Ήταν
μια φορά μια πάπια που γέννησε τέσσερα αβγά.
Ενώ
τα κλωσσούσε, η αλεπού επιτέθηκε στη φωλιά της και την έφαγε. Για κάποιο λόγο,
όμως, δεν πρόλαβε να φάει τα αβγά της, κι έτσι έμειναν εγκαταλελειμμένα στη
φωλιά.
Μια
κότα πέρασε από εκεί και βρήκε τη φωλιά παρατημένη. Το ένστικτό της την έκανε
να καθίσει επάνω στ’ αβγά και να κλωσσήσει.
Γεννήθηκαν
τα παπάκια και όπως ήταν λογικό, πέρασαν την κότα για μητέρα τους και
περπατούσαν σε γραμμή πίσω της.
Η
κότα, ικανοποιημένη με τα παιδιά της, τα οδήγησε στο αγρόκτημα.
Κάθε
πρωί, μετά το λάλημα του πετεινού, η μαμά κότα σκάλιζε το χώμα και τα παπάκια
πάσχιζαν να τη μιμηθούν. Όταν τα παπάκια δεν κατάφερναν να βγάλουν από το χώμα
ούτε ένα σκουληκάκι, η μαμά έδινε τροφή σε όλα. Έκοβε σε κομμάτια ένα μεγάλο
σκουλήκι και τάιζε τα παιδιά της στο στόμα.
Μια
μέρα σαν τις άλλες, η κότα βγήκε περίπατο με τα πουλάκια της γύρω στο
αγρόκτημα. Τα παιδιά της, υπάκουα, την ακολούθησαν στη γραμμή.
Ξαφνικά,
όμως, όταν έφτασαν στη λίμνη, τα παπάκια πήδηξαν μονομιάς στο νερό και
κολύμπησαν με φυσικότητα, ενώ η κότα κακάριζε απελπισμένη και τους ζητούσε να
βγουν.
Τα
παπάκια κολυμπούσαν χαρούμενα και τσαλαβουτούσαν, ενώ η μαμά τους χοροπηδούσε
κι έκλαιγε γιατί φοβόταν πως θα πνιγούν.
Ήρθε
ο κόκορας που είχε ακούσει τις φωνές της κότας, και αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί.
«Δεν
μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη στους νέους» αποφάνθηκε. «Είναι άμυαλοι».
Ένα
παπάκι, που άκουσε τον κόκορα, πλησίασε στην όχθη και τους είπε:
«Μη
ρίχνετε το φταίξιμο σ’ εμάς για τις δικές σας αδυναμίες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου