Ένας
άνθρωπος ζήτησε μια φορά από το γείτονά του μια χύτρα δανεική. Ο ιδιοκτήτης της
χύτρας δεν ήταν και πολύ φιλότιμος, αλλά ένιωσε υποχρεωμένος να του τη δώσει.
Ύστερα
από τέσσερις μέρες, ο γείτονας δεν του είχε επιστρέψει τη χύτρα. Με πρόφαση ότι
τη χρειαζόταν, πήγε να τη ζητήσει.
«Τώρα
μόλις ετοιμαζόμουν να σου τη φέρω… Ήταν δύσκολη η γέννα!»
«Μα
ποια γέννα;»
«Της
χύτρας»
«Τι;»
«Α,
δεν το ήξερες; Η χύτρα ήταν γκαστρωμένη».
«Γκαστρωμένη;»
«Ναι.
Απόψε το βράδυ απόκτησε οικογένεια. Γι’ αυτό ήθελε ανάπαυση. Τώρα, όμως, έχει
σχεδόν συνέλθει».
«Έχει
συνέλθει;»
«Ναι.
Ένα λεπτό παρακαλώ».
Και
μπήκε στο σπίτι. Βγήκε κρατώντας τη χύτρα, ένα κανατάκι κι ένα τηγάνι.
«Αυτά
δεν είναι δικά μου. Μόνο η χύτρα».
«Όχι,
δικά σου είναι. Αφού η χύτρα είναι δική σου, είναι δικά σου και τα παιδιά της».
Ο
άνθρωπος σκέφτηκε ότι ο γείτονάς του ήταν θεότρελος.
«Καλύτερα
να πάω με τα νερά του», συλλογίστηκε.
«Εντάξει,
ευχαριστώ»
«Παρακαλώ.
Γεια.»
«Γεια
χαρά».
Και
πήγε στο σπίτι του με τη χύτρα, το κανατάκι και το τηγάνι.
Το
ίδιο απόγευμα, ο γείτονας του χτύπησε ξανά την πόρτα.
«Γείτονα,
μου δανείζεις ένα κατσαβίδι και μία πένσα;»
Ο
άνθρωπος τώρα ένιωθε περισσότερο υποχρεωμένος.
«Ναι,
φυσικά»
Μπήκε
στο σπίτι και βγήκε με την πένσα και το κατσαβίδι.
Πέρασε
σχεδόν μια εβδομάδα και ήταν έτοιμος να πάει να πάρει πίσω τα πράγματά του,
όταν ο γείτονας του χτύπησε την πόρτα.
«Α,
γείτονα. Εσύ το ήξερες;»
«Τι
πράγμα;»
«Ότι
το κατσαβίδι και η πένσα είναι ζευγάρι;»
«Μη
μου το λες!» είπε ο άνθρωπος γουρλώνοντας τα μάτια. «Δεν το ήξερα»
«Κοίταξε,
ήταν δική μου απροσεξία. Τους άφησα μόνους για λίγο και η πένσα έμεινε έγκυος».
«Η
πένσα;»
«Η
πένσα! Σου έφερα τα παιδιά της».
Και
ανοίγοντας ένα καλαθάκι, του έδωσε μερικές βίδες, παξιμάδια και καρφιά, που
έλεγε ότι τα είχε γεννήσει η πένσα.
«Είναι
παλαβός» σκέφτηκε ο άνθρωπος. Όμως, μερικές βίδες και καρφιά πάντα είναι
χρήσιμα.
Πέρασαν
δύο μέρες. Ο γείτονας που όλο ζητούσε ήρθε πάλι.
«Τις
προάλλες» του είπε, «όταν σου έφερα την πένσα, είδα ότι έχεις πάνω στο τραπέζι
σου μία ωραία χρυσή ανθοδόχη. Έχεις την καλοσύνη να μου τη δανείσεις γι’ απόψε
το βράδυ;»
Άστραψαν
τα μάτια του ιδιοκτήτη της ανθοδόχης.
«Φυσικά»
είπε, με αδιαμφισβήτητη γενναιοδωρία. Και πήγε να φέρει την ανθοδόχη.
«Ευχαριστώ,
γείτονα»
«Αντίο».
«Αντίο».
Πέρασε
η νύχτα εκείνη, πέρασε και η επόμενη και ο ιδιοκτήτης της ανθοδόχης δεν
τολμούσε να χτυπήσει την πόρτα του γείτονα για να τη ζητήσει. Ωστόσο, όταν
πέρασε μια εβδομάδα δεν άντεξε άλλο και πήγε να ζητήσει το βάζο του.
«Η
ανθοδόχη;» είπε ο γείτονας. «Α! Δεν το έμαθες;»
«Όχι,
τι πράγμα;»
«Πέθανε
στη γέννα».
«Τι
θα πει πέθανε στη γέννα;»
«Ναι,
η ανθοδόχη ήταν γκαστρωμένη, και πάνω στη γέννα πέθανε».
«Άκουσε,
για βλάκα με περνάς; Πως είναι δυνατό να είναι γκαστρωμένο ένα χρυσό βάζο;»
«Κοίταξε,
γείτονα. Δέχτηκες την εγκυμοσύνη και τη γέννα της χύτρας. Δέχτηκες επίσης το
γάμο και τους απογόνους του κατσαβιδιού και της πένσας. Τώρα, γιατί δεν δέχεσαι
την εγκυμοσύνη και το θάνατο της ανθοδόχης;»
Μπορείς να κάνεις όποια επιλογή
θέλεις…. Δεν γίνεται όμως να είσαι ανεξάρτητος σε ότι σε βολεύει και σε
διευκολύνει και να μην είσαι όταν σου κοστίζει….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου