θα έρθω να σε πάρω. Θα δεις κι εσύ από ψηλά πώς είναι
η γη. Πάω να βρω τώρα τα άλλα αγγελάκια και μη φοβάσαι θα σε προσέχω από κει
ψηλά, γιατί εμείς οι άγγελοι όλα τα βλέπουμε, αλλά δεν μπορούμε πάντα να
επεμβαίνουμε. Εσένα όμως θα σε προστατεύω πάντα, γιατί κι εσύ με φύλαξες στα
πέταλά σου και με την αγάπη σου έγινα καλά. Γιατί μικρό μου λουλουδάκι και τα
φτερά των αγγέλων τραυματίζονται, γιατί μικρό μου λουλουδάκι πάντα προσέχουμε
αυτούς που μας αγαπούν και μας πιστεύουν.
Εκείνη
τη στιγμή μια νεράιδα πού περνούσε απ’ εκεί, είδε τον άγγελο να την χαιρετά και
καθώς έσκυψε να χαϊδέψει το λουλουδάκι, του είπε σιγά:
–
Οι άγγελοι και τα λουλούδια πάντα κάπου θα συναντιούνται.
Μαρία
Παλιούρα.
Από
τη συλλογή παραμυθιών «Η Αστερένια και άλλα παραμύθια» Εκδόσεις Σμυρνιωτάκης
2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου