Με διάφορους τρόπους και διάφοροι
άνθρωποι.
Δύσκολοι καιροί. Ο καθένας μας βοηθάει, όπως μπορεί.
.
Δύσκολοι καιροί. Ο καθένας μας βοηθάει, όπως μπορεί.
.
Ο καθένας μας βοηθάει, όπως μπορεί.
|
Κι αυτοί που ζητάνε,
είναι Πακιστανοί, Αιγύπτιοι, Έλληνες....
Και ζητάνε απ' όλα. Ρούχα, φαγητό, λεφτάκια, δουλειά.
Κι έχουν ένα ύφος, όλο πόνο.
Κι' ούτε ξέρω αν ο πόνος είναι αληθινός ή ψεύτικος.
Πολλές φορές θέλω να αποφύγω να δώσω, αλλά ντρέπομαι. Τις περισσότερες φορές κάτι δίνω.
Πάντα όμως με πιάνει μια αμφιβολία.
Μήπως με εκμεταλλεύονται; Μήπως συνεννοούνται μεταξύ τους και έρχονται για "βοήθεια".
Δίνω το κάτι τις μου και ζορίζομαι.
Μισερή βοήθεια μου φαίνεται.
Λειψή.
Ούτε ξέρω τι να κάνω.
Βασανίζομαι, ανάμεσα στο Καλό και το σωστό.
Δίνω και έχω ενοχές.
Ούτε με την καρδιά μου δίνω, ούτε αρνιέμαι να δώσω.
Πήγαμε μια κοντινή εκδρομούλα, σ' ένα μοναστήρι.
Σ' ένα παγκάκι έξω από το μοναστήρι ήταν ένας καλόγερος.
Λιγνός, κάτισχνος δηλαδή, μου φάνηκε μεγάλος στην ηλικία. Ένα ράσο φορούσε, μ' ένα σχοινί στη μέση.
Κάπου ήταν προσηλωμένος, σαν προσεύχονταν.
Πήγα κοντά του, γύρισε και με κοίταξε, μ' ένα βλέμμα διαπεραστικό, φωτιές έβγαζαν τα μάτια του.
Είδα ότι δεν ήταν πολύ μεγάλος. Κοιταχτήκαμε. Το πρόσωπο του έλαμπε στο Φως. Ίσως να ήταν ο ήλιος που χτύπαγε πάνω του.
-- Κάθισε, μου είπε.
Σαν να γνωριζόμασταν από χρόνια, άρχισα να του μιλάω, του είπα το ζόρι μου, αυτό με τις "βοήθειες", αυτό που είπα παραπάνω.
-- Εσύ να δίνεις, μου είπε, άμα μπορείς, να δίνεις.
Μη σε νοιάζει. Δεν πειράζει, αν σε εκμεταλλεύεται.
Τ' ακούς; ΔΕΝ ΠΕΙΡΆΖΕΙ.
....
Έφυγα και πήγα να βρω τους άλλους. Είχα χαρά.
Μεγάλη ΧΑΡΑ. Σαν να ελευθερώθηκα.
Όχι «σαν», ΕΛΕΥΘΕΡΏΘΗΚΑ. Άμα μπορώ, δίνω. Τόσο απλό.
Πριν μπω στο μοναστήρι, γύρισα να τον δω.
Δεν ήταν κανείς στο παγκάκι.
Και ζητάνε απ' όλα. Ρούχα, φαγητό, λεφτάκια, δουλειά.
Κι έχουν ένα ύφος, όλο πόνο.
Κι' ούτε ξέρω αν ο πόνος είναι αληθινός ή ψεύτικος.
Πολλές φορές θέλω να αποφύγω να δώσω, αλλά ντρέπομαι. Τις περισσότερες φορές κάτι δίνω.
Πάντα όμως με πιάνει μια αμφιβολία.
Μήπως με εκμεταλλεύονται; Μήπως συνεννοούνται μεταξύ τους και έρχονται για "βοήθεια".
Δίνω το κάτι τις μου και ζορίζομαι.
Μισερή βοήθεια μου φαίνεται.
Λειψή.
Ούτε ξέρω τι να κάνω.
Βασανίζομαι, ανάμεσα στο Καλό και το σωστό.
Δίνω και έχω ενοχές.
Ούτε με την καρδιά μου δίνω, ούτε αρνιέμαι να δώσω.
Πήγαμε μια κοντινή εκδρομούλα, σ' ένα μοναστήρι.
Σ' ένα παγκάκι έξω από το μοναστήρι ήταν ένας καλόγερος.
Λιγνός, κάτισχνος δηλαδή, μου φάνηκε μεγάλος στην ηλικία. Ένα ράσο φορούσε, μ' ένα σχοινί στη μέση.
Κάπου ήταν προσηλωμένος, σαν προσεύχονταν.
Πήγα κοντά του, γύρισε και με κοίταξε, μ' ένα βλέμμα διαπεραστικό, φωτιές έβγαζαν τα μάτια του.
Είδα ότι δεν ήταν πολύ μεγάλος. Κοιταχτήκαμε. Το πρόσωπο του έλαμπε στο Φως. Ίσως να ήταν ο ήλιος που χτύπαγε πάνω του.
-- Κάθισε, μου είπε.
Σαν να γνωριζόμασταν από χρόνια, άρχισα να του μιλάω, του είπα το ζόρι μου, αυτό με τις "βοήθειες", αυτό που είπα παραπάνω.
-- Εσύ να δίνεις, μου είπε, άμα μπορείς, να δίνεις.
Μη σε νοιάζει. Δεν πειράζει, αν σε εκμεταλλεύεται.
Τ' ακούς; ΔΕΝ ΠΕΙΡΆΖΕΙ.
....
Έφυγα και πήγα να βρω τους άλλους. Είχα χαρά.
Μεγάλη ΧΑΡΑ. Σαν να ελευθερώθηκα.
Όχι «σαν», ΕΛΕΥΘΕΡΏΘΗΚΑ. Άμα μπορώ, δίνω. Τόσο απλό.
Πριν μπω στο μοναστήρι, γύρισα να τον δω.
Δεν ήταν κανείς στο παγκάκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου