Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Αχ! αυτό το κοίταγμα στα μάτια






Σούρουπο στην κεντρική πλατεία, κοιτάζω στα τραπεζάκια για γνωστό, ένα αδύνατο χέρι μου γνέφει, πλησιάζω το τραπεζάκι.
«Καλησπέρα», «καλώς τον, κάτσε νεαρέ να σε κεράσουμε ένα παγωτό». «μπαμπά, να πάμε μια βόλτα»; Κοιτάζει τη σύζυγο με το σφιχτοδεμένο κότσο, κοιτάζει το ρολόι, «αν είναι για μισή ωρίτσα να πάτε, γιατί θα φύγουμε».
Ο χρυσοχόος με το μουστακάκι, σοβαρός και μετρημένος, έχει και τον τρόπο του. Η γυναίκα του λιγομίλητη κι απόμακρη και το φιλαράκι μου, η Αρετή, δυο μελιά μάτια, καστανό μακρύ μαλλί, λιγνή κορμοστασιά, αρχοντική ομορφιά. Μόνο φίλη μου, έχω αποδεχτεί ότι της πέφτω λίγος, αλλά η φιλία, πράγμα ιερό και σ’ αυτά έχω μπέσα. Μου πείραξες την Αρετή, την Αρετούλα μου, σ’ έκανα εχθρό.
Σηκώνεται και βαδίζουμε προς τον κεντρικό δρόμο, σιγομουρμουρίζω, «τι της ήρθε τώρα για βόλτα, έχασα και το παγωτό», ας είναι, χαλάλι της.
Η διαδρομή; Το νυφοπάζαρο, πάνω-κάτω στον κεντρικό. Διαπιστώνω κλεφτοματιές με το νεαρό απέναντι. Είμ’ αητός σ’ αυτά. «Αρετούλα τι βλέπω», «Μη με λες Αρετούλα, στο ‘χω πει χίλιες φορές». Το ξέρω αλλά θέλω να την πειράζω. «Τρέχει κάτι με το Λεωνίδα»; Δέχομαι μια κοφτερή ματιά της. «Αν το πεις πουθενά δεν σου ξαναμιλάω».
Το τυλίγω μ’ ένα “μακάρι” και το καταχωνιάζω στο βάθος του μυαλού, γιατί να το πω, να χάσω τη φιλία της Αρετούλας μου; Ποτέ!
Ο Λεωνίδας, ομορφόπαιδο, λεβεντιά, τίποτε κακό γι’ αυτόν από κανένα. Γιατί όχι; Της ταιριάζει, θα το χαιρόμουν.
Πέρασε το καλοκαίρι, φεύγω, θα λείψω πολύ, πριν μπω στο λεωφορείο με φιλάει σταυρωτά, με φορτώνει ένα τσουβάλι ευχές, σα να πήγαινα ανθρακωρύχος στο Βέλγιο, ο χωρισμός δεν είναι ποτέ ευχάριστος, θα μου λείψει το φιλαράκι μου η Αρετή, η Αρετούλα μου. Με κοιτάει αγέρωχα μα δεν ξεγελιέμαι, μέσα της πονάει όσο κι εγώ.
Η αβεβαιότητα, ο φόβος για το αύριο σκληραίνει τους ανθρώπους, δουλειά, δουλειά, δουλειά, ξεχνάς φίλους, γνωστούς ακόμα και το ίδιο σου το σπίτι.
Χρόνια μετά, στ’ άστραμμα η απόφαση, μια και δυο στο λεωφορείο ώρες πολλές και φτάνω στην κεντρική πλατεία. Οι δικοί μου δεν το ξέρουν, η μάνα μου θα τρελαθεί σαν θα με δει. Βαδίζω στον κεντρικό και να! δυο μάτια μελιά, ένα χαμόγελο, η κορμοστασιά της. Κρατάει ένα μικρό απ’ το χέρι. Πλησιάζω γοργά.
«Γεια σου Αρετούλα», δεν διαμαρτύρεται, «γεια σου, καλώς μας ήρθες», «μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε». «Τι βλέπω»; «Το ομορφούλι δικό σου είναι»; «Παντρεύτηκες»; «Ο Λεωνίδας τι κάνει»; Ρωτάω, «όχι το Λεωνίδα, τον φαρμακοποιό παντρεύτηκα».
Τον φαρμακοποιό; Κερώνω, τον φαρμακοποιό; Με προλαβαίνει, φοβάται την αντίδρασή μου, «περνάω καλά» μου λέει απολογητικά, «με αγαπάει, με σέβεται».
Ξεφυλλίζω προς τα πίσω τις μνήμες, τον φαρμακοποιό; Τον κοντόχοντρο με τα πατομπούκαλα στα μάτια; Κι ο Λεωνίδας; Γι’ αυτό δεν μου ξανάγραψε, σιωπή αντί αλήθεια. Τώρα; Αυτό το ξαφνικό;
«Κι ο Λεωνίδας»; «Που είναι»; Ρωτάω. «Δεν τ’ άντεξε, έφυγε, θαλασσοδέρνεται», η φωνή της, ήχος φορτωμένος πίκρα, πόνο.
Μένουμε ακίνητοι, αντικριστά, την κοιτάζω ίσια στα μάτια. Αχ! αυτό το κοίταγμα στα μάτια, αυτή η αμίλητη ερωταπόκριση, δρώμενα χρόνων γίνονται μια στιγμή, τα μεταφέρει γνήσια, με αλήθεια. Η αλήθεια με συνθλίβει, με πικραίνει, φοβάμαι ν’ αντιδράσω, είμαι θυμωμένος.
Με βγάζει απ’ τ’ αδιέξοδο. «Φεύγω, να μη χαθούμε», η φωνή της τρέμει. «Να ’σαι καλά», η απόκρισή μου, φορτωμένη βάλσαμο, λάδι για τις πληγές.
Βαδίζω γρήγορα, νευρικά, προσπερνάω το σπίτι μου, πάω για τη θάλασσα, να πάρω αέρα, πνίγομαι, το στόμα μου φαρμάκι, όχι απ’ το τσιγάρο. Το θυμικό στοχεύει, μου ανοίγει πληγή, στην Αρετούλα μου; Γιατί;

Κλεισθένης "Ιδεοπηγή"




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου