Δύο άνδρες και οι δύο σοβαρά άρρωστοι, νοσηλευόταν στο ίδιο δωμάτιο ενός νοσοκομείου.O ένας ασθενής, μπορούσε να σηκώνεται για λίγη ώρα κάθε μέρα. Του το επέτρεπαν οι γιατροί. Το κρεβάτι του βρισκόταν δίπλα στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου. Ο άλλος ασθενής έπρεπε να περνάει όλη την ώρα του ξαπλωμένος. Δεν μπορούσε προς το παρόν να σηκωθεί.
Οι δύο άνδρες μιλούσαν μαζί κάθε μέρα για αρκετές ώρες. Μιλούσαν για τις γυναίκες τους και τις οικογένειές, τα σπίτια τους, τη δουλειά τους, τη στρατιωτική τους θητεία, και για πολλά άλλα θέματα.
Και κάθε απόγευμα, ο ασθενής που μπορούσε να σηκωθεί, στεκόταν στο παράθυρο και κοιτάζοντας έξω, περιέγραφε στον άλλον, όλα όσα μπορούσε να δει έξω απ' αυτό.
Του έλεγε ότι το παράθυρο, έβλεπε έξω σ’ ένα ένα πάρκο, με μια όμορφη λιμνούλα. Πάπιες και κύκνοι έπαιζαν στα νερά ενώ τα παιδάκια έπλεαν τα καραβάκια τους στο νερό. Νέοι, περπατούσαν χέρι-χέρι, ανάμεσα στα δρομάκια, πλημμυρισμένα με πολύχρωμα λουλούδια. Μεγάλο δέντρα διακοσμούσαν το τοπίο, ενώ στο βάθος μπορούσες να απολαύσεις την ωραία θέα από την πόλη. Τον ενθάρρυνε, ότι σύντομα θα ήταν καλύτερα στην υγεία του και θα μπορούσε να θαυμάσει κι αυτός, όλα αυτά που του περιέγραφε.
Του έλεγε ότι το παράθυρο, έβλεπε έξω σ’ ένα ένα πάρκο, με μια όμορφη λιμνούλα. Πάπιες και κύκνοι έπαιζαν στα νερά ενώ τα παιδάκια έπλεαν τα καραβάκια τους στο νερό. Νέοι, περπατούσαν χέρι-χέρι, ανάμεσα στα δρομάκια, πλημμυρισμένα με πολύχρωμα λουλούδια. Μεγάλο δέντρα διακοσμούσαν το τοπίο, ενώ στο βάθος μπορούσες να απολαύσεις την ωραία θέα από την πόλη. Τον ενθάρρυνε, ότι σύντομα θα ήταν καλύτερα στην υγεία του και θα μπορούσε να θαυμάσει κι αυτός, όλα αυτά που του περιέγραφε.
Καθώς περιέγραφε με όλες τις λεπτομέρειες, αυτές τις όμορφες εικόνες, ο άλλος, ανήμπορος να σηκωθεί ασθενής, έκλεινε τα μάτια του και φανταζόταν το πανέμορφο σκηνικό. Ανυπομονούσε για τη στιγμή εκείνη, όπου θα μπορούσε να σηκωθεί, για να αντικρίσει κι αυτός το υπέροχο τοπίο.
Ένα πρωί, η νοσοκόμα ήρθε να τους φέρει τα φάρμακα και το πρωινό τους ρόφημα. Όμως καθώς πήγε στον ασθενή κοντά στο παράθυρο, ξαφνιάστηκε. Ο ασθενής δεν κουνιόταν, δεν ξυπνούσε. Κάλεσε αμέσως τους θεράποντες γιατρούς. Είχε πεθάνει. Είχε πεθάνει ήρεμα στον ύπνο του. Οι νοσοκόμοι, πήραν το άψυχό σώμα του.
Όταν η ηρεμία στο θάλαμο επανήλθε, ο άλλος ασθενής ζήτησε από τη νοσοκόμα, να τον μεταφέρει στο κρεβάτι, δίπλα στο παράθυρο. Η νοσοκόμα, ευχαρίστως έκανε την αλλαγή και αφού βεβαιώθηκε ότι ο ασθενής άνδρας αισθανόταν άνετα, τον άφησε μόνο του. Αυτός, σιγά-σιγά και με πολύ κόπο, στηριζόμενος στον ένα του αγκώνα, προσπάθησε να πλησιάσει το πρόσωπο του στο τζάμι, για να δει μετά από πολύ καιρό τον έξω κόσμο και να θαυμάσει το τοπίο που του περιέγραφε τόσο καιρό ο πρώην συγκάτοικος του στο θάλαμο.
Ξαφνιασμένος, αντίκρισε μονάχα ένα λευκό τοίχο. Όταν μετά από λίγο, μπήκε η νοσοκόμα στο θάλαμο, την ρώτησε, τι θα μπορούσε να ανάγκαζε τον συγχωρεμένο συγκάτοικο του, να του περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα τόσα όμορφα πράγματα εκεί έξω, η νοσοκόμα απάντησε.
Ήταν τυφλός. Δεν έβλεπε ούτε τον τοίχο. Ίσως απλά ήθελε να σε ενθαρρύνει και να νοιώσεις καλύτερα στην προσπάθειά σου να αναρρώσεις!!!
πηγή: www.ergasiaka.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου