Κάποτε, λένε, όταν το Μεγάλο Πνεύμα έφτιαξε όλα τα πράγματα,
χάρισε στους «πρώτους ανθρώπους» δώρα κλεισμένα σε κέδρινα σκαλισμένα κουτιά.
Οι «πρώτοι άνθρωποι» ήταν τα ζώα, που υπήρχαν εδώ πριν από εμάς. Σε ένα κουτί
υπήρχε το νερό και, όταν αυτό ανοίχτηκε, όλο το νερό κύλησε έξω και ανέβηκε
στον ουρανό φτιάχνοντας τα σύννεφα. Μετά έπεσε από τον ουρανό σαν βροχή και
σχημάτισε τα ποτάμια που γέμισαν τα κοιλώματα και έφτιαξαν τη θάλασσα.
Ένα άλλο κουτί περιείχε όλα τα βουνά, τα οποία βγήκαν έξω και
τοποθετήθηκαν εκεί όπου βρίσκονται ακόμα και σήμερα.
Σε άλλο κουτί υπήρχαν όλοι οι σπόροι των φυτών, ενώ σε άλλο
βρισκόταν ο άνεμος, που φύσηξε και σκόρπισε τους σπόρους στις τέσσερις γωνιές
του κόσμου.
Καθένας από τους «πρώτους ανθρώπους» άνοιξε το κουτί του, εκτός
από τον γλάρο που είχε στο κουτί του το φως του κόσμου. Ο γλάρος το κρατούσε
καλά κλεισμένο και έτσι στην αρχή υπήρχε μόνο σκοτάδι. Τα άλλα ζώα ζήτησαν από
τον γλάρο να το ανοίξει, όμως αυτός αρνήθηκε κρατώντας το σφιχτά κάτω από τη
φτερούγα του. Αφού είδαν κι απόειδαν ζήτησαν τη βοήθεια του κόρακα, που ήταν
εξάδελφος του γλάρου.
Ο κόρακας έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τον πείσει
να ανοίξει το κουτί. Τον ικέτευσε, τον κολάκεψε, χωρίς όμως
αποτέλεσμα. Ο κόρακας θύμωσε πολύ με την άρνηση του γλάρου και σκέφτηκε: «Ο
γλάρος κάνει κακό σε όλους τους ανθρώπους. Μας δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα. Ίσως
θα βοηθούσε αν έμπαινε ένα αγκάθι στο πόδι του»…
Και επειδή ό,τι σκεφτόταν ο κόρακας γινόταν πραγματικότητα, ο
γλάρος άρχισε να σκούζει από πόνο: «Το πόδι μου, το πόδι μου, κάτι μπήκε στο
πόδι μου!..» Ο κόρακας προσφέρθηκε να βοηθήσει παριστάνοντας τον ανήξερο. Αλλά
όταν έσκυψε και είδε το αγκάθι, αντί να το τραβήξει έξω, το έσπρωξε πιο μέσα! Ο
γλάρος τσίριξε από τον πόνο. «Ωχ, συγνώμη γλάρε μου, δεν μπορώ να δω τι κάνω.
Αν είχε λίγο φως»… Τότε ο γλάρος άνοιξε λίγο το καπάκι του κουτιού του και
βγήκε έξω ελάχιστο φως, που όρμησε και ανέβηκε στον ουρανό. Έτσι ο κόρακας ήταν
ο πρώτος που είδε τα αστέρια. Και ήταν πολύ όμορφα… Έσκυψε ξανά ο κόρακας στο
πόδι του γλάρου και έσπρωξε ακόμα πιο μέσα το αγκάθι. Ο γλάρος ούρλιαξε, σήκωσε
το ένα φτερό, αλλά συνέχιζε να κρατά σφιχτά το κουτί με το άλλο… «Με
συγχωρείς», είπε ο κόρακας «δεν υπάρχει αρκετό φως, άνοιξε ακόμα λίγο το
κουτί!». Ο γλάρος το άνοιξε λίγο ακόμα και βγήκε έξω ένα κυκλικό χλωμό φως που
ανέβηκε στον ουρανό. Και ο κόρακας ήταν ο πρώτος που είδε το φεγγάρι. Και ήταν
πολύ όμορφο…
Ο κόρακας έσκυψε ξανά και έσπρωξε πιο βαθιά το αγκάθι μέσα στο
πόδι του γλάρου. Εκείνος έβγαλε μια δυνατή κραυγή, άνοιξε και τα δύο φτερά του
και το κουτί έπεσε κάτω. Το καπάκι άνοιξε και
βγήκε από μέσα μια γιγάντια μπάλα από φωτιά, η οποία εκτινάχτηκε ψηλά στον
ουρανό. Ακόμα και ο κόρακας δεν μπορούσε να κοιτάξει αυτό το λαμπρό φως. Δεν
μπορούσε να κοιτάξει τον ήλιο! Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη πραγματική μέρα!
Εκείνη τη στιγμή ο γλάρος κατάλαβε ότι η απροθυμία του να δώσει αυτό που
κατείχε του έφερνε πόνο. Κατάλαβε ότι μόνο όταν δίνεις χωρίς ενδοιασμούς,
φεύγει ο πόνος και ανοίγει ο δρόμος για την ελευθερία.
- Ο μύθος λέει πως, αν κάποιος βρεθεί στα μέρη όπου ζει ο γλάρος, θα τον δει μερικές φορές να σηκώνει το ένα του πόδι και να στέκεται στο άλλο. Υπάρχουν δύο εκδοχές για αυτό: Η μία λέει ότι το αγκάθι εξακολουθεί να βρίσκεται στο πόδι του και η άλλη ότι ο κόρακας το έβγαλε, αλλά ο πόνος από το αγκάθι δεν έχει ξεχαστεί…
- Ο μύθος λέει πως, αν κάποιος βρεθεί στα μέρη όπου ζει ο γλάρος, θα τον δει μερικές φορές να σηκώνει το ένα του πόδι και να στέκεται στο άλλο. Υπάρχουν δύο εκδοχές για αυτό: Η μία λέει ότι το αγκάθι εξακολουθεί να βρίσκεται στο πόδι του και η άλλη ότι ο κόρακας το έβγαλε, αλλά ο πόνος από το αγκάθι δεν έχει ξεχαστεί…
Πάντως από τότε ο γλάρος και ο κόρακας δεν ξαναμίλησαν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου