«Κυρά Μάρθα, που το ψώνισες αυτό το γαλόπουλο;
Αυτό το τελευταίο που όλο πέφτει και είναι σα ζαβλακωμένο;» είπαν τα άτακτα
παιδιά γελώντας, που φαινόταν μόνο η σειρά από τα κεφάλια τους στο πάνω μέρος
του φράχτη. Η κυρά Μάρθα τα κοίταξε με απόγνωση. «Σίγουρα κάτι έχουν σκαρώσει
αυτοί οι μικροί διάβολοι με τα γαλόπουλά μου, αλλά πάλι, αυτό το τελευταίο
γαλόπουλο μήπως είναι μια παραξενιά της φύσης; Δε μοιάζει με τα υπόλοιπα, αλλά
ίσως με το καιρό να διορθωθεί η κατάσταση».
Ο Μεγάλος Γάλος, η μεγαλύτερη αρσενική
γαλοπούλα, δεν μπορούσε να δεχτεί στο χώρο του αυτό το πουλί: Το παράξενο
γαλόπουλο. Φοβόταν ο ίδιος κάθε τι το διαφορετικό, ήξερε ότι κάθε γαλοπούλα
έτρωγε βασιλικά όλη τη χρονιά και κατά το μέσο του χειμώνα κάποιες μάλλον τις
μετακόμιζαν οι άνθρωποι σε ακόμα πιο βασιλικά μέρη. Ήταν σίγουρος ότι αυτό το
χειμώνα θα ήταν η σειρά του να ταξιδέψει. Έπρεπε λοιπόν να τακτοποιήσει τις
εκκρεμότητες. Ήδη έβλεπε ότι τα υπόλοιπα γαλόπουλα τσιμπάγαν και αποφεύγαν το
παράξενο γαλόπουλο. Το κάλεσε λοιπόν μπροστά του.
«Ψψτ νεαρέ! Δεν μπορείς να συνεχίσεις εδώ!» -«Μα
γιατί κύριε, τι έκανα, σε τι έφταιξα;» - «Δεν είσαι καθαρός. Δεν είσαι δικός
μας, είσαι ένας ξένος, ένας παρείσακτος, δεν σου αξίζει να τρως το φαγητό μας,
να μοιράζεσαι το χώρο μαζί μας, σήκω φύγε!» - «Μα εγώ εδώ γεννήθηκα κύριε Γάλε,
που να πάω τώρα;» -«Δεν με ενδιαφέρει!» και έδιωξε το παράξενο γαλόπουλο με
τσιμπιές, ώστε να φύγει έξω από το φράχτη.
Το γαλόπουλο, ματωμένο, για πρώτη φορά αντίκρυσε
τον κόσμο έξω από το φράχτη. Πόσο μεγάλος ήταν! Ένα δάσος μόλις άρχιζε και πάνω
από αυτό ήταν ένα ψηλό βουνό. Με φοβισμένα βήματα άρχισε να μπαίνει στο δάσος.
Πόσο μεγάλα ήταν τα δέντρα! Αλλά ανάμεσα από τα δέντρα ένιωθε φτερωτές
παρουσίες να τον παρακολουθούν. Σε ένα ξέφωτο είδε ένα μαυρόγκριζο πουλί να τον
περιμένει. «Καλώς το μάγκα! Έχεις τίποτα πολύτιμο πάνω σου να σε ξαλαφρώσουμε;»
-«Όχι, αλλά εσείς ποιά είστε;» -«Είμαι η Κουβέρνα, η αρχηγός των κουρούνων του
δάσους».
Ξαφνικά από ολόγυρα εμφανίστηκαν και άλλες
κουρούνες, που κοίταζαν με ενοχλητικό βλέμμα το γαλόπουλο. «Ψάξτε τον!» είπε η
Κουβέρνα. Το ψάξιμο δεν απέφερε τίποτα, το γαλόπουλο δεν είχε τίποτα μαζί του.
«Ούτε ένα βελανίδι! Δεν κάναμε καμία μπάζα από αυτό το κορόιδο. Γαλόπουλο! Εδώ,
το δάσος, είναι η δική μας επικράτεια.» είπε η Κουβέρνα. «Μήπως θα μπορούσα να
μείνω εδώ;» είπε το γαλόπουλο. –«Ξέρεις να κλέβεις; Ξέρεις να πετάς; Ξέρεις να
φυλάς τσίλιες;» -«Τίποτα από όλα αυτά, κυρία Κουβέρνα.» -«Τότε ένας άχρηστος
είσαι! Και το χειρότερο είναι ότι στα μάτια σου δεν έχεις τη πονηριά που έχει
κάθε μια μας, που σημαίνει ότι ποτέ δεν θα μπορούσες να γίνεις σαν εμάς. Φύγε
από εδώ! Δεν σου αξίζει να ζεις στο κόσμο μας!».
Το καημένο το γαλόπουλο διωγμένο με τσιμπήματα
και φωνές έτρεχε προς τα ψηλότερα μέρη του δάσους, ώσπου αποκαμωμένο έπεσε να κοιμηθεί
κάτω από τις φτέρες. Σκέφτηκε ότι αφού δεν έχει το δικαίωμα να ζήσει σε αυτό
τον κόσμο, ας επιλέξει τουλάχιστον τον τρόπο του θανάτου του. Κάπου εκεί το
πήρε ο ύπνος. Είδε ότι ήταν στη κορυφή του βουνού, κάτω ο γκρεμός, αυτό όμως
προχώρησε, πήδηξε στο κενό και μετά ένα αίσθημα ελαφρότητας και φωτός το
συνεπήρε μέχρι που ξύπνησε. «Αν αυτό είναι ο θάνατος, είναι ότι καλύτερο μου
έχει συμβεί στη μίζερη ζωή μου» σκέφτηκε. Αποφάσισε λοιπόν να κάνει το όνειρο
του πραγματικότητα τελειώνοντας τη ζωή του με τη πτήση…
Το επόμενο χρονικό διάστημα το αφιέρωσε στο να
ανέβει το βουνό. Δεν ήταν εύκολο, συχνά οι δρόμοι δε βγάζαν πουθενά, γεμάτοι
πέτρες και αγκάθια, και το γαλόπουλο να υπομένει αυτές τις κακουχίες, να τρώει
ίσα-ίσα κανένα σκουληκάκι, αλλά στο τέλος της κάθε μέρας ανέβαινε και ένα
κομμάτι του δρόμου. Ώσπου τελικά, μετά από καιρό, έφτασε πια στη κορυφή. Εκεί
ένιωθες να σμίγεις με τον ουρανό, κάτω σου η άβυσσος, γύρω σου να χορεύει ο
αέρας, και τι υπέροχη θέα από εκεί ψηλά. Τα έβλεπε όλα: Το στάβλο της κυρά
Μάρθας, το δάσος με τις κουρούνες, το υπόλοιπο βουνό. «Μπόρεσα και έκανα όλο
αυτό το δρόμο;» αναρωτήθηκε.
«Και ψηλά, πιο ψηλά τι να υπάρχει άραγε;»
Κοιτάζοντας ψηλά τον τύφλωσε το φως και χαμήλωσε το βλέμμα του. «Αρκετά. Έφτασε
η ώρα.» Με αβέβαια βήματα προχωρούσε προς το κενό…
Τότε άκουσε μία γνώριμη κραυγή, και από τη
κατεύθυνση του ήλιου αισθάνθηκε στην αρχή μία σκιά, μετά ένα φτερούγισμα και
τέλος ένα μεγαλόπρεπο πουλί προσγειώθηκε δίπλα του. «Ποιος είσαι;» είπε το
γαλόπουλο. «Είμαι ο Ένο, ο αετός. Εσύ ποιος είσαι;» -«Εγώ είμαι απλά ένα χαμένο
γαλόπουλο, που ήρθα εδώ για να πεθάνω…» -«Χα, χα έχεις πλάκα αδερφάκι μου,
άκου... γαλόπουλο… Όχι αδερφέ μου δεν είσαι γαλόπουλο, είσαι ένας αετός όπως
και εγώ και μάλιστα ένας σοφός αετός γιατί έκανες όλο το δρόμο της επιστροφής
μόνος σου, όταν σε έκλεψαν σαν αυγό τα άτακτα παιδιά…»
«Ένο, είναι αλήθεια αυτά που λες;» -«Αδερφέ μου
άνοιξε τη φτερούγα σου και θα δεις ότι είναι ίδια με τη δικιά μου, ψηλάφισε τη
μορφή σου και θα δεις ότι έχεις τη δική μου μορφή.» -«Ένο, δεν το περίμενα…
Δηλαδή πάντα ήμουν ένας αετός;» -«Πάντα.» -«Και γιατί δεν πετάω όπως εσύ;»
-«Είναι γιατί το πρώτο πέταγμά μας εμείς οι αετοί το κάνουμε πέφτοντας από εδώ,
από τη κορφή του ψηλού βουνού.» -«Δηλαδή…, μπορώ να πετάξω;» - «Ναι αδερφέ μου,
φυσικά και μπορείς, για αυτό άλλωστε δεν ήρθες μέχρι εδώ;»
-«Θα μου δείξεις;» -«Είναι πολύ εύκολο, πέφτεις
στην άβυσσο, ανοίγεις τα φτερά σου και ο αέρας σε σηκώνει πάνω, μετά… απλά το
ευχαριστιέσαι! Να κοίτα εμένα!» και ο Ένο πήδηξε στο κενό και ξεκίνησε τη πτήση
του.
Ο μικρός αετός, με θάρρος, πήδηξε στο κενό, στην
αρχή έπεφτε και όλα στροβιλίζονταν, άνοιξε τα φτερά του διστακτικά και ένιωσε
κάτι τραντάγματα, αλλά με ορθάνοιχτα τα φτερά αυτά σταμάτησαν, όλα σταμάτησαν,
ο αέρας τον σήκωνε ψηλά, ήταν πια ένα με τον αέρα και το φως, ένα γνωστό
συναίσθημα ελαφρότητας, προερχόμενο ίσως από ένα όνειρο, τον συνεπήρε.
Και κάνοντας τη πρώτη του πτήση,
συνειδητοποίησε, ότι πάντοτε γνώριζε πώς να πετάει…
!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή