"Κάθε βράδυ η ίδια ιστορία. Μόλις αρχίσει να νυχτώνει, ο Φώτης γίνεται ανήσυχος, ρωτά πότε θα πρέπει να κοιμηθεί, πότε θα μπει στο κρεβάτι. Πρέπει να ξαπλώσω μαζί του μέχρι να κοιμηθεί, κι όταν φύγω τότε σκεπάζεται μέχρι ψηλά πάνω, ιδρώνει, συχνά κλαίει στο κρεβάτι.
Το
ξέρω, φοβάται. Όμως τι;
Και
δεν είναι μόνο αυτό. Δεν ανεβαίνει τις σκάλες μόνος του, δεν μένει λεπτό σ' ένα
δωμάτιο μόνος. Κι αυτός ο διάδρομος, πως τον τρομάζει!"
Είναι
τα πρώτα λόγια της μητέρας του εξάχρονου Φώτη. Είναι ένα αγόρι, που με κοιτά
χαμογελώντας. Τα μαύρα του μάτια προδίδουν εξυπνάδα και περιέργεια. Μιλά για το
σχολείο και τους φίλους του, δείχνοντας ότι τ' αγαπά, ότι του αρέσουν. Το
πρόσωπο του και η συμπεριφορά του αλλάζουν όταν μου μιλά για τους βραδινούς του
φόβους. Βλέπεις τότε ότι τα καθαρά του μάτια σκοτεινιάζουν, ότι η φωνή του δεν
είναι σίγουρη και ζωντανή, κι ότι στριφογυρίζει στην καρέκλα του.
Σε κάποια συνάντηση μας, μου μιλά γι' "αυτά". Αυτά, είναι οι φόβοι του. Φαντάσματα, ντυμένα με μακριά πράσινα και μαύρα ρούχα, τις περισσότερες φορές χωρίς πρόσωπα, να κατεβαίνουν τη σκάλα σαν αυτός ανεβαίνει, να περπατούν στο διάδρομο βγαίνοντας από το ερμάρι, να μπαίνουν από το παράθυρο στο δωμάτιο του. Κι αυτός να παγώνει και να μη μπορεί να κάνει τίποτα, νιώθοντας τόσο μικρός. Κι όμως, σε κάποιο μας παιγνίδι, ο Φώτης βρίσκει τη λύση: "Ξέρεις", μου λέει, και τα μάτια του λάμπουν και πάλι, "ξέρω τι θα κάνω. Νομίζεις ότι ο αδελφός μου και οι γονείς μου θα γελούσαν, αν το βράδυ στο κρεβάτι έπαιρνα μαζί μου το χρυσό μου σπαθί, που πήρα δώρο τα Χριστούγεννα; Τότε δεν θάμουν μόνος με τα φαντάσματα, και θάνιωθα δυνατός".
Ο Φώτης, χάρη στη ζωντάνια του, στο χρυσό σπαθί και την κατανόηση των γονιών του, που δε γέλασαν, σε μερικές βδομάδες δε φοβόταν πια τα φαντάσματα. Χαρούμενος λέει: "Φαίνεται με φοβήθηκαν και δεν έρχονται πια".
Σε κάποια συνάντηση μας, μου μιλά γι' "αυτά". Αυτά, είναι οι φόβοι του. Φαντάσματα, ντυμένα με μακριά πράσινα και μαύρα ρούχα, τις περισσότερες φορές χωρίς πρόσωπα, να κατεβαίνουν τη σκάλα σαν αυτός ανεβαίνει, να περπατούν στο διάδρομο βγαίνοντας από το ερμάρι, να μπαίνουν από το παράθυρο στο δωμάτιο του. Κι αυτός να παγώνει και να μη μπορεί να κάνει τίποτα, νιώθοντας τόσο μικρός. Κι όμως, σε κάποιο μας παιγνίδι, ο Φώτης βρίσκει τη λύση: "Ξέρεις", μου λέει, και τα μάτια του λάμπουν και πάλι, "ξέρω τι θα κάνω. Νομίζεις ότι ο αδελφός μου και οι γονείς μου θα γελούσαν, αν το βράδυ στο κρεβάτι έπαιρνα μαζί μου το χρυσό μου σπαθί, που πήρα δώρο τα Χριστούγεννα; Τότε δεν θάμουν μόνος με τα φαντάσματα, και θάνιωθα δυνατός".
Ο Φώτης, χάρη στη ζωντάνια του, στο χρυσό σπαθί και την κατανόηση των γονιών του, που δε γέλασαν, σε μερικές βδομάδες δε φοβόταν πια τα φαντάσματα. Χαρούμενος λέει: "Φαίνεται με φοβήθηκαν και δεν έρχονται πια".
Και το
χρυσό σπαθί είναι και πάλι ανάμεσα στ' άλλα του παιγνίδια.
Ποιές είναι οι μορφές των φόβων στα παιδιά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου