Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα πανέμορφο
δάσος γεμάτο ψηλά έλατα και βελανιδιές ξεφύτρωσε ένα μικρό θάμνο ανάμεσα σε
άλλα θαμνώδη φυτά σε ένα σημείο που η πλαγιά έκανε μια μικρή φωλίτσα. Το πρώτο
βλέμμα του το έστρεψε στο φως και στο γαλανό κομμάτι που φαινότανε κάπου ψηλά..
ψηλά...στην ακρούλα .. μα τι ήταν αυτό που τον εμπόδιζε να δει καθαρά ;
Ήταν πράσινο.. καταπράσινο και κατέληγε .. πω!
πω! σε ένα τεράστιο χοντρό καφετί κορμό..Γύρισε ολόγυρα και είδε ότι τέτοιοι
κορμοί υπήρχαν παντού , όλοι δυνατοί , ψηλοί σαν ένα τοίχος . Στα πόδια τους
θάμνοι πράσινοι χαμηλοί σαν..κι αυτόν.. θάμνοι..χωρίς θωριά, υπέροχα γερά
κλαδιά και καταπράσινα φύλλα.
Προσπάθησε να δει αν μπορούσε και αυτός να
πλησιάσει δίπλα τους , ν' αγγίξει τις χοντρές ρίζες τους και να καταφέρει να
σκαρφαλώσει για να φανεί ψηλότερος. Μα έμεινε ακίνητος εκεί που ήταν να χαζεύει
τα χρωματιστά μικρά πλασματάκια που παίζανε κυνηγητό ανάμεσα στις φυλωσιές του
γίγαντα. Τότε τον τρόμαξε ο θόρυβος που έκανε ένα μαλλιαρό πλάσμα με μεγάλη
φουντωτή ουρά που ..προσγειώθηκε δίπλα του σαν ένα πακέτο από τον ουρανό.
- Συγνώμη φίλε.. δεν σε πρόσεξα.. είμαι ο
Πουφ..ο σκίουρος ..καλώς φύτρωσες στη γειτονιά μας.
- Ε! παλιοσκίουρε απρόσεκτε , μου τσαλάκωσες
το καπέλο μου..άκουσε μια φωνούλα δίπλα του το μικρό δενδράκι . Έσκυψε ακόμα
και αυτό για να δει ένα θυμωμένο κόκκινο ..ταψάκι με κορμό και άσπρες βούλες.
- Επιτρέψτε με.. είμαι ο Μάμπο το μανιτάρι και
από εδώ η ..οικογένεια μου.. η γυναίκα μου η Μπούμπα και τα ... για να
μετρήσω..1.. 2...5...7...μάλιστα 7 παιδάκια μου προς το παρόν! Καλώς ξεφύτρωσες
λοιπόν θα κάνουμε παρέα και θα με προφυλάξεις από ότι βλέπω από κάτι
τέτοιους απρόσεκτους επισκέπτες.
- Κι εμένα με λένε.. αλήθεια ένοιωσε απελπισία
ξαφνικά το δενδράκι ...δεν ξέρω πως με λένε, δήλωσε λυπημένα με χαμηλή φωνή..
- Μα φίλε μου δικαίως δεν ξέρεις αφού τα
ονόματα μας τα δίνει ο μεγάλος Βασιλιάς αυτού του δάσους το Έλατο δίπλα σου..
τυχερέ ..γεννήθηκες δίπλα σε βασιλιά..
- Πιστεύεις ότι θα με προσέξει; είπε
απογοητευμένο το μικρό δενδράκι, ούτε καν στη ρίζα του δεν μπορώ να
φθάσω.
Φύσηξε τότε ένα αεράκι και έφερε τη βραχνή και
δυνατή φωνή του Έλατου στ' αυτιά του σαν εντολή ..
- Θα σε πούμε Γκάμπη ..μα θα πρέπει να σου
δώσει την ευχή της τύχης σου η νεραιδούλα του δάσους φίλε μου που θα
έρθει όταν σκοτεινιάσει. Θα τα πούμε λοιπόν το βράδυ στη γιορτή της υποδοχής
σου μαζί με πολλά άλλα δενδράκια που γεννήθηκαν σήμερα μαζί σου.
Μετρούσε ο Γκάμπη τις ώρες μέχρι να νυχτώσει
και να δει τα πουλιά να κουρνιάζουν στις φωλιές που φιλοξενούσαν τα ψηλά δένδρα
ολόγυρα. Κόντευε να τον πάρει ο ύπνος με το ρυθμικό ροχαλητό του
μανιταριών δίπλα του όταν ξαφνικά....
Εκατοντάδες μικρά φωτάκια άρχισαν αν πετούν ανάμεσα
του και να του τραγουδούν με ήχο ρυθμικό που έκαμναν με τα μικρά φτερά τους.
Δυο μάτια τεράστια φωτεινά τον τρόμαξαν , δίπλα του δυο ακόμα πιο μικρά..
- Καλώς ήρθες δενδράκι είμαι η Ρούμπο η
κουκουβάγια και δίπλα το παιδάκι μου ο Κουκί.!
- Καλώς φύτρωσες κάτοικε του μαγικού μου
δάσους.. άκουσε μια βελούδινη φωνή το μικρό δενδράκι και αντίκρισε καθισμένη
επάνω στο ..μανιτάρι μια υπέροχη μικρή κοπελίτσα με διάφανα φτερά και
λουλουδένιο στεφάνι στα κατάξανθα μαλλιά της. Είμαι η νεραιδούλα του δάσους
αυτού Γκάμπη και ήρθα να σου δώσω την ευχή μου: Σου εύχομαι λοιπόν να είσαι .. αγαπητός
, γερός και ξεχωριστός. Να μεγαλώσεις να δυναμώσεις να ανθίσεις και να
στολίσεις με τη παρουσία σου εκεί που δεν θα υπάρχει άλλο στολίδι.
-Γέλασε το δενδράκι μέσα του και σκέφτηκε..εγώ
ξεχωριστός..εγώ ευλογημένος να φέρω χαρά; ένα μικρό θαμνώδες δενδράκι;
Ο καιρός πέρασε, οι εποχές έκαναν το κύκλο
τους .
Χιόνι έπεσε πολύ και ήρθε μια γιορτή για
τους ανθρώπους του μεγάλου χωριού κοντά στο δάσος που τους έκανε να κόβουν
μικρά δενδράκια και να τα κουβαλούν για να τα πουλήσουν ακριβά σε πλούσιους που
στόλιζαν με αυτά τα σπίτια τους. Του τα είπε αυτά η σοφή κουκουβάγια και
αποχαιρέτησε τα μικρά δενδράκια που έφευγαν στις πλάτες των υλοτόμων..Πόσο θα
ήθελε να πάει μαζί τους ο Γκάμπη.. μα ποιος θα ήθελε ένα μικρό ..θαμνώδες
δενδράκι..
Τότε ξαφνικά ένοιωσε κάτι στην αρχή να τον
πονά μετά όμως όταν τον πήρε κάποιος στη αγκαλιά του τα ξέχασε όλα.. Πάει
..τελείωσε η ζωή του σκέφτηκε.. μάλλον κάποιος τον πήρε για να τον κάνει
..σκούπα για την αυλή του η προσάναμμα για το τζάκι του..
Ο παππούς Αντώνης μπήκε παγωμένος από το χιόνι
στο μικρό καλυβάκι που ζούσε με τη μοναδική εγγονή του.
Στο τζάκι έκαιγε τα ξύλα από τα κλαδιά του
μεγάλου έλατου που πέταξε ο γείτονας πέρσι και στη κατσαρόλα έβαλε φρέσκα
μανιτάρια για την αγαπημένη σούπα τους.
Πήρε το μικρό δενδράκι θάμνο και το έβαλε σε
μια μεγάλη γλάστρα που βρήκε στα σκουπίδια. Τα κόκκινα μικρά φυσικά μπαλάκια
του γυάλιζαν στο φως από το τζάκι.. του γυάλισε τα φύλα με λίγο λάδι και
κρέμασε επάνω ένα μικρό πακετάκι όπου είχε βάλει ένα όμορφο στολισμένο σκουφάκι
που του είχε πλέξει η γιαγιά του διπλανού σπιτιού για την εγγονή.
Όταν οι καμπάνες του χωριού χτύπησαν
Χριστούγεννα το μικρό δωμάτιο γέμισε από τις χαρούμενες φωνούλες της μικρής για
το υπέροχο θαμνώδες δενδράκι της Γκυ της είπε ο παππούς της πως λεγότανε.
Ξαγκίστρωσε από τα φύλλα του το όμορφο
σκουφάκι της και έφαγε ευτυχισμένη την υπέροχη μανιταρόσουπα που έφτιαξε ο
παππούς της.
Από το ανοιχτό παράθυρο με τα χιονισμένα
τζάμια ο Γκάμπη ευχαρίστησε τη καλή του νεράιδα για την ευχή της.. Κανένα ψηλό
δένδρο δεν θα έδινε σε αυτό το σπίτι τη χαρά που έδωσε το μικρό θαμνώδες
δενδράκι με τα κόκκινα μικρά μπαλάκια του και τα γυαλιστερά ακανθώδη στις άκρες
φύλλα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου