Γέρασε τὸ λιοντάρι κι ἔχασε τὴ δύναμή του καὶ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ κυνηγήσει, γι᾿ αὐτὸ σκέφτηκε κάποιο κόλπο.
Ἔκανε τάχα τὸ ἄρρωστο καὶ δὲν ἔβγαινε ἀπ᾿ τὴ σπηλιά του. Ἕνα-ἕνα τὰ ζῶα πήγαιναν νὰ τὸ ἐπισκεφθοῦν κι ἐκεῖνο τ᾿ ἅρπαζε καὶ τὰ καταβρόχθιζε. Βλέποντας ἡ ἀλεποῦ τὴν ἀπάτη που σκαρφίστηκε, δὲν ἔλεγε νὰ πλησιάσει· καθόταν κάπου μακριὰ καὶ τὸ ρωτοῦσε γιὰ τὴν ὑγεία του.
«Μά, γιατὶ δὲν ἔρχεσαι νὰ τὰ ποῦμε ἀπὸ κοντά;» ἀπόρησε τὸ λιοντάρι.
«Γιατί βλέπω πολλές πατημασιὲς νὰ μπαίνουν στὴ σπηλιά σου, ἀλλὰ καμιὰ νὰ βγαίνει» ἀπάντησε ἐκείνη.
Λέει λοιπὸν ὁ μύθος πὼς πρέπει νὰ κρατιόμαστε μακριά ἀπὸ τοὺς ἐπικίνδυνους ἀνθρώπους καὶ νὰ φυλαγόμαστε ἀπὸ τὴν ὑποκριτικὴ φιλία τους ποὺ σκοπεύει στὴν ἐξόντωσή μας.
Και στη γλώσσα μας, όπως τη μιλούσαν χιλιάδες χρόνια πριν...
Λέων
γηράσας τις καὶ ἀτονήσας καὶ ἑαυτὸν μὴ δυνάμενος διατρέφειν, ἐπειρᾶτο μηχανικῶς διαζῆν.
Νοσεῖν οὖν προσποιούμενος κατέκλινεν ἑαυτὸν ἔν τινι σπηλαίῳ· εἶτα τῶν ἄλλων θηρίων εἰς ἐπίσκεψιν αὐτοῦ παραγινομένων, εὐθὺς ἕκαστον αὐτῶν ἁρπάζων κατήσθιε. Γνοῦσα δὲ ἡ ἀλώπηξ τὴν αὐτοῦ πανουργίαν οὐκ ἤθελε πρὸς αὐτὸν ἀνελθεῖν, ἀλλὰ μακρόθεν ἑστῶσα ἐπηρώτα τὸν λέοντα ὅπως δῆθεν τὰ κατ᾿ αὐτὸν ἔχει. Ὁ δὲ πρὸς αὐτὴν ἔλεγε:
«Τίνος χάριν οὐκ εἰσέρχῃ πρός με;»
Ἡ δὲ ἀλώπηξ ἀντέφησεν ὡς:
«Πολλῶν ἴχνη ἐνταῦθα ἑώρακα εἰσελθόντων μέν, μὴ ἐξελθόντων δέ».
Οὗτος δηλοὶ ὡς καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἀφορᾶσθαι δεῖ τὰ τῶν πρακτέων ἐπικίνδυνα καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποδιδράσκειν, ἀσφαλίζεσθαι δὲ καὶ απὸ τῶν δόλῳ καὶ ὑποκρίσει φιλίας πειρωμένων ἑταίρους λυμαίνεσθαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου