Ένας βασιλιάς πήγε για κυνήγι. Τον πρώτο λαγό που έβγαλε , άφησε να τον
πιάσει το αγαπημένο του γεράκι. Ο ίδιος έτρεξε πίσω του με το άλογο.Το γεράκι έπιασε το λαγό, τον έφερε στο βασιλιά και μαζί τράβηξαν να βρουν
νερό. Κοντά στο λοφάκι βρήκαν νερό. Μόνο που ήταν πολύ λίγο. Έσταζε σταλιά
σταλιά και ο βασιλιάς χρειάστηκε να περιμένει πολλή ώρα ώσπου να γεμίσει ένα
κυπελλάκι. Το κυπελλάκι γέμισε κάποτε και ο βασιλιάς το έφερε στο στόμα του και
θέλησε να πιει το νερό. Ξαφνικά όμως το γεράκι ταράχτηκε στο χέρι του βασιλιά,
χτύπησε τα φτερά του και το νερό χύθηκε από το κύπελλο. Ο βασιλιάς ξαναέβαλε το κυπελλάκι να γεμίσει, και περίμενε και πάλι πολύ. Όμως και τούτη τη φορά, όταν θέλησε ένα το φέρει στα χείλη του, το γεράκι
τινάχτηκε δυνατά, χτύπησε πάλι τις φτερούγες του και το νερό χύθηκε από το
κυπελλάκι. Αυτό έγινε και την τρίτη φορά. Δεν πρόλαβε ο βασιλιάς να βάλει το κύπελλο
στα χείλη του και το γεράκι του το ΄χυσε. Θύμωσε ο βασιλιάς και μ΄ όλη του τη
δύναμη χτύπησε το γεράκι πάνω σε μια πέτρα και το σκότωσε. Ήρθαν ύστερα από
λίγο και οι υπηρέτες του βασιλιά κι ένας από αυτούς πήγε πιο ψηλά να φέρει νερό
από την πηγή. Έφυγε ο υπηρέτης, αλλά γύρισε αμέσως μ΄ αδειανά χέρια και είπε «Το νερό
αυτό είναι επικίνδυνο. Δεν κάνει να το πιεις. Στην πηγή είναι ένα φίδι που άφησε
το δηλητήριο του στο νερό. Καλά που έχυσε το νερό το γεράκι, γιατί, αν έπινες
θα πέθαινες».
Ο βασιλιάς είπε "Άσχημα αντάμειψα το γεράκι μου. Εκείνο μου έσωσε τη
ζωή, κι εγώ του έδωσα το θάνατο".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου