Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Ο βασιλιάς που ήθελε να τον λατρεύουν






Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς που η ματαιοδοξία του τον είχε τρελάνει. Η ματαιοδοξία, τελικά, πάντοτε τρελαίνει τον άνθρωπο.
Ο βασιλιάς αυτός διέταξε να κατασκευάσουν έναν ναό στους κήπους του παλατιού του και μέσα στο ναό πρόσταξε να βάλουν ένα μεγάλο άγαλμα του ίδιου, στη στάση του λωτού.
Κάθε πρωί, μετά το πρόγευμα, ο βασιλιάς πήγαινε στο ναό του και γονάτιζε μπροστά στο άγαλμά του, λατρεύοντας τον εαυτό του.
Μια μέρα αποφάσισε ότι μια θρησκεία μ’ έναν μονάχα οπαδό δεν ήταν πολύ σπουδαία θρησκεία. Οπότε, σκέφτηκε ότι έπρεπε να αποκτήσει κι άλλους πιστούς.
Έβγαλε τότε διαταγή ότι όλοι οι στρατιώτες της βασιλικής φρουράς θα γονατίζουν εμπρός στο άγαλμα τουλάχιστον μία φορά την ημέρα. Το ίδιο όφειλαν να κάνουν οι υπηρέτες του και οι υπουργοί του βασιλείου του.
Η τρέλα του μεγάλωνε καθώς περνούσε ο καιρός, και δεν του έφτανε η υπακοή μόνο του στενού του περιβάλλοντος. Μια μέρα διέταξε τη βασιλική φρουρά να πάει στην αγορά και του φέρει τα τρία πρώτα άτομα που θα συναντούσε.
«Μ’ αυτά τα άτομα» σκέφτηκε, «θα αποδείξω τη δύναμη της πίστης σ’ εμένα. Θα ζητήσω να γονατίσουν εμπρός στην εικόνα μου και, αν είναι σοφοί, θα το κάνουν. Ειδάλλως, δεν αξίζει να ζουν».
Οι φρουροί πήγαν στην αγορά και έφεραν έναν διανοούμενο, έναν ιερέα κι έναν ζητιάνο που ήταν πράγματι τα τρία πρώτα πρόσωπα που συνάντησαν.
Οδηγήθηκαν και οι τρεις στο ναό και παρουσιάστηκαν ενώπιον του βασιλιά.
«Αυτή είναι η εικόνα του μοναδικού και αληθινού Θεού» τους είπε ο βασιλιάς. «Προσκυνήστε την, ειδάλλως η ζωή σας θα προσφερθεί σε θυσία».
Ο διανοούμενος σκέφτηκε: «Ο βασιλιάς είναι τρελός και θα με σκοτώσει αν δεν προσκυνήσω. Εδώ, προφανώς, έχουμε ανωτέρα βία. Κανένας δεν θα κατακρίνει την πράξη μου, εφόσον δεν γίνεται από πεποίθηση αλλά για να σώσω τη ζωή μου και να προσφέρω στην κοινωνία», Τότε, γονάτισε μπροστά στο άγαλμα.
Ο ιερέας σκέφτηκε: «Ο βασιλιάς τρελάθηκε και θα κάνει πράξη την απειλή του. Εγώ είμαι ένας εκλεκτός του αληθινού Θεού, και συνεπώς οι πνευματικές μου πράξεις αγιάζουν τον τόπο όπου βρίσκομαι. Δεν έχει σημασία τι λογής εικόνα έχω μπροστά μου. Εγώ, πάντοτε θα τιμώ τον αληθινό Θεό».
Και γονάτισε.
Ήρθε και η σειρά του ζητιάνου που δεν έκανε καμία κίνηση.
«Γονάτισε» είπε ο βασιλιάς.
«Μεγαλειότατε, εγώ δεν είμαι τίποτα για το λαό που , μα την αλήθεια, με τσακίζει στις κλοτσιές στα κατώφλια των σπιτιών. Ούτε είμαι εκλεκτός κανενός, εκτός από τις λίγες ψείρες που διάλεξαν το κεφάλι μου για κατοικία τους. Εγώ δεν ξέρω να κρίνω κανέναν, ούτε μπορώ να εξαγνίσω καμία εικόνα. Και, όσο για τη ζωή μου, δεν νομίζω ότι είναι τόσο πολύτιμο αγαθό που ν’ αξίζει τον κόπο να γίνω γελοίος για να τη διατηρήσω. Συνεπώς, άρχοντά μου, δεν βρίσκω κανένα σοβαρό λόγο για να γονατίσω».
Λένε ότι η απάντηση του ζητιάνου συγκίνησε τόσο πολύ τον βασιλιά, που άξαφνα φωτίστηκε κι άρχισε να αναθεωρεί τις απόψεις του.
Έτσι απλά, λέει ο μύθος, ο βασιλιάς θεραπεύτηκε και διέταξε να αντικαταστήσουν τον ναό με μια κρήνη και το άγαλμα με τεράστιες γλάστρες με λουλούδια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου