Μέχρι πριν λίγο καιρό υπήρχε μια μικρή πόλη, γνωστή για την καθαρότητά της. Ήταν τόσο φημισμένη για τους καθαρούς δρόμους και τις αυλές των σπιτιών της, που ερχόταν κόσμος από πολύ μακριά για να θαυμάσει αυτό το περίεργο για την εποχή θέαμα. Η πόλη ευημερούσε και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Πέμπτη 21 Απριλίου 2016
Το αγόρι και το χωράφι...
Μέχρι πριν λίγο καιρό υπήρχε μια μικρή πόλη, γνωστή για την καθαρότητά της. Ήταν τόσο φημισμένη για τους καθαρούς δρόμους και τις αυλές των σπιτιών της, που ερχόταν κόσμος από πολύ μακριά για να θαυμάσει αυτό το περίεργο για την εποχή θέαμα. Η πόλη ευημερούσε και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Πρωί πρωί ξεκινούσε
την δουλειά, περνώντας από κάθε στενάκι της πόλης για να μαζέψει σκουπίδια από
όλα τα σπίτια. Οι πελάτες του ήταν πολύ ευγενικοί, του τα έδιναν πάντα μέσα σε
σακούλες αδιαφανείς για να μην φαίνεται το περιεχόμενό τους. Το βραδάκι γύριζε
στο χωράφι του, έσκαβε έναν μικρό λάκκο και άδειαζε εκεί το περιεχόμενο της
καρότσας που χρησιμοποιούσε για την συλλογή σκουπιδιών. Μέχρι να κοιμηθεί είχε
κάποιο χρόνο για να αναπολήσει τις όμορφες στιγμές της ημέρας και να βεβαιωθεί
για μια ακόμη φορά πως η προσφορά του στην πόλη ήταν μέγιστης σημασίας για το
ίδιο και τους άλλους, ήταν πράγματι χρήσιμος…
Ο καιρός περνούσε και
ενώ άλλαζε διαδρομή γυρίζοντας στους δρόμους της πόλης, ενώ άλλαζαν κατά
καιρούς κάποια από τα πρόσωπα των πελατών καθώς και οι εποχές, όλες οι μέρες
είχαν αρχίσει να μοιάζουν ίδιες. Το αγόρι σάστισε για λίγο αλλά μετά ηρέμησε
σκεπτόμενο πως μάλλον έτσι ήταν η ζωή. Έτσι άλλωστε ήταν για όλους, γιατί όχι
και για εκείνο… Συνέχισε λοιπόν την ημέρα να δουλεύει και την νύχτα να
κοιμάται, ελπίζοντας όμως πια πως κάτι, με κάποιον άγνωστο τρόπο, θα άλλαζε.
Και πράγματι, μετά από όχι πολύ καιρό, κάτι άλλαξε. Οι λακκούβες δεν χωρούσαν
πια άλλα σκουπίδια, ούτε και η έξω από αυτές επιφάνεια. Του είχε μείνει μόνο το
να χρησιμοποιήσει και τον χώρο που είχε για σπίτι, όσο κι αν δεν του άρεσε
αυτό. Οι γείτονες άρχισαν να παραπονιούνται για τη δυσοσμία και την έλλειψη
τάξης ενώ το αγόρι δεν μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο από το να ελπίζει σε
κάτι που δεν γνώριζε καν.
Μπήκε μέσα της με
δισταγμό και έμεινε να κοιτάζει ολόγυρα μη πιστεύοντας στα μάτια του. Το μόνο
που μπορούσε να αντιληφθεί ήταν ομορφιά. Εκεί μέσα, κάτω από τα σκουπίδια και
το χώμα και την πέτρα, υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος και στη μέση του ένα
παλάτι. Τα γυμνά του πόδια δροσίζονταν στο ρυάκι με το τρεχούμενο σμαραγδί
νερό.
Μικρά δεντράκια στα
δεξιά του είχαν ρουμπίνια για καρπό ενώ στα αριστερά του υπήρχαν κατάλευκα
λουλούδια του κάμπου. Περπάτησε στο ρυάκι και αυτό τον πήγε στο παλάτι της
σπηλιάς. Ήταν φωτισμένο από μόνο του, τόσο που το αγόρι μπόρεσε να διακρίνει
ακόμη περισσότερο τον γύρω χώρο. Τα τοιχώματα της σπηλιάς είχαν το χρώμα του
ποιο ζωηρού αμέθυστου και ο αέρας που ανέπνεε είχε για χρώμα το ποιο γλυκό ροζ
που είχε ποτέ του δει. «Ο αέρας εδώ έχει χρώμα! » έλεγε και ξαναέλεγε μέσα του
για να το χωνέψει. Μαγεμένος από ότι είχε ήδη δει, ανέβηκε ένα ένα τα σκαλιά
προς το χρυσό παλάτι. Όχι, δεν τα ανέβηκε αργά γιατί φοβόταν όπως στην αρχή,
αλλά γιατί ήθελε να απολαύσει το κάθε του σκαλί. Η πόρτα δεν είχε χερούλι, απλά
την έσπρωξε λιγάκι με την άκρη του χεριού του και βρέθηκε σε έναν χώρο λευκό,
ήσυχο, γαλήνιο. Με ένα απλό σπρώξιμο, είχε πια μπει στο δικό του Σπίτι!
Το αγόρι ζούσε στην
σπηλιά του και καλλιεργούσε το χωράφι του για να ζει από αυτό. Τα βράδια
έφταναν στην πόρτα του σακούλες, με υπομονή το πρωί τις επέστρεφε στον όποιον
του τις είχε πάει. Με τον καιρό οι σακούλες όλο και μειώνονταν μέχρι που ο κάθε
πρώην πελάτης του βρήκε λύση στο πρόβλημά του και το αγόρι δεν χρειαζόταν πια
να κλειδώνει την αυλόπορτα. Είχε πια περισσότερο χρόνο και ηρεμία να
εξερευνήσει την σπηλιά του και να γνωρίσει τον νέο θησαυρό που κάθε τόσο
ανακάλυπτε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου