Στη
γωνιά του δρόμου μια ΕΒΓΑ που πούλαγε γάλα, γιαούρτια και παγωτά σε ψυγεία με
μαύρα λαχιστένια καπάκια, και σε μια γωνιά μεταλλικά κουτιά με γυάλινο επάνω
μέρος και μέσα μπισκότα γεμιστά με κρέμα γεύση βανίλλια σοκολάτα φράουλα και
μπανάνα και κουραμπιέδες Μπούσιου αν θυμάμαι τυλιγμένους σε ημιδιαφανές
χαρτί.
Στο
κομμωτήριο της γειτονιάς οι κυρίες ψηνόντουσαν με τις ώρες κάτω απ τις κάσκες
σεσουάρ με τα μαλλιά πασαλειμένα πλίξ τυλιγμένα σε ρόλλει κι όλα μαζί
σκεπασμένα με δίχτυ και τα αυτιά σκεπασμένα με κοκκάλινα καπάκια. Η
μανικιουρίστα καθάριζε τα πετσάκια και έβαφε τα νύχια με κατακόκκινο μανό που
μύριζε ασετόν από δέκα μέτρα μακριά.
Ο
καφές στα καφενεία ήταν μόνο Ελληνικός, τούρκικος τότε. Δεν υπήρχε νες ούτε
φραπέ ούτε καπουτσίνο ούτε εσπρέσσο ούτε κάν φίλτρου γαλλικός. Μόνο σε κανένα
ζαχαροπλαστείο εύρισκες γαλλικό και βέβαια τον πλήρωνες πανάκριβα. Οι πρώτες
καφετιέρες ήταν κάτι γυάλινες κανάτες γεμάτες νερό πάνω στη φωτιά,με ένα
ειδικό μεταλλικό φίλτρο που ο ατμός που υγροποιόταν έπεφτε πάνω στον καφέ τον
έριχνε στο νερό και ο κύκλος συνεχιζόταν μέχρις εξαντλήσεως του περιεχομένου.
Σαββατόβραδο
στα μικράτα μας σινεμαδάκι την σπουδαία περίοδο του Ελληνικού κινηματογράφου
και το βράδυ ταβερνάκι με μπριζολίτσα παιδάκια και μια γουλιά μπύρα που μας
έδινε κρυφά η μάνα μας γιατί «το παιδί δεν πρέπει να πίνει».
Και αργότερα πιο μεγάλοι πια σινεμά και καφετέρια στον Πύργο των Αθηνών ,το
Loubier, το Blue Bell, του Φλόκα, το Βυζάντιο, του Βρυλώνια με τις φοβερές
μακαρονάδες. Τη Σόνια.
Με
πόση χαρά ακολουθούσαμε Κυριακή πρωϊ τον πατέρα στο καφενείο και απολαμβάναμε
επί ώρες μια κουταλιά βανίλια, το γνωστο υποβρύχιο μεσα σε ένα ποτήρι
παγωμένο νερό, ή τρώγαμε το μεζέ του ούζου και του αφήναμε το ούζο ξεροσφύρι.
Κι ύστερα με το ποδήλατο πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο κι εκείνος να μας ρίχνει
κλεφτές ματιές κάθε που σήκωνε το κεφάλι του απ το τραπέζι με την πρέφα ή το
τάβλι. Και το μεσημέρι της Κυριακής μετά το οικογενειακό γεύμα πόση πίκρα
όταν έφευγε για το γήπεδο χωρίς εμάς γιατί ήταν μεγάλο παιγνίδι και με πόση
λαχτάρα περιμέναμε να ακούσουμε την περιγραφή απ το ραδιόφωνο. Γεωργίου,
Φώσκολος, Λογοθέτης κι αργότερα απ την τηλεόραση Διακογιάννης Φουντουκίδης
Κατσαρός.
Η
γλυκύτερη αναμονή το καλοκαίρι ήταν ο παγωτατζής με το καρότσι με τις
σιδερένιες ρόδες που το σπρωχνε στο χωματόδρομο. Παπασπύρου ΑΣΤΥ ΕΒΓΑ. Μια
δραχμή η κρέμα, μιάμιση το κακάο, δύο η σοκολάτα.
Τα
καλοκαίρια μπάνιο με το πούλμαν ή πάνω στις καρότσες των αγροτικών ή με
φορτηγά ή άντε με προϊστορικά λεωφορεία που ζεμάταγαν σαν την κόλαση στις
κοντινές παραλίες, Καβούρι Βουλιαγμένη, Βάρκιζα άντε και στη Λουμπάρδα ή απ
την άλλη μεριά Ραφήνα Νέα Μάκρη Κόκκινο λιμανάκι. Γελάγαμε με κάτι χοντρές
γριές που κάνανε μπανιο με τις κομπιναιζόν, Πέφταμε κάτω και χτυπιόμασταν
όταν βλέπαμε κάποιους με το ένα χέρι να κρατάνε τυλιγμένη την πετσέτα γύρω
τους και με το άλλο να προσπαθούν να βγάλουν το μαγιό και ναι βάλουν εσώρουχο
και παντελόνι. Σιχαινόμασταν τα κεφτεδάκια ή τα ντολμαδάκια στην αμμουδιά.
Και το νερό που πίναμε ήταν πάντα χλιαρό.
Και
φρούτα, θεούλη μου τι φρούτα ήταν αυτά! Θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου να
κουβαλάει κάτι δωδεκάκιλα Αμερικάνικα ριγέ καρπούζια και γιαρμάδες που σε
κάθε δαγκωνιά τα ζουμιά έτρεχαν στο πηγούνι και το λαιμό. Και πεπόνια που
μοσχομύριζαν. Και κεράσια μέλι. Και σταφύλια ολόγλυκα. Ψωμί, τυρί φέτα και
καρπούζι για φαγητό. Η υπέρτατη γεύση.
Πίναμε
νερό απ το λάστιχο του κήπου (τι εμφιαλωμένα και πράσινα άλογα), τρώγαμε
λουκουμάδες με ζάχαρη, κουλούρι και τριγωνάκι κεφαλοτύρι απ τον πλανόδιο
κουλουρά έξω απ την εκκλησία, αμφίβολης καθαριότητας τυρόπιτες και σάμαλι (
Δεν έχω ξαναδοκιμάσει από τότε τέτοια νοστιμιά), κοκ και κορνέ με σαντιγύ,
και πάστες νουγκατίνες σοκολατίνες και σεράνο απ τις ΕΒΓΑ της γειτονιάς.
Γευόμασταν βούτυρα και μαρμελάδες σπιτικές και σπιτικά γλυκά κουταλιού
συκαλάκι, περγαμόντο, βύσσινο και πορτοκάλι, νερατζάκι, και φαγητά που δεν τα
φτιάχνουν τώρα γιατί είναι κουραστικά. Ροστ μπήφ, μελιτζάνες παπουτσάκια,
ιμάμ, παστίτσια, μουσακάδες. Τρώγαμε τόνους κεφτέδες με πατάτες τηγανιτές
αλλά ποτέ δεν είμασταν υπέρβαροι γιατί γυρνάγαμε όλη μέρα στους δρόμους και
τις αλάνες παίζοντας.
Μοιραζόμασταν
με τους φίλους μας μια πορτοκαλάδα ή γκαζόζα απ το ίδιο μπουκάλι και ποτέ
κανένας μας δεν έπαθε τίποτε. Δεν πολυαρωσταίναμε , αλλά αν τύχαινε να
αρρωστήσουμε πάντα υπήρχε μια καλή μάνα ή γιαγιά να μας δώσει λίγο φιδέ και
να μας ρίξει βεντούζες να μας δώσει μια κουταλιά Νορισοντρίν, Ιπεσαντρίν ή
ασπιρίνη διαλυμένη στο κουταλάκι μαζί με ζάχαρη, ή να μας κάνει μια ένεση με
γυάλινη σύριγγα που τη βράζανε στο κατσαρολάκι, και πιο ύστερα να μας
διαβάσει κανένα παραμυθάκι για να αποκοιμηθούμε. Και κάτι θερμόμετρα γυάλινα
του πεντάλεπτου και στα πόδια του κρεβατιού να γουργουρίζει η γάτα η παρδαλή
και να αναδεύεται και να παίζει με την άκρη της κουβέρτας.
Οταν
κάναμε ποδήλατο (eska ή velamos) δεν φορούσαμε κράνος και στην πίσω ρόδα
βάζαμε πάντα χαρτόνι από πακέττο τσιγάρα πιασμένο με ξύλινο μανταλάκι έτσι
για να κάνει θόρυβο και να μας θυμίζει μηχανάκι
Περνάγαμε
ώρες έξω απ το σπίτι φτιάχνοντας πατίνια με ρουλεμάν και σανίδια και
κατεβαίναμε τις κατηφόρες τις γειτονιάς απλά για να διαπιστώσουμε ότι είχαμε
ξεχάσει να βάλουμε φρένο. Κι όταν σηκωνόμασταν μέσα απ τους θάμνους που
καταλήγαμε, μαθαίναμε πώς να διορθώνουμε το πρόβλημα των φρένων. Για να μη
ξαναπληγώσουμε τα γόνατα μας και να μην αποκτήσουμε ευμεγέθη καρούμπαλα στο
κέντρο του μετώπου μας Κι αν τα αποκτούσαμε τα πατάγαμε με εκείνα τα μεγάλα
τάλληρα για να μη φουσκώσουν.
|
Πέμπτη 7 Απριλίου 2016
Για 40ρηδες - 50ρηδες-30ρηδες (Α' μέρος)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου