Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Εξαρτημένος


Εξαρτημένος είναι αυτός που κρέμεται από κάποιον άλλο, που ζει σαν να είναι κρεμασμένος στον αέρα, χωρίς να στηρίζεται πουθενά, σαν να είναι ένα στολίδι για εκείνον που το φοράει. Είναι εκείνος που έχει πάρει τον κατήφορο, μονίμως ατελής, αιωνίως χωρίς λύση.
Ήταν κάποιος μια φορά, που υπέφερε από έναν παράλογο φόβο: φοβόταν μήπως χαθεί μέσα στους άλλους. Όλα άρχι­σαν μια νύχτα σʼ ένα χορό μεταμφιεσμένων, όταν ήταν πολύ νέος. Κάποιος έβγαλε μια φωτογραφία όπου φαίνονταν στη σειρά όλοι οι προσκεκλημένοι. Όμως, όταν ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είδε τη φωτογραφία, δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τον εαυτό τον. Είχε ντυθεί πειρατής, μʼ έναν επίδεσμο στο μάτι και μαντίλι στο κεφάλι, όμως, κι άλλοι πολλοί είχαν μεταμ­φιεστεί με τον ίδιο τρόπο. Είχε βάλει στα μάγουλά του έντονο κοκκινάδι και λίγο φούμο για μουστάκι, αλλά μασκαράδες με μουστάκια και στρουμπουλά μάγουλα βαμμένα με κοκκινάδι υπήρχαν αρκετοί. Είχε διασκεδάσει πολύ σʼ εκείνον τον χορό, όμως, όλοι στη φωτογραφία φαίνονταν να διασκεδάζουν πολύ. Τότε θυμήθηκε ότι τη στιγμή της φωτογραφίας ήταν αγκαλιά με μια ξανθιά, οπότε προσπάθησε να εντοπίσει τον εαυτό του μʼ αυτό το στοιχείο. Ανώφελο: πάνω από τις μισές γυναίκες ήταν ξανθιές και αρκετές απʼ αυτές χαμογελούσαν στη φωτογραφία, αγκαζέ με πειρατές.
Η εμπειρία τον επηρέασε βαθιά. Εξαιτίας αυτού του γε­γονότος, επί χρόνια δεν συμμετείχε σε καμία συνάντηση από φόβο μήπως ξαναχαθεί.
Ωστόσο, κάποια μέρα σκέφτηκε μια λύση: όπου κι αν πή­γαινε, από κει και πέρα, θα φορούσε πάντα καφέ ρούχα. Καφέ πουκάμισο, καφέ παντελόνι, καφέ σακάκι, κάλτσες και παπού­τσια. «Οπότε, αν τραβήξει κάποιος φωτογραφία, θα ξέρω πά­ντα ότι αυτός με τα καφέ είμαι εγώ» είπε μέσα του.

Με τον καιρό, ο ήρωάς μας βρήκε εκατοντάδες ευκαιρίες για να επιβεβαιώσει το έξυπνο κόλπο του: όταν τύχαινε να βρε­θεί μπροστά στους καθρέφτες των μεγάλων καταστημάτων κι έβλεπε τον εαυτό του ανάμεσα σε άλλους που περνούσαν από κοντά του, επαναλάμβανε με σιγουριά: «Εγώ, είμαι αυτός με τα καφέ».
Τον επόμενο χειμώνα, κάποιοι φίλοι τού έκαναν δώρο το εισιτήριο για να απολαύσει μια βραδιά σε ένα σπα. Το δέχτηκε ευχαρίστως. Δεν είχε πάει ποτέ σε ένα τέτοιο μέρος, και είχε ακούσει από το στόμα των φίλων του για τα οφέλη του σκωτσέζικου ντους, του φινλανδικού μπάνιου και της αρωματικής σάουνας.
Όταν πήγε εκεί, του έδωσαν δύο μεγάλες πετσέτες και τον οδήγησαν σʼ ένα δωματιάκι για να γδυθεί. Έβγαλε το σακάκι του, το παντελόνι, το πουλόβερ, το πουκάμισο, τα παπούτσια, τις κάλτσες... κι ενώ ετοιμαζόταν να βγάλει το εσώρουχο, πέ­φτει το βλέμμα του στον καθρέφτη και παγώνει. «Αν βγάλω και το τελευταίο μου ρούχο, θα μείνω γυμνός σαν όλους τους άλλους», σκέφτεται. «Κι αν χαθώ; Πώς θα μπορέσω να με ανα­γνωρίσω αν δεν βασιστώ στο μόνο στοιχείο που μέχρι τώρα μου έχει φανεί τόσο χρήσιμο;»
Για πάνω από ένα τέταρτο της ώρας κάθεται στα αποδυ­τήρια με το εσώρουχο φορεμένο, αναποφάσιστος, μη ξέροντας αν πρέπει να μείνει ή να φύγει... Τότε σκέφτεται ότι, αν δεν μπορεί να μείνει ντυμένος, θα μπορούσε ίσως να κρατήσει κάποιο αναγνωριστικό σημάδι. Με μεγάλη προσοχή, τραβάει μια κλωστή από το πουλόβερ του και τη δένει στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού. «Αυτό θα πρέπει να το θυμάμαι σε περίπτωση που χαθώ: αυτός που έχει μια καφέ κλωστή στο δάχτυ­λο, είμαι εγώ» μονολογεί.

Ήρεμος τώρα, με το σημάδι του, αφοσιώνεται στην από­λαυση του ατμού και του μπάνιου, και καθώς πάει κι έρχεται κολυμπώντας και κάνοντας βουτιές, δεν προσέχει πως η κλω­στή έχει φύγει από το δάχτυλό του και επιπλέει στο νερό της πισίνας. Κάποιος άλλος που κολυμπάει εκεί κοντά, βλέπει την κλωστή και λέει στον φίλο του: «Τι σύμπτωση! Αυτό είναι το χρώμα που πάντα ήθελα να περιγράφω στη γυναίκα μου για να μου πλέξει ένα κασκόλ. Θα πάρω την κλωστή και θα ψάξω να βρω μαλλί σʼ αυτό το χρώμα». Πιάνει την κλωστή που επιπλέει στο νερό, κι επειδή δεν έχει πού να τη φυλάξει, του έρχεται η ιδέα να τη δέσει στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού.
Στο μεταξύ, ο πρωταγωνιστής της ιστορία μας έχει δοκι­μάσει όλα όσα προσφέρει το σπα, και πηγαίνει στα αποδυτήρια να ντυθεί. Μπαίνει με αυτοπεποίθηση, σκουπίζεται, και μόλις τελειώνει βλέπει στον καθρέφτη με τρόμο ότι είναι τελείως γυ­μνός και δεν έχει την κλωστή στο πόδι. «Χάθηκα» λέει μέσα του τρέμοντας, και τρέχει έξω να ψάξει παντού για την καφέ κλωστή με την οποία θα αναγνώριζε τον εαυτό του. Μετά από λίγα λεπτά προσεκτικής αναζήτησης στον χώρο, βλέπει το πόδι τού άλλου που είχε στο δάχτυλο την καφέ κλωστή. Δειλά δειλά τον πλησιάζει και του λέει: «Με συγχωρείτε, κύριε. Εγώ ξέρω ποιος είστε εσείς. Μήπως κι εσείς θα μπορούσατε να μου πείτε ποιος είμαι εγώ;»
*********
Ακόμη κι αν δεν φτάσουμε στο ακραίο σημείο να εξαρτόμαστε από τους άλλους για να μας πουν ποιοι είμαστε, θα βρεθούμε πολύ κοντά, αν αρνηθούμε τα μάτια μας κι αρχίσουμε να βλέπουμε μόνο με τα μάτια των άλλων.

                         Χόρχε Μπουκάι - Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης
                                                     Πηγή : http://eikonografies.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου