Μία γυναίκα, που κανείς δε γνώριζε
από πού και πότε εμφανίστηκε στην πολιτεία, ζούσε σ΄ ένα μικρό σπιτάκι στο
βουνό και μέρα νύχτα δούλευε και έφτιαχνε τα πιο όμορφα παπλώματα που είχανε
ποτέ υπάρξει. Πλήθος πλουσίων ανέβαιναν στο σπίτι της προσφέροντάς της τεράστια
χρηματικά ποσά, για να τους φτιάξει ένα από τα μαγικά της παπλώματα. Η ίδια ευγενικά
απαντούσε ότι δεν τα είχε για πούλημα. Και αργά το βράδυ τριγυρνούσε στα
σκοτεινά στενά και τα χάριζε σε άστεγους και σε όποιον έκρινε ότι τα είχε
ανάγκη.
Στην ίδια πολιτεία ζούσε και ένας
βασιλιάς, που το μόνο που γέμιζε την άδεια του ζωή ήταν ένα: τα δώρα. Κανένα
δώρο όμως δεν τον ικανοποιούσε, κανένα δεν του έφτανε, όλο ήθελε κι άλλα. Έτσι
σοφίστηκε έναν νέο νόμο και γιόρταζε τα γενέθλιά του δυο φορές το χρόνο.
Κανένας από την πολιτεία του δεν εννοείτο να μην του προσφέρει κάτι, ό, τι κι
αν ήταν αυτό. Γι΄ αυτό μόλις πληροφορήθηκε πως υπήρχε μία παπλωματού με τόσο
μεγάλη μάλιστα φήμη και δεν του είχε δώρισε ένα από τα παπλώματά της, το
απαίτησε μόνος του. Η παπλωματού, πάντα ευγενικά και καλοσυνάτα, αρνήθηκε.
Η ποινή ήταν να την κλείσουν σε μία
σπηλιά με μια πεινασμένη αρκούδα.
Ο βασιλιάς, που παρά την απληστία
του δεν ήταν κακός, μετάνιωσε και όταν πήγε να την ελευθερώσει, την είδε να
πίνει τσάι με το άγριο θηρίο, που η γυναίκα του έφτιαξε με το σάλι της ένα
μαλακό μαξιλάρι.
Αμέσως μετάνιωσε για την απόφασή του
να την ελευθερώσει και μία νέα ποινή την περίμενε: την παράτησε σε ένα νησί
τόσο μικρό, που με τα βίας χωρούσαν και τα δυο της πόδια.
Και πάλι όμως, μετανιωμένος από την
πράξη του, αποφάσισε να την ελευθερώσει. Προς έκπληξή του την είδε πάνω σε ένα
δέντρο, να ράβει από το γιλέκο της παλτουδάκια στα σπουργίτια. Αυτά ήταν που
την μετέφεραν εκεί.
Και τότε έκαναν μια συμφωνία: «..θα
πρέπει προτού σου φτιάξω το πάπλωμα, να χαρίσεις όλα όσα έχεις μαζωμένα στο
παλάτι σου. Και με το κάθε δώρο που θα αποχωρίζεσαι, εγώ θα μεγαλώνω κατά ένα
περισσότερο κομμάτι το πάπλωμά σου».
Ο βασιλιάς διστακτικά ξεκίνησε με το
πρώτο δώρο. Κι έπειτα έδωσε και δεύτερο και τρίτο και «κάτι σαν χαμόγελο
σχηματίστηκε στα χείλη του». Η χαρά που έδινε στους άλλους μοιράζοντας τα
υπάρχοντά του τον έκανε άλλο άνθρωπο! Ταξίδεψε σ΄ όλο τον κόσμο χαρίζοντας ό,
τι είχε και δεν είχε. Κι όταν πια δεν του έμεινε τίποτα, η παπλωματού του
χάρισε το πάπλωμά του. Και, παρόλο που τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα και ήταν
πάμφτωχος, ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος που είχε δει ποτέ στη ζωή της!
Δέχτηκε λοιπόν και κείνη με χαρά τον θρόνο του, που της τον πρόσφερε: «είναι ό,
τι πιο αναπαυτικό για κάποια που περνά της ώρες της ράβοντας», της είπε.
Κι από τότε ήταν εκείνος που τα
βράδια έψαχνε στα στενά σοκάκια της πόλης τον άνθρωπο που είχε την μεγαλύτερη
ανάγκη, για να του χαρίσει ένα από τα παπλώματα της γυναίκας.
«Και πάντα η καρδιά του ήταν γεμάτη
από χαρά και ευτυχία και από τότε το γέλιο ποτέ δεν του έλειψε».
Τζέφ Μπριμπό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου