Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας σκληρόκαρδος
έμπορος στην Κίνα. Αυτός είχε φτιάξει μία περιουσία βασιζόμενος στην στυγνή
εκμετάλλευση των άλλων και την απόλυτη τσιγκουνιά. Όλοι στο χωριό τον
σεβόντουσαν γιατί τον φοβόντουσαν και είχαν την ανάγκη του. Είχε έναν γιο ο
έμπορος που λεγόταν Φένγκ. Ο Φενγκ ήταν διαφορετικός από τα άλλα παιδιά, ήταν
μοναχικός, άδολος, δεν επιθυμούσε να κυριαρχεί στα άλλα παιδιά.
Ο έμπορος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να του μάθει τα μυστικά του εμπορίου, πώς να καταλαβαίνεις τι έχει στη τσέπη του ο άλλος, πόσο ανάγκη έχει, πώς να κάνεις παζάρια, πώς να εξαπατάς τον άλλο, πώς να κολακεύεις τους δυνατούς, πώς να ταπεινώνεις και να υποτάσσεις τους αδύνατους, αλλά το μυαλό του Φένγκ ήταν αλλού. Ήθελε να βοηθάει τους συνανθρώπους του, να έχει μία ειλικρινή σχέση με τους φίλους του, να ακούει τη σοφία της Φύσης μέσα από τη σιωπή του δειλινού, μέσα στο κελάρυσμα του νερού, στο θρόϊσμα των φύλλων.
Ο Φένγκ ήταν μοναχογιός όμως, και ο πατέρας του
επέβαλε να κρατάει το μαγαζί του. Ο Φένγκ ήταν πολύ δυστυχισμένος εκεί, να
κουβαλάει τσουβάλια, να κρατάει λογαριασμούς. Αυτό που τον στεναχωρούσε όμως
πιο πολύ, ήταν ο σκληρός τρόπος που κράταγε το μαγαζί ο πατέρας του. Λυπόταν ο
Φένγκ κάθε κακόμοιρο άνθρωπο που μπροστά στον πατέρα του μίλαγε καλά, αλλά
ιδιαιτέρως έκανε τα παράπονα του για τον έμπορο πατέρα του, που τον
εκμεταλλευόταν αφού δεν υπολόγιζε τίποτα μπροστά στο κέρδος.
Κάποτε έφτασε η μέρα που ο πατέρας του πέθανε,
και ο Φένγκ έγινε κύριος του καταστήματος. Ήταν μία χαρούμενη εποχή για αυτόν,
δεν θα χρειαζόταν να κάνει καμία παλιανθρωπιά, καμία αδικία πλέον. Έτσι
ξεκίνησε τη δουλειά του ο Φένγκ. Πολλοί άνθρωποι άρχισαν να του ζητάνε βοήθεια,
διευκολύνσεις στην πληρωμή, δάνεια. Ο Φένγκ ποτέ δεν αρνιόταν. Επίσης ο Φένγκ
άνοιξε το σπίτι του σε όλους, πρόσφερε φαγητό, μουσική, διασκέδαση για όλους.
Ξαφνικά απέκτησε πολλούς φίλους, όλοι τον χαιρετούσαν με χαρά, και είχαν έναν
καλό λόγο να πούνε σε αυτόν.
Ο Φένγκ ήθελε να δίνει, και κάθε φορά που
βοηθούσε έναν φίλο του, εξυπηρετώντας τον με ένα ποσό, ήξερε ότι αυτός ο φίλος
θα του σταθεί πάντα μαζί. Μια μέρα συνεσταλμένα του ζήτησε 2 σακιά αλεύρι ένας
ψαράς, με αντάλλαγμα ψάρια από το ποτάμι. Ήταν ένας ντροπαλός άνθρωπος, που δεν
θα τόλμαγε να το ζητήσει στον πατέρα του Φένγκ. Ο Φένγκ με χαρά του έδωσε,
εξάλλου είχε τόσα πολλά, είχε χρήματα, την αποθήκη του γεμάτη και το κυριότερο,
τόσους φίλους.
Μετά το πλούσιο φθινόπωρο, άρχισε ο χειμώνας. Η
αποθήκη σιγά σιγά άδειασε, τα χρήματα τελείωσαν, και δεν μπορούσε πλέον να
αγοράσει άλλο εμπόρευμα ο Φένγκ. Απευθύνθηκε λοιπόν σε όλους αυτούς που του
χρωστούσαν και άλλος άλλαζε δρόμο, άλλος έλειπε και ένας θρασύς του είπε ότι
εφόσον δεν είχε απόδειξη οφειλής, δεν του χρωστούσε τίποτα. Ο Φένγκ απευθύνθηκε
τότε στους φίλους του, αυτούς που τόσες φορές φιλοξένησε στο σπίτι του, τους
είπε ότι δεν έχει άλλα χρήματα, και ότι περίμενε τώρα και από αυτούς μία
ανταπόδοση. Οι «φίλοι» του τότε με ιερή αγανάκτηση του είπαν ότι θα έπρεπε να
κάνει καλύτερο κουμάντο στις επιχειρήσεις του, θα έπρεπε να τα λογάριαζε καλύτερα
ώστε αυτοί να μη χάσουνε το μέρος διασκέδασης τους, ότι ο Φένγκ τους όφειλε
τόσα πολλά που αυτοί τον εξύψωσαν πνευματικά, και ότι τέλος πάντων ποτέ δεν
είχαν κάνει καμία συμφωνία. Του τα έψαλλαν επίσης που τους χάλασε τη βραδιά,
του ζήτησαν να μην τους ξαναμιλήσει διότι προσβλήθηκαν που τους ζήτησε χρήματα
και έφυγαν γυρνώντας με αποστροφή το κεφάλι τους, αντί χαιρετισμού στον Φένγκ.
Τα χρήματα που έπρεπε να πληρώσει ο Φένγκ ήταν
αρκετά για τα δάνεια των «φίλων του», ώστε να αναγκαστεί να ξεπουλήσει το
μαγαζί του για πάντα. Φτωχός λοιπόν ανάμεσα στους φτωχούς πια, θα καλλιεργούσε
τον κηπάκο στο σπίτι του. Ο κόσμος του χωριού πια του έδειχνε μία ανοιχτή
απέχθεια και αδιαφορία, όπως άρμοζε άλλωστε σε κάθε φτωχό. Ο Φένγκ δεν μπορούσε
να πιστέψει ότι σε όλους τους ανθρώπους που θεωρούσε φίλους του και ευεργέτησε,
βρήκε σαν ανταπόδοση αυτή την σκληρότητα, που είχε και ο πατέρας του ο ίδιος
και ο Φένγκ ήθελε να ξεφύγει από αυτήν μοιράζοντας αγάπη και φιλία στους
άλλους, αλλά τελικά έφτασε στο λογικό συμπέρασμα ότι ο πατέρας του φερόταν
σωστά τελικά στους ανθρώπους και ο Φένγκ τους φέρθηκε λάθος.
Αλλά πάλι εάν ο κόσμος και η ζωή είναι έτσι,
τότε για ποιον λόγο να ζει κανείς, εάν δεν μπορεί να εξωτερικεύσει αυτό που
έχει στην ψυχή του, να φέρει στον κόσμο την αρμονία, την αφθονία, την ευτυχία;
Έβλεπε τη ζωή σαν μία ζούγκλα τελικά και τον άνθρωπο μέσα της σαν ένα άγριο
θηρίο. Δεν είχε θέση εδώ ο Φένγκ. Ένιωθε πως πνιγόταν, ζαλιζόταν και σκεφτόταν
ίσως ότι έπρεπε να βάλει τέλος στη ζωή του. Η αλήθεια ήταν ότι ήταν ήδη τρεις
μέρες νηστικός, χειμώνας βλέπεις, οι τροφές σπανίζανε. Και τον έπιασε το
παράπονο τον Φένγκ: Το φως που ένιωθε μέσα του ήταν ψέμα, ή υπήρχε παντού
σκοτάδι και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι είχαν άδικο; Και πάλι δεν υπήρχε ούτε
ένας άνθρωπος σαν τον Φένγκ σε ολόκληρο τον κόσμο;
Του φάνηκε ότι άκουσε χτύπημα στην πόρτα, και
πίστεψε ότι ήταν ο ήχος του ανέμου ή η φαντασία του. Ποιος να τον θυμηθεί; Και
όμως να πάλι το χτύπημα σιγανό, αλλά υπαρκτό. Αδύναμα φώναξε ναι, και μέσα από
τη παγωνιά της νύχτας εμφανίστηκε ο φτωχός ψαράς κουβαλώντας μία τσάντα με
ψάρια. «Κύριε Φένγκ, σας έφερα τα ψάρια σας, όπως κάναμε τη συμφωνία μας. Μου
δώσατε αλεύρι, θα σας δίνω ψάρια και ότι πιάνω στο εξής. Με βοηθήσατε, θα σας
βοηθάω. Αλλά πως κάθεστε έτσι μέσα στο κρύο; Για να ανάψουμε φωτιά! Μου
φαίνεστε κάπως άρρωστος, μην ανησυχείτε, θα σας φτιάξω αμέσως μία ψαρόσουπα να
δυναμώσετε.»
Χάρη στο φτωχό ψαρά, που του έφερνε κάθε πότε
ψάρια, ο Φένγκ επέζησε. Επίσης ανέβηκε ψυχολογικά, διότι θεώρησε ότι ο Ουρανός
τον προστάτεψε, ότι για κάποιο λόγο έπρεπε να ζήσει, φτωχός πλέον αλλά και
σοφότερος γιατί βίωσε την αχαριστία των «φίλων του». Συνήθισε πλέον οι
υπόλοιποι άνθρωποι να τον αγνοούν, αφού δεν ήταν πλέον σημαντικός, με λεφτά, με
«πρόσωπο στην κοινωνία», «κάποιος», ήταν απλά άλλος ένας άχρωμος, συνηθισμένος,
αναλώσιμος, φτωχός.
Στην αρχή δυσκολευόταν να γυρίζει σε δημόσιους
χώρους αισθανόμενος την κατακραυγή και απέχθεια του κόσμου. Αλλά μετά σκέφτηκε:
Δεν τους αδίκησα εγώ, αυτοί με αδικήσανε. Δεν τους φέρομαι άσχημα εγώ, αυτοί
μου φέρονται. Δεν τους χρωστάω εγώ, αυτοί μου χρωστάνε. Άρα γιατί πρέπει να
αισθάνομαι άσχημα εγώ, αυτοί θα έπρεπε να αισθάνονται άσχημα, αλλά το πώς
νιώθουν και πράττουν είναι δικό τους θέμα. Άρα γιατί πρέπει να αισθάνομαι μειονεκτικά;
Ας βγαίνω λοιπόν να αντικρύζω και πάλι την ημέρα, τον ήλιο, το φως, τους
ανθρώπους.
Μάλιστα παρά την άσχημη κατάστασή του, του ήταν
ευχάριστο πια να γυρίζει στην αγορά, να ακούει τους ανθρώπους και τώρα
πραγματικά να τους γνωρίζει στην πραγματικότητα, «εκ των έσω», γιατί το πιο
αυθεντικό πρόσωπο που είχε στα απόκρυφα της ψυχής του ο καθένας, ήταν αυτό που
έδειχνε προς έναν ασήμαντο φτωχό, κάποιον από τον οποίον δεν είχε κάτι να
πάρει. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι σιχαινόντουσαν τόσο τον Φένγκ, γιατί ο
Φένγκ ήταν για αυτούς ένας καθρέπτης τους, αφού σαν φτωχός δεν μπορούσε να
δώσει, μα μόνο να πάρει, και αυτοί βλέπαν έτσι την αντανάκλαση του εσωτερικού
εαυτού τους, ενός φαντάσματος που ήθελε μόνο να πάρει, και ποτέ να δώσει.
Μια μέρα ο φτωχός ψαράς έφερε ένα εξαίσιο έδεσμα
στον Φένγκ: Μία πολύ μεγάλη ποταμίσια χελώνα με λευκό κεφάλι. Στην Κίνα
θεωρείται λιχουδιά η χελώνα, και ο φτωχός ψαράς πιάνοντας αυτό το ιδιαίτερο
πλάσμα, αμέσως το έφερε ζωντανό στον Φένγκ. Ο Φένγκ αφού ευχαρίστησε τον ψαρά,
πήρε ένα μαχαίρι για να σκοτώσει τη χελώνα. Αυτή μάταια πολεμούσε να ξεφύγει
κουνώντας τα πόδια της στον αέρα, αφού ήταν ανάποδα και ο Φένγκ ήταν έτοιμος να
βυθίσει το μαχαίρι του στον λαιμό της. Η χελώνα σταμάτησε να κουνιέται λες και κατάλαβε
το τέλος της, και κοίταζε με τα ματάκια της κατευθείαν στα μάτια τον Φένγκ.
Ο Φένγκ σήκωσε ψηλά το μαχαίρι, και τα μάτια του
συνάντησαν τα μάτια της χελώνας, που τον κοίταζαν κατάματα. Η χελώνα δεν είχε
φωνή, δεν είχε συναισθήματα, ήταν ένα πλάσμα όμως με ζωή, που ήθελε να ζήσει. Ο
Φένγκ χαμήλωσε σιγά το μαχαίρι. Δεν μπορούσε να αφαιρέσει εν ψυχρώ τη ζωή της
χελώνας, και ας ήξερε ότι αυτό σήμαινε ότι θα έμενε για δυο τρεις μέρες
νηστικός. «Χελώνα μου, θα ζήσεις. Έτυχες σε άχρηστο χασάπη.» της είπε και την
κουβάλησε μέχρι το ποτάμι. Εκεί, κάτω από τη γέφυρα την άφησε και αυτή γρήγορα
μπήκε στο νερό. Πριν βουτήξει τον κοίταξε για τελευταία φορά αυτή η παράξενη
γκρι χελώνα με το άσπρο κεφάλι, και μετά χάθηκε στα βαθιά νερά του γαλάζιου
ποταμού.
Αυτή η περίσταση έδωσε την ευκαιρία να αισθανθεί
ο Φένγκ σαν ένας μεγαλόψυχος ευγενής, ένας άρχοντας ντυμένος με κουρέλια, που
τον ένοιαζαν λιγότερο οι παλιανθρωπιές του κόσμου γύρω του. Σήμερα ήταν
τυχερός. Στην αγορά, σε έναν πάγκο μιας πονόψυχης γυναίκας είχαν περισσέψει
κάτι μισοσάπια καρότα, που κανένας δεν αγόραζε. «Έλα Φενγκ, μην τεμπελιάζεις,
βοήθησε με να μαζέψω τα πράγματα και θα σου δώσω τα καρότα». Η γυναίκα ήξερε
ότι ο Φένγκ δεν επαιτούσε. Ήθελε πάντοτε ότι του δίνανε να το κέρδιζε
εργαζόμενος. Ο Φένγκ αφού πήγε σπίτι του, ξεχώρισε τα καρότα, έφαγε και
κοιμήθηκε κουρασμένος και ευχαριστημένος όμως, ξέροντας ότι έχει να φάει και
αύριο τα υπόλοιπα καρότα.
Έτσι όπως κοιμότανε άκουσε επιτακτικά χτυπήματα
στην πόρτα του. Ανοίγοντας την πόρτα, αντίκρισε έναν υπηρέτη, που φορούσε μία
παράξενη στολή, πολύχρωμη, αποτελούμενη από πολύ μικρά κομμάτια, που έμοιαζαν
με λέπια. «Κύριε Φένγκ! Παρακαλώ ακολουθήστε με! Ο Άρχοντας θέλει να
παρουσιαστείτε μπροστά του!» Ο Φένγκ σαν υπνωτισμένος τον ακολούθησε. Ο Υπηρέτης
με γοργά βήματα προχωρούσε προς το ποτάμι, και ο Φένγκ αναρωτιόταν: «Ποιος άραγε να είναι ο Άρχοντας που ζήτησε να με δει;» Ο Υπηρέτης έφτασε στη γέφυρα,
και αντί να περάσει απέναντι καθόταν στην όχθη του γαλάζιου ποταμού. «Από εδώ
κύριε Φένγκ!» - «Μα από εδώ που μου δείχνετε είναι το ποτάμι!» - «Ναι κύριε
Φένγκ, πρέπει να βουτήξετε μέσα!» - «Μα δεν μπορώ, δεν γίνεται!» - «Γίνεται
κύριε Φένγκ!» και λέγοντας αυτό ο υπηρέτης τον βούτηξε με μία υπεράνθρωπη
δύναμη μέσα στο νερό.
Ο Φένγκ με τεράστια έκπληξη είδε ότι ο υπηρέτης
μέσα στο νερό μεταμορφώθηκε σε ένα μεγάλο ψάρι, και αυτός ο ίδιος ο Φένγκ,
κρατώντας την ουρά του ψαριού ταξίδευε στα βαθιά νερά του γαλάζιου ποταμού, και
μπορούσε να αναπνέει μέσα στο νερό, και να βλέπει, και να ακούει. Μέσα στα βαθιά
μπήκαν σε μία σπηλιά, που ολοένα έμπαινε στα έγκατα της γης. Φως δεν υπήρχε,
αλλά τα λέπια του ψαριού ακτινοβολούσαν όλα τα χρώματα της ίριδας. Βαθιά μέσα
από έναν λαβύρινθο από στοές έφτασαν σε ένα τεράστιο φωτεινό από ένα παράξενο
εσωτερικό φως, μέρος. Ένα παλάτι υπήρχε εκεί, γεμάτο από υπηρέτες που άλλοτε
είχαν ανθρώπινη μορφή και άλλοτε σε μία στιγμή μεταμορφώνονταν σε ψάρια, σε
καραβίδες, σε καβούρια. Το ψάρι ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή του και οδηγούσε
τον Φένγκ μέσα από διαδρόμους όλο και πιο πάνω, μέσα στην πιο μεγάλη σάλα του
παλατιού.
Εκεί ο Άρχοντας καθισμένος σε έναν θρόνο
υποδέχτηκε με χαρά τον Φένγκ: «Καλωσόρισες αγαπητέ μου φίλε!». Ο Φένγκ αντικρίζοντας
το βλέμμα του Άρχοντα, δεν μπόρεσε να μην γνωρίσει σε αυτόν το βλέμμα της
παράξενης χελώνας με το άσπρο κεφάλι. Υποκλίθηκε με σεβασμό, μα ο Άρχοντας
σηκώθηκε από το θρόνο του, τον σήκωσε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε σταυρωτά.
«Φένγκ, αληθινά είσαι ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος! Εγώ είμαι το Πνεύμα του
γαλάζιου ποταμού, είμαι η αιτία της ζωής και του πλούτου σε αυτή τη χώρα. Σου
χρωστώ ευγνωμοσύνη και θα σου δώσω κάτι πολύτιμο για να εκπληρώσεις αυτό που
είναι γραμμένο από τη μοίρα σου.» Τον άγγιξε στο αριστερό του χέρι, όχι στην
παλάμη, αλλά στο έξω μέρος, και ο Φένγκ αισθάνθηκε μία Δύναμη και ένα Φως να
μπαίνουν μέσα του.
Τότε ξύπνησε. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του
αναστατωμένος ακόμα από το παράξενο όνειρο. Όλα στο σπίτι του ήταν τα ίδια,
αλλά τι ζωντανό όνειρο ήταν αυτό! Ενστικτωδώς κοίταξε το αριστερό χέρι του.
Πάνω του σαν τατουάζ υπήρχε μία χελώνα, είχε πάνω του το σημάδι της χελώνας!
Την επόμενη μέρα ο Φενγκ έκανε μία βόλτα έξω στη
φύση. Με παράξενο τρόπο είχε αποκτήσει το σημάδι της χελώνας στο αριστερό του
χέρι. Σίγουρα κάτι σήμαινε αυτό, αλλά ο Φενγκ αισθανόταν ο ίδιος αδύναμος,
συνηθισμένος, φτωχός άνθρωπος, και σίγουρα πολύ πιο μπερδεμένος. Κάθισε μέσα
στο δάσος, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα.
Άγγιξε το σημάδι της χελώνας. Και αμέσως
αισθάνθηκε κάτι σαν ηλεκτρισμό σε ολόκληρο το σώμα του. Άρχισε, με μία χωρίς
λόγο παρόρμηση να τρίβει το σημάδι. Αισθάνθηκε τα νεύρα του στην σπονδυλική του
στήλη, σαν να αποκτάνε ζωή, σαν να τα διαπερνά ηλεκτρισμός, και αυτός ο
ηλεκτρισμός να περνάει από όλο του το σώμα. Άρχισε να ζαλίζεται και ο νους του
να γεμίζει εικόνες. Εικόνες από τη ζωή του αλλά και εικόνες άγνωστες του, μα
οικείες. Ο ηλεκτρισμός πλέον διαπερνά όχι μόνο το σώμα του, μα και γύρω τη
Φύση, και στροβιλίζεται, και αρχίζει να γίνεται φως και χρώματα.
Και τότε τον πλημμύρισε το φως.
Και τότε κατάλαβε και αισθάνθηκε ότι όλα είναι
φως.
Και τότε κατάλαβε ότι ο Φένγκ, όλοι οι υπόλοιποι
άνθρωποι, το γρασίδι, τα δέντρα, τα βράχια, τα ζώα, ολόκληρος ο πλανήτης πάντα
ήταν και είναι ένα.
Και τότε έχασε τον εαυτό του, γιατί αυτό που
ήταν, τελικά είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο. Η συνειδητότητά του άγγιζε όλους τους
ανθρώπους, αισθανόταν την αγωνία τους, τις σκοτούρες τους, τις βαθύτερες
σκέψεις τους.
Η συνειδητότητα του έκανε να αισθάνεται τον
τυφλοπόντικα που με χαρά έσκαβε τη γαλαρία του κάπου στο δάσος. Ταυτόχρονα όμως
αισθανόταν τη χαρά του αετού που τον ανασήκωνε ο αέρας, ισορροπώντας με τα
φτερά του, στο κενό γύρω του. Και αισθανόταν το μεγάλωμα του έλατου που
περήφανα ανέβαινε πάντα ψηλά, σε μία τέλεια ισορροπία ανάμεσα στη γη και τον
ουρανό.
Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του ο Φένγκ, και αισθάνθηκε
ότι μέσα στην καρδιά του χωρούσε όλη η Δημιουργία. Και αισθανόταν, ότι ήταν ο
παρατηρητής και το παρατηρούμενο, ότι ήταν το φύλλο αλλά και το δέντρο, ότι
ήταν ταυτόχρονα όλη η Δημιουργία αλλά και ο Δημιουργός. Αισθανόταν ότι δεν
μπορούσε ποτέ πραγματικά να πεθάνει. Και αισθανόταν ότι μπορούσε να
πραγματοποιήσει τα πάντα.
Μέσα από τη νέα του πραγματικότητα κοίταξε την
έως τώρα μίζερη ζωή του και θυμήθηκε. Και θυμήθηκε ότι η θνητή ζωή είναι απλά
ένα παιχνίδι της αθάνατης. Και θυμήθηκε ότι είναι ήδη ένα ον τέλειο, όπως και
όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι. Με τη διαφορά ότι οι υπόλοιποι δεν θέλουν από μόνοι
τους να το θυμηθούν. Υπάρχουν όμως καταστάσεις, σταυροδρόμια της εξέλιξης, όπου
φαίνεται να καταρρέουν όλα, αλλά είναι απλά στιγμές που στον καθένα δίνεται η
ευκαιρία να θυμηθεί…..
Και να θυμάσαι είναι το ίδιο με το να είσαι κάθε
στιγμή.
Τώρα πια ήξερε ότι μπορούσε να πραγματοποιήσει
τα πάντα. Έφερνε στο μυαλό του μία σκέψη και την έβλεπε να πραγματοποιείται
μαγικά, από το φως που συμπυκνωνόταν και κρυσταλλώνονταν. Ας δημιουργήσω μία
πέτρα! Η σκέψη του γινόταν φως και το φως ύλη. Ας δημιουργήσω 1.000 χρυσά
νομίσματα! Από τη σκέψη του γεννήθηκαν τα νομίσματα που σαν χείμαρρος έπεσαν
μπροστά στα πόδια του. Ας δημιουργήσω εδώ στο δάσος ένα παλάτι! Από τη σκέψη
του υλοποιήθηκε ένα λευκό μαρμάρινο παλάτι με χρυσό και πολύτιμα πετράδια
παντού.
Αισθάνθηκε έναν χωρικό που ερχόταν προς το
δάσος, πέντε έξι χιλιόμετρα μακριά του. Ο Φένγκ θα έπρεπε να προσέξει, το
μάθημα που έμαθε στην παρούσα ζωή του για τους ανθρώπους θα έπρεπε να το
χρησιμοποιήσει! Θα ήθελε να είναι πιο διακριτικός. Μεμιάς ζήτησε από το φως που
αποτελούσε τα τελευταία του δημιουργήματα να αποσυνθέσει. Αμέσως εξαφανίστηκε
το παλάτι, τα νομίσματα, η πέτρα.
Ο Φένγκ πήρε το δρόμο της επιστροφής για το
σπίτι του. Τώρα πια μπορούσε να σχηματίσει ζωντανές εικόνες με τις σκέψεις του,
πριν τις υλοποιήσει. Τι θα μπορούσε να ωφελήσει τον κόσμο γύρω του; Αυτό που
κατάλαβε ο Φένγκ σε αυτή του τη ζωή ήταν ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σαν
ζητιάνοι, λέγοντας «δώσε», αλλά θα ήταν πρόθυμοι να μπορούν και οι ίδιοι να
είναι οι κύριοι του εαυτού τους απλά παραμερίζοντας τον εγωισμό τους και
ακολουθώντας το δρόμο της καρδιάς τους;
Αν απλά τους έδινε χρήματα θα τους έκανε
χειρότερους, μιας και θα τους έδινε την ευκαιρία να είναι πιο κυριαρχικοί και
καταπιεστικοί με τους άλλους γύρω τους. Όχι, αυτό το δώρο, μπορούσε να το λάβει
μόνο όποιος είχε άδολη καρδιά, κάποιος που ήταν πρόθυμος και να δίνει, και
τέλος αυτός που ήταν έτοιμος να εκτιμήσει την αξία του και να μην το
χρησιμοποιήσει λάθος.
Καταλάβαινε ότι η θνητή ζωή με τις δυσκολίες της
για τους ανθρώπους ήταν μία ευκαιρία να ξεφύγουν από αυτό τον κύκλο, και να
θυμηθούν και αυτοί ποιοι πραγματικά είναι. Και αυτοί συνειδητά να επιλέξουν το
φως από το σκοτάδι, αν και εξωτερικά τους φαίνεται ότι αυτό «δεν τους
συμφέρει», και ότι δύσκολα κανείς πάει κόντρα στο ρεύμα του «αφού έτσι κάνουν όλοι».
Αυτό θα έκανε στη συνέχεια. Με ήπιο τρόπο θα
βοηθούσε τους ανθρώπους να βρουν ξανά αυτό που πάντα ήταν, σεβόμενος όμως
αυτούς που θέλουν να παραμείνουν στο σκοτάδι: Αυτούς που θέλουν μόνο να
παίρνουν και να εκμεταλλεύονται τους άλλους, τους άκαρδους που έχουν θεοποιήσει
το χρήμα, αλλά και αυτούς που μένουν πάντα θύματα της ζωής όντας μέσα στο φόβο,
στο θυμό, στο μίσος.
Με παιχνιδιάρικη διάθεση είδε με τα μάτια της
φαντασίας του τον φτωχό ψαρά να μαζεύει τα δίχτυα του. Στο μεγαλύτερο ψάρι του
υλοποίησε στα βράγχια του ένα χρυσό νόμισμα. Κατόπιν περίμενε στο κρεβάτι του,
κοιτώντας τεμπέλικα το ταβάνι.
Σας σίφουνας μπήκε στο σπίτι του σε λίγο ο
φτωχός ψαράς. «Κύριε Φένγκ δεν μπορείτε να φανταστείτε τι βρήκα καθαρίζοντας
ένα ψάρι μου σήμερα!» Και με περισσή ηθοποιία απαντάει ο Φένγκ: «Όχι φίλε μου.
Που να ξέρω. Για πες…»
Διασκευή ενός κινέζικου παραμυθιού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου